του Θανάση Αγάθου (*)
Η ποιητική συλλογή του Σωτήρη Π. Βαρνάβα Γράμματα εμπράγματα απαρτίζεται από 45 σύντομα ποιήματα και βρίσκεται σε ένα πλαίσιο διαλόγου με τις τρεις προηγούμενες συλλογές του (Ψήγματα απείρου, 2006· Ηχογράμματα, 2008· Χρεόγραφο, 2013), καθώς αποτελεί μια ελεγεία για τα ταπεινά πράγματα της καθημερινότητας, τη μνήμη, τους προγόνους, τις ρίζες, τη χαμένη πατρίδα, αλλά και έναν φόρο τιμής στην ποίηση και στους ποιητές. Τα ποιήματα είναι γεμάτα από εικόνες που ανακαλούν μονάκριβες αναμνήσεις άλλων εποχών: η γενέθλια γη, τα χωράφια, ο στάβλος, η κληματαριά, η θημωνιά, το πατρικό σπίτι συνιστούν τόπους μνήμης φορτισμένους και πολύτιμους. Οι λατρεμένοι νεκροί της οικογένειας ξαναζωντανεύουν μέσα από την ποίηση και η απώλεια γίνεται λιγότερο οδυνηρή όταν φιλτράρεται από τις λέξεις.
Η παιδική και εφηβική ηλικία αποτελεί σταθερό σημείο αναφοράς, ένα είδος χαμένου παραδείσου που προσφέρει παραμυθία σε καιρούς χαλεπούς. Ο έφηβος που διασχίζει το Σαράι με ποδήλατο («Πέρασμα από το Σαράι», σ. 13), το δωδεκάχρονο αγόρι που αποφοιτά από το Δημοτικό και αναζητεί κέρμα για να τηλεφωνήσει στο ορφανοτροφείο και να ειδοποιήσει ότι θα αργήσει («Αποφοιτήσαμε», σ. 27), το αγόρι που είναι μάρτυρας στη γέννα ενός μοσχαριού («Η γέννα», σ. 36) είναι προσωπεία του τραυματισμένου και κατακερματισμένου ποιητικού υποκειμένου, που αναμειγνύει γλυκιές και τρυφερές στιγμές του παρελθόντος με ζοφερές εικόνες του παρόντος.
Τα αντικείμενα, τα απλά καθημερινά πράγματα δίνουν έντονο παρών στα ποιήματα του Βαρνάβα, στοιχείο που προοικονομείται από το έξεργο της ποιητικής συλλογής, που απαρτίζεται από στίχους του Τάσου Λειβαδίτη από το Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα: Ω μακρινά πράγματα του κόσμου, / δε θα σας γνωρίσουμε ποτέ/ όμως εσείς είναι που δίνετε αυτό το νόημα στη ζωή μας. Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί ότι τα πράγματα πρωταγωνιστούν στη συλλογή και έρχονται στο προσκήνιο με διάφορους τρόπους: τα πράγματα που αναζητεί το ποιητικό υποκείμενο σε μαγαζιά όπου εργάζονται σιωπηρά άνθρωποι («Απόδειξη», σ. 24), τα πράγματα που παραμορφώνονται «εξ αποστάσεως ή από κλίμακα» («Τηλεπραγμάτωση», σ. 23), τα πράγματα που περιμένουν τα δάχτυλα που θα τα αγγίξουν και κατορθώνουν να αρθρώσουν τη φωνή τους άφοβα μέσα από τους στίχους του ποιητή («Η φωνή των πραγμάτων», σ. 59). Η τραπεζαρία, τα συρτάρια, το κομό, η ραπτομηχανή, το βελόνι, το μπαστούνι διεκδικούν τον δικό τους ζωτικό χώρο και το δικαίωμά τους να πάρουν τη θέση τους στα ποιήματα. «Καθώς τα πράγματα γίνονται λέξεις», σύμφωνα και με τον ευφυή τίτλο του τελευταίου ποιήματος της συλλογής (σ. 60), όχι μόνο δικαιώνονται τα ίδια, αλλά και συντελούν ώστε αυτοί που έφυγαν (η αδερφή, ο πατέρας, η μητέρα) να εξακολουθούν να υπάρχουν: Όπως εύστοχα παρατηρεί η Στεφανία Κωστοπούλου: «Τα πράγματα του ποιητικού σύμπαντος του Βαρνάβα αποτελούν έμψυχες οντότητες, με τις οποίες ο ίδιος αποκτά οικειότητα, αγγίζοντάς τις με τις λέξεις του, γράφοντάς τις με γράμματα και τυπώνοντάς τις στο φύλλο του χαρτιού»[1].
