Του Άρη Α. Δρουκόπουλου*
Ο Γιώργος Κοζίας είναι ένας επίμονος ποιητής στους τρόπους με τους οποίους βλέπει το γύρω του κόσμο ανάποδα. Παρ’ όλη την επιμονή του όμως προχωρεί, σπρώχνει την έρευνά του για την ζωή μας, γιατί η ποίηση του Γ.Κ. είναι μια έρευνα, παράξενη, περίεργη ίσως, όμως έρευνα εν πρόοδο. Και αυτό φαίνεται από την πρόσφατη, 5η στη σειρά, ποιητική συλλογή του με τον τίτλο «41ος Παράλληλος». Γι’ αυτή την ποιητική έρευνα (λογοτεχνικό εργαστήρι) χρησιμοποιεί δύο εργαλεία το ένα είναι ο Υπερρεαλισμός και το άλλο η Λογιοσύνη του ως δημιουργού.
Ο «41ος Παράλληλος» περιέχει 42 ποιήματα τα περισσότερα αφηγήματα, που αρκετά περιλαμβάνουν και διαλόγους. Οι αφηγήσεις όμως, όπως και οι διάλογοι, είναι αλλόκοτες, εκφρασμένες με τρόπο, ιδιάζοντα, με το νόημα ότι δεν μοιάζουν με τις αφηγήσεις και τους διαλόγους της καθημερινής μας πραγματικότητας. Ακριβώς, αυτός είναι ο τρόπος του Υπερρεαλισμού.
Το ποίημα «Αμερικανική Σερενάτα» θα βοηθήσει να προσεγγίσουμε – αναλύσουμε την ποιητική μεθοδολογία του Γιώργου Κοζία:
Ασθενοφόρα εισβάλλουν με θόρυβο στον έρημο δρόμο./Βγαίνουν από μέσα κοντραμπάσα, βιολοντσέλα, ακορντεόν, /ηλεκτρικά πνευστά, κρουστά σατανικά.
Οι τραυματιοφορείς στήνουν τα αναλόγια-φορεία. /Ανοίγουν τις παρτιτούρες-γάζες.
Η ορχήστρα ξεσπά./ Το πεντάγραμμο χορεύει, η σερενάτα πετάει,/ανεβαίνει σε ουρανοξύστες άδειους, σκοτεινούς.
Απογοητευμένοι οι μουσικοί εξαφανίζονται./Μένει μόνος ο τραυματίας,/καλεί σε βοήθεια με τη σφυρίχτρα του:
-Κουράστηκα, θέλω να γιατρευτώ,/η πληγή είναι βαθειά, ματώνει, /η σερενάτα πυροβολεί, σκοτώνει!
Ο ποιητής ενώνει δύο εντελώς ασύμβατες καταστάσεις, είναι όμως εντελώς άσχετες; Δεν θα διστάσει να φέρει κοντά, αυτές τις δύο ετερόκλιτες καταστάσεις, του ασθενοφόρου που μεταφέρει έναν τραυματία και του αυτοκινήτου που μεταφέρει ένα μουσικό συγκρότημα. Ένα μικρό βήμα χρειάζεται, μέσα σε μια παράξενη σύγχυση, τα δύο αυτοκίνητα με τα τόσο διαφορετικά σύνολα να ενωθούν και ταυτόχρονα να δημιουργήσουν μια εκρηκτική κατάσταση στους αναγνώστες και να καταλάβουν τον παραλογισμό του σύγχρονου κόσμου, εκεί δείχνει ο τελευταίος στίχος: «η σερενάτα πυροβολεί, σκοτώνει!».
Μέσα στο ίδιο πνεύμα, του παραλογισμού, τα αντικείμενα έχουν μια αυτόνομη ζωή, ανεξάρτητη από τη ζωή του ανθρώπου που τα κατασκεύασε και υποτίθεται ότι τον εξυπηρετούν, ενώ έχουν αποκτήσει απόλυτη αξία, αυτό εκφράζει το ποίημα «Τα έπιπλα τέρατα»:
-Τα έπιπλα είναι ζωντανά, είπε ο ξεναγός,/με το παραμικρό νεύμα βαδίζουν.
