του Κώστα Θ. Καλφόπουλου
Κατ’ αρχάς, «υπάρχουν βιβλία που από το εξώφυλλό τους και μόνο είναι αρκετό να σε κερδίσουν», σημείωνε η Frankfurter Allgemeine (FAZ) σε πρόσφατη βιβλιοκριτική της (μία θέση που συμπίπτει απόλυτα με την ημερολογιακή καταγραφή του εκδότη Εντμόντ Σαρλό «Πρέπει να συνδυάζουμε την αισθητική με την πληροφορία») και Τα πλούτη μας, της νεαρής αλγερινής συγγραφέως Καουτέρ Αντιμί (Αλγέρι, 1986), είναι σίγουρα ένα από αυτά. Η εικαστική επιλογή του εκδότη να φιλοτεχνήσει το εξώφυλλο με ένα σχέδιο (καρρέ) του Jacques Ferrandez για την «κόμικ» μεταφορά του Πρώτου ανθρώπου, του Αλμπέρ Καμύ, που ετοιμάζεται από τις εκδόσεις Πατάκη (όπως συνέβη αντίστοιχα με τον Ξένο, του ίδιου εικονογράφου), υπερβαίνει κατά πολύ το μινιμαλιστικό γαλλικό πρωτότυπο (Νos richesses, Seuil) και κεντρίζει αμέσως τη γόνιμη περιέργεια και το ενδιαφέρον του υποψήφιου αναγνώστη, καθώς η σκηνογραφία του Αλγερίου και τα πρόσωπα που (θαρρείς πως) κινούνται στην παραλιακή λεωφόρο ήδη σε μεταφέρουν στο, συχνά βροχερό, κλίμα και την ατμόσφαιρα της πόλης που «μίσησε κι αγάπησε πολύ» ο Αλμπέρ Καμύ, απαθανατίζοντάς την στο Καλοκαίρι του, αλλά και στα Ημερολόγιά του.
Θα ’ρθείτε κάποτε στο 2Β της οδού Χαμανί, έτσι δεν είναι;
Κ. Αντιμί, Τα πλούτη μας
Όμως, το αρχικό ενδιαφέρον πολύ γρήγορα μετατρέπεται σε αδημονία αναγνωστική, καθώς η Αντιμί, σαν Αριάδνη που καθοδηγεί τον Θησέα, τον παίρνει από το χέρι, ανεβαίνοντας από το λιμάνι, να τού δείξει τους θησαυρούς που κρύβει η πολύβουη, χαώδης πόλη, η οποία στην καρδιά της κρύβει, και φανερώνει ταυτόχρονα, τον Λαβύρινθο της Κάσμπα: τον ίδιο που έπαιζαν στα δάχτυλά του ο «Πεπέ λε Μοκό», του Ζυλιέν Ντυβιβιέ, και οι μαχητές του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (FLN), και τον ίδιο που φοβόντουσαν οι Γάλλοι αλεξιπτωτιστές του στρατηγού Ζακ Μασσύ στις εφόδους τους στη διάρκεια της Αλγερινής Επανάστασης. Κι όπως ο αναγνώστης περιδιαβαίνει την πόλη, περνάει πρώτα μπροστά από το Milk Bar, το καφέ στην Πλατεία Εμίρ Αμπντελκαντέρ, όπου εκδηλώθηκε η πρώτη βομβιστική επίθεση του FLN που πυροδότησε τον αντιαποικιοκρατικό αγώνα, και συνεχίζει την περιπλάνησή του, χάρις στη θελκτική, ιμπρεσσιονιστική γραφή της Αντιμί, στην πόλη του Αλγερίου και τον κόσμο των βιβλίων.
Τα Πλούτη μας είναι μικρός λογοτεχνικός θησαυρός και, ταυτόχρονα, ένας πλούτος εικόνων: του Αλγερίου και των κατοίκων του, των εξομολογήσεων, που καταγράφονται σε ημερολογιακή φόρμα, των προσώπων, που αγαπούν το βιβλίο και τη λογοτεχνία, καθώς και τους «μικρούς ναούς» της αναζήτησης και της περισυλλογής, ήγουν τα βιβλιοπωλεία. Στον πυρήνα τους κρύβεται, και φανερώνεται, η ιστορία του εκδότη Εντμόντ Σαρλό (1915-2004), που ανακάλυψε τον συγγραφέα του Ξένου και του Εξεγερμένου ανθρώπου («στο σκαλάκι όπου καθόταν ο νεαρός Αλμπέρ Καμύ και διόρθωνε χειρόγραφα»), και του «Βιβλιοπωλείου Τα Αληθινά Πλούτη», που υπήρξε δημιούργημά του. Κυρίως όμως είναι και ένας αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη, του οράματος σε πείσμα των καιρών, της συλλογικής προσπάθειας κόντρα στον ατομικισμό και το κέρδος, της φιλαναγνωσίας απέναντι στην πνευματική ένδεια, και οι διθύραμβοι των Γαλλικών Μέσων δεν είναι καθόλου υπερβολικοί, όταν αναφέρονται σε «ωδή στη λογοτεχνία» (Le Canard Enchaîné) και σ’ έναν «ευφυή πίνακα της Αλγερίας του χθες και του σήμερα» (L’ Express).
