Του Κώστα Λυμπουρή (*)
Ο γιατρός γνωμάτευσε αμέσως ότι «ο κ. Αντώνης Σταύρου υπέστη σοβαρό νευρικό κλονισμό». Ο γιος του, βέβαια, ο Παντελής ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρος ότι αυτό θα άκουγε. Ήταν παρών άλλωστε, όταν ξαφνικά, ο πατέρας του βλέποντας τηλεόραση, άρχισε να ουρλιάζει:
– Τρέξε, Παντελή… Έλα να δεις το διπλοκάμπινό μου, έλα να δεις το «θηρίο» μου… Τι γυρεύει εκεί… εγώ δεν ήξερα γιατί το ήθελαν… άλλα μου είπαν… εγώ δεν το έδωσα για τον πόλεμο… δεν ήξερα πως θα κουβαλούσε νεκρούς.
Ο Παντελής δεν έβγαζε καθαρό νόημα. Και χρειάστηκε να ηρεμήσει πρώτα τον πατέρα του μ’ ένα ποτό, για να καταλάβει μέσες- άκρες τι είχε γίνει: Ο γερο- Αντώνης επέμενε πως είδε στο ρεπορτάζ για τον πόλεμο στην Παλμύρα, το αυτοκίνητό του να κουβαλά ένοπλους και νεκρούς. Στις δυο σειρές των καθισμάτων κάθονταν κάμποσοι με όπλα, ενώ πίσω, στην καρότσα κάποιος στεκόταν σε αυτοσχέδιο βάθρο, στηρίζοντας στην καμπίνα ένα τεράστιο οπλοπολυβόλο. Αριστερά και δεξιά του κείτονταν μπρούμυτα νεκροί. Κι όλων τα πόδια, γυμνά, κρέμονταν έξω από την καρότσα.
Όχι, δεν είχε καμιά απολύτως αμφιβολία, πως ήταν το «θηρίο» του. Το ήξερε τόσο καλά, που θα το αναγνώριζε, έστω και χωρίς αριθμούς εγγραφής, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Ο Μωχάμετ, όμως, ο βοηθός του, του είχε πει, ότι το αυτοκίνητο, θα το αγόραζε φίλος του, Σύριος, για τις οικοδομικές του δουλειές, εδώ στην Κύπρο. Αν ήξερε για πού το προόριζε, δεν θα του το πουλούσε για όλα τα λεφτά του κόσμου.
Ο Παντελής, προσπάθησε από την πρώτη στιγμή να τον πείσει ότι δεν έπρεπε να νιώθει ενοχές, δεν ευθυνόταν για τίποτε και πως «στο κάτω-κάτω ένα μηχάνημα ήταν και τα μηχανήματα τα χρησιμοποιεί ο καθένας σύμφωνα με τις ανάγκες του».
Αυτή, όμως, η σκέψη μπέρδεψε ακόμα πιο πολύ τον γέροντα. Πώς να δεχόταν ότι το «θηρίο» του ήταν απλώς ένα μηχάνημα. Μαζί του είχε δεθεί, είκοσι ολόκληρα χρόνια στη δουλειά, σε καλές και δύσκολες στιγμές.
Το είχε πάρει καινούργιο, εικοσιπεντάρι, ντήζελ. Ένα θηρίο, που δεν έλεγε όχι σε καμιά αγροτική ανάγκη ή δοκιμασία. Και το θέλησε διπλοκάμπινο, να κάθεται δίπλα η γυναίκα του και στο πίσω κάθισμα ο Μωχάμετ ή και δεύτερος εργάτης, αν χρειαζόταν. Το πιο βασικό, βέβαια, ήταν ότι στη μεγάλη του κάσα μπορούσε να φορτώσει ένα σωρό προϊόντα, μα και εργαλεία και άλλα σύνεργα της δουλειάς του. Πήγαιναν πρωί-πρωί στο χωράφι τους, εφτά-οκτώ χιλιόμετρα έξω από τη Λευκωσία και μάζευαν τη φρέσκα σοδειά: Ντομάτες, αγγουράκια, μελιντζάνες, χόρτα, πιπέρια, πατάτες μα και πεπόνια και καρπούζια, στην εποχή τους. Δούλευαν μια-δυο ώρες και, στην επιστροφή άφηναν τη γυναίκα του στο σπίτι για τις οικιακές της δουλειές κι οι δυο τους με τον Μωχάμετ έβγαιναν στη γύρα για να πουλήσουν.