Το τραπέζι προχωρά,/στέκεται στο κέντρο της αίθουσας,/γύρω παίρνουν θέση καθρέφτες,
καρέκλες, πολυθρόνες, καναπέδες,/ο πολυέλαιος κατεβαίνει απ’ το ταβάνι/με την ψυχή ανάποδα.
Ανάμεσα στα τέρατα έπιπλα/ανοίγω δρόμο με το ηλεκτρικό πριόνι μαινόμενος:/«Το όνομά μου Λεγεών…/Δεν θέλω να με προσκαλέσουν ποτέ!»
Ο ευαίσθητος άνθρωπος μπορεί να αντιδρά βίαια σε μια τέτοια κατάσταση, τα θαύματα της τεχνικής. Ο στίχος «το όνομα μου Λεγεών» παραπέμπει ταυτόχρονα στο ευαγγέλιο του Λουκά, αλλά κυρίως στο έργο του Ντοστογιέφσκι «Δαιμονισμένοι» ή «Δαίμονες». Την καταστροφική μανία, ως αντίδραση, τη γνωρίζει πολύ καλά η εποχή μας.
Είναι όμως και οι κωμικές-γκροτέσκο καταστάσεις, που ακριβώς ο υπερρεαλιστής ποιητής τις χρησιμοποιεί για να δείξει πόσο στραβά είναι στην πραγματικότητα τα ορατά και τα αόρατα, πόσο το σοβαρό είναι αστείο και το αστείο σοβαρό.
Στο ποίημα «One man Circus» το γκροτέσκο στοιχείο αναδεικνύεται:
Στο κατώφλι του σπιτιού του, έγραψε: «άπατρις»,/σημείωσε ένα ερωτηματικό πάνω στο κούτελό του/και πρόσθεσε άλλη μια λέξη στον τοίχο: «άνεμος».
-Να το αληθινό τσίρκο, είπε ο αθώος σαλτιμπάγκος,/ δείχνοντας τον κόσμο που χειροκροτούσε στον εξώστη,/στη ζωή ο καθένας φτιάχνει το δικό του Μοναχικό Τσίρκο.
Ο «αθώος σαλτιμπάγκος» και το «αληθινό τσίρκο» είναι οι πραγματικές καταστάσεις.
Β. Η ΛΟΓΙΟΣΥΝΗ
Στη σύλληψη του νοήματος του κόσμου βοηθάει τον ποιητή και η λογοτεχνική παράδοση, δική μας ή ξένη, λαϊκή ή λόγια. Και ο Γ.Κ. είναι λόγιος ποιητής. Σε όλες τις ποιητικές του συλλογές είναι φανερό αυτό, ιδιαίτερα στην προηγούμενη «Κόσμος χωρίς ταξιδιώτες», όπου αναφέρονται ρητά ποιητές, πεζογράφοι, φιλόσοφοι, μουσικοί όπως Βόυτσεκ, Μωπασάν, Σοπενχάουερ, Ραχμάνινωφ, Στρίντμπεργκ, Ιονέσκο, Τσέχωφ, Γκόγκολ. Ιδιαίτερα όμως στην καινούργια συλλογή «41ος ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΣ» στις σημειώσεις, στο τέλος του βιβλίου αναφέρει για έξι ποιήματα την πηγή της έμπνευσής του, που είναι κάποιο λογοτεχνικό έργο. Πέρα όμως από αυτές τις περιπτώσεις οι αναφορές είναι διάσπαρτες σε όλη τη συλλογή, είτε υπαινικτικά είτε ρητά, από τη λογοτεχνική, τη λαϊκή, τη θρησκευτική παράδοση. Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Ίσως ότι δεν υπάρχει και στην ποίηση παρθενογένεση! Άλλωστε στην καθημερινή μας συναναστροφή χρησιμοποιούμε πλήθος τέτοιες αναφορές με διάφορους τρόπους και διάφορους λόγους.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ
Άλλοτε σε έλεγαν Αγία Σεσίλια, άλλοτε ήσουν /η Μαρία Στιούαρτ, η δεσποινίς Άντερσον,
σε έλουζαν, σε χτένιζαν, σε μύρωναν.
