Της Ειρήνης Καραγιαννίδου
«Η παλέτα του χωροχρόνου (Ανασκάπτοντας το σύμπαν)». Για όσους είναι λίγο υποψιασμένοι, όλο αυτό που θα ακολουθήσει στο Σκάζοντας κρέας με λέξεις, (η φαντασία, το όνειρο, ο τρόμος), προδιαγράφεται από το εξώφυλλο ακόμη, με τον πίνακα του ίδιου του ποιητή που απεικονίζει μια αγωνιούσα μορφή σε χρώμα μαύρο και κόκκινο του αίματος, οδηγώντας συνειρμικά σε ένα άλλο έργο, την κραυγή του εξπρεσιονιστή Edvard Munch, όπου σύμφωνα με τα προσωπικά ημερολόγιά του η ιδέα του ήρθε την ώρα που κοίταζε προς τα κάτω, ενώ βρισκόταν σε ένα ύψωμα. Και ενώ η θέα από ένα ύψωμα ή από έναν άλλον πλανήτη μπορεί να ακούγεται ειδυλιακή, η προσωπική ερμηνεία του Πέτρου Γκολίτση σε ετούτο το βιβλίο, είναι διαφορετική: καθόλου ονειρική με τη σημασία του ιδανικού και αψεγάδιαστου, αντιθέτως παντού στην τοπιογραφία ανθρώπων και χώρων της ποίησής του, καρατομεί το έσω κτήνος.
Αν η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε, παρότι ως ποιητής σίγουρα αναζητά τη λύτρωση από τους εφιάλτες, η μεγάλη απογοήτευση και απόγνωσή του, τον οδηγεί να καταφύγει στη διέξοδο ενός “Big Bang”:
πώς μπαίνω μες στο μάτι σου να βρω
το κέντρο σου
και να σε ανατινάξω,
γράφει στο ποίημα «Ηλιακή καταιγίδα ή ad Deum», στην ενασχόλησή του με εικόνες κολάσεως, με το θάνατο που θα γίνει τελικά κεντρικός άξονας της ποίησης αυτής, θανατικό βέβαια που προϋποθέτει εντέλει μια γέννηση για να υπάρξει ολοκληρωμένο.
Με τα μοτίβα “Κρέας”, “Ουρανός”, “Φασματοσκόπιο”, “Πρόσωπα”, “Σπαράγματα”, “Κρυπτικά” και “Απόλογος”, παρόντα ως θεματικοί τίτλοι στις ενότητες του βιβλίου, ο ποιητής ανασκάπτει το σύμπαν όλο: γη, ύδωρ και ουρανό, σε μια διαρκή μείξη ιδεών, ανθρώπων, ονομάτων, ζώων, φυτών, πραγμάτων κι οραμάτων, χωρίς όμως καμία πρόθεση παιχνιδιού, παρά για την καταγραφή μιας ζοφερής πραγματικότητας, αναμειγνύοντας στην παλέτα του χωροχρόνου, παρελθόν, παρόν και μέλλον, όπου όλα
είναι ένα
χωρίς μετά και δίχως πριν,
καθένας κι ένα κέντρο άκεντρο
όλα μαζί μπουρλότο.
(«Από τον ενικό στον πληθυντικό των κηδειών. Μεταφυσική ανταρσία»)
Στις λεκτικές συνθέσεις του, όπου η μία κυοφορεί και ξερνάει ως γέννα την άλλη, συναντούμε κατ´ επανάληψη όλες τις επιστήμες που “εμπεριέχουν” στην φόρμα τους το DNA −τη βιολογία, την αστρονομία, τη φυσική, την ιστορία, την αστρονομία− και καλούμαστε ως αναγνώστες–κομπάρσοι, να κοινωνήσουμε συμμετοχή στον κατακερματισμό και επανασχηματισμό των διαστάσεων του χώρου και του χρόνου, ενός χωροχρόνου φανταστικού και παράλογου που όμως εμφανίζει στοιχεία της σύγχρονης πραγματικότητας, άρα υπάρχει και ως πραγματικός και λογικός.
