Η ποίηση ενάντια στην ποίηση (του Κώστα Καλημέρη)

0
595

 

του Κώστα Καλημέρη

Υπάρχει ένα μαγικό κενό στην ποίηση της Εύας  Σπαθάρα.  Κι αυτό  οφείλεται  στον πόλεμο που κάνει στις λέξεις. Γιατί νιώθει πως η γλώσσα είναι λύτρωση και σταυρός.  Ο συνδυασμός  σημαίνοντος και σημαινόμενου  παράγει νόημα, ένα νόημα, όμως, το οποίο παραπέμπει στο σύστημα της γλώσσας κι όχι στον εξωτερικό κόσμο. ΄Αλλωστε κι η ίδια η λέξη ζει σ’ ένα καθεστώς  ετερογλωσσίας,  έρχεται πάντα κι από άλλες φωνές, αφού το σημαίνον είναι εικόνα  της λέξης , αλλά και ήχος.

Η Εύα Σπαθάρα είναι ακτιβίστρια. Παλεύει χρόνια για την ισότητα και τα δικαιώματα του φύλου της. Κινείται μέσα στη ζωή και την ενδιαφέρει η πράξη. Διαισθάνεται ότι κανένα σύστημα αντιπροσώπευσης  δε θα μπορέσει να εκφράσει την κοινωνία, γιατί στη διαδικασία αυτή ένα μεγάλο μέρος της δραπετεύει, όπως στον έρωτα που  θεσμοθετείται. Αλλά η Εύα Σπαθάρα αγωνιά περισσότερο για το μάταιο των πράξεων, παρά για τα λάθη στην θεωρία. Αγαναχτεί που μέρος των ονείρων δραπετεύει  όταν πάει να γίνει πραγματικότητα. Όμως το σύνθημά της μοιάζει να είναι  ποιητικό και πραχτικό μαζί, «σηκώνουμε με πείσμα τα μανίκια».  Υπάρχει μια ειρωνία στα ποιήματά της που μοιάζει με τον διάλογο  στο «Περιμένοντας τον Γκοντό».

-Δεν αντέχω άλλο.

-Όλοι αυτό νομίζουμε.

Ο Χάιντεγκερ κι ο Βιτγκενστάιν θεωρούν τη γλώσσα σπίτι της ύπαρξης. Ο Βιτγκενστάιν ,μάλιστα , λέει πως υπάρχουν καταστάσεις που δεν εισχωρούν στη γλώσσα, γι΄αυτό πρέπει να σωπαίνουμε. Ο Λακάν  λέει ότι η γλώσσα δεν είναι σπίτι της ύπαρξης, αλλά σπίτι βασανιστηρίων. Βασανιζόμαστε από την γλώσσα. Ευνουχιζόμαστε. Διαστρεφόμαστε.  Μέσα σ’ αυτήν αναδύονται τα τραύματα και η πονεμένη συνομιλία μας.  Κι ο Ζίζεκ   προειδοποιεί πως η γλώσσα πρέπει να βασανιστεί για να ομολογήσει την αλήθεια.  Ένα καταπληκτικό εργαλείο βασανισμού της είναι η ποίηση. Πώς γράφεται ένα ποίημα. Πώς γυρίζεται μία ταινία. Σκεφτείτε το ιδεολογικό μοντάζ του Αιζενστάιν. Πρέπει , λοιπόν, να κάνουμε κάτι που ισχύει και για την πολιτική. Να στρέψουμε την γλώσσα ενάντια στην γλώσσα. Να σκεφτόμαστε μέσα στη γλώσσα, την γλώσσα, ενάντια στην γλώσσα. Και βέβαια το ίδιο ισχύει και για την ποίηση. Να στρέψουμε την ποίηση ενάντια στην ποίηση.

Σε όλα τα ποιήματά της η Εύα Σπαθάρα συστρέφεται.  Η εμπειρία της δείχνει πως όσες φορές πήγαμε να υπονομεύσουμε κάτι, υπονομευτήκαμε χωρίς να το καταλάβουμε. Γι’ αυτό η ποιήτρια ενώ γράφει, «κρατάει το στόμα  της κλειστό».  Κρατάει ισορροπίες. Γιατί μόνο η ποίηση σκέφτεται αυτό που είμαι κι ό,τι δεν είμαι.  Αυτό είναι το μαγικό κενό της Σπαθάρα. Γι’ αυτό δεν φεύγει ποτέ από τον εξωτερικό κόσμο. Δεν ξεχνάει  τις πόρτες του δημόσιου , αλλά και του προσωπικού  και ιδιωτικού χώρου.  Έχει έναν εύθυμο αυτοσαρκασμό. Σχεδόν  αυτοπαρωδείται  σε πολλά σημεία.  Σα να μπαίνει για λίγο σε αυτό το σπίτι για να σημειώσει κάτι και μετά έξω, σε αυτό  το  αισιόδοξα μάταιο παιχνίδι του φυσικού με το τεχνητό. Με  αγωνία, γιατί νιώθει την αμφιβολία  και το αδιέξοδο της θετικής σκέψης.  Σα μαγεμένο το μυαλό της φτερουγίζει μέσα από τα ημερολογιακά της σπαράγματα και κινείται συνεχώς, αφού το αισθάνεται πως μια σωστή σκέψη είναι πάντα κολοβή , η χαμένη ουρά της θα βρεθεί παρέα με άλλες και τότε θα πρέπει να θυμηθεί πού ανήκει. Γι’ αυτό σε όλα της τα ποιήματα υπάρχουν ουρίτσες κι απ’ τα υπόλοιπα. Γιατί υπάρχει πάντα κάτι εκεί έξω, πέρα απ’ το συνειδητό και το ασυνείδητο, που για να το συναντήσουμε πρέπει να πάμε άδειοι. Σε πτώση.  Όλες οι «κειμενικές» αναφορές της Σπαθάρα αυτό το κενό αλήθειας στοχεύουν. Αυτό που δεν υπάρχει ακόμα, που δεν φαίνεται, που δεν έχει παρουσιαστεί.  Κι αυτό που ατύχησε.