Τα Ξένα μάτια την κοιτάζουν/ Έκθαμβη νέα ωραία η αμαρτία /κι η απιστία Δεύτερη Υπηρεσία./
Αργά ή γρήγορα θα χτυπήσουν την πόρτα/ οι υποψήφιοι προσκυνητές αθώοι, ταπεινοί, δειλοί.
Τα φύλλα συκής πέφτουν μαραμένα. /Έρχονται οι προξενητές με τα δώρα του ήλιου./
Αγαπιόμαστε, λατρεύουμε, προδίδουμε… /Λάμπει το Ουράνιο Τόξο.
Σ’ αυτό το ποίημα ακούγονται λέξεις και ρυθμοί από το τραγούδι του ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ, από τα πιο παλιά δημοτικά τραγούδια. Παρακολουθούμε μια ανατροπή της παραδοσιακής κοινωνίας. Η Αρετή, η ηρωίδα του δημοτικού τραγουδιού, με την πίστη της στα πρόσωπα που την αγαπούν ανατρέπεται από τη «νέα ωραία αμαρτία» και την «απιστία». Βρισκόμαστε στην αντίθετη ακριβώς κατάσταση, όπως λέει και ο προτελευταίος στίχος.
«Αγαπιόμαστε, λατρεύουμε, προδίδουμε…»
Το ίδιο διαπιστώνουμε και στο ποίημα:
o ΠΡΟΦΗΤΗσ
Μικρός προφήτης έριξε σε κορασιά τα μάτια./«Πεινώ, διψώ» της λέει. «Βοή μου»/
του αποκρίνεται «Τα σπλάχνα μου να φας!».
Ορμάει πάνω της, κάνει μια τρύπα/στα τρυφερά βυζιά, την βύζαινε /στόμα φιλήδονο, χείλος φαρμακωμένο.
Δάγκωνε μάνα του ουρανού, αλάτι του πελάγου/έπινε γάλα και κρασί από λαχταριστό κορμί
χωρίς να προφητεύει.
Ο ιδανικός κόσμος του Σολωμού εξαφανίζεται…
Η λαγνεία στέρησε τον ερωτευμένο του νεότερου ποιήματος από την ικανότητα να προφητεύει, δηλαδή να εισέρχεται στο βάθος των πραγμάτων. Και ο έρωτας τι έχει γίνει; Όπως τον καταγράφει ο Γιώργος Κοζίας, έχει γίνει αυτοερωτισμός (στο ποίημα «το μαγικό δέρμα») ή σκέτη παραγωγή ηδονής σωματικής («Η γυναίκα στο σκοπευτήριο») ή παρασυζυγική ηδονή («Οι ομπρέλες») ή πληρωμένος έρωτας («Cabaret..»).
Λείπει όμως η ερωτική αγάπη από την τελευταία συλλογή του Γ.Κ.; Όχι βέβαια! Αλλά είναι χαρακτηριστική η παρουσία της στο ποίημα:
η ωραια αμπελοσ
Μπαίνει στο αμπέλι, κλέβει μια ρώγα,/ την έβαλε στο στόμα της κι έπεσε νεκρή!/
Την έκλαψαν, την ξάπλωσαν σε κάσα σκαλιστή,/την κλείδωσαν, πέταξαν τα εννιά κλειδιά,
την ξέχασαν.
Φτάνει ο τρυγητής, τρυγάει, βρίσκει τα κλειδιά./ Βλέπει την κάσα, ξεκλειδώνει εννιά φορές,
μέσα η πεθαμένη κόρη πεντάμορφη/με ανοιχτά τα χείλη υγρά, ζουμερά./ Το πρόσωπό της
έλαμπε/ κι είχε σημαδάκι στο λαιμό στολίδι.