Τα πιο πολλά προϊόντα τα διέθεταν στον συνοικισμό της Ανθούπολης, κοντά στην περιοχή που έμεναν και κείνοι. Χρόνια τώρα την ίδια διαδρομή και πάντα στην ώρα τους πάνω-κάτω. Διαφήμιση δεν χρειάζονταν να κάνουν για την πραμάτεια τους. Όλες οι πελάτισσες του Αντώνη, (γιατί αποκλειστικά σχεδόν γυναίκες ήταν), ήξεραν τη μοναδική ποιότητα των προϊόντων του, φρεσκότατα και προπάντων χωρίς χημικά. Επέμενε σ’ αυτή την αρχή, να βάζει μόνο ελάχιστο λίπασμα, έστω κι αν είχε απώλειες και το κόστος παραγωγής ήταν πολύ μεγάλο. «Δεν θα ταϊζω εγώ τον κόσμο με χημικά» επαναλάμβανε σταθερά. «Δεν θα δηλητηριάζω εγώ τον κόσμο, για να βγάλω λίγα λεφτά παραπάνω».
Με το που έφτανε στα συνηθισμένα στέκια του σε κάθε γειτονιά, οι γυναίκες μαζευόντουσαν γύρω από το «θηρίο» του μέσα σε λίγα λεπτά. Ήξερε καλά, τι προτιμούσε η καθεμιά, μα και τις μικροϊδιοτροπίες τους και πάντα σχεδόν τις ικανοποιούσε. Στη Δέσποινα, ολόχρονα, πρόσφερε τις καλύτερες ντομάτες για τα γεμιστά της, μα και στη Μερόπη, στην εποχή τους, έδινε μελιντζανάκια μιας ειδικής ποικιλίας, με τα οποία έφτιαχνε περίφημο γλυκό. Ήταν χαρά του να τις βλέπει να φεύγουν για τα σπίτια τους κατευχαριστημένες.
Η αλήθεια ήταν, βέβαια, πως έκανε κι αυτός τα χατήρια του. Στην Ελένη, ας πούμε φύλαγε ό,τι καλύτερο είχε. Κι έβρισκε ευκαιρία να της το δίνει, με τρόπο ώστε να μη γίνεται αντιληπτός. Έτσι τουλάχιστον ήθελε να πιστεύει ο ίδιος, αφού η αδυναμία του είχε γίνει γνωστή σε πολλές από τις πελάτισσές του. Μα κι αυτές, βλέποντάς τον καθημερινά, χρόνια πια, σαν έναν δικό τους άνθρωπο, έπαψαν να τον σχολιάζουν. Είχαν τόση εκτίμηση στον Αντώνη, που έκαναν και τα στραβά μάτια. Κάποιες, ίσως να ’ξεραν κιόλας, πως η Ελένη ήταν ο έρωτας των νεανικών του χρόνων, μα που, για διάφορους λόγους, δεν έγινε να ζήσουν μαζί. Έκανε ο καθένας τους τη δικιά του οικογένεια, με παιδιά και εγγόνια, φαίνεται, όμως, πως πάντα έμεινε κάτι στις ψυχές τους να σιγοκαίει. Η Ελένη έπαιρνε από το χέρι του το ξεχωριστό πεσκέσι – το φρέσκο φασολάκι που λάτρευε, της το διάλεγε ο ίδιος, ένα προς ένα – κι έλεγε μόνο ένα ψιθυριστό «ευχαριστώ, Αντώνη». Αυτό και τίποτε άλλο. Όμως, ήταν τόσο σημαντικό και για τους δυο τους… Αυτή προπάντων η επαφή τον γέμιζε εσωτερικά, όπως και οι άλλες καθημερινές του σχέσεις με τις πελάτισσές του, γι αυτό και του στοίχισε πολύ, όταν ήρθε η στιγμή να σταματήσει. Στα 72 του χρόνια και με κάποιους ρευματισμούς, πόσο θα μπορούσε να συνεχίσει. Πείστηκε, λοιπόν, να πουλήσει το «θηρίο» του και βολεύτηκε μ’ ένα μικρό δεύτερο αυτοκίνητο που είχε ο Παντελής. Το χωράφι δεν το πούλησε. Περιόρισε την παραγωγή, όσο που να φτάνει για την οικογένεια και τους φίλους, είπε, και ανέθεσε στον Μωχάμετ τη φροντίδα.
