Της Κατερίνας Σχινά.
Συγγραφέας: Χανς Φάλλαντα: Ο πότης. Μετάφραση Έμυ Βαϊκούση, εκδόσεις ‘Κίχλη’.
Πολλοί συγγραφείς έχουν επιχειρήσει να αποτυπώσουν το σύμπαν του αλκοολισμού: Μάλκολμ Λόουρι, (Κάτω απ’ το ηφαίστειο), ο Τζακ Λόντον (Ο αλκοολικός) Γιόζεφ Ροτ (Ο θρύλος του αγίου πότη), Αβελάρδο Καστίλιο (Ο διψασμένος). Είναι ένα σύμπαν που ανατρέπει συστηματικά την κανονικότητα ενώ τεχνηέντως αναπαριστά τη σκηνογραφία της, ένα σύμπαν οδύνης και εξευτελισμού, που ορίζεται από ασίγαστη δίψα, βάναυσο εγωισμό, επίμονη ενοχή εύκολα αναστρεφόμενη σε αυτοδικαιολόγηση, διαρκή ταλάντωση ανάμεσα στη διαύγεια και την ομίχλη της μέθης, επιθετικότητα, συγκεχυμένη σχέση με την πραγματικότητα, μοναξιά, καταρράκωση, εξαθλίωση. Κι από την άλλη, είναι ένα σύμπαν που μοιάζει απελευθερωμένο από τις στενόμυαλες επιταγές της αστικής ηθικής, ένα σύμπαν που εξανεμίζει τις αναστολές και ενισχύει, έστω και παροδικά, ένα αίσθημα παντοδυναμίας. Με το ποτό, λοιπόν θα επιχειρήσει να ακυρώσει το ακατάβλητο αίσθημα μειονεξίας του απέναντι στην άψογη σύζυγό του ο ήρωας του Χανς Φάλλαντα, ο εμπορευόμενος μεσοαστός Έρβιν Ζόμερ: κάποιο τυχαίο μεσημέρι θα ανασύρει από το κελάρι του ένα ξεχασμένο μπουκάλι κόκκινο κρασί και σταδιακά, ποτήρι το ποτήρι, θα συρρικνώσει τη ζωή του όλη, στο σχήμα του μπουκαλιού.
Ο Φάλλαντα γνωρίζει καλά την εξάρτηση – ο ίδιος υπήρξε αλκοολικός και μορφινομανής, τρόφιμος ασύλων αποκατάστασης, καταδικασμένος από το πάθος του σε μια ζωή διαρκώς ταλαντευόμενη ανάμεσα στην εξαχρείωση και στην προσπάθεια για οικογενειακή κανονικότητα. Το βιβλίο “Ο πότης” (που αξίζει να ειπωθεί ότι ευτύχησε μεταφραστικά, χάρη στην ολοζώντανη απόδοσή του στη γλώσσα μας από την Έμυ Βαϊκούση) άρχισε να γράφεται το 1944, στη διάρκεια του εγκλεισμού του συγγραφέα σε άσυλο, και είναι εν πολλοίς αυτοβιογραφικό.
