Ο Θανάσης Χατζόπουλος ανθολογεί Μέλπω Αξιώτη, Βασίλη Καραβίτη, Χριστόφορο Λιοντάκης, Γιώργο Λίλλη.
ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ
(1905-1973)
ΣΥΜΠΤΩΣΗ
Τη ζωή μας περάσαμε χωρίς νερό, χωρίς πηγάδι στην αυλή, χωρίς κεντίσματα
στις πουκαμίσες
αν και οι άνθρωποι τα συνηθίζανε στον καιρό μας τέτοια πράματα.
Μεγάλο μέρος της ζωής μας περάσαμε μέσα στον καφενέ του Βροχή με το παλιό
ρολόι σταματημένο στις 7
30 χρόνια
οι φίλοι μας το συμβουλεύονταν με άγια πίστη
τη σεβαστήκαμε
τόση ειλικρίνεια.
Εμείς εζήσαμε μέσα στην πολιτεία μαζί με τα ψάρια
εκεί γεννήθηκαν οι εραστές σου.
Οι άντρες λέγανε έργα διαρκείας
οι γυναίκες γουστάρουν πολύ τα παιδιά κι αιφνίδια τα γεννούν ψόφια
οι καπετάνιοι αράζουνε νωρίς
γλυκές αστένειες βουβαίνουν τους ανθρώπους
τ’ αντρόγενα δεν προλαβαίνανε να μεταλάβουνε
άγνωστοι πήγαιναν λουλούδια στους τάφους
οι τρελοί ξαναβρίσκανε τη μνήμη τους κι εθυμόντανε, άλλος θυμότανε μια μύτη
άλλος θυμότανε τα φρύδια,
από τα πέρατα της γης παίρνανε βιαστικοί τους δρόμους, γύριζαν πίσω.
Εμάς οι ευκολίες συχνά μας τρομάζανε
τόσο πολύ μεγάλη σημασία δώκαμε στη ζωή ˙
μέσα στ’ ασβεστωμένα σπίτια πατούσαμε σα να ’τανε τριαντάφυλλα
είχαμε πονοκέφαλο,
με την ακέρια θέλησή μας ποτέ όμως δεν το παραδεχτήκαμε
να μην ήταν εξαίσια τα μαλλιά μας,
σαν τρελοί τρέχαμε να προλάβομε την κοπέλα τω δεκατεσσάρω χρονώ
σκίζαμε τρύπες μουλωχτές στον τοίχο
παραμονεύαμε τα παράθυρα
λαχτίζαμε όταν προφταίναμε τα φοβητσιάρικα ψωρόσκυλα πριν
μας λαχτίσουνε,
σαν τρελοί τρέχαμε να προλάβομε τα ψέματα,
να αποφύγομε τη δυσοσμία όταν εκόπριζαν τις δημόσιες πλατείες
με την ανατολή του ήλιου κατά το φθινόπωρο,
ετοιμαζόμαστε να πεθάνουμε από καιρό –
τρόμο γεμάτοι επροσπαθούσαμε να μην εγκαταλείψομε τα ωραιότερα κορίτσια
μας ανύπαντρα,
ανεξερεύνητους τους ανέμους
που φέρνουν τις καταιγίδες,
κουβαλάνε ψοφίμια,
πρόωρες γέννες στις καβουρομάνες από το φόβο στο βυθό της θάλασσας,
σμίγουνε τον τυφλό με το ραβδί του,
την έχθρητα με την αναβολή,
ηθελημένα πλάθουν μαζί με τα αθέλητα,
τ’ αλάργα γίνουνται κοντά μας
και στοιχειωμένα σπίτια παραριγμένα στον ανήφορο, χρόνια χωρίς γιατρό
και ευαγγέλιο, εκείνες τις νύχτες του χαμού
διατάζουνε γιορτές.
Ναι. Πρέπει ο άνθρωπος να τα προλάβει όλα
πριν
φύγει
με κόπο και υπομονή το δρόμο της ζωής
δηλαδή το θάνατο.
