της Δήμητρας Ρουμπούλα
Πριν από δέκα χρόνια η κυβέρνηση της Αυστραλίας ζήτησε συγνώμη από τους Αβορίγινες για τις «κλεμμένες γενιές» τους. Αλλά το κακό είχε γίνει και η μαύρη σελίδα της «λευκής» ιστορίας της αυστραλιανής ηπείρου δεν άλλαξε βέβαια χρώμα. Ούτε θα μπορούσαν να παραγραφούν οι φυλετικές εκκαθαρίσεις και τα χιλιάδες παιδιά που απομακρύνθηκαν βίαια από τις οικογένειές τους για να προστατευθούν από τους «πρωτόγονους» γονείς και να ενσωματωθούν δήθεν στη λευκή κοινωνία, χάνοντας έτσι κάθε ίχνος πολιτισμικής ταυτότητας που είχαν και δεν είδαν ποτέ ξανά τους συγγενείς τους. Το αποτρόπαιο αυτό μέτρο καταργήθηκε μόλις το 1969. Η εθνολογική συρρίκνωση των ιθαγενών της ηπείρου, που αριθμούσαν περί τις πεντακόσιες διαφορετικές ομάδες και μιλούσαν περίπου διακόσιες πενήντα γλώσσες, μετά την αποικιοκρατική εισβολή είναι δραματική.
Ο Πίτερ Κάρεϊ προφανώς δεν έλαβε υπόψη του τη συγνώμη της αυστραλιανής κυβέρνησης όταν, λίγα χρόνια μετά, έγραψε το μυθιστόρημά του «Πολύ μακριά απ΄ το σπίτι» (εκδ. «Ψυχογιός»). Η αυστραλιανή κληρονομιά και το αποικιακό παρελθόν απασχολούν λίγο πολύ όλα τα έργα του συγγραφέα που ζει πλέον στη Νέα Υόρκη. Περισσότερο όμως αυτό το τελευταίο μοιάζει σαν ένας φόρος τιμής στον αυτόχθονα πληθυσμό και σε ό,τι έχει χαθεί στη μακρινή πατρίδα του. «Δεν έχει νόημα να μην ασχολείσαι με κάτι στο οποίο εμπλέκεσαι εκ γενετής. Ξυπνάς ένα πρωί και είσαι κληρονόμος μιας γενοκτονίας… Είμαι Αυστραλός και δεν έχω γράψει γι΄ αυτό; Ε, λοιπόν, μου φαίνεται άθλιο», έχει δηλώσει, ενώ στην εισαγωγή του αναφέρει ότι έχει περάσει ολόκληρη τη ζωή του «μη γνωρίζοντας πώς να το γράψει».
Ο Κάρεϊ είναι ένας πολύ σπουδαίος και απαιτητικός συγγραφέας, βραβευμένος δύο φορές με το Μπούκερ και εδώ και κάποια χρόνια το όνομά του φιγουράρει στα φαβορί για το Νόμπελ, για να κάνει το λάθος να καταγράψει απλώς τα δεινά των Αβορίγινων. Αυτά περνούν αριστοτεχνικά μέσα στο κείμενο και μάλιστα ο αναγνώστης θα τα διακρίνει στο δεύτερο μισό του βιβλίου, όταν ο συγγραφέας σταδιακά οδηγεί εκεί την πλοκή μετά από πολλές δαιδαλώδεις παράπλευρες ιστορίες που απαιτούν την πλήρη προσοχή του αναγνώστη.
