Η μυθική Άντζι και τα μπλουζ (του Σάκη Παπαδημητρίου)

0
517

του Σάκη Παπαδημητρίου

Ας αρχίσουμε από τον συγγραφέα και τον τίτλο. Πράγματι αυτός είναι και ο γαλλικός τίτλος: «Angie ou les douze mesures dun blues», Παρίσι 2007. Το 2009 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πάπυρος σε μετάφραση της Αλίκης Πιστεύου. Ο συγγραφέας έχει αγγλικό όνομα αλλά γράφει στη γαλλική γλώσσα. Κανονικά λοιπόν λέγεται Νταβίντ Μακνίλ. Στο εσώφυλλο διαβάζουμε μερικές βασικές πληροφορίες. Δεν είναι μόνο συγγραφέας, είναι επίσης συνθέτης και τραγουδιστής. Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη το 1946 και δύο χρόνια αργότερα ήρθε στη Γαλλία όπου ζει έκτοτε. Εκεί είχε την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με τον καλλιτεχνικό κόσμο της εποχής. Τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα τα έκανε στον κινηματογράφο, περισσότερο γνωστός όμως έγινε από την ενασχόλησή του με το τραγούδι, έχοντας συνεργαστεί με σπουδαίους γάλλους μουσικούς (Yves Montand, Julien Clerc, Jacques Dutronc κ.ά.). Το 1991 εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα. Το «Άντζι» είναι το έβδομο μυθιστόρημά του.

Πρώτα μια γενική παρατήρηση. Το εξώφυλλο σε προδιαθέτει κάπως αρνητικά για το περιεχόμενο γιατί απεικονίζει το πνεύμα του σημερινού νέου γραφίστα που δουλεύει αποκλειστικά με τον υπολογιστή και τους αυτοματισμούς τους οποίους προσφέρει η οθόνη και τα άπειρα αρχεία έτοιμου ή μισοέτοιμου υλικού. Δύσκολα πιάνει το βιβλίο ένας απαιτητικός της αισθητικής. Κι όμως από τις πρώτες σελίδες η αφήγηση κερδίζει τον αναγνώστη, του δημιουργεί το ενδιαφέρον να συνεχίσει. Ο ρυθμός δεν σκοντάφτει και οι εικόνες ξετυλίγονται κινηματογραφικά με αρκετά γρήγορο μοντάζ, χωρίς όμως πρωτοποριακές διαθέσεις και γλωσσικούς πειραματισμούς.

Tώρα, πώς εξηγείται ο τίτλος. Άντζι είναι το όνομα της αινιγματικής γυναίκας που συνδέθηκε με το ομώνυμο τραγούδι των Κιθ Ρίτσαρντς και Μικ Τζάγκερ με τους Rolling Stones. Η Άντζι αποκτά υπόσταση, γίνεται υπαρκτό πρόσωπο από τον Νταβίντ Μακνίλ, αν και δεν είναι (ευτυχώς) ο μοναδικός άξονας της υπόθεσης. «Άντζι ή το δωδεκάμετρο ενός μπλουζ». Εδώ βέβαια το μπλουζ με την μεταφορική έννοια. Δώδεκα τα κεφάλαια αλλά, πέρα από αυτό, διαβάζουμε πολλές σελίδες για τη μουσική, τα μπλουζ, την τζαζ, τους ανθρώπους, τις συμπεριφορές, την ατμόσφαιρα μιας εποχής που σήμερα μοιάζει μυθική και πολύ μακριά από τη σύγχρονη πραγματικότητα.

Νταβίντ Μακνίλ,

Ένα άλλο θέμα είναι η ιστορία – όχι η υπόθεση αλλά η ιστορία μιας περιόδου. Ο Νταβίντ Μακνίλ βασίζεται σε αυτοβιογραφικά στοιχεία. Όχι μόνο γιατί βίωσε πολλά από αυτά που περιγράφει, αλλά γιατί ζούσε την εποχή που καταγράφει και την ζούσε έντονα από μέσα. Η αφήγηση, σε πρώτο πρόσωπο, αρχίζει με τον συγγραφέα να βρίσκεται στο Παρίσι ως μουσικός. Παίζει κιθάρα στο Jackie’s Bar με ρεπερτόριο από την αμερικανική φολκ, κάντρι και τα μπλουζ. Είναι τα χρόνια που με την άνοδο του ροκ και της ποπ ανοίγει ο δρόμος και για τις πηγές τους. Αρχές της δεκαετίας του ’60 και η ατμόσφαιρα σιγοβράζει προετοιμάζοντας τις μεγάλες εκρήξεις – φυσικά όχι μόνο στον τομέα της μουσικής. Ας διαβάσουμε τώρα ένα απόσπασμα από το πέμπτο κεφάλαιο.