Τι δηλαδή παιδάκι μου, να με πότιζες σπάνια, ήθελες, δύσκολη θλίψη,
να μην εγνώριζες… να μην ήξερες –
κι εκείνο το ανατολικό παράθυρο που είχαμε που ήτανε καμωμένο για την
απογεματινή μελαγχολία τα βράδια
ααα! ήταν δύσκολο πράμα η αγάπη,
αλλά εμείς… την αγαπούσαμε –
εκεί
γριές παράξενες ασκημομούρες κουκουβάγιες θεόστραβες με πολλά ζευγάρια γυαλιά
πετούσανε να ’ρθουν να μας ξετάσουνε και τι απαίσια μηνύματα μας φέρνανε –
ζυγώσανε λέει τα καράβια, εκείνα τα μεσάνυχτα, στον ταρσανά, οι καρένες τους
καπλαντισμένες απολιθωμένες γοργόνες,
γυναίκες χρόνια τα υπομονέψαμε με τα σκέλια ανοιχτά – άλλοι τα παραδώκανε για
ένα χουνί προσδοκίες,
εμείς φράζαμε με τα δάχτυλα τα αυτιά μας δυνατά, να μην τα ιδούμε, να μην
ακούσομε
τι θα μας λέγαν
για
τα βρέφη κάτω απ’ τη βροχή
τα βρέφη που οδηγούνε τους τυφλούς με σοφία και με τόση προσοχή
για τα άσπρα κουρτινάκια στα παράθυρα, όταν καλύβουνε ύπουλες αστένειες ή
μεγάλα οράματα
τα ατέλειωτα έργα
τα ατέλειωτα σπίτια των ανθρώπω
φύγανε, πάνε οι άνθρωποι,
δε φτάσαν την αγάπη τους,
αγάλματα μαρμάρινα αγκαλιάζοντας γλείφαν την πίκρα από τα χέρια τους,
οι μουσμουλιές ρίχτανε χάμω κίτρινα φύλλα τα φτινόπωρα σκεπάζοντας με όλη τους
την εξάντληση τη γη
εμείς όλο και φράζαμε με τα δάχτυλα τα μάτια μας να μην τα ιδούμε, να μην
ακούσομε
χτύπους που ανοίγανε τους λάκκους να κατεβούνε οι φίλοι μας,
ήλιοι κατάντησαν φεγγάρια,
χτίρια τρομαχτικά τα ξημερώματα με τη βροχή σα μαδημένες κλώσες από
την αγωνία,
την επιθυμία τους,
χτίρια ψηλά ως τον ουρανό σαν την αγάπη, που παράδωκεν όλη της τη ζωή και τα
ξεκρεμασμένα της βυζιά
στον ίδιο αγαπητικό –
και ανάμεσά μας ήταν πάντα κάτι πράματα
σε τι καιρούς εφτάσαμε αδερφέ
ανάμεσά μας ήταν πάντα κάτι πράματα
που δεν μπορούσαμε να τα μιλήσουμε.
Κύματα μας τα φέρνανε κύματα μας τα παίρνανε τα όνειρά μας,
πέστε μου, σε όλα τούτα εμείς τι να κάνομε,
εμείς είμαστε γυναίκες.
Πέστε μου τι μπορούσαμε εμείς να κάνομε, κι όταν νομίζαμε ότι είμαστε πουλιά,
αλλά εμείς είμαστε γυναίκες ˙
για μας τα χρόνια δεν περνούσανε, ήτανε πάντα καλοκαίρι,
δεν αγοράζαμε παπούτσια για να μπορούμε να σου πούμε σ’ αγαπώ,
όταν δεν είχαμε αληθινά – τίποτα εμείς! βγάζαμε ψεύτικα γαρύφαλλα στο παράθυρο
κι ας ήθελε να μας είχαν ξεφυτρώσει αγκάθια
ωσάν αγριόγατοι ανάμεσα από τα μεριά – τίποτα! – εμείς σας αγαπούσαμε.
