Ειρήνη Σταματοπούλου.
Στο νέο του πολυμεταφρασμένο ήδη μυθιστόρημα που γνωρίζει μεγάλη επιτυχία, ο Σουηδός συγγραφέας Φρέντρικ Μπάκμαν αφηγείται την ιστορία της Έλσας, ενός επτάχρονου κοριτσιού που δεν μοιάζει με κανένα παιδί της ηλικίας του, μέσα από τη ζωή με τη γιαγιά της όσο και την αποστολή που της αφήνει ως «κληρονομία» μετά τον θάνατό της.
Ο Μπάκμαν χρησιμοποιεί τριτοπρόσωπη αφήγηση μέσω ενός ελεύθερου πλάγιου λόγου, πράγμα που συνιστά και ένα από τα γοητευτικότερα στοιχεία του βιβλίου του, και περιγράφει την Έλσα ως ένα ιδιαίτερο κορίτσι, εθισμένο στην ανάγνωση «ποιοτική λογοτεχνίας», «εκείνου που οι αμόρφωτοι εξυπνάκηδες» (δηλ. οι ενήλικες) ονομάζουν κόμικς,[1] ικανό να απαγγείλει απ’ έξω όλες τις ιστορίες του Χάρι Πότερ, να αναφέρει ποιες ακριβώς σούπερ δυνάμεις διαθέτουν όλοι οι X-Men και να γνωρίζει ποιος από αυτούς θα νικούσε σε μια πιθανή μάχη με τον Σπάιντερμαν. Αν και οι δάσκαλοι στο σχολείο λένε πως η Έλσα έχει προβλήματα συγκέντρωσης, εκείνη μπορεί να σχεδιάσει με κλειστά μάτια ένα σχεδόν τέλειο αντίγραφο του χάρτη που υπάρχει στην αρχή του Άρχοντα των δαχτυλιδιών, ενώ έχει μάθει από τη γιαγιά της πως μόνο οι διαφορετικοί άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο.
Μια τέτοια διαφορετικότητα χαρακτηρίζει και την ίδια τη γιαγιά, την οποία οι πάντες θεωρούν εντελώς παλαβή, ενώ η άποψη της Έλσας για εκείνη συνοψίζεται στις εξής φράσεις όπως περνούν από το ημι-υποκειμενικό πρίσμα του συγγραφέα: «Η Έλσα διάβασε κάποτε πως “το Χάος είναι γείτονας του Θεού”, και τότε η μαμά είπε πως ο μόνος λόγος που το Χάος μετακόμισε και εγκαταστάθηκε στον οίκο του Θεού ήταν επειδή δεν άντεχε άλλο να ζει δίπλα στη γιαγιά».[2]
Η σχέση τής γιαγιάς τής Έλσας με την κόρη της και μητέρα τού κοριτσιού κατέχει κεντρική θέση στο αφήγημα, αποτελώντας ίσως την πηγή του μεγαλύτερου μέρους της πικρής ειρωνείας του. Μιας ειρωνείας που κάποτε μετατρέπεται σε γνήσια συγκίνηση, και εξισορροπείται από το λεπτό χιούμορ του μαγικού ρεαλισμού που εισβάλλει στη ζωή της μικρής μέσω των ιστοριών της γιαγιάς της, η οποία ονομάζει τα ψέματα «άλλες εκδοχές της αλήθειας», έχει το προνόμιο «να μη χρειάζεται ποτέ να πει ποια ήταν πριν γίνει γιαγιά», και θεωρεί πως μπορεί να προστατέψει την εγγονή της διανθίζοντας το σύμπαν της με την αφήγηση ιστοριών από τα έξι βασίλεια της Σχεδόν Ξυπνητής Χώρας.