Έχει γραφτεί πως πίνει κανείς για τις χαμένες μάχες – και ο ήρωας του Φάλλαντα, έχοντας χάσει πρώτα τη μάχη με την άμεμπτη σύζυγό του, θα διαπιστώσει πριν από το ποτό, μέσα από το ποτό και μετά από το ποτό ότι και η ύπαρξη η ίδια είναι μια εξ υπαρχής αποτυχία, μια χαμένη μάχη. Αυτή η φευγαλέα, έστω ματιά, στην απουσία νοήματος και στο εσώτερο χάος του, καθιστά τον Ζόμερ αποσυνάγωγο – όχι εξορισμένο από τους ανθρώπους στο περιθώριο λόγω της μέθης του, αλλά αυτοεξόριστο, ανέστιο, ασυμφιλίωτο με τον κόσμο. Ο Ζόμερ μ’ ένα μονάχα, σχεδόν ανεπαίσθητο βήμα, βρίσκεται έξω από κοινωνική θέση, όνομα, τόπο, πατρίδα – και είναι το ποτό εκείνο που του έχει δείξει τον δρόμο. Γιατί το ποτό καλλιεργεί και βαθαίνει, παρότι επιφανειακά μοιάζει να το απαλείφει, το βίωμα της τσακισμένης ζωής. Στο πρώτο ποτηράκι, ο πότης του Φάλλαντα τέρπεται· στα επόμενα πάσχει. Στο βάθος διεκδικεί μια κατάσταση ψυχής που το μυστικό της βρίσκεται στη βάναυση απώλεια του αυτοελέγχου. Δεν θέλει πια εκείνη την έστω και εύθραυστη ισορροπία του εγώ που διασφαλίζει την ταυτότητά του, την απεχθάνεται. Βαθιά μέσα του επιδιώκει την πτώση. Πτώση από κάθε απατηλή πληρότητα, πτώση από κάθε σωτήρια υπόσχεση, πτώση για την πτώση.
Όταν, μετά από ένα γερό μεθύσι, μετά από την ακυρωμένη συνεύρεση του με την αδιάφορη γκαρσόνα ενός ταπεινού καπηλιού – “τη βασίλισσά του την Έλσαμπε” όπως την λέει ενώ συναισθάνεται απόλυτα πως την μισεί γιατί τον περιφρονεί – ο Ζόμερ βρίσκεται στους δρόμους: τον βλέπουμε να βαδίζει ξυπόλυτος, με τις κάλτσες σκισμένες, και να μονολογεί. “Όλοι είναι στα κρεβάτια τους, μόνο εγώ είμαι στον δρόμο, εγώ, ο Έρβιν Ζόμερ, χονδρέμπορος αγροτικών προϊόντων. Όχι, όχι πια – κάποτε. Κι αυτό το όν που περπατάει στη φεγγαρόλουστη νύχτα, τι να’ ναι άραγες Ήταν… κάποτε. Τώρα πάει… βουλιάζει, βουλιάζει ξεχασμένος απ’ όλους… Ένα σκυλί ακούει το σερνάμενο βήμα μου, ξυπνάει στο σπιτάκι του, γαβγίζει, ξεσηκώνει και τ’ άλλα, τώρα αλυχτάει όλο το χωριό κι εγώ περνάω από μέσα σούρνοντας τα πόδια μου, τις ματωμένες πατούσες, ένας αλήτης, άστεγος, εγώ που ως τα χτές…” Ναι, αλλά τώρα βρισκόμαστε στο σήμερα. Και στο σήμερα, ο πότης του Φάλλαντα διαλέγει να διαλύσει ό, τι τον συγκροτεί, να πετάξει τις σάρκες του στα σκυλιά, και εν τέλει να δραπετεύσει από την ύπαρξη.