Ο Κύπριος ποιητής ενίοτε ανοίγει διάλογο με τους ποιητές που αγαπά, τον Κάλβο, τον Καρυωτάκη, τον Σεφέρη, τον Μίλτο Σαχτούρη, τον Τάσο Λειβαδίτη, τον Σωκράτη Σκαρτσή, αλλά και τον Πάμπλο Νερούδα και τον Σέιμους Χίνι. Παρόμοια με τον Σαχτούρη, που βλέπει τον ποιητή ως «κληρονόμο πουλιών», ο Βαρνάβας αντιμετωπίζει τον ποιητή ως παρατηρητή της φρίκης αλλά και ως ρακοσυλλέκτη, που μπαίνει στη χωματερή και ξεχωρίζει ό,τι υποπίπτει σε περιφρόνηση, ό,τι άφησε ήσυχο ο θάνατος: το παλτό, το καραβάνι, την καπελιέρα («Ρακοσυλλέκτης», σ. 45-47). Τα απαραίτητα σύνεργα του ποιητή είναι το μελανοδοχείο, γεμάτο φλέβες, φόβους και δαίμονες («Το μελανοδοχείο», σ. 43), το μολύβι και η γραφομηχανή, χωρίς τα οποία είναι άγνωστο πόσο θα διαρκούσε η ζωή των σκέψεών του στον αέρα («Ασήμαντα φυλάσσω», σ. 44), αλλά και το σφυρί, που βρίσκεται πάντα στον χαρτοφύλακά του, για να κοπανάει το κενό στις σκληρές στιγμές («Το σφυρί μου», σ. 42). Ο Βαρνάβας φτάνει ακόμη να βάλει τον αναγνώστη στο θερινό εργαστήριο της γραφής του, την τραπεζαρία («Το μπαστούνι του», σ. 50), και να διερωτηθεί πώς είναι δυνατό να ξενυχτούν οι ποιητές, άνθρωποι του φωτός («Φύλλα συλλεκτικά», σ. 52), ενώ δείχνει να πιστεύει πως για να μπορέσει η ποίηση να φωτίσει τον κόσμο, θα πρέπει ο ποιητής να κάνει σκληρή και υπεύθυνη χειρωνακτική εργασία, με χέρια ανειδίκευτου εργάτη, για να βγάλει δυόσμο η γη («Χειρωνακτικά», σ. 38). Μέσα από τα προνομιούχα και ευαίσθητα μάτια της γραφής του θα δει τα αιτήματα των απλών ανθρώπων του καθημερινού μόχθου («Πρωτόκολλο», σ. 29), τη μοίρα («Αυτοδιάθεση», σ. 39, «Από το νησί της Σπιναλόγκας», σ. 40), τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές που υποκαθιστούν όλο και περισσότερο τον άνθρωπο, αλλά και τις διάφορες όψεις του θανάτου.
Ειδικά ο θάνατος απασχολεί έντονα τον Βαρνάβα. Ο θάνατος της μητέρας του, που δεν θα ξαναστοιβάξει πια τα δεμάτια («Η θημωνιά», σ. 11), ο θάνατος της πατρίδας του, της Αμμοχώστου, μετά την τουρκική εισβολή του 1974 («Ο χάρτης της πατρίδας μου», σ. 12), ο θάνατος του αλόγου με τα μάτια ανοιχτά («Του αλόγου τα μάτια», σ. 15), ο θάνατος του πατέρα, που μάταια τον περιμένει να ξαναπιάσει το μπαστούνι του («Το μπαστούνι του», σ. 50), ο θάνατος της αδερφής, που δεν θα ξαναγυρίσουν τα δάχτυλά της τη ρόδα της ραπτομηχανής («Η ραπτομηχανή», σ. 49), ακόμη και ο συμβολικός θάνατος του ηλικιωμένου ηθοποιού, ο οποίος παλεύει να βγάλει τις μπότες του κάθε βράδυ, μετά την παράσταση του Χορού του θανάτου του Αυγούστου Στρίνμπεργκ («Άδειες οι μπότες», σ. 55).
