Ευριπίδης Γαραντούδης.
Σκοπός αυτού του κειμένου είναι να παρουσιάσω τα βασικά χαρακτηριστικά μιας νέας έκδοσης των Ωδών του Ανδρέα Κάλβου, την οποία επιμελήθηκα. Κάνοντας λόγο για Ωδές αναφέρομαι στα ποιήματα και τα συνοδευτικά κείμενα των δύο ελληνόγλωσσων συλλογών του Κάλβου, Η Λύρα (Γενεύη, Ιούνιος 1824) (ωδές Ι-Χ) και Λυρικά (Παρίσι, Απρίλιος 1826) (ωδές ΧΙ-ΧΧ), καθώς και στην αυτοτελώς εκδεδομένη πρώτη ωδή του Ελπίς πατρίδος (Λονδίνο, 1819). Η νέα έκδοση των Ωδών εκπονήθηκε στο πλαίσιο της έκδοσης των απάντων του Κάλβου από το Μουσείο Μπενάκη και πρόκειται να περιληφθεί σε έναν από τους τέσσερις τόμους της έκδοσης, ο οποίος προβλέπεται να κυκλοφορήσει εντός του 2014.
Θεωρημένες από τη σκοπιά της έκδοσής τους, οι Ωδές έχουν απασχολήσει την επιστήμη της νεοελληνικής φιλολογίας όσο κανένα άλλο νεοελληνικό λογοτεχνικό έργο που εκδόθηκε στο σύνολό του από τον συγγραφέα του· μάλιστα στην περίπτωση του Κάλβου γενικώς πιστεύεται ότι ο ίδιος επιπλέον επόπτευσε την εκδοτική διαδικασία (αυτό είναι βέβαιο για την έκδοση της Λύρας, πιθανό για την έκδοση των Λυρικών) (για διάφορους λόγους ο ορθότερος τίτλος της δεύτερης συλλογής του Κάλβου και αυτός που υιοθετήθηκε στη νέα έκδοση είναι: [Η Λύρα. Νέαι ωδαί]). Ύστερα από τις πρώτες εκδόσεις του 1824 και του 1826 και αφού ακολούθησαν, όπως γράφει ο Filippo Maria Pontani, «μια δεκαπενταριά εκδόσεις, με μεταβολές κι αλλοιώσεις που άλλαξαν την ορθογραφική και μορφολογική φυσιογνωμία του κειμένου [των Ωδών]» (Pontani, 1970, σ. 17), εδώ και μισό αιώνα, από το 1962 μέχρι τις μέρες μας, έχουν γίνει τέσσερις έγκυρες εκδόσεις των Ωδών, από τον Γεώργιο Ζώρα (1962), τον Filippo Maria Pontani (1970), τον Στέφανο Διαλησμά (1988) και τον Γιάννη Δάλλα (1997). Η διάκριση αυτών των τεσσάρων εκδόσεων, σε σχέση με το παρελθόν, ως του επιστημονικού σταδίου στην έκδοση των Ωδών, συναρτάται κυρίως με το γεγονός ότι βασίζονται στις πρώτες εκδόσεις της Λύρας και των Λυρικών ([Η Λύρα. Νέαι ωδαί]) και έχουν, λιγότερο ή περισσότερο κατά περίπτωση, στέρεα εκδοτική μέθοδο. Από τις τέσσερις εκδόσεις, εκείνη του Pontani προκάλεσε γόνιμο διάλογο γύρω από τη μεθοδολογία της έκδοσης των Ωδών, κυρίως ανάμεσα στον βυζαντινολόγο Γιάννη Βάσση (σε τρεις μελέτες του, Βάσσης, 1984, 1987, 1994) και τον νεοελληνιστή Massimo Peri (Peri, 1985), ωθώντας τον πρώτο να παρουσιάσει την πλέον συγκροτημένη πρόταση για τη μέθοδο της έκδοσης των Ωδών.
Εξετάζοντας τα βασικά χαρακτηριστικά των τεσσάρων έγκυρων εκδόσεων των Ωδών μπορούμε να προσδιορίσουμε τα στάδια εξέλιξης και ωρίμανσης της μεθοδολογίας γύρω από την έκδοση του ελληνόγλωσσου ποιητικού έργου του Κάλβου. H αναδρομή στα γνωρίσματα των τεσσάρων εκδόσεων, όπως και η αποτίμηση των θετικών και των αρνητικών στοιχείων τους, βοηθούν ώστε να τεθεί το ερώτημα αν υπάρχουν περιθώρια βελτιώσεων στην νέα έκδοση των Ωδών. Εννοείται ότι σε αυτό το κείμενο δεν διαθέτω τον χώρο να κάνω την εν λόγω αποτίμηση.