Σκύβει ο λεβέντης φιλάει τρείς/ την τέταρτη πετιέται του σταφυλιού η ρώγα!/ Έπαιξε
τα βλέφαρα η Ωραία Άμπελος/ ζωντάνεψε, του μίλησε:
«Νόστιμα ροζακιά, ασίκη, φρέσκα ροζακιά,/σταφύλια της Αγάπης τα φιλιά»
Ο ποιητής ακουμπάει στη λαϊκή παράδοση, στο γνωστό παραμύθι του παλληκαριού/του πρίγκιπα που με το φιλί του ανασταίνει την πεθαμένη/κοιμισμένη πεντάμορφη. Θέλει να υποδείξει, μήπως, ο Γ.Κ. ότι η γνήσια ερωτική αγάπη βρίσκεται μόνο στα παραμύθια; Πάντως σε δύο προηγούμενες ποιητικές του συλλογές, («Κόσμος χωρίς ταξιδιώτες» και «Πεδίον ρίψεων») τη γνήσια αγάπη την εικονογραφεί με δικά του, υποθέτω, παραμύθια. Ο Γ.Κ. όμως δεν χρησιμοποιεί την λογοτεχνική παράδοση για να την αναποδογυρίσει, μόνο αρκετές φορές τη βλέπει ως σύντροφο στη δική του ποιητική πορεία. Έτσι συμβαίνει με την ποίηση του Σεφέρη ή του Καβάφη. Στο ποίημά του «Τα εκτοπλάσματα» εικονογραφεί το σαράκι που κατατρώγει τα πάντα χωρίς να μπορούμε να το αποφύγουμε.
Τα εκτοπλάσματα έφαγαν τους τοίχους, /τρώνε τις πόρτες του σπιτιού, /τα πατώματα, νευρικά με μακρύ τρίχωμα, /πορφυρά μάτια, τεράστια δόντια.
Έντρομοι έφυγαν οι αγαπημένοι φίλοι,/ έμειναν τ’ αποφόρια τους, κρύβονται σε απόμερες/
γωνιές, μέσα στις ετοιμόρροπες ντουλάπες, /κάτω από τα ράφια δίχως κορμιά.
Την ίδια ώρα στα διπλανά νοικοκυρεμένα σπίτια/εισβάλλουν αόρατα, άυλα, νέα φαντάσματα /καραδοκούν, ξένοι άγνωστοι λοιδορούν:
-Οι παραβάτες στην επίορκη πόλη!
Η συφορά, ειδοποιεί ο Καβάφης στο ποίημα «Ο Θεόδοτος» είναι κοντά μας και δεν την βλέπουμε: Ίσως αυτήν την ώρα εις κανενός γειτόνου σου/ το νοικοκερεμένο σπίτι μπαίνει —/ αόρατος, άυλος — ο Θεόδοτος,/ φέρνοντας τέτοιο ένα φρικτό κεφάλι.
Οι τελευταίοι στίχοι των δύο ποιημάτων σχεδόν ταυτίζονται. Και στο ποίημα «Ο υποβολέας», ο ποιητής διαλέγεται με τον Καβάφη το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον». Μπορεί κανείς να διαπιστώσει και με πρώτη ανάγνωση τα σημεία που συνομιλούν οι δύο ποιητές. Υπάρχει και στα δύο ποιήματα «ο εξαίσιος θίασος», ο οποίος είναι «αόρατος» και ο Θεός που αποκαλείται «Λιποτάκτης» αντιστοιχεί στο «απολείπειν» του Καβαφικού τίτλου. Εδώ όμως καταχωρείται η ειδοποιός διαφορά.
Ο Καβάφης λέει «προ πάντων να μην γελασθείς, μην πεις πως ήταν/ Ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου».
Ο Γ.Κ. όμως επιμένει: «Όχι! Ήταν απάτη!!»
Το καινούργιο στοιχείο της συλλογής
Το καινούργιο στοιχείο της συλλογής: Η απάτη, η παράσταση, το ψεύτισμα της ζωής γενικά! Ο ποιητής είναι αρκετά ευαίσθητος σ’ αυτή τη συλλογή απέναντι στην απάτη, στο θέατρο που παίζεται γύρω μας. Σε πρώτη ματιά είναι καμία δεκαριά και πλέον τα ποιήματα που συνθέτουν ένα περιβάλλον απάτης. Λέξεις που το προσδιορίζουν: μάσκες, ξύλινο ανθρωπάκι, μεταμφιεσμένος, τσίρκο, σαλτιμπάγκος, άλογα ξύλινα ψεύτικα, κούκλα, νευρόσπαστο, η κουρδισμένη κίσσα, για πάντα γελασμένος, απάτη, μαριονέττες, προσωπίδα, γελωτοποιός, κομπάρσοι, οι απατημένοι, ο πραίτορας των σκηνικών, η πόρνη της αυλαίας, χαρτιά σημαδεμένα, οι προδομένοι, κίβδηλα νομίσματα.
