Σταυρούλα Γ. Τσούπρου
«Κατεβαίνουν στο γιαλό και σηκώνουν το φουστάνι. Λάμπουν τα πόδια στο γιαλό, λάμπει και της πεντάμορφης, που ’ναι σαν νερατζούλα φουντωτή ο ποδαστράγαλος. Λάμπει ο γιαλός, λάμπει το περιγιάλι». Το παραπάνω απόσπασμα από το μυθιστόρημα Ο πεθαμένος και η ανάσταση του Ν. Γ. Πεντζίκη[1] μάς εισάγει με τον κατάλληλο τρόπο σε εκείνον τον χώρο τής λογοτεχνίας που χρησιμοποίησε την δημοτική παράδοση, είτε αυτούσια είτε μπολιασμένη με καινούργια στοιχεία, προκειμένου να αναδείξει την αξία της και, κυρίως, να αναγνωρίσει δημόσια την, ούτως ή άλλως, αναπόφευκτη, κεντρική θέση της στο πάγιο βιωματικό υλικό που φέρει ο καλλιτέχνης μέσα του. Αν, ωστόσο, η σχέση τού Πεντζίκη με την παράδοση (αρχαία, βυζαντινή και δημοτική) έχει επισημανθεί και μελετηθεί (αν και όχι διεξοδικά), η αντίστοιχη σχέση άλλων, νεωτερικών ή μη, λογοτεχνών μένει ακόμη να διερευνηθεί.
Η περίπτωση της Μελισσάνθης (ψευδώνυμο της ποιήτριας Ήβης Κούγια– Σκανδαλάκη)[2] προσεγγίζει την περίπτωση του προαναφερθέντος Ν. Γ. Πεντζίκη στο μέτρο που και οι δύο εντάσσονται στην ομάδα των νεωτερικών λογοτεχνών (ανάμεσά τους θα συναντήσουμε τους Αναστάσιο Δρίβα, Γιώργο Σαραντάρη, Γ. Θ. Βαφόπουλο, Γιώργο Θέμελη, Ζωή Καρέλλη, Τάκη Παπατσώνη), αρκετοί από τους οποίους εμφανίστηκαν κατά την δεκαετία του 1930 και οι οποίοι συνυπήρξαν με την διάσημη ομώνυμη Γενιά, διατηρώντας, όμως, την υπαρξιακή ή θρησκευόμενη ή μεταφυσική ή φιλοσοφούσα ιδιομορφία τους, με τις ιδιαιτερότητές του ο καθένας. Επικεντρώνοντας την προσοχή μας στην βραβευμένη με το δεύτερο Κρατικό Βραβείο συλλογή τής Μελισσάνθης Το φράγμα της σιωπής (1965), πέραν του ποιήματος με τον τίτλο «Τ’ όνειρο» και τον υπέρτιτλο «Μικρή συμβολή στο δημοτικό τραγούδι»[3], στο οποίο θα αναφερθούμε εκτενέστερα, θα παραπέμπαμε και στα ακόλουθα, ως άμεσα σχετιζόμενα τόσο με τις τεχνικές όσο και με την θεματική τού δημοτικού τραγουδιού· παραθέτω τους τίτλους των ποιημάτων: «Γάμος ή ξόδι» (όπου η διαλογική αφήγηση της ιστορίας γίνεται μέσω των προσώπων του Αφηγητή, του Κωνσταντή και της Νύφης, αλλά και του πουλιού της δημοτικής παράδοσης), «Πάσχα Κυρίου» (ένα διαφορετικό μοιρολόι για τα γεγονότα στην Κωνσταντινούπολη το 1964), «Μια ιστορία» (όπου η Φωνή τού Αφηγητή εναλλάσσεται με άλλες φωνές, των κοιμισμένων, των παιδιών, για να διηγηθεί, μέσα σε ένα σκηνικό που θυμίζει πολύ εκείνο των δημοτικών τραγουδιών, μία ακόμα σκοτεινή όσο και αναπόφευκτη ιστορία απώλειας[4]).
