του Π. Ένιγουεϊ
στη μνήμη του Κώστα Ριτσώνη, που του είχε αρέσει…
Η διαταγή ήτανε ξεκάθαρη: Απαγορεύεται το μπάνιο στο ποτάμι, ακόμα και να πλησιάζει κανένας σε απόσταση λιγότερο από διακόσια μέτρα. «Το τελευταίο βράδυ μου απόψε το περνάω». Δε χώραγε λοιπόν καμιά παρανόηση. Όποιος την παρέβαινε τη διαταγή, θα πέρναγε στρατοδικείο. «Κι όσοι με πίκραναν πολύ».
Τους τη διάβασε τις προάλλες ο ίδιος ο ταγματάρχης. Διέταξε γενική συγκέντρωση, όλο το τάγμα, και τους τη διάβασε. «Τώρα που φεύγω απ’ τη ζωή όλους τους συγχωρνάω». Διαταγή της Μεραρχίας! Δεν ήτανε παίξε γέλασε.
Είχανε κάπου τρεις βδομάδες που είχαν αράξει δώθε από το ποτάμι. «Εκεί που πάω δεν περνά το δάκρυ και ο πόνος». Κείθε από το ποτάμι ήταν ο εχθρός, οι Άλλοι όπως τους λέγανε πολλοί.
«Τα βάσανα και οι καημοί εδώ θα μείνουν στη ζωή». Τρεις βδομάδες απραξία. Σίγουρα δε θα βάσταγε πολύ τούτη η κατάσταση, για την ώρα όμως, «κι εγώ θα φύγω μόνος», επικρατούσε ησυχία.
Και στις δυο όχθες του ποταμού, σε μεγάλο βάθος, «όλα είναι ένα ψέμα, μια ανάσα μια πνοή», ήτανε δάσος. Πυκνό δάσος. Μες στο δάσος είχανε στρατοπεδεύσει, και οι μεν και οι δε, «σαν λουλούδι κάποιο χέρι».
Οι πληροφορίες τους ήτανε πως οι Άλλοι είχανε, «θα μας κόψει», δυο τάγματα «μιαν αυγή», εκεί. Ωστόσο, δεν επιχειρούσαν επίθεση, ποιος ξέρει τι λογαριάζανε να κάνουν. Στο μεταξύ, τα φυλάκια, και από τις δυο μεριές, ήταν εδώ κι εκεί κρυμμένα στο δάσος, έτοιμα για παν ενδεχόμενο.
Τρεις βδομάδες! «Δυο πόρτες έχει η ζωή…» Πώς είχανε περάσει τρεις βδομάδες! «…άνοιξα μια και μπήκα». Δε θυμόντουσαν σ’ αυτόν τον πόλεμο, που είχε αρχίσει εδώ και δυόμισι χρόνια περίπου, «σεργιάνισα ένα πρωινό», άλλο τέτοιο διάλειμμα σαν και τούτο.
Όταν φτάσανε στο ποτάμι, έκανε ακόμα κρύο. Εδώ και μερικές μέρες, ο καιρός είχε στρώσει. «Κι ώσπου να ’ρθει το δειλινό». Άνοιξη πια!
Ο πρώτος που γλίστρησε κατά το ποτάμι ήτανε λοχίας. «Από την άλλη βγήκα». Γλίστρησε ένα πρωινό. Και βούτηξε. Λίγο αργότερα, σύρθηκε ως τους δικούς του, με δυο σφαίρες στο πλευρό. Δεν έζησε πολλές ώρες.
Την άλλη μέρα, «Όλα είναι ένα ψέμα», δυο φαντάροι τραβήξανε για κει, «μια ανάσα μια πνοή». Δεν τους ξαναείδε πια κανένας. Ακούσανε μονάχα πολυβολισμούς, και ύστερα σιωπή.
Τότε βγήκε η διαταγή της, «σαν λουλούδι κάποιο χέρι», Μεραρχίας.
Ήτανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το ποτάμι. «Θα μας κόψει μιαν αυγή». Τ’ ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το λαχταρούσανε. Αυτά τα δυόμισι χρόνια, τους είχε φάει η βρώμα. Είχανε ξεσυνηθίσει ένα σωρό χαρές.
«Τι διαβάζεις;»
«Όσο αξίζεις εσύ, κι η καρδιά σου η χρυσή», Και να, τώρα, που είχε βρεθεί στο δρόμο τους αυτό το ποτάμι. Αλλά η διαταγή της Μεραρχίας…
«Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!», «δεν αξίζουν μαζί ο ουρανός κι όλη η γη»,
«Ένα διήγημα του Σαμαράκη, άσε με»,
είπε μέσ’ από τα δόντια του κείνη τη νύχτα, «κι όλη η γη…».
Γύριζε και ξαναγύριζε και ησυχία δεν είχε,
«Χαμήλωσε το ράδιο, γιατί το έχεις τόσο δυνατά;»
Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφηνε να ησυχάσει,
«Μην κάνεις κάνα αστείο και το χαμηλώσεις…»
«όλοι οι άντρες ποθούν, στην καρδιά σου να μπουν».
θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!
«Θα λάβεις μέρος στο διαγωνισμό; Γι’ αυτό διαβάζεις Σαμαράκη; Ε;»
«Σκέφτομαι να “πειράξω” ένα κείμενό του.»
«Κι επειδή μ’ αγαπάς με μισούν, με μισούν».
«Κάτι μόνος σου δεν μπορείς να γράψεις;»
Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν.
«Το φαγητό είναι έτοιμο. Όποτε θες τρώμε.»
«Με μισούν…»
«Θα κρυώσει».
«Ωχού!, άσε με να διαβάσω».
Τέλος τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Είδε ένα όνειρο, έναν εφιάλτη.
«Τελειώνω κι έρχομαι».
Στην αρχή, το είδε όπως ήτανε: ποτάμι. Ήτανε μπροστά του αυτό το ποτάμι και τον περίμενε. Κι αυτός, γυμνός στην όχθη, δεν έπεφτε μέσα.
«Ώρες ώρες μ’ εκνευρίζει αυτή η γυναίκα».
Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι.
Ξύπνησε βαλαντωμένος δεν είχε ακόμα φέξει…
***
Φτάνοντας στην όχθη, στάθηκε και το κοίταζε. «Μα εγώ σε σένα, καλή μου, χρωστάω και τη ζωή μου». Το ποτάμι! Ώστε υπήρχε λοιπόν αυτό το ποτάμι; Ώρες ώρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ’ αλήθεια. Μήπως ήτανε μια φαντασία τους, μια ομαδική ψευδαίσθηση. «Μου άλλαξες την ψυχή μου, τόσες συνήθειες κακές».
Είχε βρει μια
«τιν τιν ταν παμ ταμ τιμ»,
ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάμι. «Με χίλιες δυο τριγυρνούσα, και τα λεφτά μου πετούσα».
«Ποιος να ’ναι τώρα, δε μ’ αφήνουνε».
Το πρωινό ήτανε θαύμα! Αν ήτανε τυχερός και δεν τον παίρνανε μυρουδιά… Να πρόφταινε μονάχα
«τιν τιν ταν παμ ταμ τιμ»,
να βουτήξει στο ποτάμι, να μπει στα νερά του, τα παρακάτω
«Η Νατάσα είναι».
δεν τον νοιάζανε. «Αλήτης θα καταντούσα, μα όλ’ αυτά μέχρι χτες».
«Έλα Νατάσα… «Όσο αξίζεις εσύ, κι η καρδιά σου η χρυσή». Τι γίνεται; Τίποτα, ξεκουράζομαι. Διαβάζω Σαμαράκη… «Δεν αξίζουν μαζί ο ουρανός κι όλη η γη». Ένα απ’ τα πρώτα του. Το ποτάμι. Το θυμάσαι; «Κι όλη η γη…». Το είχαμε διδαχθεί και στο λύκειο… Να, είναι ένας διαγωνισμός διηγήματος προς τιμήν του και σκέφτομαι να στείλω κάτι σχετικό… Να τα πούμε από κοντά; «Όλοι οι άντρες ποθούν, στην καρδιά σου να μπουν». Σε λίγο θα φάμε. Σε καμιά ώρα είναι καλά; Κλασικά, μωρέ, στη Λόλα… «Κι επειδή μ’ αγαπάς με μισούν, με μισούν». Είναι μέσα, στην κουζίνα, δε μπορεί να σου μιλήσει, ετοιμάζει…, εντάξει, εντάξει, θα τα πούμε από κοντά… Έλα, γεια…» «Με μισούν…».
Σ’ ένα δέντρο, στην όχθη, άφησε τα ρούχα του, και όρθιο πάνω στον κορμό, το τουφέκι του. Έριξε δυο τελευταίες ματιές,
«Δε θα μ’ αφήσουνε να το τελειώσω».
μια πίσω του, μην ήτανε κανένας από τους δικούς του, και μια στην αντίπερα όχθη, μην ήτανε κανένας από τους Άλλους. Και μπήκε στο νερό.
Από τη στιγμή που το σώμα του, ολόγυμνο, «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου», μπήκε στο νερό, τούτο το σώμα που δυόμισι χρόνια βασανιζότανε, που δυο τραύματα το είχανε ως τώρα σημαδέψει, από τη στιγμή αυτή ένιωσε άλλος άνθρωπος. Σα να πέρασε ένα, «φωτιά που μ’ έχει κάψει, για τα φτωχά τα νιάτα μου», χέρι μ’ ένα σφουγγάρι μέσα του και να τα ’σβησε αυτά τα δυόμισι χρόνια, «κανένας δε θα κλάψει».
Κολυμπούσε πότε μπρούμυτα, πότε ανάσκελα. Αφηνότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα. Έκανε και μακροβούτια…
Ήταν ένα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, «η ζωή, η ζωή εδώ τελειώνει», που δεν ήτανε παρά εικοσιτριώ χρονώ κι όμως τα δυόμισι τελευταία χρόνια είχαν, «σβήνει το καντήλι μου», αφήσει βαθιά ίχνη μέσα του.
