Του Σπύρου Κακουριώτη
«Αναρχικός…» με τη συμπλήρωση, αμέσως μετά: «…της Δεξιάς». Αυτά ήταν όσα γνώριζα για τον Ρένο Αποστολίδη στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Αργότερα ήρθε η Πυραμίδα 67, στην επανέκδοσή της από την Εστία, για να επιβεβαιώσει το πρώτο σκέλος. Ύστερα, η μετάφραση της Ιστορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου του Droysen που έδινε με κουπόνια η Ελευθεροτυπία –στον απόηχο του Μακεδονικού, που άρχισε να κατατρώει σαν καρκίνος κάθε πατριωτικό αίσθημα, στις αρχές της δεκαετίας του 1990– ήρθε να επιβεβαιώσει το δεύτερο σκέλος.
Οι τηλεοπτικές του εμφανίσεις αργότερα, εμφανίσεις ενός ανθρώπου θυμωμένου, που ελάχιστα περιθώρια νηφάλιας συζήτησης άφηνε, αλλά και η απόλυτα ναρκισσιστική χρήση του βαπτιστικού του, με το οποίο και μόνο υπέγραφε, θεμελίωσαν μέσα μου την απώθηση για τον διανοούμενο και τους τρόπους του.
Το αφιέρωμα του τελευταίου τεύχους της Νέας Εστίας (τχ. 1877, Ιούνιος 2018) στον Ρένο Αποστολίδη –με το ονοματεπώνυμό του αυτή τη φορά– ανοίγει κατά πολύ το οπτικό πεδίο, στην προσπάθεια να διανοίξει χώρο προκειμένου να τον τοποθετήσει στη γραμματολογία μας και, παράλληλα, να παραμερίσει τα στερεότυπα με τα οποία πολλοί (ανάμεσα σε αυτούς και ο γράφων) τον αντιμετωπίζουν.
Σε ό,τι αφορά τον πρώτο στόχο, από τα κείμενα που περιλαμβάνονται στο αφιέρωμα (το οποίο, αξίζει να σημειωθεί, καταλαμβάνει όλες τις σελίδες του περιοδικού, απ’ όπου απουσιάζει η υπόλοιπη συνήθης ύλη) γίνεται κατανοητό ότι το δικό του μετερίζι στο πεδίο της ελληνικής γραμματολογίας ήταν αυτό της κριτικής· ήταν μια ενοχλητική για πολλούς αλογόμυγα, ευθύβολη αλλ’ ίσως όχι πάντοτε εύστοχη, που αντιμετώπιζε την κριτική του δράση ως πολεμική –κάποτε μάλιστα και κυριολεκτικά, όπως όταν είχε σπάσει στο ξύλο τον τότε διευθυντή της Νέας Εστίας Πέτρο Χάρη, για μια «φιλοφρόνηση» που του έγραψε… Πέρα, όμως, από τα «εξωτικά» αυτά περιστατικά, είναι χαρακτηριστικό ότι οι περισσότερες από τις συμβολές του αφιερώματος εστιάζουν ακριβώς σε αυτή του τη δραστηριότητα, μέσα από μια πλειάδα περιοδικών –προσωπικών εκφραστικών οργάνων, τις περισσότερες φορές– συμβάλλοντας έτσι στη χαρτογράφηση ενός κάπως παραμελημένου πεδίου της ελληνικής γραμματολογίας.
