Ο φωτογράφος Κ. Πίττας και η νοσταλγία της αθωότητας (Του Σπύρου Κακουριώτη)

0
582
SCAN_last_24 003

 

του Σπύρου Κακουριώτη.

Φανατικός αναγνώστης, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, του γαλλικού Hara Kiri, «περιοδικό κτηνώδες και χαζό», όπως διευκρίνιζε στον υπότιτλό του (Journal bête et méchant), θυμάμαι ακόμη ένα από τα «φωτορομάντσα» που δημοσίευε, με πρωταγωνιστή τον –μακαρίτη πια– Professeur Choron, κατά κόσμον Georges Bernier. Εκεί, συζητώντας με μια παρέα σε ένα καφέ και σχολιάζοντας την (πρόσκαιρη) αναβίωση της μόδας των 50s, που είχε ενσκήψει στο Παρίσι, ο «καθηγητής Choron» πρότεινε στην παρέα, αφού οι μόδες κάνουν κύκλους, να κρατήσουν στις ντουλάπες και στις αποθήκες τους ρούχα και άλλα αντικείμενα καθημερινής χρήσης, γιατί «σε τριάντα χρόνια θα κυριαρχεί η νοσταλγία για τα 80s…»

Το φωτορομάντσο εκείνο ήρθε ξανά στη μνήμη μου φέτος, καθώς η μεγάλη έκθεση #GR80s, στην Τεχνόπολη φαίνεται να… δικαιώσε τις προβλέψεις του γάλλου κυνικού. Άλλωστε, τόσοι και τόσοι εθελοντές άνοιξαν τα συρτάρια τους ξεθάβοντας από σακάκια με βάτες μέχρι άδεια μπουκάλια σαμπουάν και εισιτήρια συναυλιών…

Κάποιοι όμως, ανοίγοντας παλιά κουτιά, ανακάλυψαν θησαυρούς χρόνια ξεχασμένους –απωθημένους είναι, μάλλον, η σωστή έκφραση. Ο Κωνσταντίνος Πίττας είναι ένας από αυτούς: Μετά από δεκαετίες, επέστρεψε σε παλιά αρνητικά, φωτογραφίες που τράβαγε σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, δυτική και ανατολική, ένας μανιώδης ταξιδιώτης του βλέμματος, που αναζητούσε, ένθεν κακείθεν του Τείχους, μια Ευρώπη που τότε έμοιαζε οριστικά χαμένη…

Μετά την πτώση του Τείχους, όταν, φαινομενικά, αυτό που αναζητούσε επιτέλους έμοιαζε να υλοποιείται μπροστά στα μάτια του, ο Κωνστανίνος Πίττας κατέβασε τον φακό του, αποθήκευσε τα αρνητικά του και τα ξέχασε για 25 χρόνια. Όπως λέει ο ίδιος, τις παλιές αυτές εικόνες τις ανακάλυψε τυχαία σε μια αποθήκη και, χάρη στην ενθάρρυνση συναδέλφων του, εξέδωσε το λεύκωμα Εικόνες μιας άλλης Ευρώπης, μια επιλογή από φωτογραφίες του οποίου παρουσιάστηκαν το 2016 στην ομότιτλη έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη.

Φέτος, στο πλαίσιο της έκθεσης #GR80s, παρουσίασε στο Γαλλικό Ινστιτούτο μια επιλογή από το φωτογραφικό οδοιπορικό του σε δύο ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, το Παρίσι και την Αθήνα, από την οποία προέκυψε η ιδέα για ένα ακόμη φωτογραφικό λεύκωμα, με τον τίτλο Αθήνα, πόλη των γυναικών.

Το 1984 «φωτογράφιζα μετά μανίας τους Αθηναίους», γράφει, «στον δρόμο, στο κέντρο και στις γειτονιές, στον Ηλεκτρικό, παντού. Περπατούσα από το πρωί μέχρι το βράδυ, διέσχιζα με τα πόδια όλο το Λεκανοπέδιο απ’ άκρη σ’ άκρη παρατηρώντας τους ανθρώπους».

Πιστεύω πως αυτή η επίμονη άσκηση του βλέμματος, που προσεγγίζει το αντικείμενό του, όσο ταπεινό και να είναι, χωρίς να το υποτιμά, δίνει τη δυνατότητα στον Κωνσταντίνο Πίττα να αποτυπώνει την ατμόσφαιρα μιας δεκαετίας που, παρά τις ωραιοποιήσεις της νοσταλγίας μας, δεν ήταν τόσο φωτεινή όσο θέλουμε να πιστεύουμε –άλλωστε οι σκοτεινοί τόνοι κυριαρχούν στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες που περιλαμβάνονται στο λεύκωμα.

Οι γυναικείες μορφές, από μικρά κοριτσάκια μέχρι γιαγιάδες, είναι οι πρωταγωνίστριες του φωτογράφου. Μορφές που έχουν λυγίσει κάτω από το βάρος της καθημερινότητας: στο δρόμο, στο τρένο, στη δουλειά, στη σχόλη. Αλλά αθώες, παρά τη φθορά τους. Αυτή η αθωότητα, νομίζω, είναι ο καταλληλότερος σχολιασμός για τη φιλολογία που θέλει τη δεκαετία του ’80 υπεύθυνη για όλα τα δεινά της σημερινής μας κατάστασης. Για τους ανθρώπους που αποτύπωσε τότε ο Κωνσταντίνος Πίττας με τον φακό του και μας συστήνει σήμερα, εκείνα τα χρόνια σήμαιναν (και) την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή, με περισσότερη ελευθερία και λιγότερη δυσπραγία. Ήταν τα χρόνια που ένας ολόκληρος λαός έκλεινε τους λογαριασμούς του με το σκοτεινό μετεμφυλιακό παρελθόν, πιστεύοντας πως το μέλλον τού επιφυλάσσει κάτι καλύτερο.

Αναγνωρίζει ο αναγνώστης, φυλλομετρώντας το λεύκωμα του Κωνσταντίνου Πίττα, την κριτική ματιά στις σκοτεινές αποχρώσεις του· όσο κι αν αφαιρέσει όμως τη σκόνη της νοσταλγίας, δεν μπορεί να μη σκεφτεί πως, σε αντίθεση με το χαλεπό σήμερα, η δεκαετία του ’80 υπήρξε μια υπόσχεση για το μέλλον. Το αν διαψεύστηκε είναι μια διαφορετική συζήτηση…

 

info: 

Κωνστανίνος Πίττας, Αθήνα, πόλη των γυναικών, Αθήνα 2017, σελ. 196

Διάθεση: www.cpittas.com

 

Προηγούμενο άρθροΟ άπιστος και τραγικός Θωμάς του 21ου αιώνα (της Ελένης Σβορώνου)
Επόμενο άρθροΚαμιά ζωή δεν αντέχει ένα ακυρωμένο παρελθόν (της Κατερίνας Σχινά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