Όμως, το συγκλονιστικό στη λιτότητά του μυθιστόρημα του Φάλαντα, δεν περιγράφει μόνο το κατρακύλισμα στον αλκοολισμό και τον αυτοαφανισμό, την βίαιη φίμωση της αυτοσυνείδησης. Το μεγαλύτερο, και πιο συγκλονιστικό κομμάτι του, επικεντρώνεται στον μικρόκοσμο ενός ασύλου για παραβατικούς, ενός σωφρονιστικού ιδρύματος εποικισμένου από δολοφόνους και διαρρήκτες, ψυχικά ασθενείς και διανοητικά διαταραγμένους, όπου εγκλείεται ο Ζόμερ με την κατηγορία ότι έχει επιχειρήσει να δολοφονήσει τη γυναίκα του. Σ’ αυτήν την «ολιστική μηχανοδομή» εξουσίας, όπως θα την αποκαλούσε ο Μισέλ Φουκώ, οι σχέσεις είναι σαφώς κυριαρχικές, υπαγόμενες σε μια φυσική –για όσους, εκόντες-άκοντες, την αποδέχονται –υποταγή και πειθαρχία. Δεν συναντά κανείς εδώ την απολυταρχία του Ενός, του διευθυντή, ας πούμε, του ιδρύματος –αλλά την κυριαρχία των υποκειμένων του σωφρονισμού στις αμοιβαίες τους σχέσεις· όχι ένα ενιαίο οικοδόμημα υπέρτατης εξουσίας, αλλά πολλαπλές μορφές καθυπόταξης. Τα μέσα που ενδυναμώνουν τη θέση όσων (και είναι η πλειονότητα των εγκλείστων) συμμετέχουν σ’ αυτήν την εξουσιαστική διελκυστίνδα είναι απλά, τετριμμένα – μια πρέζα ταμπάκο, μια φέτα ψωμί με μαργαρίνη, μια ερωτική εκδούλευση· όσο για τον τρόπο φρονηματισμού τους, αυτός περνάει μέσα από την συμμόρφωσή τους σε δραστηριότητες παραγωγικές, ώστε να γίνουν «χρήσιμοι και ωφέλιμοι». Σταδιακά, οι τρόφιμοι του ασύλου εγκαταλείπονται στην αποχαυνωτική, επαναλαμβανόμενη ρουτίνα της καταναγκαστικής εργασίας, ή όταν είναι ανίκανοι να δουλέψουν, στην καθήλωση της υποχρεωτικής αδράνειας –και «ιδρυματοποιούνται». Ο Ζόμερ, καθηλωμένος ώρες ολόκληρες σ’ ένα μικρό δωματιάκι όπου κατασκευάζει «βούρτσες για τα νύχια, για τα χέρια, για τα μαλλιά, βούρτσες για βουτυράδικα και ζυθοποιίες και για πρεβάζια, σκούπες από πιασάβα και πινέλα ξυρίσματος και ζωγραφικής» ομολογεί ότι σιγά σιγά κατακλύζεται από «μια πρωτόγνωρη χαρά, ένα σχεδόν απολαυστικό αίσθημα αυτάρκειας». Δεν εναντιώνεται πια στους μηχανισμούς που τον απανθρωποποιούν, αγαπάει τη φυλακή του, ενδόμυχα φοβάται να την εγκαταλείψει. Αυτή, όμως, δεν είναι η διαδικασία μέσα από την οποία υποτάσσεται κανείς στον ολοκληρωτισμό;
Ο Φάλλαντα θα κατορθώσει με τον Πότη να αποκαλύψει τους μηχανισμούς μέσω των οποίων η ολοκληρωτική ιδεολογία εμποτίζει το ασυνείδητο, θα αναδείξει πόσο μικρή είναι η απόσταση που χωρίζει το καλό από το κακό, πόσον «ανεπαισθήτως» μπορεί να γλιστρήσει κανείς στην αυτοεξάλειψη, πόσο εύκολα ο μικρός άνθρωπος εγκαταλείπεται στην καθοδήγηση, αν όχι στην ποδηγεσία, και θα εκφράσει υπόρρητα την αποστροφή του προς ό, τι συνιστά και ό, τι τρέφει τους ολοκληρωτισμούς κάθε είδους. Κι αυτή η αποστροφή, ένα χρόνο μετά την ολοκλήρωση του “Πότη”, το 1946, θα γεννήσει το κύκνειο άσμα του συγγραφέα «Μόνος στο Βερολίνο» (μετ. Άντζη Σαλταμπάση, εκδ. ‘Πόλις’). Είναι η συγκλονιστική καταγραφή της διαδικασίας μέσα από την οποία καθημερινοί, αδύναμοι άνθρωποι μετατρέπονται σε φορείς του ναζιστικού ζόφου, αλλά και της αντίστροφης πορείας των ελάχιστων που εξεγέρθηκαν ενάντια στην ολοκληρωτική παράνοια και της αντιστάθηκαν με τίμημα τη ζωή τους.