της Σταυρούλας Τσούπρου
«ξεκίνησε αυγή/ – χαράματα – /
να κλέψη/ τ’ άστρα/ ξεκίνησε/
νύχτα/ και σκότωσε/ όλα τα/
όνειρα/ αυτό το άγαλμα»
(Νίκος Εγγονόπουλος, «Ο μαθητευόμενος της οδύνης»)
«Ο Ισίδωρος, καθώς διάβαζε τα γράμματα στον σταυρό, Σ τ ρ α τ η γ ό ς Β λ ά σ ι ο ς Ι σ ι δ ώ ρ ο υ Π α ν θ έ ο ς 1859 – 1939, αναρωτήθηκε φοβισμένος: Ύστερα απ’ τη χρονολογία 1880, όπου είχε γεννηθεί ο ίδιος, ποια θα ακολουθούσε την παύλα; Με μια παυλίτσα, λοιπόν, παράσταιναν οι άνθρωποι τη ζωή; Αυτή η παύλα ανάμεσα στο 1859 και στο 1939 συμβόλιζε τις ανδραγαθίες, τη δόξα και το μυστικό βασάνισμα του πατέρα του; Μια παυλίτσα, λοιπόν, είταν κι’ οι δικοί του κόποι, για να διασώσει τη ζωή του απ’ τις αρρώστειες και να τη μακρύνει; Κι’ αυτές οι προσπάθειες κάθε μέρα στο κτήμα, που τις γελούσε η Χρυσοστόμη; Όχι! όχι! Αυτή η παύλα είναι γέφυρα για μιαν άλλη ζωή· θἄταν ακατανόητο το αντίθετο. Κι’ ό,τι είναι ακατανόητο, δεν υπάρχει…» (Τάσου Αθανασιάδη, Οι Πανθέοι, β′ τ., σ. 124).
Στον χώρο αυτού του “δυνάμει” ακατανόητου πλησιάζει με το κλειδί τής ποίησης η Ηρώ Νικοπούλου (για πέμπτη φορά – η πρώτη ποιητική συλλογή της εκδόθηκε το 1986 και έκτοτε μεσολαβεί πάντοτε μια σεβαστή απόσταση ποιοτικής ασφάλειας μεταξύ των δημοσιεύσεων), η οποία έχει στην διάθεσή της ακόμη δύο κλειδιά, εκείνο της πεζογραφίας και, βέβαια, εκείνο της ζωγραφικής. Η τελευταία, δε, βρίσκει πάντοτε τον τρόπο να διαλέγεται, στην περίπτωση της Νικοπούλου, με την τέχνη τού λόγου, δημιουργώντας, τελικά, ένα καλλιτεχνικό σύμπαν με εικαστικές και λεκτικές εκδοχές.[1]
Ο, απολύτως κατάλληλος, φιλοσοφικής κοπής τίτλος αυτής της πέμπτης ποιητικής συλλογής είναι δανεισμένος από το δεύτερο κατά σειράν ποίημά της (ανήκον στην, ομότιτλη επίσης, πρώτη από τις δύο ενότητες – η δεύτερη φέρει τον τίτλο «Μέρες τού Σήμερα» – οι οποίες συναποτελούν το ανά χείρας τομίδιο) και φωτίζεται επαρκώς από αυτό, για τον επιπρόσθετο λόγο ότι στο ποίημα ο τίτλος συνοδεύεται από την χρονολογική ένδειξη: «(1928-)», η οποία παραπέμπει στην Αφιέρωση της συλλογής: «Στη μνήμη τού πατέρα μου, Κώστα Γ. Νικόπουλου. (29.01.1928-28.01.2016)». Ωστόσο, ως τίτλος και ολόκληρης της συλλογής δεν την στεγάζει απλώς αλλά την συμπυκνώνει, καθώς σχεδόν όλα τα ποιήματα, άλλα περισσότερο και ευκρινέστερα και άλλα λιγότερο, πραγματεύονται το ίδιο θέμα.