Σούρουπο εγκαταλείπαμε τις κλινικές και τα παιδιά μας τότε πια να μη
μας γνωρίζουνε,
εμείς, τι άλλο θέλατε από μας
εμείς είμαστε γυναίκες –
πολύ μας πικράνατε.
Συχνά το φύλο μας προσφέραμε σαν πιάτο
μέσα σε φύλλα μουριάς
και ωστόσο
καθαρίζαμε μήλο.
Ωχ, αφέντη, και να ’ξερες τι μεγάλο πράμα που είναι να τα ’χεις όλα μες
στο σπίτι σου ˙
μας το ’μαθεν εμάς η μάνα μας –
50 χρόνια θέλει ο άνθρωπος ύστερα από τη γέννησή του
να γεννηθεί
τώρα πηγαίνετε – μας είπε η μάνα μας ˙
έτσι,
σαν ήρθε και πεθάναμε, δεν πήραμε άλλο τίποτα στις χούφτες μας
τα φιλιά του κόσμου.
Με τόση προσοχή διατηρήσαμε μέσα στο σπίτι μας τιποτένια αντικείμενα που
θα χρειάζονταν μια φορά μόνο σε όλη τη ζωή,
κι αυτό ήτανε κι εμάς το
κέφι μας ˙
και είχαμε πει μόνο – τις υγρασίες της άνοιξης
τώρα που βρέχει μάλιστα τόσο πολύ συχνά,
ότι
να μην τις περπατούσατε τόσο πολύ γυμνοί.
Ήταν μια νύχτα του Δεκέμβρη που μας ήρθατε πίσω,
που είχαμε ανάψει τα κεριά,
κόσμος δεν ήτανε κανένας
τα σκολειά δεν τα βγάλαμε
είμαστε ορφανοί,
το φως της νύχτας εκείνη την ώρα όλα τα θεράπεψε
και η αδερφή μας είπε: – Φέξε του αδερφή να διαβεί.
Πέρασες με τα ρούχα σου υγρά μέσα απ’ το σπίτι μας εκείνο το βράδυ
δεν σε αγγίξαμε,
όσο που στα χωράφια πέρα σκύλοι γαβγίζανε ολομόναχοι, αφρίζανε τα κάστρα,
ένα τραίνο ξεκινούσε τη νύχτα κι ερχόνταν καταπάνω μας και μας διαπερνούσε την καρδιά, στα βάθη του ορίζοντα, χωριστά από μας,
απ’ τους πολλούς λησμονημένος, πολύ μακριά μας,
με τέτοιο τρόπο μια φορά…
τότε μας ήρθες πίσω με το θάνατό σου.
Κύριε τώρα
ιλάσθητι – τις αμαρτίες μας τις δικές μας –
απ’ όλα τούτα τι μας έμεινε ˙
γιατί βλέπετε εμείς είπαμε τώρα το τραγούδι μας
οι
άλλοι
θα το γυρίσουν σε χορό.
(ΣΥΜΠΤΩΣΗ, 1939)
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΡΑΒΙΤΗΣ
(1934-2016)
Ο ΕΧΘΡΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ
Παρά το γενικό αίτημα
Κανείς δεν στρώνεται να εφεύρει
Μια μέθοδο μοναξιάς
Που ν’ αντέχει στην καθημερινή χρήση.
Μαραίνει το ζήλο μας
Η έχθρα του καιρού.
Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΓΕΡΟΥ ΣΤΟ ΣΑΛΟΝΙ
Κάποιο φως ελπίδας
Ακόμα στα μάτια του
Όταν ξυπνάει για λίγο.
Μετά θυμάται τον κόσμο
Κι ανήσυχος όσο ποτέ
Ξαναπέφτει γρήγορα
Στον παμπάλαιο ύπνο του.