Για να φτάσει κανείς στη Σχεδόν Ξυπνητή Χώρα δεν χρειάζεται να κοιμηθεί, και εδώ βρίσκεται όλη η ουσία, όπως μαθαίνουμε από την Έλσα. Χρειάζεται μόνο να είσαι σχεδόν κοιμισμένος. «Και φεύγεις ακριβώς εκείνα τα τελευταία δευτερόλεπτα που τα μάτια σου είναι μισόκλειστα, όταν κυλά η ομίχλη και διασχίζει τα όρια ανάμεσα σε όσα ξέρεις και σε όσα πιστεύεις».[3] Πρόκειται για έναν τόπο πολύ πιο πραγματικό από τον πραγματικό κόσμο, «όπου όλοι είναι οικονομολόγοι και πίνουν γάλα χωρίς λακτόζη και είναι διαρκώς απασχολημένοι» , και όπου «τα ξωτικά και οι δράκοι έχουν καλές προοπτικές να προσληφθούν κάπου, γιατί όλα τα παραμύθια χρειάζονται παλιοτόμαρα και καθάρματα».[4]
Κεντρικό άξονα του μυθιστορήματος αποτελεί η σύγχυση στην οποία θα περιέλθει η Έλσα μετά τον θάνατο της γιαγιάς της, όταν θα αρχίσει να αντιλαμβάνεται πως όλες οι ιστορίες της γιαγιάς συνιστούσαν ουσιαστικά μια αλληγορία για τη σχέση της με τον «έξω κόσμο» (και ιδιαίτερα τους οικείους της), και δεν θα μπορεί να αποφασίσει εάν αυτό σημαίνει ότι η γιαγιά πήρε όλες τις ιστορίες της από τον πραγματικό κόσμο και τις έβαλε στη Σχεδόν Ξυπνητή Χώρα ή αν οι ιστορίες από την παραμυθοχώρα της έγιναν τόσο πραγματικές ώστε τα πλάσματα βγήκαν στον πραγματικό κόσμο. «Αύριο σε στέλνω σε ένα κυνήγι θησαυρού», της είχε πει η γιαγιά λίγο πριν κλείσει τα μάτια της. «Και θα είναι ένα υπέροχο παραμύθι και μια μεγαλειώδης περιπέτεια. Και πρέπει να μου υποσχεθείς πως δεν θα με μισήσεις γι’ αυτό».[5]
«Τα καλύτερα παραμύθια δεν είναι ποτέ εντελώς πραγματικά, ούτε εντελώς αποκυήματα της φαντασίας»,[6] θυμάται το κορίτσι τη γιαγιά του να λέει, για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως ακόμη κι αν οι άνθρωποι που συμπαθεί ήταν κάποτε μίζεροι και αχρείοι, πρέπει να συνεχίσει να τους συμπαθεί, διότι ξεμένει κανείς πολύ γρήγορα από ανθρώπους όταν αποκλείει όλους όσοι υπήρξαν κάποτε μίζεροι και αχρείοι.[7] Αυτό, σκέφτεται η Έλσα, είναι εν τέλει το ηθικό δίδαγμα του παραμυθιού της γιαγιάς, το ίδιο με εκείνο που προσφέρει ο Μπάκμαν στον αναγνώστη ως συνδηλούμενο νόημα των λέξεων του δικού του παραμυθιού.
Στην ουσία, το εν λόγω βιβλίο αποτελεί την μυθιστορία μιας ενηλικίωσης, την γλαφυρή περιγραφή μιας πρώιμης και ιδιότυπης διαδικασίας ωρίμανσης, έναν αφηγηματοποιημένο λογοτεχνικό στοχασμό γύρω από το πώς μαθαίνουμε να απομυθοποιούμε τα οικεία και αγαπημένα μας πρόσωπα, πώς αλλάζει η θέση μας στον κόσμο όταν αντιλαμβανόμαστε ότι για κάποιους ανθρώπους η σκληρότητα ή και η μοχθηρία είναι μια άμυνα απέναντι στη ζωή που τους έχει φερθεί άδικα, μια φοβερή αδυναμία που προσπάθησαν να ξεγελάσουν, και κυρίως ένας τρόπος τόσο για να μην σχετιστούν με την ύπαρξη που ενδέχεται να τους πληγώσει, όσο και για να αντέξουν τον εαυτό τους.