Το πριν και το μετά την παύλα
(1928-)
Μοιάζει κάπως σαν απειλή θανάσιμη
εκείνη η παύλα
απ’ την χρονολογία γέννησης μετά
λες και δεν είναι πιο σημαντική η έναρξη
αλλά η εκκρεμότητα της λήξης
Κάθε που βλέπω ζώντος βιογραφικό
άγχος με πιάνει δέος πανικός
και αποστρέφω ένοχα το βλέμμα
από φόβο μήπως όσο κοιτώ
συμπληρωθεί
Στα μάτια μου μπροστά
εκεί
ο αριθμός που λείπει
Θα ’ναι τότε εξ επαφής
σαν να εκτέλεσα
Έναν τελείως άγνωστό μου
Η συνομιλία τού ποιήματος με το παρατεθέν στην αρχή εδώ απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Τάσου Αθανασιάδη είναι ολοφάνερη όσο και αναμενόμενη, ενώ τα φιλοσοφούντα πνεύματα των δύο δημιουργών φαίνεται πως επικοινώνησαν και σε ένα περαιτέρω επίπεδο, καθώς η «γέφυρα» για την οποία “μιλάει” ο Ισίδωρος Πανθέος αντιστοιχεί, κατά μία έννοια, στην κλίμακα του Ιακώβ, όπως αυτή περιγράφεται στο πρώτο ποίημα της συλλογής, που έχει τον εύγλωττο τίτλο:
Εκκίνηση
Ήτανε νύχτα και σιωπή
μια σκάλα από σκοινί κατέβαινε
σαν την παλιά εκείνη του Ιακώβ
τριάντα σκαλιά κατέβαινε
χωρίς όλους τους άλλους γύρω
κι απλώνονταν κάτω απ’ τα πόδια του
μέσα σε χώματα ιώδη και σκιές
οι μπαλωμένες πολιτείες
κι ήταν η αλλοτινή του η ζωή
στα πεζοδρόμια σε ώχρινες λινάτσες
απλωμένη
Ξάφνου τον συνεπήρε μέγα τράνταγμα
κι απ’ την ανυπαρξία
στον σπασμό
και στην εκκίνηση του πρώτου θρήνου
και τον φυλούσαν όλα γύρω εν χορώ
τα πρόσωπα που ρήμαξε
μέχρι να βρει το τωρινό του
και του τραγούδαγαν
προσμένοντας
τυφλά
ξανά
τον θάνατό του
Σχεδόν τρομάζει ο αναγνώστης/ η αναγνώστρια από την οδύνη που μαρτυρεί η καταγεγραμμένη σκέψη τής Νικοπούλου, ήδη από τον τίτλο και την «Εκκίνησή» της, και τα δύο αυτά (συν)αισθήματα τον/ την συνοδεύουν καθ’ όλη την διάρκεια της ανάγνωσης, ειδικά της πρώτης, ομότιτλης Ενότητας. Δημιουργός και δέκτης συμπάσχουν μέσα στις σελίδες, μέσω των λέξεων και των κενών τους, παρόλο που ή, μάλλον, ακριβώς επειδή η ψυχογραφική αλήθεια τού, σε μεγάλο βαθμό, αυτοβιογραφικού δημιουργήματος είναι τόσο βαθιά ώστε καταλήγει αναντίρρητη.