(ΥΛΙΚΟ ΜΟΝΩΣΕΩΝ, 1966-1970)
Η ΠΑΛΙΑ ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ
Αντίδοτα δραστικά στη σιωπή
Όταν ανήσυχη η φύση μας γλιστράει
Απ’ το ζεστό κουκούλι της μοναξιάς
Μες στο θαμπό περίγραμμα του κόσμου,
Χωρίς ακόμα να υποπτεύεται
Το άχαρο, μάταιο ταξίδι της
Μέσα σε τόσες νεκρές
Κι ομιλούμενες γλώσσες
(ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΡΟΒΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, 1973-1977)
ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΠΡΟ ΕΤΩΝ ΣΑΡΑΝΤΑ ΚΑΙ
Ξύνοντας με μανία
Το τεράστιο μολύβι μου ˙
Τρέμοντας μπροστά σ’ ένα
Χαοτικό, άσπρο τετράδιο ˙
Χαράζοντας με κόπο μία μία
Τις πρώτες, ακατανόητες λέξεις μου:
Εκεί βρίσκομαι ακόμα.
Η ΕΛΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΣΑΝ ΑΙΩΝΙΟ ΠΟΥ ΣΥΓΚΡΑΤΕΊ
Άσημο καταφύγιο της φθοράς
Ξέχασε όλα τα δόγματα της συμμετρίας
Κι αισθητικά αδιάφορη αποδέχτηκε
Να κρύβει συνέχεια το αληθινό της πρόσωπο
Μες σε κατάξερους κορμούς κι επίφοβες κουφάλες.
Έτσι θυσιάζοντας για πάντα την ομορφιά
Ξεγελάει ακόμα τον παντεπόπτη χρόνο
Κερδίζοντας μια λαθραία αιωνιότητα
Που η επαίσχυντη ζωή αρνείται να προσφέρει.
Τώρα μεσ’ από τόση διάρκεια σίγουρη
Μπορεί και γίνεται χωρίς να το ξέρει
Ταπεινά χρήσιμη,
Σαν τη σκεβρωμένη μάνα
Που οι ρίζες της απλώνουν και κρατάνε
Όσο περισσότερο παλιώνει.
ΠΑΙΔΙ-ΜΗΤΕΡΑ
Ή ΚΑΠΟΙΕΣ ΜΕΤΑΛΛΑΓΕΣ ΠΟΥ ΑΠΩΘΟΥΜΕ
Θεέ μου το βλέπω καθαρά,
Πάλι ξεπέφτει στην φρικτή ανάγκη μου,
Κι ας μη ξεχύνει όπως παλιά επάνω μου
Τ’ ατέλειωτο νερό της μητρικής στοργής
(Βαθύ μυστήριο κι αρχή ζωής
Που από κανάλι σάμπως μέσα της
Ξεκίναγε ν’ αναλωθεί για να διαρκέσει.)
Όμως το βλέπω κι είναι αβάσταχτο
Πάλι να πέφτει στην φτηνή ανάγκη μου
Την ώρα που σκληρά επιτέλους απελεύθερη
Απ’ την σκλαβιά την στείρα της μητρότητας
Μοιάζει ξανά αρχέτυπο παιδιού
Ενώ εγώ, γελοίο φάντασμα πατέρα,
Με αγριάδα την μαλώνω που ατακτεί
Σχεδόν παγώνω τις χαρές της με σιωπή
Κι όταν τραβήξει το παιχνίδι πιο πολύ
Φωνάζω πανικόβλητος:
Με ξέχασες, Μητέρα.
ΦΡΕΣΚΑ ΠΡΩΙΝΑ ΣΥΚΑ
Γενικά δεν συμφέρει να ζεις.
Elia Pennamen
Κάτω απ’ το μαλακό, πράσινο δέρμα τους
Ξαφνικά ανήσυχο και παθητικό
Το παλιό τραύμα της ζωής
Που δεν κλείνει ποτέ.
Ή ανεστραμμένη στον κρύο ουρανό
Η ανοιχτή, ευαίσθητη ψίχα της
Σα να αιμορραγεί χωρίς ελπίδα
Λίγο πριν την καταβροχθίσουν βιαστικά
Οι πρωινοί, δυσκοίλιοι επίγονοι.