Η νέα έκδοση των Ωδών είναι ιστορικοκριτική, σύμφωνα με τους όρους και τις στοχεύσεις που παρουσίασε ο Βάσσης (στις μελέτες του το 1987 και το 1994). Έτσι το κείμενο συνοδεύεται από υποσελίδιο υπόμνημα που αφενός πληροφορεί τον αναγνώστη για όλες τις διορθώσεις των εξόφθαλμων ή προφανών τυπογραφικών σφαλμάτων των πρώτων εκδόσεων, αφετέρου του προσφέρει την ιστορία-γενεαλογία της Λύρας, με την καταγραφή των διαφορετικών γραφών της προεκδοτικής μορφής της, δηλαδή του καλβικού αυτογράφου με τον τίτλο Η Ιωνιάς. Ονομάζω αυτό το υπόμνημα εκδοτικό και όχι κριτικό, επειδή, ανταποκρινόμενο στις προδιαγραφές και τους στόχους της ιστορικοκριτικής έκδοσης ενός νεότερου λογοτεχνικού έργου, διαφέρει πολύ από το υπόμνημα της λεγόμενης, στο πλαίσιο κυρίως της κλασικής φιλολογίας, «κριτικής έκδοσης». Αλλά η βασική πρωτοτυπία αυτής της έκδοσης, σε σχέση με τις προηγούμενες και εκείνη που πρότεινε ο Βάσσης, έγκειται στη σύνταξη ενός δεύτερου, επίσης υποσελίδιου, υπομνήματος, που βρίσκεται κάτω από το εκδοτικό υπόμνημα και μπορεί να ονομαστεί ερμηνευτικό. Σε αυτό χορηγούνται οι πραγματολογικές και ερμηνευτικές πληροφορίες, αναφορικά με λέξεις ή φράσεις του κειμένου, που θεώρησα πιθανό να μην γνωρίζει ο σημερινός αναγνώστης μέσου μορφωτικού επιπέδου και έκρινα απαραίτητες για την πρωτοβάθμια ανάγνωση-κατανόηση των Ωδών.
Η αναλυτικότερη περιγραφή της νέας έκδοσης θα εστιαστεί καταρχάς στο εκδοτικό υπόμνημα και στη συνέχεια στο ερμηνευτικό υπόμνημα. Οι έγκυρες πηγές για την έκδοση της Λύρας, που μπορούν να αντιστοιχηθούν με έξι διαδοχικά στάδια επεξεργασίας του κειμένου της πρώτης συλλογής πριν αλλά και μετά από την έκδοσή της, είναι οι εξής (τις απαριθμώ κατά τη χρονική τους σειρά, δηλώνοντας αρχικώς τα σύμβολα με τα οποία οι πηγές δηλώνονται στο εκδοτικό υπόμνημα):
Κ Ιωνιάς. Αυτόγραφο του Κάλβου των δέκα ωδών της Λύρας.
Κ1 Αυτόγραφες διορθώσεις του Κάλβου στο Κ με μελάνη.
Κ2 Αυτόγραφες διορθώσεις του Κάλβου στο Κ με μολύβι.
G Η Λύρα. Ωιδαί Α. Κάλβου Ιωαννίδου του Ζακυνθίου. Εν Γενέβη. Εκ της τυπογραφίας Guil.e Fick. ΑιΩΚΔ’ [1824].
G1 «Των ημαρτημένων διόρθωσις», στο G, σ. [154].
G2 Αυτόγραφες προσθήκες του Κάλβου στο G1 του αντιτύπου του G της Βιβλιοθήκης της Αναγνωστικής Εταιρείας της Γενεύης.
Η μόνη έγκυρη πηγή των Λυρικών ([Η Λύρα. Νέαι ωδαί]) είναι η πρώτη έκδοση (Κάλβου και Χρηστοπούλου Λυρικά μετά γαλλικής μεταφράσεως. Εν Παρισίοις Εκ της τυπογραφίας Ρενουάρδου. αωκς’ [1826]), που δηλώνεται στο υπόμνημα με το σύμβολο P.
Το εκδοτικό υπόμνημα είναι συνταγμένο στα ελληνικά, που πλαγιογραφούνται για να διακρίνονται από το κειμενικό υλικό των πηγών. Οι γραφές καταχωρίζονται στο εκδοτικό υπόμνημα με την κανονική χρονολογική τους σειρά, από την παλαιότερη προς τη νεότερη: προηγούνται εκείνες του αυτογράφου (Κ, Κ1, Κ2) και έπονται εκείνες της έκδοσης (G, G1 ή G2).
