Του Θεοδόση Γκελτή
«Κάτι τρέχει με την οικογένεια, κάτι συμβαίνει εδώ, κάτι διαρρέει, κάτι στάζει εδώ»
Ο Δημήτρης Παπανικολάου εκκινεί από την παραδοχή ότι η δεκαετία της κρίσης ευνόησε την παραγωγή πολιτισμικών κειμένων τα οποία ασχολούνται με την «αγία ελληνική οικογένεια». Η κυκλοφορία πολλών πολιτισμικών κειμένων (θεατρικών, ταινιών, βιβλίων) έκανε το θέαμα της οικογένειας που τρώει τις σάρκες της πολιτισμικά αναγνωρίσιμο από το ελληνικό κοινό –χωρίς, σε καμία περίπτωση, ο συγγραφέας να αναγάγει αυτή τη συνθήκη σε κάποιου είδους ελληνική ιδιαιτερότητα. Το βιβλίο προσπαθεί να διερευνήσει τους λόγους για τους οποίους η οικογένεια βρέθηκε στον πυρήνα αυτής της πολιτισμικής παραγωγής, να θέσει ερωτήματα που δεν εξαντλούνται σε μια εύκολη επίκληση της οικονομικής κρίσης, η οποία αυτόματα θα εξηγεί τη στροφή αυτή. Ο Παπανικολάου πάει τη συζήτηση πιο πέρα. Με τα εργαλεία της queer θεωρίας, της φεμινιστικής κριτικής, των πολιτισμικών σπουδών, διατέμνει την ελληνική μεταπολιτευτική κοινωνία σε πολλαπλά επίπεδα. Η οικογένεια σε βραχυκύκλωμα γίνεται χάρη στη διεισδυτική σκέψη του συγγραφέα προνομιακό επίπεδο εξέτασης θεμάτων φύλου, σώματος, επιθυμίας, σεξουαλικότητας, έθνους, βιοπολιτικής, αρχειακότητας. Ο αναγνώστης του Καβάφη («Σαν κι εμένα καμωμένοι». Ο ομοφυλόφιλος Καβάφης και η ποιητική της σεξουαλικότητας, Πατάκης 2014) είναι μάλλον υποψιασμένος. Τα παραδείγματα του βιβλίου συνομιλούν διαρκώς με τη θεωρία. Ειδικά η σεξουαλικότητα εξετάζεται από τον συγγραφέα ως καταστατική συνθήκη της οικογένειας. Η σαδιστική επιμονή των πολιτισμικών παραγωγών στην οικογένεια που ματώνει έχει κριτικές αξιώσεις, άλλωστε.
Υπό το φως αυτών των αναλυτικών εργαλείων, ο Κυνόδοντας θα εξεταστεί ως μια έξοχη εικονογράφηση της βιοπολιτικής εξουσίας της οικογένειας, o Αφανισμός του Νίκου ως μια ιστορία των αναπαραστάσεων του HIV/AIDS στην Ελλάδα, το Μέσα σ’ ένα κορίτσι σαν εσένα μια αφορμή για τη γυναικεία και λεσβιακή γραφή του τελευταίου αιώνα. Με τη Στρέλλα ο συγγραφέας προβληματοποιεί την ιστορία των αντικανονικών σεξουαλικοτήτων που (δεν) γράφτηκε.
Χωρίς να λείπει η βιωματικότητα και η αυτοκριτική, το βιβλίο εξετάζει εξαντλητικά, σε πάνω από 400 σελίδες, την αναπαράσταση της οικογένειας σε βραχυκύκλωμα, όπως του αρέσει να τη λέει.