Στο ποίημα «Μικρή συμβολή στο δημοτικό τραγούδι», με μότο διαλεγμένο από ένα δημοτικό τραγούδι της τέταρτης κατηγορίας, εκείνης με τον τίτλο «Ο Χάρος», από την συλλογή Passow[5], πρωταγωνιστούν Η Κόρη (σε υποσημείωση διαβάζουμε ότι πρόκειται για την Περσεφόνη, την οποία αποκαλούσαν και Κόρη – η Περσεφόνη ως πρόσωπο ή προσωπείο απασχόλησε και άλλοτε την ποιήτρια), η Μάνα (επίσης είχε προηγηθεί «Η Μπαλάντα της Μάνας», Φλεγόμενη Βάτος (1935)) και ο Γιος. Στα δύο, σχεδόν ίσα, μέρη στα οποία χωρίζεται το ποίημα[6], η Μάνα διαλέγεται, την πρώτη φορά, με την Κόρη και την δεύτερη με τον Γιο και προσπαθεί να διασκεδάσει τις μαύρες σκέψεις τους, τις προκληθείσες από τα ζοφερά όνειρα θανάτου που είδαν[7]. Το ποίημα αυτό της Μελισσάνθης προφανώς εγγράφεται (όπως και άλλα ακόμη από τα ποιήματά της, εκτός εκείνων που προαναφέρθηκαν εδώ) στην παράδοση των Μοιρολογιών, τόσο εκείνων που προσδιορίζονται ειδικότερα από τον Ν. Γ. Πολίτη ως «Μοιρολόγια του Κάτω Κόσμου και του Χάρου», όσο και όλων των άλλων που εντάσσονται στην ευρύτερη ομώνυμη κατηγορία («Μοιρολόγια»), ενώ η Παραλογή «Του Νεκρού Αδελφού» ασκεί, όπως φαίνεται, και εδώ την σκοτεινή έλξη της[8]. Ας το ακούσουμε:
ΜΙΚΡΗ ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Τ’ ΟΝΕΙΡΟ
«Μάνα, μανούλα μου γλυκειά
όνειρο που ’δα ψες αργά·
πες μου το θυγατέρα μου
να στο διαλύνω αφέντρα μου»
Δημοτικό
Συλλογή A. Passow
I
Η Κόρη
Μεσ’ σ’ όνειρο αξεδιάλυτο
τάχα ήμουν άλλη; Ήμουν εγώ;
Ξύπνησα; μη δεν ξύπνησα
και ξέχωρα ονειρεύτηκα;
Τι να σημαίνει, μάνα μου
η ζήση τούτη που ’ζησα;
Λεβέντης νιος μ’ οδήγαγε
από φαράγγι σκοτεινό.
― Ήλιος μαύρος και κόκκινος –
και το φεγγάρι ήταν λειψό
κι αχ, το φεγγάρι φώταγε
μες στο ποτάμι το θολό
καθώς λαμπάδα σε νεκρό.
Βαθύ, βαθύ είναι το νερό
Βαθύς είναι κι ο πόνος μου
Και το ποτάμι είναι άσωστο
Τον κόσμο η πίκρα πλημμυρά
Μάνα μου, εγώ κι άλλη καμμιά
την ώρα αυτή τη δίβουλη
η ζωντανή ήμουν πεθαμένη
Ο νιος ήταν ο χάρος μου
Και το φαράγγι ο τάφος μου
Και το ποτάμι το θολό
τα δάκρυά μου τ’ άσωστα.
Η Μάνα
Κόρη μου, το φεγγάρι το λειψό
δείχνει μονάχα το μισό του πρόσωπο
Σώνεται, λυώνει από τη μια μεριά
φτάνει απ’ την άλλη στο φεγγαρογέμισμα
Κι ως πνίγεται μες στο νερό
δείχνει το ανάστροφο της μέρας
Στο πλάϊ σου ο λεβεντονιός
νύχτωμα και ξημέρωμα
Και το φαράγγι το βαθύ
ο κόσμος είναι ο άσωστος
II
Ο Γιος
Μάνα μου, εγώ τραγούδαγα
σε γάμου ξεφαντώματα
Και το τραγούδι γύρναγε
σε μαύρο μοιρολόγι
Για να μοιράσω το ψωμί
έσυρα το μαχαίρι μου
Έκοβε η κόψη του διπλή
τον κόσμο χώρισε στα δυο
Και το ποτάμι το βαθύ
απ’ το αίμα γίνηκε θολό.
Το ρέμα απ’ το αίμα εμαύρισε
Του κόσμου η εικόνα εμαύρισε
και το νερό του πίκρανε
Μέσα στη νύχτα περπατώ
Ζητώ να βρω τ’ αδέρφι μου
σκύφτω στον όχτο τού νερού
βλέπω το πρόσωπο νεκρού.
Θολό απ’ την πίκρα το νερό
θολό είναι σαν το δάκρυ μου
Του κόσμου ο θρήνος άσωστος
σαν το ποτάμι το άσωστο.
Η Μάνα
Παιδάκι μου, κάτω απ’ τη γη
Παιδάκι μου, πάνω απ’ τη γη
Τούτο το ρέμα το θολό
Τούτο το ρέμα το τυφλό
όλα τα σέρνει ανάστροφα
Δείχνει τον ουρανό, γκρεμό
τον ήλιο, σάκκο τρίχινο
Δείχνει τους ζωντανούς, νεκρούς
και τη ζωή για θάνατο.
Πάρε, νίψου και ανάβλεψε
να ξεδιαλύνει η όψη σου
να ξεδιαλύνει τὄνειρο.