ΤΟ ΚΕΝΟ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΚΑΠΟΤΕ ΟΙΚΕΙΟ
Το σπίτι, ο κήπος, η πόλη:
Πόσο στριμώχτηκα σ’ αυτούς
Τους διάσημους τόπους του κόσμου
Μέχρι να μάθω να χωράω ολόκληρος
Στο μετρημένο σύμπαν της καρέκλας μου.
Κάθομαι τώρα ακίνητος κι ακούω προσεχτικά
Μια σιωπή που έρχεται από μακριά
Ενώ η σκιά μου αόρατη
Νυστάζει και αδιαφορεί.
Κι όλο θυμάμαι σταθερά πως έζησα πολύ
Διακριτικά νεκρός και αεικίνητος
Στο φως μιας σύντομης ημέρας προ πολλού χαμένης
Σαν την ανταύγεια της ιδέας μιας ανάστασης
Που δεν με ζέστανε αρκετά για να τη νοσταλγήσω.
(ΖΩ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ, 1977-1981)
ΟΜΟΙΟΠΑΘΗΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ
Βιαστικά κι αστόχαστα
στριμώξαμε τη ζωή
στο μικρό μας
παραμορφωτικό καθρέφτη.
Ισόβια κι ατάραχη
μας καθρεφτίζει τώρα,
σχεδόν μας δικαιώνει
η χαλασμένη της εικόνα.
ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΑ ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΛΟΥΤΡΑ
Παράξενο πως σταματάνε απότομα όλα τα τζιτζίκια. Κι ο πιο αθώος ήλιος που μεταλάβαινα, τώρα μετέωρος σαν μοχθηρή καυτή ομπρέλα πάνω απ’ τα κεφάλια. Ακολουθεί η ομαδόν εισβολή των κολυμβητών στη θάλασσα. Συντεταγμένων και πάνοπλων από κραυγές και χάχανα. Στα μικρά διαλείμματα μιας ανοίκειας ησυχίας που δειλά παρεμβαίνει, δύσκολο να εντοπίσεις το ψυχομαχητό του κύματος στην αμμουδιά. Μόλις που ακούγεται, σβήνοντας.
(ΤΟ ΑΓΑΘΟ ΣΚΟΤΑΔΙ, 1997)
ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΛΙΟΝΤΑΚΗΣ
(1945)
ΚΗΠΟΣ ΕΦΗΒΙΚΟΣ
Ο ήλιος πάντα αστυνομεύει
τους κανόνες του παιχνιδιού
αλλάζοντας τον κήπο κάθε μεσημέρι.
Νεραντζιές με νεράντζια ανθισμένες
γυμνός και με περιέργεια
δοσμένος σε δερματικούς αυτοσχεδιασμούς
χώμα και φυτά όλα με γεύση σάρκας
το πρώτο σπέρμα τινάζεται στο δυόσμο.
Λευκό και πράσινο
το μυστικό της σήψης
πράσινο.
Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΚΑΠΝΙΣΤΗ
Σφαδάζει εντός μου
ένας πρόγονος σφαγμένος.
Μεγάλωσα μαζί του μυστικά
καπνιστής παθητικός
ρωτούσα πού το βρήκε το μαχαίρι
και πνιγόμουν στον καπνό.
Το σπίτι μύριζε καμένο λάδι
και σκοτάδι
ο πατέρας πάντα δύσκολα να αναπνέει
και η μητέρα: φαντασθείτε μιαν Ηλέκτρα
δίχως αδελφό.
Ένα ερείπιο φως έσταζε σκόνη
κι εγώ μέσα στα άχυρα έψαχνα
αίμα έψαχνα να βρω
καπνιστής πραγματικός
ρωτούσα πάλι
πού το βρήκε το μαχαίρι.
Εκείνοι λέγανε
– να κόψεις τον καπνό.
