Του Νίκου Κυριαζή.
Το βιβλίο του καθηγητή στο Οικονομικό Τμήμα του Δημοκρίτου Πανεπιστημίου κ. Δ. Χιόνη είναι μια συνεισφορά στην κατανόηση της κρίσης χρέους και μια αξιολόγηση με τη χρήση ποσοτικών (οικονομετρικών) μεθόδων και στατιστικών στοιχείων των μνημονίων.
Στο πρώτο κεφάλαιο αναλύεται η πτώση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας λόγω αύξησης της διαφοράς πληθωρισμού Ελλάδος και των κυριότερων εμπορικών εταίρων κατά 45% την περίοδο 2000-2009, χωρίς τη δυνατότητα υποτίμησης του νομίσματος, λόγω ενιαίου νομίσματος, του ευρώ.
Στο κεφάλαιο αυτό καταλήγει ότι προκειμένου να ενισχυθούν τα αντικίνητρα επανάληψης της κρίσης χρέους από άλλη χώρα της ΟΝΕ, τα μέτρα που λήφθηκαν μέσω των μνημονίων για την Ελλάδα δεν είχαν στόχο μόνο τη διάσωση της ελληνικής οικονομίας και την αποφυγή της άτακτης χρεοκοπίας) αλλά και χαρακτήρα τιμωρίας προς παραδειγματισμό και αποφυγή του ηθικού κινδύνου (moral hazard) από άλλες χώρες στο μέλλον, με ότι αυτό συνεπάγεται, προσθέτω εγώ, για την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Είναι δηλαδή οι στόχοι της αλληλεγγύης και του παραδειγματισμού συμβατοί;
Στο δεύτερο κεφάλαιο αναλύονται οι επιπτώσεις από την πρώτη αναδιάρθρωση του
χρέους (του ιδιωτικού τομέα PSI) και υπολογίζει το καθαρό κέρδος για την Ελλάδα σε όρους
καθαρής παρούσας αξίας. Το πολύ σημαντικό συμπέρασμα είναι, πως αν συμπεριληφθεί το κόστος κεφαλαιοποίησης των τραπεζών και των ασφαλιστικών ταμείων, τότε, το καθαρό αποτέλεσμα της αναδιάρθρωσης είναι ζημιά από 11,6 μέχρι 20,7 δις (ανάλογα με το ύψος του προεξοφλητικού συντελεστή που χρησιμοποιείται από 3.5% ως 15%). Δεδομένου όμως ότι τα νέα ομόλογα διέπονται, από το αγγλικό δίκαιο, άρα είναι πιο ασφαλή για τους κατόχους τους, ( ο κίνδυνος αθέτησης πληρωμής είναι μικρότερος) σημαίνει πως η παρούσα αξία αυτών των ομολόγων είναι μικρότερη, άρα η ζημιά μεγεθύνεται.
Στο τρίτο και τέταρτο κεφάλαιο γίνεται συνολική αξιολόγηση. Ενδιαφέρον εδώ είναι πως εκτιμά τον αρνητικό πολλαπλασιαστή σε 2, σε αντίθεση με τη γκάφα που παραδέχτηκε το ΔΝΤ εκ των υστέρων βέβαια. Στο πέμπτο κεφάλαιο αναλύει τον ρόλο της ΕΚΤ και των ευρωπαϊκών οργάνων και καταλήγει πως το πολιτικό (και όχι το οικονομικό) κριτήριο είχε την μεγαλύτερη βαρύτητα στις λήψεις αποφάσεων με αποτέλεσμα αυτές να μην ήταν οι καλύτερες δυνατές. Το έκτο κεφάλαιο αναλύει την ύπαρξη ή μη μηχανισμού μετάδοσης της κρίσης των ελληνικών ομολόγων. Καταλήγει με βάση την οικονομετρική του ανάλυση πως δεν φαίνεται να υπάρχουν ενδείξεις μηχανισμού μετάδοσης, δηλαδή ότι η ελληνική κρίση επηρέασε σημαντικά την πορεία των τιμών των άλλων κρατικών ομολόγων.
Το έβδομο κεφάλαιο ασχολείται με τους προσδιοριστικούς παράγοντες των
αποδόσεων των ομολόγων και καταλήγει πως η επικέντρωση αποκλειστικά στην
περιοριστική δημοσιονομική πολιτική δεν επαρκεί για την μείωση των αποδόσεων των
ελληνικών ομολόγων. Αντίθετα, μπορεί να οδηγήσει σε φαύλο κύκλο μείωσης του ΑΕΓΤ, αύξησης του λόγου χρέους προς ΑΕΠ και τελικά αύξησης των αποδόσεων , οδηγώντας σε ασταθή ισορροπία. Βέβαια, οι τελευταίες εξελίξεις με τις μειώσεις των ελληνικών spread ίσως να ανατρέπουν εν μέρει το παραπάνω συμπέρασμα.
Το όγδοο κεφάλαιο δείχνει πως οι ανακοινώσεις Ευρωπαίων παραγόντων παίζουν καθοριστικό ρόλο στην τιμολόγηση των ελληνικών ομολόγων.
Το ένατο κεφάλαιο περιέχει τα συμπεράσματα. Το σημαντικότερο είναι: “Η
πιθανότητα ότι η ελληνική κρίση θα επιλυθεί χωρίς μια (νέα) αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους είναι μηδενική, (σελ 143) άποψη που με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο, όπως άλλωστε έχω διατυπώσει και εγώ σε πρόσφατη αρθρογραφία μου, παρά τις θριαμβολογίες ορισμένων πολίτικων.
Καταλήγει σε προτάσεις λύσεων:
- Η’ οι δανειστές θα δεχτούν μια μεγάλη ζημιά από την περικοπή του χρέους και την μείωση των επιτοκίων
- Η’ θα μετατρέψουν τις απαιτήσεις τους για μεταγενέστερο χρόνο όταν θα μπορεί η
ελληνική οικονομία να τις ικανοποιήσει - Η’ θα μετατρέψουν το χρέος σε μετοχές του ελληνικού δημοσίου εξασφαλίζοντας την κυριότητα συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων.
- Η’ συνδυασμός των παραπάνω. Ο στόχος να μειωθεί το χρέος στο 120% του ΑΕΠ το 2020 ή 2022 προϋποθέτει την εκπλήρωση μιας σειράς όρων οι όποιες συνδέονται περισσότερο με ευχές, παρά με ένα εφικτό οικονομικό πρόγραμμα” (σελ.144) καταλήγει.
Απομένει να δούμε αν θα δικαιωθούν οι πολιτικοί με την μάλλον αβάσιμη αισιοδοξία τους, ή ο κ. Χιόνης και όσοι συμφωνούν μαζί του, με την σχετική απαισιοδοξία τους, που στηρίζεται όμως, όπως και το βιβλίο αυτό, σε σοβαρή και νηφάλια ανάλυση.
Info:
Διονύσιος Χιόνης, (2014), Η ελληνική κρίση. Η περιπέτεια του χρέους. Αθήνα