«Ένας άνθρωπος θέλει να τον αγαπήσουν, κι αν δεν γίνεται αυτό, θέλει να τον θαυμάσουν, κι αν δεν γίνεται αυτό θέλει να τον φοβηθούν, κι αν δεν γίνεται αυτό, θέλει να τον μισήσουν και να τον περιφρονήσουν», αναλογίζεται η μικρή Έλσα προς το τέλος της περιπέτειάς της με αφορμή ένα απόσπασμα από το Δόκτωρ Γκλας που της διαβάζει η ψυχρή και απόμακρη γειτόνισσα στην πολυκατοικία. «Θέλει κανείς να εμπνέει στους ανθρώπους κάποιο συναίσθημα. Η ψυχή τρέμει το κενό και αναζητά επαφή με οποιοδήποτε τίμημα».[8] Και η ηρωίδα μας, αναμετρώμενη με τους τρόπους που υπάρχουν για να ξεπεράσει κανείς τους φόβους του αντιμετωπίζοντάς τους κατάματα ή αποφεύγοντας τους και παραμένοντας ισόβια υπό την ομηρία τους, συμφιλιώνεται με την αλήθεια και την απώλεια, μαθαίνει πως υπάρχουν φορές που η έκθεση της αδυναμίας συνιστά τη μεγαλύτερη δύναμη, και καταλήγει στο συμπέρασμα πως «όλοι οι άνθρωποι είναι κάπως αχρείοι αν είναι και λίγο άνθρωποι» και πως το γεγονός πως όλοι οι ήρωες στο τέλος των παραμυθιών είναι προορισμένοι να ζήσουν ευτυχισμένοι για όλη τη ζωή τους είναι προβληματικό από άποψη αφηγηματικής τεχνικής.
Κατ’ αυτή την έννοια, στο κείμενο του Μπάκμαν, η υποτιθέμενη σκανδιναβική ψυχρότητα, λουσμένη στο φως, μετατρέπεται στο σάστισμα ενός επτάχρονου κοριτσιού μπροστά στο μυστικό του κόσμου, ως αίνιγμα της ανθρώπινης κατάστασης, ενώ οι συχνές επαναλήψεις φράσεων και αφηγηματικών μοτίβων μοιάζουν να αποδίδουν γλωσσικά την έννοια της δίνης που επικρατεί μέσα στο μυαλό της ηρωίδας του. Όπως χάνονται και επανεμφανίζονται τα πράγματα και τα σημεία αναζητώντας ένα έρμα σε μια καταληπτή πραγματικότητα ή σε οποιαδήποτε διάσταση μιας ευλογοφανούς φαντασίας, ο συγγραφέας μοιάζει έτσι να επιχειρεί να προσδώσει ειρμό στα ασύνδετα κομμάτια της ζωής και του εκάστοτε προσωπικού μύθου, κατασκευάζοντας ένδο- και έξω-μυθοπλαστικά ως υπόσχεση, το σπέρμα τής αλληλεπίδρασής τους.
«Στη Σχεδόν Ξυπνητή Χώρα δεν λένε ποτέ “αντίο”», διαβάζουμε στη σελίδα 488. «Λένε μόνο “θα ξαναϊδωθούμε”. Είναι πολύ σημαντικό για τους κατοίκους της Σχεδόν Ξυπνητής Χώρας, γιατί θεωρούν πως στην πραγματικότητα τίποτα δεν πεθαίνει ολοκληρωτικά. Απλώς μετατρέπεται σε μια ιστορία, κάνει ένα πηδηματάκι στη γραμματική και από τον χρόνο του παρόντος πηγαίνει στον χρόνο του παρελθόντος. Οι χρόνοι της γραμματικής είναι πολύ αγαπητοί στη Σχεδόν Ξυπνητή Χώρα. Στα παραμύθια οι χρόνοι της γραμματικής είναι εξίσου σημαντικοί με τη μαγεία και τα σπαθιά».[9]
(για το μυθιστόρημα του Fredrik Backman «Η γιαγιά μου σας χαιρετά και ζητάει συγγνώμη», μτφρ. Γιώργος Μαθόπουλος, εκδ. Κέδρος)
[1] Σελ. 29.
[2] Σ.σ, 29-30.
[3] Σελ. 24.
[4] Σελ. 57.
[5] Σελ. 62.
[6] Σελ. 240.
[7] Σελ. 435-436.
[8] Σελ. 463.
[9] Σελ. 488.