(Ο ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ ΜΕΤΑΚΟΜΙΖΕΙ, 1982)
ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΤΗΣ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ
11
Ξημέρωνε κι ασφόδελο γινότανε
το περιβόλι ˙γεμάτο αλμύρα που πικρόφερνε
πρόγευση του χωρισμού που πλησιάζει.
Ανήσυχα φτερούγιζαν τα χελιδόνια
στα πυκνά κλαδιά του μεταξόδεντρου
κάνοντας περίεργους σχηματισμούς
σημάδι ότι σήμερα θ’ αναχωρούσαν.
12
Σε βλέπω πάλι βιαστική
πριν βγει ο ήλιος να προλάβεις
ευχές να δώσεις στα βοτάνια
τους ανθούς να κόψεις της κολοκυθιάς
θειάφι στις ντοματιές να ρίξεις
τις σταφυλιές να ράνεις με χαλκό
στα περιστέρια ν’ αλλάξεις το νερό
το δυόσμο να κορφολογήσεις.
Σε βλέπω πάλι βιαστική
να προλάβεις πριν βγει ο ήλιος
να μου φτιάξεις τσάι με κανέλα.
Μάνα, το σπίτι ξανάγινε το περιβόλι μας:
Πάσα σαρξ χόρτος.
ΜΕΤ’ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣΕΩΣ
Κρυμμένο στο μαύρο
πρόβαλε το πρόσωπό της
καθώς άνοιξε η ξύλινη μεσόπορτα
που με ασβέστη την είχαν καλύψει
και τρόμαξαν οι φιλέσπερες σαλαμάντρες.
Με το βλέμμα κάτω, προχώρησε στο τραπέζι 0
με τα φαγητά, το χυμένο κρασί
τα χαρτιά και τις σφραγίδες.
Τη ρώτησαν κι είπε πως δεν ξέρει να γράφει.
Την ξαναρώτησαν αν συναινεί
να πωληθεί ο ελαιώνας για τις σπουδές του…
«Μετ’ ευχαριστήσεως», και φωτός ανάσες
γέμισαν τα βαθουλώματα στο πρόσωπό της.
ΛΟΥΤΡΟΦΟΡΟΣ Ή Ο ΑΠΡΙΛΙΟΣ ΣΤΟ ΣΟΥΝΙΟ
Το τρομαγμένο ζώο
Σχέδια τραυλά ζώου κυνηγημένου
σε αμμουδιά νυχτερινή.
Δεν κρύβουν μήτε μαρτυρούν.
Σημαίνουν μόνο τα τη καθαρά
του κρυφίου θέα κωλύματα
και τη αφαιρέσει μόνη το αποκεκρυμμένον
αναφαίνοντες κάλλος.
Μόνο ένα τρομαγμένο ζώο
οδηγεί στην ομορφιά.
Γιατί καμιά ομορφιά 0
δεν έμεινε αμέτοχη της λύπης.
Μια τρυφερότητα βουβή
Νύξεις του σεληνόφωτος
στο τρεμάμενο δέρμα της θάλασσας.
Ψίθυροι τρομαγμένοι στην ακτή
κι ύστερα μια τρυφερότητα βουβή:
την προστατεύει το τριζόνι κι η λεβάντα
τη συντροφεύει η απολογία της θάλασσας
για τους πνιγμένους.
(ΜΕ ΤΟ ΦΩΣ, 1999)
ΑΥΤΟΨΙΑ
Η μνημοτεχνική του ρόδου φυλλορροεί
καθώς ο άνεμος σκορπά τα πέταλα στο αθέατο.
Ρόδινη δύση με μπλε μπαλώματα.
Μώλωπες που ξεκίνησαν από την ανατολή
και λερώνουν τον ορίζοντα του τέλους.
ΑΒΥΣΣΟΣ ΩΣ ΙΜΑΤΙΟΝ
Σε φόρεσα να κρύψω την ερήμωση.
Σαν αποφόρι ακόμη σε φορώ.
ΑΝΤΙΔΟΤΟ
Μια θλίψη που δεν λέει να πάρει όνομα –
πάντα σκοντάφτει η γλώσσα.