Οι προηγούμενοι εκδότες των Ωδών, συμπεριλαμβανομένου και του Βάσση, δεν ανέφεραν ακριβώς ποια αντίτυπα των G και P χρησιμοποίησαν στις εκδόσεις τους, προφανώς επειδή έκριναν ότι μια τέτοια πληροφορία δεν είχε ιδιαίτερη σημασία. Από τις σχετικές πληροφορίες που δίνουν οι προηγούμενοι εκδότες, αλλά και από την εξέταση των ίδιων των εκδόσεών τους, διαπίστωσα ότι οι προηγούμενοι εκδότες των Ωδών είδαν κατά πάσα πιθανότητα ένα μόνο αντίτυπο των πρώτων εκδόσεων (G και P), ως προς την Λύρα ιδίως εκείνο της Βιβλιοθήκης της Αναγνωστικής Εταιρείας της Γενεύης (Pontani, Δάλλας και Βάσσης)· μάλιστα εξίσου πιθανό είναι ότι είδαν φωτογραφημένη ή φωτοτυπημένη μορφή των (μοναδικών) αντιτύπων των G και P και όχι τα ίδια τα βιβλία.
Κατά την προετοιμασία της νέας έκδοσης η αντιβολή μεταξύ των φωτογραφημένων αντιτύπων της πρώτης έκδοσης της Λύρας που εξέδωσαν ο Bertrand Bouvier (1992) και ο Ν.Κ. Κουρκουμέλης (1992) ανέδειξε ένα πολύ ενδιαφέρον εύρημα. Σε δεκαοκτώ σημεία αυτών των δύο αντιτύπων παραδίδονται διαφορετικές γραφές. Ύστερα από την παραπάνω διαπίστωση, αποφάσισα ότι η έκδοση των Ωδών πρέπει να βασιστεί όχι μόνο στην αυτοψία των πρώτων εκδόσεων, αλλά και στον έλεγχο όσο το δυνατόν περισσότερων αντιτύπων των G και P, και ιδίως της Λύρας. Εξέτασα, λοιπόν, αντίτυπα των G και P που απόκεινται σε δημόσιες βιβλιοθήκες στην Ελλάδα. Επίσης συμβουλεύτηκα τα αντίτυπα των G και P που σήμερα διατίθενται σε ψηφιακή φωτογράφηση στο διαδίκτυο και, συνεπώς, είναι άμεσα προσβάσιμα από κάθε ενδιαφερόμενο. Από την αυτοψία ή εξέταση και αντιβολή όλων των παραπάνω αντιτύπων επιβεβαίωσα τη διαπίστωση στην οποία είχα οδηγηθεί από την αντιβολή των δύο φωτογραφημένων από τον Bouvier και τον Κουρκουμέλη αντιτύπων της Λύρας. Συγκεκριμένα, όσον αφορά στο G ορισμένες τουλάχιστον από τις διαφορετικές γραφές μεταξύ των αντιτύπων, τρεις στους στίχους ΙΙ 64, V 34 και VI 86 και μία στο κείμενο «Σημειώσεις και Πίναξ λέξεων και φράσεων» (σ. 122 αρ. 18), είναι τέτοιες που αποκλείεται να οφείλονται σε αστοχία της εκτύπωσης. Συνεπώς οι διαφορετικές αυτές γραφές δείχνουν ότι στη διάρκεια της εκτύπωσης της Λύρας ο Κάλβος, κατά πάσα πιθανότητα, εντόπισε λάθη σε εκτυπωμένα φύλλα και ζήτησε αυτά τα λάθη να διορθωθούν. Τα λάθη διορθώθηκαν στα αντίτυπα που τυπώθηκαν ύστερα από την επισήμανσή τους, αλλά και διατηρήθηκαν σε άλλα αντίτυπα, δεδομένου ότι τα ήδη εκτυπωμένα φύλλα κόστιζαν, δεν ήταν λοιπόν δυνατό να καταστραφούν και χρησιμοποιήθηκαν στη συγκρότηση των βιβλιακών σωμάτων. Όσον αφορά στο P επίσης εντοπίστηκαν οκτώ σημεία με διαφορές μεταξύ των αντιτύπων, αλλά αυτές είναι τέτοιες ώστε κατά πάσα πιθανότητα οφείλονται σε φθορά (σπάσιμο ή υποχώρηση) των τυπογραφικών στοιχείων και επομένως σε αστοχίες της εκτύπωσης. Από το σύνολο των θεωρημένων αντιτύπων των G και P στο υπόμνημα περιέλαβα πληροφορίες από εκείνα που είναι άμεσα προσβάσιμα σε έντυπη ή ψηφιακή φωτογράφησή τους και συνεπώς ελέγξιμα από τον αναγνώστη. Έτσι όσον αφορά στη Λύρα περιέλαβα πληροφορίες από τρία αντίτυπα: της έκδοσης του Κουρκουμέλη (δηλώνεται στο