Στη συλλογή υπάρχει ένα ποίημα που δεν γίνεται ρητός λόγος για την απάτη, όμως αυτή βρίσκεται στην ουσιαστική λειτουργία της:
Η ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ
Στο καφενείο «ΟΙ ΑΝΔΕΙΣ» έρχεται κάθε πρωινό/ο μελαγχολικός Ινδιάνος, ανοίγει την εφημερίδα,/διατρέχει τις ειδήσεις, διαβάζει, συλλαβίζει:
Οι ιεραπόστολοι δεν κάνουν τατουάζ. Δεν χαράζουν/βαθιά το δέρμα τους. Βάφουν το πρόσωπό τους/όταν πάνε να ευλογήσουν τους πιστούς ιθαγενείς.
Επιστρέφουν, ξεβάφονται, βγάζουν τα άμφια,/φοράνε σμόκιν, εισπνέουν αιθέρα,/
ζαλίζονται, την ιεραποστολή ξεχνούν.
Τις Άνδεις βλαστημάνε που τους πλάνεψαν,/λάγνες-εξωτικές, που αγάπησαν και μίσησαν…
Πώς να την χαρακτηρίζουμε την κατάσταση που αποδίδει αυτό το ποίημα; Απάτη; υποκρισία; θέατρο; αυταπάτη; Είναι όλα αυτά! Αλλά το τελευταίο δίστιχο μας πηγαίνει πέρα από αυτά που μας πλάνεψαν. Υπάρχει όμως και άλλο εύρημα στο ποίημα «Η ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΗ». Το θέμα του είναι ειλημμένο από τη θρησκευτική ζωή. Κείμενα, πρόσωπα, δραστηριότητες, σύμβολα είναι διάσπαρτα στη συλλογή. Φυσικά δεν πρόκειται για θρησκευτική ποίηση! Αλλά για μια ευφρόσυνη μεταφυσική αγωνία. Διαβάζοντας αυτά τα ποιήματα έχεις την εντύπωσης ότι ασκεί σκληρή κριτική στις θρησκευτικές ιδέες, στα θρησκευτικά βιώματα του περιβάλλοντος κόσμου του:
«Ο δύστυχος ικετεύει την Θεία Πρόνοια, εκείνη τον εμπαίζει» (Οι Συνεργοί, 17).
«Στον τρύπιο ουρανό γελάει η χρυσόμαλλη Απιστία» (Cabaret «Μις Υφήλιος, 51)
«- Χαλκιά και Πρωτομάστορα, φτιάξε καρφιά
(ο σταυρωμένος ποτέ δεν πάει χαμένος).
Εισάκουσόν μας Σατανά! (Η έβδομη απόδειξη, 21)
«Στο Καμπαρέ «Μις Υφήλιος» καταραμένη εποχή:
«Ελπίζετε οι δυστυχείς – προσεύχεσθε οι ευτυχείς» (Cabaret…, 51)
Δεν είναι η εξαπάτηση μια κατάσταση απλή στη συλλογή «41ος ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΣ». Πρέπει να τη δούμε σε σχέση με την πολιτική και το ποικιλώνυμο αλισβερίσι. Στο ποίημα «ΡΩΜΑΪΚΗ ΑΓΟΡΑ» (σελ 36) είναι σαφής η αιχμή:
«Σάυλοκ τραπεζίτη, μπάσταρδε Γερμανέ, Καίσαρα πωλητή
δικό σου το εμπόρευμα – δική μας η τιμή».
Ανάμεσα στο «εμπόρευμα» και την «τιμή» θριαμβεύει η απάτη.