Το «Πολύ μακριά απ΄ το σπίτι» εξελίσσεται σε μια αδιάκοπη μάχη μεταξύ νικητών και νικημένων. Η υπόθεση τοποθετείται στο 1954 και ξεκινά από τη Νότια Αυστραλία όπου συναντούμε τρεις ανθρώπους οι οποίοι κινούν τα νήματα της πλοκής. Ο καθένας κρύβει τα δικά του μυστικά τα οποία θα αποκαλύψει κάποια στιγμή, με φόντο πάντα μια αχανή και δυσπρόσιτη χώρα που εκείνη κι αν έχει καταχωνιάσει φοβερά μυστικά από το σκοτεινό παρελθόν της. Η ιστορία ξεκινά με την αφήγηση της Ιρέν, μιας λεπτεπίλεπτης καλλονής που έκανε τον πατέρα της να φτύσει τα δημητριακά του, όταν του είχε ανακοινώσει ότι πρότεινε η ίδια γάμο σε έναν άνδρα κοντοστούπη, τον πωλητή αυτοκινήτων Τιτς Μπομπ. Μαζί με τα δυο τους παιδιά, αλλάζουν σπίτι προκειμένου να ανεξαρτητοποιηθούν από τον πατέρα του Τιτς, έναν «προικισμένο κατεργάρη» στο χώρο της βιομηχανίας αυτοκινήτων, που προσπαθεί πάντα να χειραγωγήσει τις επαγγελματικές επιλογές του γιού του. Ο τελευταίος επιθυμεί να στήσει μια επιχείρηση με μεταχειρισμένα αυτοκίνητα και εν συνεχεία να γίνει πωλητής της Ford. Δίπλα στους Μπομπ, ζει ο εικοσιεξάχρονος ξανθός και ωραίος Γουίλ, απολυμένος πρόσφατα από τη δουλειά του ως δάσκαλος επειδή σε μια αιφνίδια κρίση κρέμασε από το παράθυρο του δευτέρου ορόφου έναν μαθητή του, τιμωρώντας τον γιατί τον ειρωνεύτηκε για τη δήθεν γερμανική καταγωγή του. «Πώς θα μπορούσα να τον διδάξω ότι η Αυστραλιανή κυβέρνηση επέλεγε σκανδιναβικούς τύπους ως μελλοντικούς πολίτες». Με ειδικές γνώσεις και αγάπη στη γεωγραφία, ο άνεργος Γουίλ είναι ο ιδανικός άνθρωπος για να συνοδεύσει ως πλοηγός την τολμηρή Ιρέν και τον Τιτς σε έναν αγώνα Redex. Οι Μπομπ δήλωσαν συμμετοχή στον θρυλικό αγώνα αυτοκινήτων για να λύσουν αφενός το επαγγελματικό τους πρόβλημα, αν κέρδιζαν, και αφετέρου για να ξεφύγουν από την παρεμβατική συμπεριφορά του πατέρα του Τιτς, ο οποίος όμως θα βρεθεί πολλές φορές στο δρόμο τους.
Ο γύρος της Αυστραλίας, πάνω από δέκα χιλιάδες μίλια, σε κακοτράχαλους χωματόδρομους, σε γκρεμούς και θανατηφόρες στροφές, σε διαδρομές του τρόμου και τροπικούς κυκλώνες, είναι δύσκολος και επίπονος. «Δεν ήταν αγώνας ταχύτητας, αλλά η εξαντλητική δοκιμή της αντοχής σε ακραίες συνθήκες». Πολλές περιοχές εμφανίζονται αχαρτογράφητες και παρουσιάζουν πολλούς κινδύνους. Τους παρακολουθούμε να επιχειρούν να περάσουν παράτολμα εμπόδια. Ταυτόχρονα όμως αποδεικνύεται γι΄ αυτούς κι ένα εσωτερικό ταξίδι. Ένα ταξίδι αυτογνωσίας. Ποιοι είναι, τι γονίδια κουβαλούν μέσα τους (μήπως Αβορίγινων;), σε ποια χώρα επιβιώνουν όταν διασχίζουν τα αποικιακά πεδία μάχης, τους αιματοβαμμένους τόπους της βίαιης σύγκρουσης ανάμεσα σε αυτόχθονες μαύρους και σε λευκούς αποικιοκράτες; Κι εδώ βρίσκεται η ουσία. «Ποιος ξέρει από ποιους δολοφόνους καταγόμαστε;» ή «Ποιος μπορεί να ξέρει τι τρέχει κάτω από το δέρμα ενός ανθρώπου;», όπως αναρωτιέται η Ιρέν για τον σύζυγό της, ο οποίος την έμαθε να οδηγεί, αλλά νιώθει συχνά μειονεκτικά επειδή είναι γυναίκα και μάλιστα με σκούρο δέρμα.
Ο Γουίλ από την άλλη, που συνδέεται περισσότερο με την Ιρέν, είναι η πλέον μυστηριώδης περίπτωση της παρέας. Ακολουθώντας το γύρο της Αυστραλίας, οι αποκαλύψεις διαδέχονται η μια την άλλη. Ο ίδιος εγκατέλειψε κάποτε τη γυναίκα και τα παιδιά του στη Μελβούρνη, όταν έμαθε ότι εκείνη τον απατούσε. Για καιρό έθαβε μέσα του το βάρος της ενοχής που τράπηκε σε φυγή και άφησε τα παιδιά του. Μετά ήρθε η ακραία τιμωρία του μαθητή του που του κόστισε τη θέση του δασκάλου. Τώρα ως πλοηγός των Μπομπ εξωτερικεύει το πάθος του για τη γεωγραφία και την αχαρτογράφητη πατρίδα.