Οι μουσικοί της τζαζ λατρεύουν να πηγαίνουν στου Πολ. Ορισμένοι, όταν παίζουν στη Βόνη ή στο Άμστερνταμ, ύστερα από την εμφάνισή τους, διανύουν διακόσια χιλιόμετρα για να ολοκληρώσουν τη βραδιά. Ο Τσάμπιον Τζακ Ντιπρί και ο Μέμφις Σλιμ έχουν δώσει, φυσικά, εκεί αξέχαστες συναυλίες. Μπαίνουμε στου Πολ – η όμορφη Άντζι κι εγώ. Ο Μέμφις είναι στο μπαρ, φαίνεται πολύ χαρούμενος που μας βλέπει. Ο κύριος Πολ μας καλωσορίζει, φιλάει πρώτα την Άντζι και έπειτα μου σφίγγει το χέρι θαρρείς και με γνωρίζει από τις απαρχές του χρόνου. Μας βάζει να καθίσουμε σε ένα μικρό τραπέζι που έχει κρατήσει για εμάς δίπλα στη σκηνή. Ένας ξανθός πιανίστας ολοκληρώνει την ερμηνεία του με μερικά χλιαρά αλλά παρατεταμένα χειροκροτήματα, κατεβαίνει από τη σκηνή, ο Πολ βάζει ένα δίσκο και μας πλησιάζει, ψιθυρίζοντας στον Μέμφις:

        «Μέμφις, βλέπεις εκεί πέρα τον τύπο με τα λευκά μαλλιά; Είναι ο πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών. Βρίσκεται εδώ ινκόγκνιτο. Αν μπορούσες να του αφιερώσεις ένα τραγούδι, θα του έδινε μεγάλη χαρά…»

        Τότε, ο Μέμφις σηκώνεται και ανεβαίνει στη σκηνή. Ο κόσμος τον χειροκροτεί, κάθεται στο πιάνο, τοποθετεί το μικρόφωνο στο σωστό ύψος, κι ο Πολ αναγγέλλει από το μπαρ:

        «Απόψε έχουμε την χαρά να φιλοξενούμε τον πρέσβη των Ηνωμένων Πολιτειών. Σεβόμαστε την επιθυμία του να παραμείνει ανώνυμος. Ο Μέμφις, ωστόσο θα ήθελε να του αφιερώσει ένα τραγούδι…»

        Ο άντρας έχει την όψη μικρού παιδιού που το τσάκωσαν να βουτάει το δάχτυλό του στη μαρμελάδα. Ο Πολ παρακολουθεί με το βλέμμα τον πρέσβη μας που τον χειροκροτεί ο κόσμος. Είναι υποχρεωμένος να σηκωθεί. Η «τέχνη» του τέλειου διπλωμάτη κυριαρχεί και πάλι, τα καταφέρνει πολύ καλά σε αυτή τη δοκιμασία, χαιρετώντας το ακροατήριο υπό το φως του προβολέα. Ο Μέμφις τοποθετεί τα χέρια πάνω στα πλήκτρα.

        «Θα ήθελα να αφιερώσω απόψε αυτό το τραγούδι στους πρέσβεις που μας εκπροσωπούν σε όλο τον κόσμο. Το τραγούδι λέγεται:’’If you see Kay’’…»

        Ο κόσμος χειροκροτεί και πάλι, αλλά όλοι οι αγγλόφωνοι γελούν βροντερά, πρώτη και καλύτερη η Άντζι. Αναρωτιέμαι, λοιπόν, που μπορεί να βρίσκεται το αστείο… Κι έπειτα, μου σκάει η έκλαμψη: «If you see Kay», αν το συλλαβίσει κανείς στα αγγλικά, γίνεται: F.U.C.K

        O συγγραφέας-αφηγητής εγκαταλείπει το Παρίσι και βγαίνει στον αυτοκινητόδρομο προς Βρυξέλλες. Μια λευκή Ρολς Ρόις σταματά μπροστά του με οδηγό τον Μέμφις Σλιμ και δίπλα του την Άντζι. Δύο μυθικά πρόσωπα. Αρχίζει το οδοιπορικό. Παρίσι, Βρυξέλλες, Κολωνία, Λονδίνο, μπλουζ, ροκ και τζαζ, ραδιόφωνο, πάρτι, συναυλίες, ποτά και ναρκωτικά, ερωτισμός και διαμάχες… οι σκηνές τρέχουν κινηματογραφικά, ο λόγος αρκείται στα απαραίτητα. Τρέχουν και τα πρόσωπα: ο Στιβ Λέισι στο περίφημο La Coupole, Τσετ Μπέικερ, Τζον Λι Χούκερ, Κιθ Ρίτσαρντς, Μικ Τζάγκερ, Μάριαν Φέιθφουλ, Μέμφις Σλιμ και Γουίλι Ντίξον στο κλαμπ Trοis Mailletz και τόσοι άλλοι. Κλείνοντας ένα ακόμη απόσπασμα, αυτή τη φορά το έβδομο κεφάλαιο.