Αν και δεν είναι λίγα τα βιβλία που θεματοποιούν τον κόσμο του βιβλίου και των βιβλιοπωλείων, το βιβλίο της Αντιμί ξεχωρίζει, κυρίως γιατί μεταφέρει τις λογοτεχνικές συντεταγμένες του ως επί το πλείστον εκτός των μητροπόλεων και, παράλληλα, συνθέτει μία νωπογραφία βγαλμένη θαρρείς από τα μύχια της πόλης και της λογοτεχνίας, «παλιομοδίτικη» και ταυτόχρονα σύγχρονη, συμπαρασύροντας τον αναγνώστη σε μία χρονοτοπική περιπλάνηση στα ενδότερα του Αλγερίου, αλλά, κυρίως, στον μυστικό κόσμο των βιβλίων, όπως τον οραματίστηκε ο Εντμόντ Σαρλό μέσα από τις εκδόσεις και το βιβλιοπωλείο του, και συνοψίζεται στη σοφία του αποφθέγματος «Ένας άνθρωπος που διαβάζει αξίζει για δύο».
Στην καρδιά του βιβλίου βρίσκεται η εργώδης προσπάθεια του εκδότη να στήσει «από το πουθενά» και υπό εξαιρετικά δυσχερείς συνθήκες το «δεύτερό του σπίτι», τις Εκδόσεις Σαρλό, σε μια χώρα που από το 1830 μέχρι το 1954 κατείχε γεωπολιτικά τη θέση της «επαρχίας», συστατικό της γαλλικής αποικιοκρατικής πολιτικής που απαξίωνε και ταυτόχρονα καταδυνάστευε το Μαγκρέμπ, θεωρώντας το ως ένα απλό «εξάρτημα» στη μηχανή της Grande Nation.
Η συγγραφέας καταφεύγει ευφυώς στη «λύση» των ημερολογιακών καταγραφών του Σαρλό, καταφέρνοντας με τον τρόπο αυτό και να συνοψίσει τα γεγονότα, αλλά και να αποδώσει αδρά το ύφος, την προσωπικότητά του και, κυρίως, τον αγώνα και την αγωνία του εκδότη, που σαν Δον Κιχώτης μάχεται με τους ανεμόμυλους του εκδοτικού και λογοτεχνικού τοπίου της μητρόπολης. Μαζί με τις προσωπικότητες που εμφανίζονται στα «Ημερολόγια» (Καμύ, Σαιντ-Εξυπερύ, Ζιντ, Πωλάν, Αμρούς κ.ά.), τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους του Παρισιού (Γκαλλιμάρ, Μινουί), τα βιβλία και τους συγγραφείς που θα κυριαρχήσουν κυρίως μετά τη λήξη του πολέμου, ο αναγνώστης «ταξιδεύει» σε διαφορετικές «εποχές» (Μεσοπόλεμος, δεκαετία του ’60, σήμερα), στον άξονα «Παρίσι-Αλγέρι», και, παράλληλα, ακολουθεί το αφηγηματικό νήμα να ξετυλίγεται στους δρόμους της αλγερινής πρωτεύουσας και, κυρίως, στην οδό Χαμανί 2Β, πρώην οδό Σαρράς, όπου στεγάζεται το βιβλιοπωλείο του Ε. Σαρλό, κι αμέσως «χάνεται για να τα δει όλα σ’ ένα σεργιάνι που μοιάζει με περιπλάνηση», όπως τον συμπαρασύρει η θελκτική γραφή της Αντιμί, που συναρμόζει επιδέξια διαφορετικά είδη (προβολική, ημερολογιακή, τριτοπρόσωπη) για να αφηγηθεί τις τρεις παράλληλες ιστορίες της: του Εκτόρ, του Αμπνταλλά και του Ρυάντ που συνδέονται μοιραία με την ιστορία του βιβλιοπωλείου και κατ’ επέκταση με την αλγερινή και γαλλόφωνη λογοτεχνία.
Τα Πλούτη μας είναι ένα «μαργαριτάρι», όπως το χαρακτήρισε η ιστοσελίδα της France Info (Radio France), ένας πολλαπλός φόρος τιμής: στον οραματικό εκδότη, στη μικρή «Κιβωτό» των βιβλίων, στη λογοτεχνία και, βέβαια, στην Αλγερία, πριν και μετά την Επανάσταση. Ένα βιβλίο μελαγχολικό και, ταυτόχρονα, αισιόδοξο, τρυφερό και ενίοτε σκληρό (στις εκδοτικές και συγγραφικές διαμάχες και, βέβαια, στον αγώνα του Αλγερινού λαού για ανεξαρτησία), ποιητικό, αλλά και ρεαλιστικό συνάμα (το τυπωμένο χαρτί και οι συνθήκες παραγωγής του βιβλίου), που αφήνει στον αναγνώστη μια γλυκόπικρη επίγευση. Ένα αίσθημα πολύτιμο μπροστά στην εκδοτική πλημμυρίδα των «μπεστ-σέλλερ» και των λογής-λογής «νουάρ» που κατακλύζει την αγορά του βιβλίου.
Στο βιβλίο, ο Αμπνταλλά πιστεύει ότι, «στην πραγματικότητα, δεν κατοικούμε εμείς τα μέρη, εκείνα μάς κατοικούν». Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα καλά βιβλία.
info: Kauther Adimi, Τα πλούτη μας, Μτφρ.: Έφη Κορομηλά, Πόλις, 210 σελ.