Δεξιά κι αριστερά, και στις δυο όχθες, φτερουγίζανε πουλιά, τον χαιρετούσανε περνώντας πότε πότε από πάνω του.
Μπροστά του, πήγαινε τώρα ένα κλαδί που το έσερνε το ρεύμα. Βάλθηκε να το φτάσει μ’ ένα μονάχα μακροβούτι. Και τα κατάφερε. «Κι η ψυχή, η ψυχή σαν χελιδόνι». Βγήκε από το νερό ακριβώς δίπλα στο κλαδί. Ένιωσε μια χαρά! Αλλά την ίδια στιγμή είδε ένα κεφάλι μπροστά του, κάπου τριάντα μέτρα μακριά.
Σταμάτησε και προσπάθησε να δει καλύτερα. «Φεύγει απ’ τα χείλη μου».
Και κείνος που κολυμπούσε εκεί τον είχε δει, είχε σταματήσει κι αυτός. Κοιτάζονταν.
Ξανάγινε αμέσως αυτός που ήτανε και πρωτύτερα: ένας φαντάρος που είχε κιόλας δυόμισι χρόνια πόλεμο, που είχε έναν πολεμικό σταυρό, που είχε αφήσει το τουφέκι στο δέντρο.
Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτός αντίκρυ του ήτανε από τους δικούς του ή από τους Άλλους. Πώς να το καταλάβει; Ένα κεφάλι έβλεπε μονάχα.
Μπορούσε να ’ναι ένας από τους δικούς του. Μπορούσε να ’ναι ένας από τους Άλλους.
Για μερικά λεπτά, «κύμα πικρό στην πλώρη μου και τα πανιά σκισμένα», και οι δυο τους στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Τη σιωπή διέκοψε ένα φτάρνισμα. Ήταν αυτός που φταρνίστηκε, και κατά τη συνήθειά του βλαστήμησε δυνατά. Τότε εκείνος, «ούτε αδελφός αγόρι μου», αντίκρυ του άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς την αντίπερα όχθη. Κι αυτός όμως δεν έχασε καιρό. Κολύμπησε προς την όχθη του μ’ όλη του τη δύναμη. Βγήκε πρώτος. Έτρεξε στο δέντρο που είχε αφήσει το τουφέκι του, το άρπαξε. Ο Άλλος, ό,τι έβγαινε από το νερό. Έτρεχε, «δε νοιάστηκε για σένα», τώρα κι εκείνος να πάρει το τουφέκι του.
Σήκωσε το τουφέκι του αυτός, σημάδεψε. Του ήτανε πάρα πολύ εύκολο να του φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο Άλλος, «η ζωή, η ζωή εδώ τελειώνει», ήτανε σπουδαίος στόχος έτσι καθώς έτρεχε ολόγυμνος, κάπου είκοσι μέτρα μονάχα μακριά.
Όχι, δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο Άλλος ήταν εκεί, γυμνός, «σβήνει το καντήλι μου», όπως είχε έρθει στον κόσμο. Κι αυτός ήταν εδώ, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ήτανε και οι δυο γυμνοί. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα. «Κι η ψυχή, η ψυχή σαν χελιδόνι». Γυμνοί από εθνικότητα. Γυμνοί από τον χακί εαυτό τους.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Το ποτάμι δεν τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους ένωνε.
Δεν μπορούσε να τραβήξει.
«Έλα επιτέλους! Έχω στρώσει το τραπέζι…»
Ο Άλλος είχε γίνει ένας άλλος άνθρωπος τώρα, χωρίς άλφα κεφαλαίο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
«Θα κρυώσει και δε θα τρώγεται».
Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το κεφάλι του, «φεύγει απ’ τα χείλη μου». Και δεν είδε τίποτα ως το τέλος, πρόφτασε να δει μονάχα κάτι πουλιά που φτερουγίσανε τρομαγμένα σαν έπεσε από την αντικρινή όχθη η τουφεκιά, κι αυτός, γονάτισε πρώτα, ύστερα έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα.
Σημείωσεις:
α. Βασίζεται στο Το ποτάμι του Αντώνη Σαμαράκη
β. Στο διήγημα «ακούγονται» τα εξής τραγούδια:
Δυο πόρτες έχει η ζωή (Το τελευταίο βράδυ μου) στίχ. Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, μουσ./πρώτη ερμηνεία: Στέλιος Καζαντζίδης.
Όσο αξίζεις εσύ στίχ. Απόστολος Καλδάρας, μουσ. Απόστολος Καλδάρας, πρώτη ερμηνεία Μανώλης Αγγελόπουλος.
Βρέχει φωτιά στη στράτα μου στίχ. Λευτέρης Παπαδόπουλος, μουσ. Μίμης Πλέσσας, πρώτη ερμηνεία Στράτος Διονυσίου.]