Στο πρώτο κεφάλαιο ο συγγραφέας εγγράφει τους λόγους για την οικογένεια στο συμφραζόμενο της ελληνικής κρίσης, η έναρξη της οποίας συμβολοποιείται στο διάγγελμα του Γ. Παπανδρέου στο Καστελόριζο. Η διάχυση των λόγων για την οικογένεια οργανώνεται γύρω από δύο κεντρικά σημεία: την εξεικόνισή της ως ανάχωμα στην κρίση ή την φαντασιακή της πλαισίωση ως λύση στην οικονομική ύφεση μέσω του εξορθολογισμού της. Σταχυολογώντας αντιπροσωπευτικά παραδείγματα του πολιτικού λόγου (δηλώσεις Λοβέρδου για τις οροθετικές σεξεργάτριες, υπόσχεση Γ. Παπανδρέου για μια δουλειά ανά οικογένεια), ο συγγραφέας συνομιλεί με την pop πολιτισμική παραγωγή (τηλεοπτικές σειρές, όπως οι Βασιλιάδες και το Πίσω στο σπίτι) και τον λαϊκό επιστημονικό λόγο (η εκδοτική επιτυχία του Μ. Γιωσαφάτ και της Χ. Κατάκη). Προτιμά, εντούτοις, να μην ασχοληθεί με την αναπαράσταση της οικογένειας ως δίχτυ ασφαλείας, αλλά με την οικογένεια σε κρίση. Ανακρίνει τα κείμενα που μίλησαν για την οικογένεια στη τελευταία δεκαετία, για να πάρει την απάντηση από αυτά ότι αποδομούν αφηγηματικά την οικογένεια και αρθρώνουν μια ριζοσπαστική κριτική, ανοιχτή στις αντικανονικότητες. Ο συγγραφέας ενοχλείται από αυτά τα δημοφιλή κείμενα τα οποία παρουσιάζουν την ελληνική οικογένεια ως να είναι μια ανιστορική οντότητα και καταλήγουν σε συγκεκριμένα σπιράλ μιας κλισέ ανατροφοδότησης που μιλάει για φροντίδα, τάπερ και ιστορικές συνέχειες. Την ανατροφοδοτική αφηγηματική λειτουργία την παρατηρεί και στον ελληνικό κινηματογράφο περασμένων δεκαετιών, ο οποίος δεν αφηγείται απλώς κάτι που συμβαίνει εκεί έξω, αλλά το παράγει αφηγηματικά. Ανατέμνει την ανθρωπολογική συζήτηση που διεξήχθη μεταπολεμικά στην Ελλάδα, για να σταθεί σε μια πρόσφατη ματιά, που αφήνει τα δίκτυα συγγένειας και στρέφεται στις νέες μορφές οικογενειακότητας που αναδύονται στην Ελλάδα, εξετάζοντας τις ως «όνομα». Κλείνει το κεφάλαιο ομολογώντας έναν ακόμα φιλόδοξο στόχο του βιβλίου: να ιστορικοποιήσει την ελληνική κουλτούρα για τη σεξουαλικότητα στον 20ό και 21ο αιώνα. Συχνά, άλλωστε, μέσα από τους αφηγηματικούς στροβιλισμούς του, θα μας μεταφέρει στον ριζοσπαστικό λόγο του ΑΚΟΕ και του Κράξιμο για τη σεξουαλικότητα και θα διερευνήσει το γιατί και πώς της μετέπειτα απονεύρωσής τους. Άλλος ρητός στόχος του βιβλίου που εκφράζεται είναι να ξαναδεί το αρχείο, να δει πώς η σωματική εμπειρία του παρόντος διανοίγει νέες εκδοχές ανάγνωσης του παρελθόντος, στρατηγική που θα ονομάσει «αναταραχή αρχείου». Αυτή ορίζεται ως «η τάση επιστροφής και αναπλαισίωσης του αρχείου του παρελθόντος μέσα από την ενσώματη και κριτική βίωση της διακινδύνευσης του παρόντος».
Στο δεύτερο κεφάλαιο ο Παπανικολάου διερευνά τη σχέση της ελληνικής οικογένειας με την ιστορικότητα και την πολιτική, με αφορμή την Χώρα προέλευσης του Σύλλα Τζουμέρκα. Η σχέση αυτή εξετάζεται υπό το πρίσμα των τεκτονικών αναταράξεων της πολυεπίπεδης κρίσης της τελευταίας δεκαετίας. Στο κεφάλαιο αυτό ξεπερνά μια εύκολη ανάγνωση της ταινίας ως αποκομμένης από το πολιτικό πλαίσιο του δραματικού της χρόνου. Αντίθετα, προτείνει πως οι χαρακτήρες συνδέονται οργανικά όχι μόνο με αυτό που συμβαίνει γύρω τους αλλά και με το οικογενειακό και κατ’ επέκταση ιστορικό τους αρχείο. Ένα αρχείο μνήμης, συναισθημάτων και τραυμάτων. Στο μεταίχμιο μεταξύ αλληγορίας και ρεαλισμού, η ταινία αξιοποιεί δύο τάσεις που αναδείχθηκαν στη δεκαετία του 2000. Από τη μία, η κρίση να προβληθεί και να αναζητηθεί στο παρελθόν και, από την άλλη, να γειωθεί στο βαλτωμένο παρόν της. Αφήνοντας στην άκρη για λίγο τη Χώρα προέλευσης, ο συγγραφέας αναζητά τις τάσεις αυτές, που εντέλει συμπλέκονται, σε ένα εντυπωσιακό σύνολο κειμένων.