υπόμνημα με το σύμβολο Ga), της έκδοσης του Bouvier (Gb) και της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης (Gc, διατίθεται στο διαδίκτυο). Η διαπίστωση από την αντιβολή αυτών των τριών αντιτύπων είναι ότι οι τέσσερις ασφαλώς διαφορετικές και εσφαλμένες γραφές (ΙΙ 64 «ἅναπτε», V 34 «ῤόδα», VI 86 «Ἐκδίκηση» και «Σημειώσεις και Πίναξ λέξεων και φράσεων», σ. 122 αρ. 18 «voyês») παραδίδονται από το αντίτυπο Ga και εμφανίζονται διορθωμένες στα αντίτυπα Gb και Gc (ΙΙ 64 «ἄναπτε», V 34 «ῥόδα», VI 86 «Ἐκδίκησιν» και «Σημειώσεις και Πίναξ λέξεων και φράσεων», σ. 122 αρ. 18 «voyez»). Όσον αφορά στα Λυρικά ([Η Λύρα. Νέαι ωδαί]) επίσης από τρία αντίτυπα: της έκδοσης του Κουρκουμέλη (Pa), της Βιβλιοθήκης του Κρατιδίου της Βαυαρίας (Pb, διατίθεται στο διαδίκτυο) και της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Λυών (Pc, διατίθεται στο διαδίκτυο).
Η μεγάλη πλειονότητα των εγγραφών στο εκδοτικό υπόμνημα της νέας έκδοσης αφορά στις διαφορετικές γραφές της Ιωνιάδος (Κ) ως προς την Λύρα (G). Η επιλογή να περιληφθούν στο εκδοτικό υπόμνημα οι διαφορετικές από το εκδιδόμενο κείμενο γραφές της Ιωνιάδος υπαγορεύτηκε από το κύριο ζητούμενο της ιστορικοκριτικής έκδοσης, έτσι όπως το παρουσίασε ο Βάσσης, δηλαδή την ανάδειξη της γενεαλογίας του κειμένου της πρώτης συλλογής. Εντούτοις, από τη στιγμή που, εδώ και είκοσι χρόνια, το καλβικό χειρόγραφο της Ιωνιάδος έχει εκδοθεί, σε φωτογραφική αναπαραγωγή (Δάλλας, 1992 και Καββαδίας, 1992α) και σε αντικριστή «διπλωματική» (δηλαδή εντελώς πιστή) τυπογραφική μεταγραφή του (Δάλλας, 1992), τίθεται το εύλογο ερώτημα αν οι διαφορετικές γραφές του είχε πλέον νόημα να περιληφθούν στο εκδοτικό υπόμνημα (όπως έπραξε ο Pontani το 1970 και όπως πρότεινε και έπραξε για τις δύο πρώτες ωδές και ο Βάσσης το 1994· ο Βάσσης εξέδωσε τότε τις δύο ωδές ως δείγμα της προτεινόμενης εκδοτικής του μεθόδου).
Η απάντηση είναι ότι περιέλαβα τις διαφορετικές γραφές της Ιωνιάδος στο εκδοτικό υπόμνημα κυρίως επειδή ύστερα από τη νέα ανάγνωση-αντιβολή των δύο κειμένων (Κ και G) διαπίστωσα ότι υπάρχουν ακόμα περιθώρια για τη βελτίωση των παλαιότερων αναγνώσεων-αντιβολών. Κατά το παρελθόν το χειρόγραφο του Κάλβου διάβασαν λιγότερο ή περισσότερο προσεκτικά, συγκρίνοντάς το με το κείμενο των ωδών της Λύρας, έξι μελετητές στη διάρκεια περίπου ογδόντα χρόνων (Ζακυθηνός, 1930· Pontani, 1964 και 1970· Κοκόλης, 1966· Βάσσης, 1984 και 1994· Δάλλας, 1992 και Καββαδίας, 1992α). Η διαπίστωσή μου ύστερα από τον έλεγχο των παλαιότερων αναγνώσεων της Ιωνιάδος είναι ότι υπήρχαν λόγοι να γίνει μία ακόμη, η έβδομη, συστηματική ανάγνωση του καλβικού αυτογράφου. Διάβασα το μικρών διαστάσεων χειρόγραφο από ψηφιακές φωτογραφίες υψηλής ανάλυσης, λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη και αξιοποιώντας τις αναγνώσεις των προηγούμενων μελετητών. Οι αμφιβολίες της ανάγνωσης δηλώνονται στο εκδοτικό υπόμνημα με τη λέξη πιθανόν. Κρίθηκε σκόπιμο για μια σειρά από λόγους το χειρόγραφο της Ιωνιάδος να περιληφθεί φωτογραφημένο σε επίμετρο του τόμου όπου θα περιληφθεί η νέα έκδοση.
Ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα αναφορικά με την Ιωνιάδα είναι αν αυτό ήταν ή όχι το χειρόγραφο με βάση το οποίο στοιχειοθετήθηκαν οι ωδές της Λύρας στο τυπογραφείο. Αλλά ένα ακόμα πιο ενδιαφέρον ζήτημα είναι ότι οι πολλές διαφορετικές γραφές ανάμεσα στο Κ και στο G και η διαπίστωση ότι ο ποιητής διόρθωνε τις ωδές της Λύρας στο τυπογραφείο στη διάρκεια της στοιχειοθέτησης και της εκτύπωσης δείχνουν «ότι βέβαια ο Κάλβος είναι ακόμη γλωσσικά πρωτόπειρος και επαμφοτερίζει ορθογραφικά ή παρασύρεται σε γραμματικές και εκφραστικές υπερβασίες» (Δάλλας, 1992, σ. 211). Επιπρόσθετα, όμως, η επισήμανση ότι αρκετά εξόφθαλμα ή προφανή τυπογραφικά σφάλματα παρέμειναν τόσο στη Λύρα όσο και στα Λυρικά ([Η Λύρα. Νέαι ωδαί]) θέτει το ερώτημα πόσο καλός (ή κακός) διορθωτής των ίδιων των δικών του κειμένων ήταν ο Κάλβος. Αυτά τα τυπογραφικά σφάλματα που υπάρχουν (και πρέπει να διορθωθούν) τόσο στη Λύρα όσο και στα Λυρικά ([Η Λύρα. Νέαι ωδαί]) δεν αφήνουν αμφιβολία ότι «ο Κάλβος δεν ήταν αρκετά προσεκτικός διορθωτής» (Βάσσης, 1994, σ. 8). Την παραπάνω κρίση, εξάλλου, ενισχύουν τόσο ο «Πίνακας ημαρτημένων» της Λύρας (G1), όσο και οι αυτόγραφες προσθήκες λαθών στο αντίτυπο της Βιβλιοθήκης της Αναγνωστικής Εταιρείας της Γενεύης (G2). Αναφορικά με τα Λυρικά ([Η Λύρα. Νέαι ωδαί]), για την έκδοση των οποίων δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι την επιμελήθηκε ο ποιητής, ο Βάσσης ορθά παρατήρησε ότι «τα προφανή τυπογραφικά σφάλματα που συναντούμε εδώ είναι […] πολύ περισσότερα από ό,τι στην έκδοση της “Λύρας”» (Βάσσης, 1994, σ. 9, σημ. 7), για να συμπληρώσει, επίσης εύστοχα: «Παρόλ᾽ αυτά οι επεμβάσεις του εκδότη οφείλουν να περιοριστούν αποκλειστικά στη διόρθωση τέτοιου είδους σφαλμάτων».
