Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
Η ιστορία της ποιητικής υπερπαραγωγής εν Ελλάδι είναι πολύ παλιά και ξεκινάει τουλάχιστον από τις αρχές του 20ου αιώνα. Και σήμερα, όμως; Όταν οι μεταφράσεις του ξένου μυθιστορήματος τείνουν να περιοριστούν δραστικά (σε όποια ξένη λογοτεχνία και σε όποια χρονική περίοδο κι αν αναφερόμαστε) και το λογοτεχνικό δοκίμιο (αλλοδαπό και ημέτερο) βρίσκεται στα όρια της κατάρρευσης; Τι συμβαίνει και η ελληνική ποίηση δεν έχει πάψει να θάλλει εκδοτικά;
Ακόμα κι αν βγάλουμε από τον λογαριασμό μια μεγάλη μάζα ποιητικών βιβλίων που αποκλείουν από την πρώτη στιγμή την οποιαδήποτε σχέση με την τέχνη της ποίησης (η σύνταξη των λογοτεχνικών περιοδικών δεν μασούσε κάποτε τα λόγια της, απορρίπτοντας κατά συρροήν τους αναρίθμητους αποστολείς στιχουργικών πονημάτων), μας μένει ένας κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητος όγκος συλλογών οι οποίες βγαίνουν από λίγους αλλά έγκυρους εκδότες, εκπροσωπούν όλο το ηλιακό φάσμα (από νεοσσούς μέχρι Νέστορες) και έχουν να επιδείξουν (αν μη τι άλλο) μιαν ευπρόσωπη καλλιτεχνική ταυτότητα.
Για να σκεφτούμε μιαν οποιαδήποτε απάντηση ως προς το πώς επιβιώνει στις ημέρες μας όλος αυτός ο εξαιρετικά ζωντανός κόσμος οφείλουμε να αποφύγουμε το κριτήριο της αγοράς το οποίο ισχύει για την πεζογραφία, είτε μιλάμε για το καθαρώς εμπορικό της κομμάτι είτε για εκείνο το οποίο τρέφει εύλογες λογοτεχνικές φιλοδοξίες (μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση για τον διχασμό της πεζογραφίας υπό μια τέτοια έννοια ανοίγει ο Γιάννης Μπασκόζος σε παρακείμενο άρθρο στον «Αναγνώστη» υπό τον τίτλο «Τα δύο είδη αναγνωστών»).
Χωρίς να θέλω να εξιδανικεύσω, είμαι από καιρό πεπεισμένος πως η ποίηση έχει εξασφαλίσει στην Ελλάδα ένα εντελώς δικό της κοινό, μιαν ολιγάριθμη μεν πλην ιδιαιτέρως κινητοποιημένη αναγνωστική κοινότητα, που της επιτρέπει να συνεχίσει ανεπηρέαστη από οικονομικές δυσκολίες την πορεία της. Γιατί το ζήτημα εδώ δεν είναι το ύψος των πωλήσεων (κανένας εκδότης δεν έβγαλε ποτέ λεφτά από την ποίηση), αλλά η συνέχιση και η διατήρηση της υψηλής στάθμης της εκδοτικής παραγωγής, ακόμα κι αν η τελευταία πρέπει κάποτε να αυτοχρηματοδοτηθεί. Πρόκειται, κακά τα ψέματα, για μια παραγωγή που απαλλαγμένη από το άγχος της κυκλοφοριακής επιτυχίας έρχεται ευθύς εξαρχής να κάνει λογοτεχνικό ταμείο, ζητώντας να κριθεί μόνο για την επιτελεστική της ικανότητα. Δεν είναι λίγο και, το κυριότερο, μοιάζει πολύ ελπιδοφόρο.