Στο τρίτο κεφάλαιο ο συγγραφέας διαβάζει τον Αφανισμό του Νίκου, του Αύγουστου Κορτώ, ως αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας ελληνικής εκδοχής της queer λογοτεχνίας, «σεξουαλικά αντικανονική, αισθητικά ιερόσυλη, κοινωνικά προκλητική». Το μυθιστόρημα αυτό το διαβάζει με τους όρους μιας καμπ αισθητικής, της οποίας συγκροτησιακό στοιχείο είναι η ειρωνεία. Για τον Παπανικολάου ο βασικός ήρωας του μυθιστορήματος είναι ταυτοτικά μετέωρος, δεν ανήκει πουθενά. Ζει σε μια διαρκή πολιτική και ταυτοτική αφασία, είναι, όπως έξυπνα το λέει, ένα «φάλτσο». Συνεχίζει το κεφάλαιο καταδεικνύοντας την απουσία ουσιαστικής συζήτησης για το HIV/AIDS στην Ελλάδα και στοχαζόμενος τις πολιτικές συνέπειες αυτής της αφασίας σε επίπεδο συγκρότησης της δημόσιας σφαίρας. Θεωρεί πως ουσιαστική συζήτηση για το AIDS δεν έγινε στην Ελλάδα, απουσία που εξέθρεψε φοβικές θεάσεις της νόσου. Γυρίζει, έτσι, για μια ακόμη φορά, στη συγκρότηση του κινήματος των αντικανονικών σεξουαλικοτήτων στην Ελλάδα, για να αποτιμήσει τη σεξουαλική δυναμική της Μεταπολίτευσης. Εξετάζει, έτσι, το Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλόφιλων Ελλάδας, την πρώτη ομάδα που πολιτικοποίησε τη σεξουαλική διαφορά και εξέδωσε το περιοδικό Αμφί το 1978, με όρους «αντικοινού» που προσπαθεί να συγκροτήσει και να αφηγηθεί τη γενεαλογία του, διεκδικώντας μια θέση στη δημόσια σφαίρα. Ένα θέμα που θίγεται, επίσης, είναι το γιατί και το πώς το ζήτημα του AIDS δεν σχολιάστηκε επαρκώς από τους ομοφυλόφιλους ακτιβιστές. Πρόκειται για μια έντονη στρατηγική αποσυσχετισμού του HIV/AIDS με την ομοφυλόφιλη ταυτότητα και την αντιμετώπισή του ως νόσο του «άλλου».
Πολύτιμη είναι και η συνεισφορά του στο επόμενο κεφάλαιο, στο οποίο επιλέγει να διαβάσει το Μέσα σ’ ένα κορίτσι σαν και σένα ως μια αφηγηματική προσπάθεια εγκαθίδρυσης μιας εναλλακτικής αντι-πατριαρχικής γενεαλόγησης σε επίπεδο οικογενειακό, λογοτεχνικό και πολιτικό. Η ανεύρευση μιας νέας οικογενειακότητας είναι αλληλένδετη με τη διαρκή προσπάθεια ταύτισης (και αναπόφευκτα περνά μέσα από μια σειρά αποτυχημένων ταυτίσεων). Και οι δύο διεργασίες πάντως χρησιμοποιούν ως προνομιακό πεδίο τον γυναικείο λόγο. Όπως το λέει εξαιρετικά ο Παπανικολάου, «το φύλο και η σεξουαλικότητα γίνονται το διαβατήριο για να αρχίσει να βλέπει κανείς τον κόσμο υπό γωνἰα, που θα πει, κριτικά». Υποψιασμένος πια ο αναγνώστης, καταλαβαίνει ότι ο συγγραφέας κάνει κάτι πολύ παραπάνω από αυτό που θα αναμέναμε από έναν νεοελληνιστή. Φτιάχνει θεωρία, επινοεί αρχείο, ιστορικοποιεί. Έτσι, επανέρχεται στον κινηματικό λόγο της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου και αναζητά τους τρόπους με τους οποίους το βιβλίο της Δημητρακάκη διαπερνά τον έμφυλο λόγο, τον λόγο περί του «θανάτου του συγγραφέα» και τη ριζοσπαστική πολιτισμική κριτική.