Σε ό,τι αφορά, όμως τον δεύτερο στόχο, την αποτίμηση του Ρένου Αποστολίδη πέρα από τα στερεότυπα που έχουν εδραιωθεί γι’ αυτόν, είναι απαραίτητη μια περισσότερο ουδέτερη και, κυρίως, ιστορική ματιά στην πορεία του. Δεν αρκεί να επαίρεται το ιστορικό περιοδικό για την «ανεξιθρησκεία» που επιδεικνύει αφιερώνοντας ένα τεύχος στον άνθρωπο που αντιμετώπισε manu militari τον πρώην διευθυντή του. Απαιτείται αποστασιοποίηση από το ερευνητικό αντικείμενο, η οποία δεν διακρίνεται όταν, για παράδειγμα, στο αναλυτικό χρονολόγιο, η εισβολή μιας ομάδας 300 ΕΚΟΦιτών τραμπούκων στη Βουλή (στο «κυνοβούλιο», όπως έγραφε χαρακτηριστικά ο Ρένος Αποστολίδης), με τον ίδιο επικεφαλής –υποψήφιο ήδη δημοτικό σύμβουλο του συνδυασμού της ΕΡΕ, με υποψήφιο δήμαρχο τον Γ. Πλυτά– θεωρείται ότι έγινε «από αναρχική σκοπιά». Ούτε όταν ο Τύπος χαρακτηρίζεται «απόλυτα εχθρικός» ή το κατηγορητήριο «στημένο», ενώ τα πραγματικά περιστατικά, που είχαν ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό 8 βουλευτών της Ένωσης Κέντρου, αναφέρονται μάλλον τηλεγραφικώς.
Το ίδιο ισχύει και σε ό,τι αφορά τη συνεργασία του με το δικτατορικό καθεστώς· το πόσο εκούσια υπήρξε μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας, όμως το να διατυπώνει κανείς εκ προοιμίου το συμπέρασμα ότι η υποχρεωτική δημοσίευση διηγημάτων από την Ανθολογία του στις λογοκριμένες εφημερίδες δεν είχε «καμία σχέση μ’ οποιοδήποτε “σχεδιασμό” της Χούντας, καθώς θέλησαν να του αποδώσουν οι αντίπαλοί του» (σ. 326) είναι τουλάχιστον αστείο –όταν δεν γίνεται εξοργιστικό.
Πολλές φορές διαβάζοντας τα κείμενα που συγκροτούν το αφιέρωμα, πολλά εκ των οποίων βρίθουν εγκωμιαστικών επιθέτων, αλλά ιδιαίτερα το χρονολόγιο, αναρωτήθηκα μήπως προέρχεται από το Αρχείο Αποστολίδη (απ’ όπου σημαντικά τεκμήρια της εκτεταμένης επιστολογραφίας του δημοσιεύονται στο ανά χείρας τεύχος) και δεν έχει συγκροτηθεί από τους συνεργάτες της Νέας Εστίας. Ποιος θα χρησιμοποιούσε άλλωστε, σήμερα, τον όρο «Παραπέτασμα», προκειμένου να αναφερθεί στις χώρες της υπερορίας όπου βρέθηκε η ηγεσία του ΚΚΕ;
Η γοητεία του αυταρχισμού δηλητηριάζει σιγά-σιγά τις κοινωνίες μας, διαμορφώνοντας μια εξόχως επικίνδυνη ατμόσφαιρα, που θυμίζει συχνά τη δεκαετία του 1930. Μόνο αυτή η περιρρέουσα ατμόσφαιρα θα επέτρεπε σε απόψεις όπως ότι «σε τίποτα “χειρότεροι” ή “καλύτεροι” δεν είναι τούτοι [: οι χουντικοί] απ’ τους μ’ άλλους όρους όμοιους που έριξαν» (επιστολή προς Ν. Φωκά, 15/3/1969) να περνούν ασχολίαστες –θεωρήθηκαν, άραγε, «αντικομφορμιστικές»;
Είναι εξόχως απογοητευτικό να βλέπει κανείς ένα περιοδικό που, για μία τουλάχιστον δεκαπενταετία, στις αρχές του 21ου αιώνα, υπήρξε προπύργιο μιας ανοιχτής και φιλελεύθερης αντίληψης, να υποκύπτει στον πειρασμό της λατρείας της «ισχυρής προσωπικότητας», όπως υπέκυψαν δεκάδες διανοούμενοι ολκής κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου…
[ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, Ευριπίδου 84, 105 53, Αθήνα, 210-32.13.030, neahestia@hestia.gr]