Περιμένουμε οκτώ ή οκτώμισι ώρες σε μια τύπου μπρασερί, μια Bierstube, πίνοντας μπίρα από πελώρια ποτήρια. Σερβιτόρες με παραδοσιακές ενδυμασίες περνούν ανάμεσα από τα τραπέζια κουβαλώντας αυτά τα ποτήρια δέκα δέκα, στριμώχνοντας τα ανάμεσα στα μπράτσα και τα τεράστια στήθη τους, ενώ οι άνθρωποι στους πάγκους πιάνονται από τους αγκώνες και ταλαντεύονται στον παραδοσιακό ρυθμό της Άνω Βαυαρίας, που παίζει ένα γκρουπ μουσικών με δερμάτινα παντελόνια. Ο Σλιμ και ο Γουίλι Ντίξον, στο πατάρι αναμετρώνται στο μπιλιάρδο. Ο Ντίξον παίζει πάρα πολύ καλά. Λένε πως μια εποχή, όταν δεν κατόρθωνε να βγάζει το ψωμί του μόνο με τη μουσική του, έπαιζε μπιλιάρδο με επαγγελματίες, επικίνδυνους ανθρώπους, που για ένα ναι ή ένα όχι σου σπάνε και τους δύο αντίχειρες. Αλλά αυτόν τον σέβονται, όλος ο κόσμος τον φοβάται. Πρέπει να πούμε ότι ο Γουίλι ήταν πυγμάχος: έχει πάρει μέρος σε περισσότερους από εκατό αγώνες κι έχει κερδίσει μάλιστα και τον τίτλο του πρωταθλητή στην κατηγορία των μεσαίων βαρών. Όπως και να’ χει, αν τα μπλουζ πάψουν μια μέρα να είναι στη μόδα, μάλλον τα έχουν εξασφαλίσει τα νώτα τους: ο Σέικι Τζέικ με τα ζάρια και ο Γουίλι με το μπιλιάρδο. Τώρα, ο Ντίξον είναι σπουδαίος παραγωγός, είναι η κεντρική μορφή των «Chicago blues», σχεδόν η ψυχή τους. Ορίστε, είναι πολύ απλό: τα μπλουζ του Σικάγο είναι τα μπλουζ του Δέλτα συν τον ηλεκτρικό ήχο, συν τον Γουίλι Ντίξον.

        Πάνω στη σκηνή, οι Σόνι Τέρι και Μπράουνι ΜακΓκί αρχίζουν τη «ρουτίνα» τους, το είδος της μουσικής που είναι εντελώς μπούγκι και που σε ξεσηκώνει, «déménage» όπως το λένε στο Παρίσι, στην οδό Ισέτ, ακούγοντας Λιτέ. Κατά τις εννιά, ο Σέικι Τζέικ κάνει την αλλαγή. Ύστερα, είναι η σειρά του Γουίλ. Το κοινό είναι πολυάριθμο και πολύ δεκτικό, ανακαλύπτει τα μπλουζ, αλλά τελικά το πρόγραμμα περιλαμβάνει υπερβολικά πολλούς τραγουδιστές, και ο καθένας δεν παίζει παρά μόνο πέντ’ έξι τραγούδια. Μόλις κατορθώνει κάποιος να δημιουργήσει ατμόσφαιρα, πρέπει να παραχωρήσει τη θέση του στον επόμενο μουσικό. Αυτό είναι το μειονέκτημα όλων των φεστιβάλ: πάντα έτσι γίνεται, εκτός ίσως από το Νιούπορτ, όπου έχει ο καθένας μία ώρα στη διάθεσή του για να καταθέσει την ψυχή του. Όση ώρα βρισκόταν ο Σόνι Τέρι στη σκηνή, ο Μέμφις μού έδωσε τη φυσαρμόνικά του λέγοντάς μου να επαναλαμβάνω τα ριφ του τυπάκου, κι έτσι κάθομαι στη γωνιά μου και τσιμπολογώ νότα προς νότα ιδέες για φράσεις, θραύσματα έμπνευσης.

        Ο Τζον Λι Χούκερ θα κάνει τότε ένα θαύμα: αρχίζει να παίζει το «Shake it Babe», που μόλις έχει συνθέσει και που διαρκεί τρία λεπτά. Όμως, καθώς αισθάνεται το πλήθος να πάλλεται σαν ένας και μόνο άνθρωπος στον ήχο του ρυθμού του, μια πραγματική ατμομηχανή, το κομμάτι θα διαρκέσει τρεις φορές περισσότερο. Αυτή η αξέχαστη ζωντανή εκτέλεση θα κάνει το γύρο του κόσμου, θα κάνει σκόνη τα «τσαρτς» και θα γίνει κλασική. Όταν ανεβαίνει ο Μέμφις στη σκηνή, είμαι στα παρασκήνια, με τους αγκώνες ακουμπισμένους στη θήκη ενός ενισχυτή. Κάποιος είναι πίσω μου· γυρίζω λίγο, και είναι η όμορφη Άντζι που περνάει το μπράτσο της κάτω από το δικό μου.

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΗ «φάρσα» του Χρόνου και η «γνήσια χαρά» του Χώρου (του Δημήτρη Αγγελάτου)
Επόμενο άρθροΖωή (του Χρήστου Νικολόπουλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