Είδες τον κόσμο το μισό
κι είπες τα λόγια τα μισά
Τ’ άλλα μισά σού τα κρατώ
μέσα στο αμίλητο νερό.
Γενικότερα για την συλλογή Το Φράγμα της σιωπής, στο πλαίσιο της οποίας εντάσσεται και το παραπάνω ποίημα, τα λόγια τής Κατερίνας Αγγελλάκη–Ρουκ που ακολουθούν είναι, θεωρώ, πολύ διαφωτιστικά: «Η Μελισσάνθη είναι η ποιήτρια των νερών και της «μάγιας». Μάγια θα πει ψευδαίσθηση, νερό θα πει καθρέφτης. Μες τα νερά – ποτάμια, θάλασσες, βροχούλες, δάκρυα – που πλημμυρίζουν την ποίησή της – καθρεφτίζεται η Μελισσάνθη και μαζί η ανθρώπινη μοίρα, η δισυπόστατη ύπαρξη, όταν ριζωμένη στην ένταση και σκληρότητα της γήινης πράξης, έχει πίσω της σαν φόντο τη Σιωπή. Αλλά η σιωπή της Μελισσάνθης δεν είναι πάντα αρνητική. Είναι και υπόσχεση σοφίας, η διδαχή της πέτρας, ένα μάθημα που μας μαθαίνουν τόσο καλά οι νεκροί».[9]
Θα λέγαμε πως για την Μελισσάνθη ίσχυσε κατ’ εξοχήν η άποψη του Σεφέρη· ότι «τα δημοτικά τραγούδια είναι τα έργα εκείνα που μπορούν να προσφέρουν το έδαφος για να αναπτύξει κανείς την προσωπική του τέχνη»[10]. Διότι η “επίδραση” της δημοτικής παράδοσης ενσωματώθηκε εδώ σε μία ποίηση νεωτερική (στην οποία η Μελισσάνθη είχε προσχωρήσει ήδη από την δεκαετία του ’40), πολύ συχνά δύσβατη νοηματικά, η οποία, όμως, διατήρησε, σε όλη την οδοιπορία της, ανοιχτές τις οδούς επικοινωνίας με τους (κοινούς) εκφραστικούς τρόπους αλλά και τις αγωνίες τού αναγνώστη[11], στον οποίο η ποιήτρια θέλησε «να υπογραμμίσει το επείγον τού αιτήματος της εσωτερικής εγρήγορσης. Κι ακόμα να δώσει μια ομολογία πίστης στον Άνθρωπο με το αισιόδοξο μήνυμα του υψηλού του προορισμού»[12]. «Η ποίηση της Μελισσάνθης είναι μια συνεχής ανάπτυξη του αρχετυπικού μύθου τής πτώσης και της λύτρωσης του ανθρώπου»[13], καθώς το Σύμπαν και ο κόσμος, ούτως ή άλλως, είναι άσωστα, «δεν περατούνται, δηλαδή, στα όποια όρια της ζωής και του θανάτου»[14]. Ο αληθινός ποιητής, που στόχο έχει να «ανασύρει τη βαθύτερη αλήθεια της ζωής, κατεβαίνει στον κόσμο των σκιών».[15]
Σημειώσεις
[1] Ν. Γ. Πεντζίκης, Ο πεθαμένος και η ανάσταση, Άγρα, τρίτη έκδοση, 1987, σ. 125. Για το παράθεμα από το δημοτικό τραγούδι βλ. στο Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού υπό Ν. Γ. Πολίτου, έκδοσις πέμπτη, Εκδόσεις Ε. Γ. Βαγιονάκη, στην κατηγορία «Τραγούδια της αγάπης», αρ. 97, σ. 147.
[2] Ως προς την σχέση τής ποίησης της Μελισσάνθης με την δημοτική ποίηση θεωρώ πως η έρευνα έχει πολλά στοιχεία να αναδείξει, γεγονός που καθιστά το παρόν άρθρο μία ενδεικτική και μόνον Εισήγηση στο θέμα.
[3] Στο συγκεκριμένο ποίημα αναφέρεται και η ίδια η Μελισσάνθη, χρησιμοποιώντας το ως παράδειγμα των στοιχείων από το Δημοτικό Τραγούδι που έχουν περάσει στην ποίησή της· βλ. στην Συνέντευξη στον Θάνο Φωσκαρίνη, περιοδικό Διαβάζω, τεύχος 234, 8 Μαρτίου 1990, σσ. 67-72/ εδώ σ. 70.
[4] Η Μελισσάνθη αναφέρεται και σε αυτό το ποίημα, στην προαναφερθείσα εδώ Συνέντευξη στον Θάνο Φωσκαρίνη, ό.π., σ. 71, χαρακτηρίζοντάς το ως «διαλογικό» και εξηγώντας πως ο θάνατος παρουσιάζεται σε αυτό με την «θετική» μορφή του.