Είναι παράξενο πώς πλατσουρίζουν στα νερά
με τόσα πτώματα συσσωρευμένα από κάτω,
γράφει «στην παραλία» του. Και κάπως έτσι, μέσα σ’ αυτή τη συλλογή εντάσσεται και η κοινωνική κριτική που περνάει στα ποιήματά του. Στο στόχαστρό του βρίσκεται η υποκρισία, ο αριβισμός, η κακία, η εκμετάλλευση, η μοχθηρότητα, χαρακτηριστικά κύρια του σύγχρονου γίγνεσθαι.
Σπλάχνα του κόσμου ανοιχτά
σφάγια που κρέμονται ξεχωριστά
πλανήτες αίμα
(«Αίμα μονάχο να φωνάζει»)
καταγράφει.
Ο ποιητής, «χώρου και χρόνου γωνία», νιώθει πνιγμένος σ’ αυτά τα πλαίσια:
«ενώ δεν είσαι πια εδώ / πια δεν υπάρχεις», επαναστατεί μέσω των λέξεων του: «με μια κοτρόνα όλη τη βιτρίνα του ουρανού θα κατεβάσω», εκφράζει με ενάργεια την αδυναμία του απαιτητικού ανθρώπου να προσαρμοσθεί σ’ έναν κόσμο ανόητο και πληκτικό: «Κρατιέμαι από την κίνηση της γνάθου / που σφάζει το ελάφι / και περιστρέφει τα άστρα», αισθάνεται την πραγματικότητα με σωματικό πόνο: «δεν πάω σ´ άλλες κηδείες / απόκαμα, πώς να στο πω», και αλλού: «τα βουνά χτυπούσαν από μέσα τις κόρες των ματιών» και κάθε πραγματικότητα του είναι αποκρουστική: «Βδέλλα / που απομυζείς τα πάντα / από την πέτρα μέχρι ό,τι σάρκινο κινείται».
Οι σκοτεινές δυνάμεις που κρύβονται πίσω από το φαινομενικά όμορφο προσωπείο της φύσης, φύσης επίγειας και συμπαντικής, είναι επίσης κοινός τόπος σε ορισμένα από τα ποιήματά του. Προσωποποιείται αυτή η φύση, είτε παίζοντας παρηγορητικό ρόλο:
Φύτευα ψίχα ήμουν παιδί
για να φυτρώσουν δέντρα
βγαίνανε κλαδιά απλώνονταν
κι ερχόταν περιστέρια
(«Η ρίζα και οι φωτιές»)
είτε διαφυλάσσοντας τις αναμνήσεις των φαινομενικά ευτυχισμένων στιγμών των οποίων υπήρξε μάρτυρας:
έχεις κι εσύ τη μουσική σου
μπάσταρδη ώρα του μεσημεριού
με τα τζιτζίκια μες στα δάχτυλα,
(«Μπάσταρδη ώρα του μεσημεριού»)
είτε λειτουργώντας −στο ίδιο ποίημα− παράλληλα και κυρίως θα έλεγα, ως “εκδικητική οντότητα”, μιας και πια έχει χάσει την καθαρότητά της:
και με τα πτώματα του Αιγαίου
ν´ ανθίζουν σαν πιράνχας
να σκίζουν τα μαύρα της Ευρώπης σας
Ως τέτοια δίσημη οντότητα αντιμετώπισε τη φύση και ο Lamartine στο ελεγειακό ποίημά του με τίτλο Η λίμνη, −το μοτίβο του θανάτου εκεί απαντάται με τη μορφή της νεκρής αγαπημένης−, ως τέτοια την αντιμετώπισε ο Goethe με τη μορφή του νεκρού παιδιού στο Εξωτικό του, ως τέτοια αμφίσημη την αντιμετωπίζει και ο Πέτρος Γκολίτσης:
Παιδικά κουρέλια να φλογίζουνε ως μάτια κόκκινα
που πνίγουν μες στο μπλε
τα κίτρινα άστρα
(«Μπάσταρδη ώρα του μεσημεριού»)
Στα ποιήματά του, «νεκρά λουλούδια / φυτρώνουν ανάποδα / σαν παπαρούνες», «έντομα τσουρουφλίζονται ξερά και κουρασμένα», «περιστέρια πνίγονται και καίγονται», «το χορτάρι είναι μαύρο», λεκτικές “υπερβολές”, λέξεις “ασχήμιας”, στοιχεία ερείπωσης και αποσύνθεσης που υποδηλώνουν την αγωνία του ποιητή απέναντι στο πεπερασμένο της ζωής, την αμείλικτη φθορά του χρόνου, αυτήν την συνεχή πάλη με τη δαιμονική μορφή του, η οποία παρέρχεται τάχιστα και αφανίζει τα πάντα ανεπιστρεπτί, οδηγώντας φύση κι ανθρώπους σε πρόωρο θάνατο, δαιμονική μορφή που οδηγεί «το φως να βουλιάζει», «τα κόκκινα να εξατμίζονται στα μαύρα». Μαύρα σημάδια εξακολουθητικά και επαναλαμβανόμενα στους στίχους του:
Καθηλωμένοι στο ίδιο σημείο
γενιά στη γενιά
μια ιστορία οστών τα τεκταινόμενα
(«Καθήλωση»)
Κι αλλού:
ο Χριστός στέκεται όρθιος, νεκρός
με τον σταυρό – ακόμη – πίσω του
(«Δομήνικος Θεοτοκόπουλος»)
ή:
βουλιάζουμε μαζί
σε έναν νερένιο κόσμο
δίχως πάτο
(«Στην παραλία»)
Γράφει ο Shakespeare, διά στόματος του ήρωά του Macbeth, το παρακάτω το οποίο θαρρώ συνοψίζει τη διάθεση των συνθέσεων–αφορμών–αποτελεσμάτων που απαρτίζουν αυτό το βιβλίο:
«Την αύριον, ή επαύριον· κι αυτήν άλλη αύριον παραμονεύει , με άδειο ήχο έρποντας από το ένα σήμερα στο άλλο ως την έσχατη συλλαβή του χαρτογραφημένου χρόνου· και όλα μας τα χθες, λαμπάδες: να φωτίζουν τις μάζες των αφρόνων στην κάθοδό τους προς τον τέφρο θάνατο. Σβήσου, σβήσου, ζωής ολίγη φλόγα.
Φάντασμα πλανόδιο ο βίος, μικρής μοίρας θεατρίνος, που φωνασκεί και ματαιολογεί επί σκηνής κι ύστερα μνήμη πια καμιά δεν θα τον φιλοξενήσει.
Η ζωή: παραμύθι ειπωμένο από ηλίθιον, γεμάτο ήχους της μανίας·
και νόημά της το μηδέν».
Η πεσιμιστική και χαοτικά “μηδενιστική” αυτή τάση διακρίνει τις λέξεις του ποιητή, όπως διαχρονικά διακρίνει και την λογοτεχνία, από τον Όμηρο, όταν, κατά τας γραφάς, ερωτήθηκε «ποιο είναι το καλύτερο για τον άνθρωπο», κι εκείνος απάντησε «άριστο σε όλους και σε όλες είναι ο άνθρωπος ποτέ να μη γεννιέται, κι αν γεννηθεί αμέσως να πεθάνει», χρόνια μετά περνώντας στον ποιητή Νίκο Γκάτσο: «όταν γεννιέται ο άνθρωπος, ένας καημός γεννιέται», σε λαϊκούς τροβαδούρους και σε τόσους άλλους.