«Σε  θέλω  μέσα στη γλώσσα μου, εκεί που όλα γίνονται και ξεγίνονται», ή

«Εδώ δεν εκτελούνται  μεταφοραί

Εδώ εκτελείται η ποίησις

Αμύνονται οι λέξεις τα χαράματα

λίγο πριν ακουστεί ο ήχος

Της σιωπής

 

 

Καλίμπρι 12άρα

Κυκλοφορεί ελεύθερη

Σημαδεύει  ό, τι  της γουστάρει

δαγκώνει το χέρι που τη γράφει

κι εκτελεί

-η αχάριστη-

Με ακρίβεια χιλιοστού».

Ποιοί είναι, λοιπόν , οι Ντάλιτ. ΄Ενας κόσμος που δεν μεταφέρεται σε αφαίρεση.  Δεν είναι μόνο τα 160 εκατ. δούλοι, παρίες,  στην Ινδία, δεν είναι μόνο οι Ανέγγιχτοι,  είναι τα νευρόσπαστα όλου του κόσμου, οι μαριονέτες που κάποιο χέρι τις κουνάει  ζυγίζοντας με τα σχοινιά το κέντρο βάρους, είναι ένας κόσμος που πεθαίνει  στην κυριολεξία. Γι’ αυτό όποιος γράφει πρέπει το μότο να είναι αφιερωμένο στον κόσμο της κουλτούρας της σιωπής, στον άλαλο συνάνθρωπο, στον σπασμένο, τον θρυμματισμένο.

Αλλά ταυτόχρονα, ο τόπος γίνεται τρόπος στα ποιήματά της και  πόσο ερωτικά ταιριάζουν ο ουρανίσκος , η γεύση, η γλώσσα κι η φωνή, και πόσα   «διπλά σύμφωνα προδοσίας»  κουμπώνουν στον έρωτα και στην πολιτική. Αυτές τις αντιφάσεις ομολογεί  Η Σπαθάρα,  με τοσοδούλες ερωτικές λεπτομέρειες, με αμήχανο αισθησιασμό, με  γενναιδωρία ,πάθος ,αλλά και πείσμα, απέναντι στον Καρλ, όταν θυμωμένη τον απειλεί πως θα βγει με τον Πιοτρ. Και λίγο παρακάτω ,  «το ψύχος κύριε Χαρμς, το έχετε νιώσει στο πετσί σας, μην το αρνείστε, μου δοθήκατε ιπποτικά όταν,  οι άλλοι μιλούσαν για την ψύχρα σας, Σας ξέρω σχεδόν όσο κανείς, στον ίδιο χειμώνα ρημαχτήκαμε,  στον ίδιο θάλαμο ξεχάστηκε το κορμί μας, Κύριε Χαρμς σας αγαπώ, Τι λέτε με παντρεύεστε».

Το Ντάλιτ, λοιπόν, είναι γεμάτο αναφορές, κάπου ακούς ένα απόηχο γέλιου της  Άννας, αλλού τη σιωπή του Τάσου, κι αλλού ,  «αν τό’  ξερα πως θα διαλυόμουν» , την βραχνή φωνή του Μίλτου. Και σ’ όλα τα ποιήματά της «άκουγα» τη φωνή της Ντυράς «η θάλασσα δεν βλέπεται». Γιατί στο Βλαντιμίρ, αν νιώσεις την έλλειψη, το ποίημα εξαφανίζεται κι η έλλειψη η ίδια μπορεί να σε ερωτευτεί. Αυτό είναι έρωτας, «να σε κοιτώ και να μου λείπεις ήδη». Ναι, έτσι θα κλείσω, γιατί όσο σκεφτόμουν τα ποιήματα, στο μυαλό μου άρχισε να γρατζουνίζει ο δίσκος του Σκαρβέλη, το 1941, με τις φωνές του Παγιουμτζή και του Μάρκου, «Σε γελάσανε, μη χάνεις τον καιρό σου, δε σε σπούδασε καλά ο δάσκαλός σου».

Ιδεολογία, λοιπόν, ενάντια στην ιδεολογία, κριτική ενάντια στην κριτική, ποίηση ενάντια στην ποίηση, γλώσσα ενάντια στην γλώσσα κι όλα αυτά, σε μικρές, σχισμένες σημειώσεις στο βαλιτσάκι του Κυρίου Χαρμς, όπου λόγω  του αδιεξόδου του ένα θεατρικό  προλάβαινε να γεμίσει μόνο μιάμιση σελίδα.

 

info: Εύα  Σπαθάρα, Ντάλιτ, Ποιήματα,  εκδόσεις Θράκα.

 

(*)Ο Κώστας Καλημέρης είναι κριτικός λογοτεχνίας και συγγραφέας

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροH σχέση μου με το σχολείο: από μαθήτρια δασκάλα (της Ελένης Χοντολίδου)
Επόμενο άρθροΑνάγνωση και αναγνώστες  (της Μαρίζας Ντεκάστρο)  

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