Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.
Δεν ξέρω αν θα επιβεβαιωθεί και το προσεχές διάστημα, αλλά ξαφνικά η παραγωγή μυθιστορημάτων για την κρίση, που άνθισε όλα τα προηγούμενα χρόνια, μοιάζει κάπως να υποχωρεί ή εν πάση περιπτώσει να μη διογκώνεται περαιτέρω. Ίσως είναι πρώιμο να εξηγήσουμε το φαινόμενο, αν πρόκειται καν για φαινόμενο: μπορεί να είναι απλώς μια ανάπαυλα ενόψει ενός ακόμα μεγαλύτερου κύματος, μπορεί πάλι να σταθεροποιηθούμε στα σημερινά (κάθε άλλο παρά αμελητέα) επίπεδα, και να καθιερωθεί εφεξής ένα μόνιμο (παράλληλο με τα υπόλοιπα) είδος. Με την κρίση, ό,τι κι αν κάνουμε, δεν θα ξεμπερδέψουμε εύκολα. Επί των ημερών της μπορούμε να μιλάμε μόνο για το άμεσο παρόν, καταφεύγοντας περισσότερο στη διαίσθηση και λιγότερο στη λογική μας. Αυτό ακριβώς το άμεσο παρόν της πεζογραφίας του τελευταίου καιρού θέλω να σχολιάσω, έχοντας διαπιστώσει μια τάση των συγγραφέων να γυρίσουν την πλάτη στην κρίση.
Πώς ακριβώς, όμως, γίνεται κάτι τέτοιο; Μα. είτε με την επιστροφή στην παλαιότερη, προ κρίσεως, θεματολογία είτε με την περιπλάνηση σε καινούργιες περιοχές που στέκουν και πάλι μακριά από την κρίση. Και μιλώ εδώ για συγγραφείς από όλες τις ηλικίες και τις γενιές που έχουν κατά τον έναν ή τον άλλο τρόπο ασχοληθεί με την κρίση: ακόμα και κάποιοι πρωτοεμφανιζόμενοι, αν αποφασίσουν να την εντάξουν στις εικόνες και τα τοπία τους θα το κάνουν με άκρα διακριτικότητα, σαν να φιλοτεχνούν ένα στοιχείο βάθους σε μια σύνθεση που έχει κατά τα άλλα τις εντελώς δικές της προτεραιότητες.
Το παράδειγμα των πρωτοεμφανιζόμενων μας δίνει εξ όνυχος τον λέοντα. Η κρίση δίνει πλέον συχνά, όποτε προκύπτει, και πέρα από τους πρωτοεμφανιζόμενους, διακριτικά το παρών στην πεζογραφία: όχι αναπεπταμένα πεδία και κάθετες συγκρούσεις ή αντιθέσεις, όχι μετωπικές λήψεις και καταιγιστικά πλάνα, όχι κοινωνικοί όγκοι που εισβάλλουν με το ασήκωτο βάρος τους στην καθημερινή ζωή και το ατομικό βίωμα, αλλά χαμηλοί ή γκρίζοι τόνοι, ακούσματα με σύντομη, ελάχιστη διάρκεια και φάσματα με στοιχειώδη παρουσία.
Πώς πρέπει να το ονομάσουμε όλο αυτό, αν όντως συμβαίνει κι αν όντως σκοπεύει να συνεχιστεί; Μήπως καλλιτεχνική ωριμότητα, υπό την έννοια πως οι εμπειρίες που ζούμε στο πετσί μας δεν μπορούν να μεταπλαστούν εδώ και τώρα σε έναν άλλο λόγο; Μήπως παραδοχή καλλιτεχνικής αδυναμίας, υπό την έννοια ότι μια επικαιρότητα με ιστορικό χαρακτήρα αποτελεί αναμφισβήτητα ζήτημα της λογοτεχνίας, με τη διαφορά πως η δική μας λογοτεχνία δεν έχει την ικανότητα (μετά από διάφορες ατελέσφορες ή περιορισμένου βεληνεκούς προσπάθειες) να ανταποκριθεί σε ένα τόσο ριζικό και ολιστικό αίτημα;
Υποθέτω ότι οι απαντήσεις ποικίλλουν. Αντί, ωστόσο, να τις σκιαγραφήσω, ξεχνώντας πως δεν μπορούμε να μιλάμε παρά μόνο με προσωρινότητες, σκέφτομαι κάποιους άλλους, πιο εξωτερικού παράγοντες. Η κρίση έχει τόσο βαρύνει επάνω στους ώμους όλων μας ώστε δεν αποκλείεται να ζητάμε όχι να την παραβλέψουμε μα να την αντικρίσουμε μέσα από ένα φίλτρο – ακολουθώντας μια πλάγια οδό. Αυτό, όμως, είναι το καθαρώς ψυχολογικό μέρος. Ενδεχομένως με την παρατεταμένη διάρκειά της η κρίση τείνει να αποκτήσει (πλην βεβαίως ολοσχερών καταστροφών) μια μορφή κοινωνικής κανονικότητας. Μπορεί μάλιστα να έχει ταυτιστεί ακόμα και με ένα ρεπερτόριο κοινοτοπίας το οποίο ιδίως οι νέοι επιζητούν να παρακάμψουν ως εξ ενστίκτου.
Ας μην περιμένει κανείς συμπεράσματα. Αύριο μπορεί να έχουν αλλάξει ξανά όλα.