Όποιος κατανοήσει τα ανθρώπινα πάθη, την ανθρώπινη φύση, κινδυνεύει από αυτοματαίωση, αφού «η απόγνωση είναι το αντίτιμο της αυτοσυνείδησης».
Γι’ αυτό και ο ήδη κατεστραμμένος κόσμος που καταθέτει στις σελίδες του Σκάζοντας κρέας ο Πέτρος Γκολίτσης πρέπει να καταστραφεί, «Να κυλούν τα κεφάλια σαν μπάλες στην κατηφόρα», γράφει στα «Σπαράγματά» του, και αυτή η διάθεση μοιάζει να συνομιλεί με τη “διαλεκτική” του Charles Fourier για την μελλοντική καταστροφή της ανθρωπότητας καθώς και με τη Διαλεκτική της Φύσης του Friedrich Engels: «ό,τι γεννιέται, αξίζει να εξαφανιστεί».
«Να ετοιμαστούμε για τα μελλούμενα / που δεν θα μας περιέχουν», προτρέπει και συμπεραίνει ο ποιητής, σε μια απόγνωση, που γυρνά όμως σε “χαρμολύπη”. Ο στίχος του «ήλιοι και πέτρες σχηματίζονται ξανά / την ώρα που πεθαίνουν», ορίζει το ομηρικό “δακρυόεν γελάν”. Απόγνωση μέσα από την οποία επέρχεται κάποτε η κάθαρση, η λύτρωση από την αυτοματαίωση και από τη συνειδητοποίηση της τραγικής μοίρας για να γεννηθεί το κάτι άλλο, το διαφορετικό, διότι όπως έγραψε και ο πρώτος των υπερρεαλιστών ο Ανδρέας Εμπειρίκος: «Θεέ! Ὁ καύσων αὐτὸς χρειάζεται γιὰ νὰ ὑπάρξῃ τέτοιο φῶς».
Στο Σκάζοντας κρέας, μολονότι κυριαρχούν τα μοτίβα του χαμένου ονείρου και του χρόνου, μολονότι ο ποιητής δέχεται ότι στον κόσμο επικρατεί η υποκρισία και δεν μπορεί να βρει θέση πουθενά, μολονότι βιώνει έντονα τη μετριότητα της ανθρώπινης κοινωνίας κι αισθάνεται ξένος και εξόριστος συνειδητοποιώντας ότι ο κόσμος δεν μπορεί ν’ ακολουθήσει τα οράματά του, αφήνει τον θρήνο για το χαμένο όνειρο, αποδέχεται το αναπότρεπτο και ως τελευταίο όπλο κρατά την ελπίδα για μάχη:
Αν ήξερα, θα μίλαγα
θα πήγαινα
το στόμα του θα το άνθιζα […]
θα ξαναγεννούσα την ψυχή του
μες στο άσπρο
(«Ανάληψη»)
Γιατί οι πραγματικοί ποιητές είναι “καταραμένοι” να δημιουργούν μέσα σ’ αυτήν τη δυστυχία, αντιτιθέμενοι στις κοινωνικές συμβάσεις να προσπαθούν ν´ ανακαλύψουν έναν κόσμο μαγικό και ιδανικό.
Και να, που τώρα εμείς, εδώ
γυρεύουμε έναν παλμό, που σφύζει φως.
όπως και:
Πάλευε
με όσα σου δόθηκαν:
τα χέρια σχηματίζονται και αλλάζουν
Και γύρευε το στόμα και τον πνεύμονα
που θα γευτεί τη ρίζα
θα φτιάξει τον αέρα
ανοιγοκλείνοντας και φτύνοντας
το τόσο χώμα που σε όρθωσε
λάσπη που σπίθισε[…]
σε οστά στηρίζεσαι
ορμάς και αστράφτεις
(«Καθήλωση»)
info: Πέτρος Γκολίτσης, Σκάζοντας κρέας, εκδ. Θράκα, 2017.