Ακολουθούν πληροφορίες για το ερμηνευτικό υπόμνημα. Αυτό προτίμησα να τεθεί επίσης υποσελίδιο, έτσι ώστε ο αναγνώστης να έχει άμεσα πρόσβαση στις πληροφορίες που έκρινα απαραίτητες για την πρωτοβάθμια ανάγνωση-κατανόηση των Ωδών. Αποσκοπώντας να βοηθήσω τον αναγνώστη μέσου μορφωτικού επιπέδου να κατανοήσει το νόημα των ποιημάτων (καθώς και των συνοδευτικών κειμένων), επέλεξα τις λέξεις και φράσεις που υπέθεσα ότι δεν γνωρίζει. Οι πληροφορίες ερμηνευτικού και πραγματολογικού χαρακτήρα, που χορηγούνται για αυτές τις λέξεις και φράσεις, διέπονται από τη λογική ότι αυτές δεν είναι τα λήμματα ενός λεξικού, αλλά αλληλένδετα μεταξύ τους μέρη ενός οργανικού ποιητικού συνόλου. Αλλά οι πληροφορίες του ερμηνευτικού υπομνήματος δεν ήταν βεβαίως δυνατό να καλύψουν όλες τις σύνθετες όψεις της ελληνόγλωσσης καλβικής ποίησης, όπως τις γραμματικές και συντακτικές ιδιοτυπίες, τα σχήματα λόγου και τις ποιητικές εικόνες. Εξάλλου, έναν τέτοιο σκοπό ο αναγνώστης μπορεί να τον προσεγγίσει μόνο ύστερα από την προϊούσα εντρύφησή του στη σχετική με αυτές τις όψεις ειδική βιβλιογραφία. Με αυτό το σκεπτικό, λοιπόν, στο ερμηνευτικό υπόμνημα δεν καταγράφονται και δεν σχολιάζονται οι ορθογραφικές, γραμματικές και συντακτικές παρατυπίες, εκτός και αν συνδέονται άμεσα με προβλήματα κατανόησης του κειμένου. Επίσης, το ερμηνευτικό υπόμνημα δεν περιλαμβάνει την επισήμανση πηγών των Ωδών επειδή οι πηγές αφορούν στη δευτερογενή ερμηνεία-εμβάθυνση του αναγνώστη στο ποιητικό κείμενο· για τις πηγές συγκεκριμένων σημείων των Ωδών υπάρχουν διαφορετικές και ενίοτε αντικρουόμενες απόψεις και η υπόδειξη στον αναγνώστη συγκεκριμένων πηγών τον δεσμεύει ή προδιαγράφει περιοριστικά τα όρια της δικής του ερμηνείας. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στο ερμηνευτικό υπόμνημα αναφέρονται πηγές, στα σημεία όπου το περιεχόμενό τους συναρτάται άμεσα με το νόημα του καλβικού κειμένου.
Σε αρκετά σημεία του ερμηνευτικού υπομνήματος χορηγούνται πληροφορίες για το ιστορικό υπόβαθρο ορισμένων ωδών ή συγκεκριμένων στροφών ή στίχων τους, που αναφέρονται σε γεγονότα και πρόσωπα, κυρίως ελληνικά αλλά και ευρωπαϊκά, της περιόδου 1815-1826. Επίσης σε λιγοστά σημεία του ερμηνευτικού υπομνήματος οι πληροφορίες συνδέουν στίχους των ποιημάτων με συμβάντα και περιστάσεις της ζωής του Κάλβου. Η επανάληψη των ίδιων πληροφοριών σε ορισμένες εγγραφές του ερμηνευτικού υπομνήματος διαφορετικών ωδών οφείλεται στη λογική ότι ο αναγνώστης μπορεί να διαβάζει μεμονωμένες ωδές και επίσης όχι κατά τη σειρά τους. Είναι πιθανό ότι κάποιες από τις εγγραφές του ερμηνευτικού υπομνήματος ορισμένοι αναγνώστες θα τις κρίνουν περιττές, εντούτοις πρέπει να λάβουν υπόψη ότι η νέα έκδοση αποσκοπεί στο να καλύψει και τις ανάγκες διδασκαλίας των Ωδών στο σύγχρονο ελληνικό εκπαιδευτικό περιβάλλον.
Σε μεγάλο βαθμό στο ερμηνευτικό υπόμνημα αξιοποίησα τις παλαιότερες αξιόπιστες πηγές υπομνηματισμού και σχολιασμού των Ωδών, όπως το «Γλωσσάρι» της έκδοσης του Δάλλα (1997), αλλά και σύγχρονές του ή και παλαιότερες ανάλογες συμβολές, όπως το «Λεξιλόγιο των Ωδών» του Καββαδία (1992β) και οι σημειώσεις της «ερμηνευτικής έκδοσης» των Ωδών από τον Μιχάλη Μερακλή (1965). Εννοείται ότι δευτερευόντως συμβουλεύτηκα πολλές ακόμα μελέτες με αντικείμενο είτε εν γένει τις Ωδές είτε συγκεκριμένα ποιήματα. Στο ερμηνευτικό υπόμνημα μνεία της οφειλής μου σε συγκεκριμένους μελετητές, με την εντός παρενθέσεως συντομογραφημένη παραπομπή, π.χ. (Δάλλας, 1997), γίνεται μόνο στις περιπτώσεις που η ερμηνεία προσγράφεται αποκλειστικά στον συγκεκριμένο μελετητή. Επίσης αξιοποίησα τις ερμηνείες και τις πληροφορίες στη γαλλική γλώσσα που δίνονται στο καλβικό κείμενο «Σημειώσεις και Πίναξ λέξεων και φράσεων».