Ο συγγραφέας ξεδιπλώνει γεγονότα και καταστάσεις από την προσωπική ζωή του καθενός, τα συνδέει με αφηγήσεις που κάποιες φορές δυσχεραίνουν την ανάγνωση, αλλά στη συνέχεια με μαεστρία επανακινητοποιεί το ενδιαφέρον με νέα περιστατικά που μπαίνουν στο μεδούλι του στόχου του: να βγάλει στην επιφάνεια το πιο εσωτερικό στοιχείο του κάθε χαρακτήρα και κυρίως να ξύσει τις πληγές από το παρελθόν της χώρας. Όταν κάποια στιγμή η Ιρέν σκοντάφτει σε ένα κρανίο παιδιού με οπή από σφαίρα και βρίσκεται μπροστά σε έναν ομαδικό τάφο, έρχεται στο φως η φρικαλεότητα της βρετανικής αποικιοκρατίας εναντίον των αυτόχθονων. Ήταν από παιδί Αβορίγινα, της λέει ο αρχιφύλακας της περιοχής, προτείνοντάς της να το κρατήσει για σουβενίρ… Οι ήρωες του μυθιστορηματικού παρόντος έρχονται σε κατά μέτωπο επαφή με το μαύρο παρελθόν της ηπείρου, από το οποίο προέρχονται και οι ίδιοι. Οι συγκλονιστικές αλήθειες βρίσκονται μπροστά τους, όπως και τα αμείλικτα ερωτήματα. Μήπως και οι ίδιοι είναι κάτι άλλο απ΄ αυτό που πίστευαν ή απ΄ αυτό που έδειχναν; Ποια τα πραγματικά τους γονίδια; Αλλά και η εικόνα της χώρας προς τα έξω πόσο αληθινή είναι σε σχέση με το παρελθόν της;
Σε άλλη στιγμή, ο Γουίλ βρίσκεται να εργάζεται στην κτηνοτροφική μονάδα ενός πλούσιου λευκού και να διδάσκει τα παιδιά των μαύρων εργατών που μιλούσαν μπασταρδεμένα αγγλικά. Εκεί έρχεται αντιμέτωπος με τα αποτελέσματα των πρακτικών των αυστραλιανών κυβερνήσεων για εθνική καθαρότητα, με τη βίαιη δηλαδή αρπαγή των παιδιών των ιθαγενών για να μεγαλώσουν σε σπίτια λευκών στο νότο, τις λεγόμενες «κλεμμένες γενιές». «Πάντα κλάματα σε αυτόν τον καταυλισμό. Ακούς μανάδες τη νύχτα να κλαίνε για τα μωρά τους…». Εκεί συνειδητοποιεί την πολιτισμική συρρίκνωση των γηγενών. Όταν σχεδιάζει έναν χάρτη για να δείξει στα παιδιά τα σύνορα της χώρας, εκείνα γελούν. «Οι μαύροι δεν έχουν φράχτη. Ούτε φράχτη ούτε παλιοχάρτη. Οι λευκοί έχουν φράχτη και χάρτη. Οι λευκοί έκοψαν τη χώρα μου. Χάρτη και τοπογράφοι. Χαρτιά λευκών. Δυτική Αυστραλία. Νότια Αυστραλία. Οι κατρίγια αμπάρωσαν πόρτες. Μαύροι απέξω». Εκεί ανακαλύπτει «πόσες γλώσσες διαφόρων φυλών υπήρχαν μέσα σε εκείνη τη σπηλιά, όλες εκείνες τις σπασμένες γλάστρες με τα θραύσματά τους συγκεντρωμένα, συμπεριλαμβανομένου και του μικρού Τσάρλι Χομπς, που ήταν ένας εκ των δώδεκα απογόνων μιας φυλής που σφαγιάστηκε. Ήταν αιχμάλωτοι ενός πολέμου που δεν έχει καταγραφεί από το υπουργείο Παιδείας».
«Πολύ μακριά απ΄ το σπίτι», στα τελευταία κεφάλαια φανερώνεται ο (χαμένος) πλούτος της κουλτούρας των Αβορίγινων, η οποία ήταν «βασισμένη στη χώρα, στην ύπαιθρο, στις διαδρομές ή στα μονοπάτια, που τώρα τα έκοβαν οι φράχτες. Ήταν εξόριστοι, τους είχαν αρνηθεί το νόημα της ζωής τους…». Ο Γουίλ, διαθέτοντας την ευαισθησία του μορφωμένου δασκάλου, διαπιστώνει ότι με ωμή βία και ανελέητη ασέβεια κτίστηκε η νέα ήπειρος. Έτσι μετατρέπεται σε ερασιτέχνη ανθρωπολόγο, σε ήρωα που διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στην ιστορία.
Με τη μετάφραση της Αργυρώς Μαντόγλου, η οποία, έχοντας μεταφράσει τα περισσότερα έργα του Πίτερ Κάρεϊ, γνωρίζει πώς να αποδώσει το ιδιαίτερο ύφος του και την ενίοτε στριφνή μεταμοντέρνα μα γοητευτική γραφή του, το «Μακριά απ΄ το σπίτι» είναι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα που αφήνει στον αναγνώστη μια βαθιά αίσθηση ικανοποίησης.
info: «Πολύ μακριά απ΄ το σπίτι» Πίτερ Κάρεϊ, εκδόσεις «Ψυχογιός», μτφρ. Αργυρώ Μαντόγλου, σελ. 401