Το σοκ του γερο-Αντώνη με το φορτηγάκι του στην Παλμύρα δεν έλεγε να καταλαγιάσει. Παρά τη δυνατή φαρμακευτική αγωγή, τα πράγματα λειτουργούσαν στο μυαλό του ανάκατα και έντονα. Στον ύπνο μα και στον ξύπνιο του έβλεπε έναν φοβερό εφιάλτη: Το «θηρίο» του ήταν φορτωμένο πτώματα, μπρούμυτα πάντα, με τα πόδια να κρέμονται έξω γυμνά. Γυρνούσε στις γειτονιές και, καθώς μαζεύονταν οι γυναίκες, έκανε τη μοιρασιά. Έπαιρναν εκείνες από ένα πτώμα και κατευθύνονταν στα σπίτια τους.
Η γυναίκα του είχε πια απελπιστεί, μη μπορώντας να τον στηρίξει άλλο. Κι ο γιος του κατέφευγε ξανά και ξανά στον ψυχίατρο. Απ’ αυτόν πήρε και την τελευταία «γνωμάτευση»:
– Κοιτάξτε να δείτε. Στην ψυχιατρική λέμε, ότι, αν τα φάρμακα δεν έχουν αποτέλεσμα, αντιμετωπίζουμε ένα σοβαρό σοκ, με ένα μεγαλύτερο. Δεν ξέρω, βέβαια, τι μπορεί να είναι αυτό. Μάλλον μόνος σας θα το σκεφτείτε.
Πέρασε καιρός, μέχρι ο Παντελής να καταλήξει κάπου. Κι ένα βράδυ δοκίμασε:
– Πατέρα, είδα στις ειδήσεις κάτι που είμαι σίγουρος ότι σ’ ενδιαφέρει. Προσωπικά, πιστεύω πια ότι το «θηρίο» σου δεν παίρνει μέρος στις μάχες. Μάλλον, γιατί έχει καταστραφεί ολοκληρωτικά. Eκεί στην Παλμύρα όπου το έχεις δει, δεν έχει μείνει τίποτε απολύτως. Χρησιμοποιήθηκε, είπαν, η «μητέρα όλων των βομβών». Η βόμβα αυτή έχει βάρος δέκα τόνων και, όπου ριχτεί, εξαερώνονται τα πάντα σε μεγάλη αχτίνα. Κτήρια, οχήματα και κάθετι ζωντανό εξαφανίστηκαν μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ! Νομίζω, πατέρα, πως ίσως να είναι καλύτερα έτσι. Να βγάλεις τις ιδέες από το μυαλό σου.
Ο γερο-Αντώνης δεν είπε τίποτε. Κούνησε μελαγχολικά το κεφάλι, είπε καληνύχτα και αποσύρθηκε στο δωμάτιό του.
Το πρωί δεν τον βρήκαν στο σπίτι. Η γυναίκα του κι ο γιος του ανησύχησαν, μα καθώς έλειπε και το μικρό αυτοκίνητο σκέφτηκαν ότι πιθανόν να πήγε στο χωράφι.
Δεν πρόλαβαν καν να επικοινωνήσουν με τον Μωχάμετ. Τον είδαν να φτάνει τρομοκρατημένος και με δυσκολία να λέει ότι ανάμεσα στα φυτά, μπρούμυτα, βρήκε νεκρό τον κύριο Αντώνη.
Για καιρό πολύ μετά ο κόσμος, προπάντων οι γυναίκες στον Συνοικισμό της Ανθούπολης απορούσαν πώς ήταν δυνατό να πεθάνει κανείς ήσυχα-ήσυχα την ώρα που θέλει και στον τόπο που θέλει. Και κάποιοι που τον ήξεραν πιο πολύ έλεγαν για το γεγονός ότι βρέθηκε μπρούμυτα, με τα πόδια γυμνά. Καθόλου δεν συνήθιζε ο Αντώνης να περπατά στο χωράφι του με γυμνά πόδια.
(*) Ο Κώστας Λυμπουρής εκδότης του περιοδικού Ύλαντρον και πρώην μορφωτικός σύμβουλος στην Πρεσβεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Αθήνα. Τελευταίο βιβλίο του ‘Επιβάτες φορτηγών, εκδ.Πάπυρος.