Δίνονται, τέλος, μερικές ακόμη, τεχνικού κυρίως χαρακτήρα, πληροφορίες για την νέα έκδοση. Προσέθεσα συνεχή αρίθμηση στις ωδές (Ι-ΧΧ), ύστερα από τον τίτλο κάθε ποιήματος και στις κεφαλίδες, στιχαρίθμηση στα ποιήματα και αρίθμηση αράδων στα πεζά κείμενα, επειδή διευκολύνουν τις παραπομπές. Όσον αφορά στις τυπογραφικές συνήθειες του G και του P τις ακολούθησα εν μέρει. Έτσι ως προς το G το αρκτικό γράμμα κάθε ωδής γράφεται μεγαλύτερο σε διαστάσεις και άτονο (στις περιπτώσεις των φωνηέντων). Διατήρησα επίσης τη στίξη (τελεία) μετά από κάθε τίτλο και στο G και στο P. Τέλος, έγραψα στροφὴ α΄. (στη συνέχεια β΄., γ΄. κ.ε.) στο G και στροφὴ πρώτη. (στη συνέχεια β΄., γ΄. κ.ε.) στο P. Αντιθέτως δεν ακολούθησα την τυπογραφική συνήθεια του P, διαδεδομένη την εποχή εκείνη, τα πνεύματα και οι τόνοι των κεφαλαίων φωνηέντων να τοποθετούνται επάνω από τα γράμματα. Με δεδομένη την ύπαρξη των δύο υποσελίδιων υπομνημάτων, του εκδοτικού και του ερμηνευτικού, δεν ήταν δυνατό να αναπαραχθεί πιστά η εικόνα του τυπωμένου κειμένου των πρώτων εκδόσεων, π.χ. στην αρχική σελίδα κάθε ωδής να υπάρχουν δύο στροφές και στις επόμενες σελίδες τρεις στροφές, όπως και στο G και στο P. Πάντως στην αρχή του εκδοτικού υπομνήματος κάθε ωδής δίνονται οι σχετικές πληροφορίες. Σχετικά με τη διατήρηση της εικόνας του ποιητικού κειμένου ο Peri έγραψε ότι «ο λόγος που πρέπει να οδηγήσει τον εκδότη προς την “πιστή αναπαραγωγή” του κειμένου δεν είναι μόνο και δεν είναι τόσο ο σεβασμός της “καλαισθησίας του ποιητή”, όσο ο σεβασμός του επιπέδου της εικόνας του ποιητικού κειμένου, το οποίο παράγει, όπως ξέρουμε, πολλαπλές σημασιολογικές πληροφορίες. Η θέση του κειμένου μέσα στη σελίδα, η μορφή των γραμμάτων και το ίδιο το τυπογραφικό λευκό δημιουργούν σημασίες» (Peri, 1985, σ. 354). Προκειμένου, λοιπόν, ο αναγνώστης να έχει εκείνες τις πληροφορίες της εικόνας του (αρχικού) ποιητικού κειμένου που «δημιουργούν σημασίες» και ώς ένα βαθμό χάνονται σε μιαν (επαν)έκδοση, υπάρχουν στη νέα έκδοση ενδεικτικές φωτογραφίες του κειμένου των G και P (συμπληρωματικά ως προς εκείνες των εξωφύλλων και των εσωφύλλων) στο μέγεθος των πρώτων εκδόσεων. Η πρόταση της Πολίτου-Μαρμαρινού στην έκδοση των ωδών της Λύρας να υιοθετηθεί η στίξη του χειρογράφου της Ιωνιάδος (Πολίτου-Μαρμαρινού, 1992, σ. 45-46 και Πολίτου-Μαρμαρινού, 2011, σ. 156), ως πλησιέστερη στην εκδοτική βούληση του ποιητή, δεν έγινε δεκτή για τους λόγους που παρουσίασε ο Βάσσης (Βάσσης, 1994, σ. 9-10), κυρίως επειδή πρόκειται για μια εκδοτική επιλογή ασύμβατη με τους στόχους μιας ιστορικοκριτικής έκδοσης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βάσσης, 1984 = Γιάννης Βάσσης, «Προλεγόμενα σε μια νέα κριτική έκδοση των “Ωδών“ του Ανδρέα Κάλβου», Ελληνικά, τ. 35, 1984, σ. 338-354.
Βάσσης, 1987 = Γιάννης Βάσσης, «Για μια ιστορικο-κριτική έκδοση των “Ωδών“ του Ανδρέα Κάλβου», Μαντατοφόρος, τχ. 25-26, Νοέμβριος 1987, σ. 82-88.