Ο Γιώργος Κοζίας, αν δεν είναι απογοητευμένος, είναι όμως θυμωμένος, κατέχεται από δαιμονική οργή. Θυμίζω δύο στίχους από το ποίημα «ΤΑ ΕΠΙΠΛΑ ΤΕΡΑΤΑ»:
«Ανοίγω δρόμο με τον ηλεκτρικό πριόνι μαινόμενος:/«Το όνομά μου Λεγεών…»
Το όνομα «Λεγεών» είναι δυσοίωνο και απειλητικό.
Το ποίημα που συγκεντρώνει και συμπυκνώνει το νόημα των ποιημάτων της συλλογής
-αιρετικό και παρορμητικό- καθώς περιέχει και τον τίτλο της, «41ος ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΣ», είναι η ΛΙΤΑΝΕΙΑ:
Στον 41ο Παράλληλο γίνεται λιτανεία. Σημαιοφόροι/οι ραβδοσκόποι ιερομόναχοι, οπισθοφύλακες
οι τεχνίτες /με τα σάρωθρα. Ουρλιάζουν του ήλιου οι αιχμάλωτοι/να σταματήσουν τις παρακλήσεις οι μετεωρολόγοι,/το συνδικάτο των αστρολόγων γονατιστοί/ικετεύουν να βρέξει αστέρια, να τους πνίξει.
Οι άγιοι σαπίζουν στη Γή της Επαγγελίας. Ανιχνευτές/οδηγούν πότε τις άσπρες λιτανείες πότε τις μαύρες. /Αστραπές προσκαλούν τους ζωολόγους, κεραυνοί/ φτύνουν τα σπλάχνα τους στο θάλαμο Επιτόκων./Ο γέρο Ιερεμίας καίγεται, κατουράει λάβα/κι ο αυτοκράτωρ Ουρανός ξερνάει αρουραίους.
Στον 41ο Παράλληλο γίνεται λιτανεία/με τα κεριά όλων των προδομένων.
Για όσους δεν γνωρίζουν, τι σημαίνει ο τίτλος της περίτεχνης συλλογής «41ος ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΣ», ας ανατρέξουν στο γεωγραφικό χάρτη. Είναι ο παράλληλος που χωρίζει το Βορρά από το Νότο. Και με αυτόν τον τίτλο ο Γιώργος Κοζίας εκθέτει τα αποτελέσματα της ποιητικής-μαγικής έρευνάς του (σαν έτοιμος από καιρό, σαν θαρραλέος) για τα παράλογα της ζωής και της εποχή μας.
INFO:
41ος Παράλληλος, Γιώργος Κοζίας,
εικονογράφηση: Εύη Τσακνιά,
Στιγμή, 2012, 61 σελ.
* Άρης Α. Δρουκόπουλος (1939). Φιλόλογος-συγγραφέας. Έχει δημοσιεύσει μελέτες σε διάφορα περιοδικά (“Υδρία”, “Παράθυρο”, “Εντευκτήριο”, “Γιατί”), καθώς και μελέτες με θέμα τη διδασκαλία των αρχαίων και των νέων ελληνικών στο περιοδικό “Νέα Παιδεία”, κ.ά. Έργα: “Γιώργος Ιωάννου: ένας οδηγός για την ανάγνωση του έργου του” “Ειρμός”, (1992), Η διδασκαλία της νεοελληνικής λογοτεχνίας στο γυμνάσιο και στο ενιαίο λύκειο, Μεταίχμιο, (2004), Νεοελληνική λογοτεχνία, Μεταίχμιο, (2004).
Εξαιρετικό κείμενο, αναλυτικό, διεισδυτικό, αναλύει την ψυχή των ποιημάτων και όχι το σώμα τους. Ποίηση μοναδική,μέσα στο παρόν, στον μηχανισμό του σήμερα, στο αδηφάγο εγώ των αγορών και της κοινότητας της απληστίας, λόγος σύγχρονα ενορατικός, καταπέλτης των ψευδαισθήσεων, σημειώνει τις ρωγμές του Κόσμου και των ανθρώπων ως σύνολο.
Ευχαριστώ από καρδιάς για το επαινετικό σας σχόλιο.
Να είστε πάντα καλά.