Στη συλλογή δεσπόζει το λεξιλόγιο της γης, γεγονός που συνάδει με την επιστημονική ιδιότητα του ποιητή (καθηγητής Γεωλογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών). Στο ποίημα «Αποφλοίωση» (σ. 31) τα εργαλεία αποφλοίωσης σε ξυλουργείο πετσοκόβουν τις φλέβες των δέντρων αλλά και τον χρόνο του ποιητικού υποκειμένου, συντελώντας έτσι στην κατασκευή ξύλινων τραπεζαριών, στο ποίημα «Μετεξέλιξη» (σ. 33) το ποιητικό υποκείμενο καταλήγει να ταυτιστεί με το δέντρο, να μπει στην καρδιά του και να δει τις λέξεις του να βγάζουν φύλλα και τους στίχους του να αποζητούν οξυγόνο, ενώ στο ποίημα «Ταυτοπροσωπία» (σ. 35) ο ποιητής-δέντρο αισθάνεται πλέον το δέρμα του τραχύτερο και πιο ανθεκτικό στη βροχή και στον άνεμο, οπλισμένο μπροστά στον φόβο του θανάτου. Ιδιαίτερο είναι και το ποίημα «Ορυχείο» (σ.14), αποτύπωση μιας καθόδου σε έναν κόσμο σκοτεινό και τρομακτικό όπου κυριαρχεί η έντονη σωματικότητα.
Είναι ενδιαφέρον ότι σχεδόν κάθε ποίημα περιλαμβάνει μια λέξη η οποία λειτουργεί ως γέφυρα στο επόμενο ποίημα, διασφαλίζοντας έτσι υψηλό βαθμό συνοχής και συνεκτικότητας ανάμεσα στα ποιήματα της συλλογής. Κατά έναν μαγικό και συνάμα κρυπτικό τρόπο, ο Βαρνάβας προετοιμάζει και κατευθύνει τον αναγνώστη να μεταβεί από το ένα ποίημα στο άλλο, δίνοντας την αίσθηση μιας θεματικής συνέχειας και συνέπειας. Για παράδειγμα, τον τίτλο «Κατεδαφίσεις» (σ. 20) διαδέχεται ο τίτλος «Καταπόντιση» (σ. 21), ενώ μετά το ποίημα «Έμεινα σύξυλος» και το ερώτημα του μικρού πεύκου Πατέρα πεύκο / θα γίνω έλατο σα μεγαλώσω; (σ. 30) ακολουθεί το ποίημα «Αποφλοίωση» και ο στίχος Εφιάλτες σ’ ένα ξυλάδικο τα εργαλεία αποφλοίωσης (σ. 31).
Παρά την έντονη συγκίνηση και τον βιωματικό τόνο που διακρίνει αρκετά από τα ποιήματα, καθώς και τη νοσταλγική τους διάσταση –μια νοσταλγία, που, όπως επισημαίνει ο Σωκράτης Λ. Σκαρτσής, «προκύπτει από τη βεβαιότητα της δύναμης των πραγμάτων και τη λυτρωτική σημασία της αναγωγής σ’ αυτά»[2] – ο Βαρνάβας αποφεύγει τον εύκολο συναισθηματισμό, εκφράζεται με ειλικρίνεια, ευγένεια και αμεσότητα και ενίοτε χρησιμοποιεί παιγνιώδες ύφος. Η ποίησή του, έργο αληθινού, ευφάνταστου καλλιτέχνη και άξιου τεχνίτη, διαπνέεται από μουσικότητα, ανοίγεται διαρκώς σε νέους ορίζοντες και αποκτά μιαν οικουμενική διάσταση, πλούσια καθώς είναι σε λέξεις, χρώματα και ήχους.
Info: Σωτήρης Π. Βαρνάβας, Γράμματα εμπράγματα, εικονογράφηση Χρόνης Μπότσογλου, Γαβριηλίδης, 2015, 68 σελ.
(*) Ο Θανάσης Αγάθος είναι Επίκουρος Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
[1] Στεφανία Κωστοπούλου, «Η Γεωλογία της οικειότητας», Η Αυγή, 25 Φεβρουαρίου 2017.
[2] Σωκράτης Σκαρτσής, «Γράμματα εμπράγματα», Μανδραγόρας, τχ. 54 (Άνοιξη-Καλοκαίρι 2016), σ. 167.