Λόγια που λοιδόρησα και χλεύασα
κι αργότερα μέσα από άλλα στόματα τα αγάπησα.
Και πάντα η μέθεξη από εκείνα τα μισοσπασμένα λόγια
τότε που το φως έκοψε την πλαγιά στα δυο
υπονοώντας μετάνοια στο δροσερό σκοτάδι.
Η χειροπιαστή λευκότητα της μανόλιας
αντίδοτο στις δρόγες της καθημερινότητας.
ΑΚΑΙΡΗ ΑΝΟΙΞΗ
στην αδελφή μου
Ξημέρωνε λιβάνι.
Αχνίζει η ανάσα μου στο μέτωπό σου
κι είναι ακόμη τα χέρια σου ζεστά.
Δεκαεννέα του μηνός Δεκεμβρίου
στο παραθυράκι η κερασιά ανθισμένη
λίγο το κεφάλι σου αν σηκώσεις θα τη δεις.
Μα εσύ δεν καταδέχεσαι
ούτε τα βλέφαρά σου να κουνήσεις.
Το πρωί κάποτε ξυπνούσαμε μαζί
μα τώρα η όψη σου βασιλεμένη.
Τούτη την άκαιρη άνοιξη
διάλεξες να μας απαρνηθείς!
Μα, ναι, το ξέρω: ήσουν τόσο κουρασμένη!
(ΣΤΟ ΤΕΡΜΑ ΤΗΣ ΠΛΑΝΗΣ, 2010)
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΙΛΛΗΣ
(1974)
ΣΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ
Ποιο τριζόνι έχει ανοιχτή ακρόαση με τους γαλαξίες
για να προσγειωθεί εντός μου το άπειρο
σαν τέλειο δώρο από το πουθενά;
Ακολουθώ με το βλέμμα τα καράβια.
Ορθοτομώ την επάνοδο του σκοταδιού
στο σκοτάδι. Να μην υπολογίζω
τις ατραπούς περιμένοντας την Πανσέληνο
να διατάξει τα νυχτολούλουδα
να παραταχθούν στο ξύλινο τραπέζι, εκεί
όπου έγειρα και με πήρε ο ύπνος.
ΔΥΝΑΜΗ
Έτριψες στα χέρια σου λεβάντα
και ο πυρρός άγγελος ρίζωσε στον γκρεμό
προφητεύοντας κήπους. Μυστική παραβολή
για όλα αυτά που παραμένουν ακόμα ανεκπλήρωτα.
Respectum aguest lloc. Σημαδεύεις το κενό.
Ανολοκλήρωτο, απύθμενο κενό, στα χαραγμένα
αρχικά του ονόματός σου, δίπλα
στην τοιχογραφία του Εσταυρωμένου.
Το χελιδόνι δεν συναγωνίζεται εδώ τη δύναμη
του αετού, ούτε ο σκαραβαίος την ομορφιά
της πεταλούδας. Η ζωή μυθοποιείται από το χρόνο.
Ο θάνατος από τη λήθη.
ΡΑΒΩ ΤΙΣ ΑΠΟΣΤΑΣΕΙΣ
Η μοναχικότητα δεν φαντάστηκα ποτέ πως θα έμοιαζε με αντιζηλία.
Ανύπαρκτος, σχεδόν ένα τίποτα, κι όμως αυτόχθων
στις αποσιωπημένες σου πράξεις.
Σε διανύω.
ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ
Συλημένη νοσταλγία, εισχωρείς σαν σκιά
για να αναζητήσεις αθόρυβα τα ίχνη του θαλασσινού θεού
όταν μεταμορφώνεται σε κάποιο οικείο σου πρόσωπο.
Σε τραγουδά ένα τζιτζίκι, σ’ αφουγκράζεται το αίμα μου
σ’ ένα δωμάτιο γεμάτο κοχύλια και κλειστά παραθυρόφυλλα.
(ΜΙΚΡΗ ΔΙΑΘΗΚΗ, 2012)