Βάσσης, 1994 = Γιάννης Βάσσης, «Ανδρέας Κάλβος, “Η Λύρα“. Προδημοσίευση από την ιστορικοκριτική έκδοση των Ωδών», Μαντατοφόρος, τχ. 37-38, 1993-1994, σ. 5-24.
Ζακυθηνός, 1930 = Δ. Ζακυθηνού, «Ένα χειρόγραφο των ωδών του Κάλβου», Ημερολόγιον της Μεγάλης Ελλάδος, 1930, σ. 307-312.
Ζώρας, 1962 = Γεωργίου Θ. Ζώρα, Κάλβου: Ωιδαί, μετά της πρώτης γαλλικής μεταφράσεως υπό St. Julien και Pauthier de Censay, Αθήναι, Σπουδαστήριον Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών 33, 1962.
Δάλλας, 1992 = Ανδρέα Κάλβου Ιωαννίδου, Η Ιωνιάς., Φιλολογική επιμέλεια Γιάννη Δάλλα, [Αθήνα], Συνέχεια 1992.
Δάλλας, 1997 = Ανδρέας Κάλβος, ῼδαί. Η Λύρα – Λυρικά – Απόσπασμα άτιτλου ποιήματος, Φιλολογική επιμέλεια Γιάννης Δάλλας, [Αθήνα], Ωκεανίδα 1997.
Διαλησμάς, 1988 = Ανδρέας Κάλβος, Ωδαί, [Φιλολογική επιμέλεια Στέφανος Διαλησμάς], Αθήνα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Νεοελληνική Βιβλιοθήκη 1988.
Καββαδίας, 1992α = Ανδρέα Κάλβου Ιωαννίδου, Η Ιωνιάς., Φιλολογική επιμέλεια Σπύρος Καββαδίας, Ζάκυνθος, [Εβδομάδα] 1992.
Καββαδίας, 1992β = Σπύρος Καββαδίας, «Λεξιλόγιο των Ωδών του Κάλβου», Δελτίο της Οργανωτικής Επιτροπής για το έτος Κάλβου, τχ. 6-8, Ιούνιος-Αύγουστος 1992, σ. 183-255 [και σε ανάτυπο].
Κοκόλης, 1966 = Ξ.Α. Κοκόλης, «Διαδοχικά στάδια στη διαμόρφωση των ωδών της “Λύρας“ του Κάλβου», Ελληνικά, τ. 19, 1966, σ. 361-365.
Κουρκουμέλης, 1992 = Ανδρέας Κάλβος, Ωδές [φωτοτυπική επανέκδοση], Επιμέλεια Ανχης (Σ) Ν.Κ. Κουρκουμέλης, Αθήνα, Υπουργείο Εθνικής Αμύνης 1992.
Μερακλής, 1965 = Μ. Γ. Μερακλή, Ανδρέα Κάλβου, Ωδαί (1-20), Ερμηνευτική έκδοση, [Αθήνα], Βιβλιοπωλείον της «Εστίας» Ι. Δ. Κολλάρου & Σίας Α.Ε. [1965], [1976]2, [1994]3.
Πολίτου-Μαρμαρινού, 1992 = Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, Η στίξη των Ωδών του Ανδρέα Κάλβου. Ο Ωκεανός, Αθήνα, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Κείμενα και κριτική Νεοελληνικού Λόγου 1992.
Πολίτου-Μαρμαρινού, 2011 = Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού, Ωσάν χαράς ιδέα. Η ποιητική γραμματική του Ανδρέα Κάλβου, Αθήνα, Εκδόσεις Gutenberg 2011.
Bouvier, 1992 = La Lyre. Odes en grec moderne par A. Calbo. Avec un vocabulaire a la fin, A Paris, chez Lecointe et Durey, libraires, et A Genève, chez Ab.m Cherbuliez, libraire, MDCCCXXIV [φωτοτυπική επανέκδοση], [Επιμέλεια Bertrand Bouvier, Γενεύη, Πανεπιστήμιο Γενεύης 1992].
Peri, 1985 = Massimo Peri, «Σχετικά με την πρόταση μιας νέας κριτικής έκδοσης των Ωδών του Κάλβου», Ελληνικά, τ. 36, 1985, σ. 347-355.
Pontani, 1964 = Filippo M. Pontani, «Per un᾽edizione critica di Kalvos», Helicon, χρ. IV, τχ. 1-4, Gennaio-Decembre 1964, σ. 83-98.
Pontani, 1970 = Ανδρέα Κάλβου, Ωδαί, Κριτική Έκδοση Filippo Maria Pontani, Εισαγωγή Κ.Θ. Δημαράς, Γλωσσάριο Anna Gentilini, [Αθήνα], Ίκαρος 1970, 19882, 20003, 20084.