Μέσα από τη Στρέλλα του Π. Κούτρα εξετάζει ζητήματα διεκδίκησης του δημόσιου χώρου. Βλέπει την ταινία σαν μια έξοδο στον δημόσιο χώρο των σωμάτων και των επιθυμιών που διαφεύγουν της ετεροκανονικότητας. Σε έναν δημόσιο χώρο διάτρητο από τα σημάδια της επερχόμενης οικονομικής κρίσης. Ο συγγραφέας παρατηρεί πως η ταινία παίζει υποδειγματικά ένα παιχνίδι ορίων: «τα όρια του εφικτού, τα όρια του επιτρεπτού, τα όρια του αναπαραστάσιμου». Πρόκειται για μια ταινία που ναρκοθετεί κανονικότητες και σταθερότητες. Αρνούμενος να δει τη Στρέλλα από μια ηθογραφική οπτική, υπογραμμίζει κυρίως την αισθητική της πρόκληση, την υβριδικότητα και την ευκινησία της στο να αντλεί στοιχεία από την τραγωδία, το μελόδραμα και την ειρωνεία για να πει την ιστορία της. Εγγράφει την ταινία στο διεθνές κύμα του new queer cinema για να δει πώς η ταινία διασχίζει κανονικότητες, όρια και την ιδέα του επιτρεπτού. Υποσκάπτει τα ίδια τα πρότυπα και τις φόρμες στις οποίες αναφέρεται. Η Στρέλλα κάνει τον Παπανικολάου να γυρίσει πίσω στο κίνημα για την απελευθέρωση της ομοφυλόφιλης επιθυμίας, να το δει στο ιστορικό συμφραζόμενο της Μεταπολίτευσης και να διερωτηθεί γιατί και πώς και με ποιους όρους στένεψε το πεδίο δυνατοτήτων που διανοίχτηκε από το ΑΚΟΕ. Για τον Παπανικολάου, ο εμμενής αγώνας λόγων που διεξάγεται μεταξύ των κινηματικών υποκειμένων και της ηγεμονικής ματιάς έχει ξεκάθαρα νικητή: Οι λαϊκιστικές, σκανδαλοθηρικές, μεροληπτικές αναπαραστάσεις των κυριάρχων μέσων καταπίνουν τον λόγο που άρθρωσαν τα περιοδικά Αμφί και Κράξιμο υπό τη σταδιακή παντοδυναμία που αποκτούν οι λόγοι για το ΑΙDS που κλιμακώνονται προς το τέλος της δεκαετίας του 1980. Τελικά, λέει ο Παπανικολάου, οι αντικανονικές σεξουαλικότητες εντάσσονται στη δημόσια σφαίρα της δεκαετίας του 1990 με τους όρους βιντεοκασέτας, «αυριανισμού», και όχι με τους όρους του ΑΚΟΕ και του Κράξιμο. Ίσως θα περίμενε κανείς μια πιο οπτιμιστική ματιά. Αν θεωρήσουμε τα αποτελέσματα των κοινωνικών αγώνων πιο βραδύκαυστα, μπορούμε να δούμε τον λόγο που ανέπτυξαν οι ομοφυλόφιλοι ακτιβιστές ως μια αναπαλλοτρίωτη πολιτισμική δεξαμενή, από την οποία αντλήσαμε οι επόμενες γενιές κατά τη νοηματική πλαισίωση της σεξουαλικότητάς μας. Πάντως δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον συγγραφέα ότι υπάρχει μια ποσοτική ασυμμετρία: η ομοφοβική σταυροφορία της Αυριανής όντως απευθύνεται και χειροκροτείται από ένα φανερά μεγαλύτερο ακροατήριο από αυτό των διανοουμενίστικων αριστερών κύκλων που ανταλλάσσουν τεύχη του Αμφί για να μάθουν τον Φουκώ. Από τη Στρέλλα στην Μπέτυ Βακαλίδου, από την Βακαλίδου στην πρώτη συγκέντρωση των ομοφυλόφιλων και τραβεστί στο «Λουζιτάνια», ο Παπανικολάου τελειώνει το βιβλίο εξηγώντας για άλλη μια φορά τις θεωρητικές παραδοχές του. Η διεκδίκηση του δημόσιου βήματος από τα τρανς υποκείμενα στο τέλος της δεκαετίας του 1970 είναι «παρρησία» και αντιδιαστέλλεται προς την «εξομολόγηση». Άξονες που τέμνονται και επιδέχονται διπλές αναγνώσεις. H εξομολόγηση σχετίζεται με μια συντηρητική υποδοχή του λόγου των τρανς ατόμων, μια αποπολιτικοποιημένη ανάγνωσή τους. Η άσκηση παρρησίας, εν αντιθέσει, εγείρει αξιώσεις, αμφισβητεί καθεστώτα αλήθειας, είναι πολιτική πράξη. Η εξομολόγηση μετά βίας προκαλεί μια ήπια αναγνώριση και παράγεται από μηχανισμούς ελεγκτικούς. Η αυτοβιογράφηση της Βακαλίδου και τα γραπτά της Ρεβενιώτη είναι ασκήσεις παρρησίας που η ετεροκανονική ματιά προσπάθησε να τις κάνει ανώδυνες εξομολογήσεις. Τα κείμενα αυτά τα βλέπει να μεταμορφώνονται κατά τρόπο σύστοιχο με τις μεταμορφώσεις των αφηγητριών. Η Πάολα του Κράξιμο, η Πάολα του «Ερωτοδικείου» της Μιχαλονάκου, η Πάολα του facebook. Οι ανακολουθίες αυτές αντιμετωπίζονται ως στρατηγικές διαχείρισης της υποκειμενικότητας, του λόγου, της δημόσιας παρουσίας.
Το βιβλίο εξετάζει το γιατί και το πώς μιλάμε για την οικογένεια στον χρονοτόπο της οικονομικής κρίσης μέσα από την ανάγνωση αντιπροσωπευτικών πολιτισμικών κειμένων. Μια συστηματική εκπαίδευση στην αλληγορία όταν μιλάμε για την οικογένεια έχει προλειάνει το έδαφος γι’ αυτή την εκρηκτική συζήτηση για την οικογένεια. Τα τελευταία χρόνια είδαμε, επίσης, και ένα νέο αγώνα λόγων για το τι συνιστά οικογένεια, δεδομένου ότι οι ομόφυλες οικογένειες προσπάθησαν να αναβαπτίσουν την ιδέα της οικογενειακότητας. Η καλλιτεχνική εστίαση στην οικογένεια σε κρίση, με την κριτική που άσκησε, τελικά αποτιμάται ως χρήσιμη, λειτουργική και παράλληλη με τη γενικότερη επανεφεύρεση του αρχείου. Μιλάω εδώ για την αναταραχή του αρχείου, βασικό επιχείρημα και αναλυτικό εργαλείο του συγγραφέα.
Ένα βιβλίο που διαβάζεται ως ιστορία της Μεταπολίτευσης, ως θεωρητικό δοκίμιο, ως πολιτισμική ανάλυση. Ένα βιβλίο ιδιαίτερα χρήσιμο για εμάς που προσπαθούμε να συμπληρώσουμε την ελληνόφωνη βιβλιογραφία αναφορικά με τη σεξουαλικότητα και την ιστορικοποίησή της. Ένα βιβλίο που δεν ακολουθεί μια γραμμική πορεία, αλλά μάλλον έχει σπειροειδή μορφή, λες και το ξάφνιασμα του αναγνώστη ανήκει και αυτό στις κρυφές προθέσεις του συγγραφέα.
info: Δημήτρης Παπανικολάου, Κάτι τρέχει με την οικογένεια, Έθνος, πόθος και συγγένεια την εποχή της κρίσης, Πατάκης, 2018