Η χαρακτηριστική εικόνα τού μικρού και ταυτόχρονα γερασμένου κοριτσιού, σήμα κατατεθέν αρκετών ζωγραφικών πινάκων τής Νικοπούλου, διακρίνεται και πίσω από κάποια ποιήματά της εδώ (επί παραδείγματι στα «Εις το όνομα. Ξανά στο φως», «Φωτογραφία καμένη από Kodak τού ογδόντα»), καθώς συνοδεύει με το ανεξερεύνητο βλέμμα της τις μνείες/ μνημονεύσεις των θανόντων, των περασμένων ανεπιστρεπτί, αλλά και των μη δυνηθέντων να υπάρξουν ή να πραγματοποιηθούν. Η μικρή σοφή, και γι’ αυτό (τε)θλιμμένη, ως alter ego τής δημιουργού, φαίνεται πως μπορεί να διαπερνά τις διάφανες πραγματικότητες αυτής της ζωής και, στην συνέχεια, ως «κορίτσι τού Ντε Κίρικο», ως άλλος πλανήτης Σολάρις, φαίνεται να μπορεί να υλοποιεί, με το κλειδί τής ποίησης, με τις λέξεις και τα ενδιάμεσα κενά τους, τις όντως ούσες ψυχικές πραγματικότητες: την αγάπη, την στοργή, την πίκρα, τις τύψεις. Αξιοποιεί έτσι το τάλαντο, την «πανάκριβη πιθανότητά» της, κι ας είναι μία ακόμη «προνύμφη του Πλούτωνα», κι ας ζει σε έναν κόσμο που είναι, αλίμονο, γυρισμένος «ανάποδα».
Η παύλα είναι αυτό που μας δίνεται, η γωνία λήψης για να σκεφθούμε, για να υποθέσουμε το «πριν» και να προετοιμαστούμε για το «μετά»· η παύλα είναι ο δρόμος μας, τραχύς ή ομαλότερος, γι’ αυτό και μας διαφοροποιεί. Όμως η παύλα δεν είναι ευθεία· το ξέρουμε, δεν αυταπατώμαστε. Η παύλα έχει κίνηση κυκλική: από το «πριν» στο «μετά» και πάλι· οι μοναδικότητες δεν πρόλαβαν καν να υπάρξουν στον δικό μας πλανήτη. Και πόσο φαύλος αυτός ο κύκλος αλήθεια: οποιαδήποτε αυτοπαρατήρηση να τρέφεται από την ίδια της την κακουχία!
Η ποίηση της Ηρώς Νικοπούλου αποτελεί σπουδαίο δείγμα επιτυχούς διατύπωσης της αδήριτης (μετα)φυσικής ανάγκης τού ανθρώπου για την εύρεση του Νοήματος. Αλλά η δημιουργός κάθε άλλο παρά μένει κλεισμένη στον κήπο της· εξάλλου, ο δικός της κήπος ελάχιστες φορές είναι ανθηρός και εύοσμος. Στον προσωπικό της πλανήτη Σολάρις, οι ψυχικές–νοητικές καταστάσεις συνήθως συνδέονται και με την κοινωνία, με το ανθρώπινο, εκτός από το φυσικό, περιβάλλον της, το κοντινό αλλά και το πιο μακρινό. Αυτά της δίνουν τις λέξεις της και εκείνη τούς το ανταποδίδει με την αισθαντικότητά της, τις ευαίσθητες κεραίες και την διεισδυτικότητά της. Το αναγνωστικό κοινό τής ανά χείρας ποιητικής συλλογής δύναται να βιώσει τις (οδυνηρές) απολαύσεις των ωδινών τής γνήσιας Τέχνης.
[1] Βλ. σχετικά και στο Σταυρούλα Τσούπρου, «Ο ρόγχος και το ρίγος αρχαίου πανικού», περ. Ο Σίσυφος, τχ. 9, Ιανουάριος – Ιούνιος 2015, σσ. 109-121, όπου γίνεται μία εκτενής αναφορά στην πεζογραφία, κυρίως, της Ηρώς Νικοπούλου, με την ευκαιρία τής έκδοσης της συλλογής Διηγημάτων της Ελληνιστί: Ο Γρίφος (Σχέσεις αίματος), Γαβριηλίδης, 2013.
info: Ηρώ Νικοπούλου, Το Πριν και το Μετά την παύλα, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2018