[5] Καθώς ο τίτλος «Τ’ όνειρο» δεν είναι ο τίτλος του δημοτικού τραγουδιού (ο τίτλος αυτού του τελευταίου, δηλαδή του τραγουδιού CCCCXII, είναι «Ο Χάρος και η Κόρη» και ανήκει στην κατηγορία «Carmina Charonea», του τόμου Τραγούδια Ρωμαίικα. Popularia Carmina Graeciae Recentioris, Edidit Arnoldus Passow, Lipsiae, 1860 – βλ. εκεί σ. 293), θεωρείται αυτός ως τίτλος τού ποιήματος της Μελισσάνθης, ενώ το «Μικρή συμβολή στο δημοτικό τραγούδι» λειτουργεί, όπως είπαμε, ως (ειδολογικός) υπέρτιτλος.
[6] Για μία προγενέστερη μορφή (;) του ποιήματος στην έκδοση Μελισσάνθη, Εκλογή (1961-1977), Αθήνα, 1979 βλ. όσα γράφει ο Γιάννης Νεγρεπόντης στο: Τον όρθρον τον ερχόμενον Αφιέρωμα Στην Μελισσάνθη, Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου, Αθήνα, 1985, σ. 104. Για μία διαφορετική αναφορά από την Σοφία Άντζακα, στο ίδιο, σ. 227.
[7] Βλ. στον τόμο Μελισσάνθη, Οδοιπορικό Ποιήματα 1930-1984, 2η έκδοση, Καστανιώτης, 2000, σσ. 272-274.
[8] Για το ζήτημα της έγκυρης ή μη κατηγοριοποίησης των δημοτικών τραγουδιών, βλ. Αλέξης Πολίτης, Το δημοτικό τραγούδι, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2010, σσ. 327, 345, 349, 380 (ενδεικτικά). Οφείλουμε εδώ να παραπέμψουμε, βέβαια, ως προς τα Μοιρολόγια, τόσο στον τόμο Guy Saunier (επιμ.), Ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Τα Μοιρολόγια, Νεφέλη, Αθήνα, 1999, όσο και στο βιβλίο του Ιωάννου Σπ. Αναγνωστόπουλου, Ο θάνατος και ο κάτω κόσμος στη δημοτική ποίηση (Εσχατολογία της δημοτικής ποίησης), Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα, 1984. Όσο για την σχέση τής ποίησης της Μελισσάνθης με τα Μοιρολόγια γενικώς (τα οποία, παρεμπιπτόντως, στην συλλογή Passow εντάσσονται, ως «Myrologia», στα «Οικιακά Τραγούδια») βλ. και στο βιβλίο τού Ηλία Καφάογλου, Οι εποχές τής Μελισσάνθης, Ηλέκτρα, 2005 (στην Σειρά «Βίοι Αγίων (Υπόγειες Διαδρομές)»), όπου γίνονται συχνές παραπομπές και στην δημοτική ποίηση, προκειμένου για την ερμηνεία του έργου της Μελισσάνθης· βλ. ενδεικτικά, σσ. 52, 54, 67-70.
[9] Βλ. στο κείμενο της Κατερίνας Αγγελάκη–Ρουκ στον τόμο Τον όρθρον τον ερχόμενον, ό.π., σ. 13.
[10] Έτσι παρατίθεται στο: Σταματία Λαουμτζή, «Κ. Π. Καβάφης – Γ. Σεφέρης και δημοτικό τραγούδι», Κονδυλοφόρος 1 (2002), σ. 78 – βλ. στο Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Β′, 24 Αυγούστου 1931 – 12 Φεβρουαρίου 1934, Ίκαρος, 1975, σσ. 32-33.
[11] Βλ. σχετικά και στο Γ. Θέμελη, Η Νεώτερη Ποίησή μας ΙΙ Γενικές Απόψεις, δεύτερη έκδοση, Εκδόσεις Κωνσταντινίδη, Θεσσαλονίκη, 1978, σσ. 131, 133, καθώς και στο κείμενο του Κώστα Γεωργουσόπουλου στον τόμο Τον όρθρον τον ερχόμενον, ό.π., σ. 51.
[12] Βλ. στην Συνέντευξη στον Θάνο Φωσκαρίνη, ό.π., σ. 72.
[13] Βλ. στο κείμενο του Στέφανου Μπεκατώρου στον τόμο Τον όρθρον τον ερχόμενον, ό.π., σ. 83.
[14] Βλ. στο Ηλία Καφάογλου, Οι εποχές τής Μελισσάνθης, ό.π., σ. 121.
[15] Βλ. στο κείμενο του Γιώργου Θέμελη στον τόμο Τον όρθρον τον ερχόμενον, ό.π., σ. 234.