Η μεταφυσική κάποιας στιγμής

0
179

Νίκος Σιδέρης(*).

 

 

Κάποια στιγμή, κατά το τέλος ενός προηγούμενου αιώνα, συζητούσα με μία φίλη κοινωνιολόγο που ζούσε στον Καναδά. Μου συνέστησε το έργο της Alice Munro. Απ’ όσα μου έλεγε, αποκόμισα την αίσθηση ότι πρόκειται για ένα έργο ανάμεσα στον Λόρκα (μείον η βαθύτατη ενότητά του με τη λαϊκότητα) και τον Νταλί (μείον η εμφατικά σουρεαλιστική γλώσσα). Γιατί αυτές οι συσχετίσεις, δεν είναι του παρόντος. Πάντως, η αίσθηση εκείνη ήταν επαρκώς διεισδυτική, ώστε να βρω ένα βιβλίο της. Διάβασα το μισό περίπου, μου άφησε μια καλή εντύπωση, μετά ήρθαν άλλα – κι επιβεβαιώθηκε ακόμη μια φορά το γνωστό Θεώρημα της Στοίβας: Αν ένα βιβλίο ή ένα ντοκουμέντο βρεθεί κάτω απ’ τη μέση της στοίβας, όπου βάζεις αυτά που διαβάζεις / θα διαβάσεις, πρέπει να θεωρείται απλώς ανύπαρκτο. Η σειρά του να το διαβάσεις δεν θα φτάσει ποτέ.

 

Τώρα, με αφορμή το Νόμπελ, επανόρθωσα τα ημαρτημένα. Διάβασα απανωτά και τα δύο βιβλία της, που έχει εκδώσει το Μεταίχμιο – «Μ’αγαπάει δεν μ’αγαπάει» και «Πάρα πολλή ευτυχία». Η ίδια η συγγραφέας επιλέγει, σα φόρμα του έργου της, τη βραχυλογία. Έτσι θα το σχολιάσω και εγώ.

 

Το θεματικό μοτίβο που διατρέχει τα διηγήματά της είναι «Ποτέ δεν ξέρεις τι συμβαίνει κάποια στιγμή»: Κάποια στιγμή συμβαίνει κάτι απροσδόκητο, όπου η καθημερινή κοινοτοπία διολισθαίνει ασυγκράτητα στο αδιανόητο. Κι ακόμη, ό,τι κι αν συμβαίνει κάποια στιγμή, ποτέ δεν γνωρίζεις εξαντλητικά τι είναι αυτό. Πάντα εμφωλεύει κάτι το ανείκαστο και άφατο, το οποίο ωστόσο αφορά ριζικά το υποκείμενο. Ακόμη κι αν πρόκειται —ή, μάλλον, ιδίως όταν πρόκειται!— για το υποκείμενο του κοινότοπου βίου. Για το ανθρωπάκι που κανείς δεν θα περίμενε ότι κάποια στιγμή θα συναντούσε το υλικό του πεπρωμένου — του δικού του και, ενδεχομένως, του ανθρώπινου. Δηλαδή, αυτό ακριβώς το άφατο και το ανείκαστο που ορίζει ριζικά το υποκείμενο. Τουτέστιν, κατά την ινδική φιλοσοφία, τα πράγματα — ή, η δυτική μεταγραφή του,  το κατά Λακάν Πραγματικό. Που συνιστά το υλικό κάθε ανθρώπινου πεπρωμένου — και, κατά τρόπο σημαδιακό, την πρώτη ύλη της μεγάλης τέχνης (η οποία καθιστά ορατό το αόρατο, ειπωμένο το ανείπωτο, ακουστό το ανήκουστο και τα όμοια: Ακόμη μια σειρά κοινοί τόποι…).

 

Η Μονρό συναντά το Πραγματικό στο σπίτι, στο δρόμο, στην πλαζ, στο ξυλουργείο, στη δεξίωση… μέχρι και σε μία βραδιά όπου μια συγγραφέας υπογράφει το βιβλίο της… Σε σπαράγματα βίου τα οποία, στην πρώτη επαφή μαζί τους, είναι κοινότοπα σε σημείο απελπιστικό. Μόνο που, καθώς σε περιβάλλουν, ντύνουν τα κοινά καινώς: Με την αύρα του αδιανόητου. Παράδειγμα: Κάποιος μπαίνει σ’ ένα σπίτι και ζητά από την νοικοκυρά να του φτιάξει κάτι να φάει. Σύντομα συναντιώνται σ’ αυτόν τον χώρο δύο δολοφόνοι. Και, στο επόμενο βήμα, η ύβρις οδηγεί τον έναν στην καταστροφή και τα μυστικά του άλλου πίσω στο συρτάρι των άρρητων που δεν αφήνουν ίχνη. Βρισκόμαστε μακριά, πολύ μακριά από την τρομακτική, φοβογόνο συνοχή του κόσμου, του υποκειμένου και του δεσμού τους, που συγκροτεί την αρχαία ή τη σαιξπηρική τραγωδία ή τα τοπία του Ντοστογιέφσκι. Η τραγικότητα κατά Μονρό επικαθορίζεται από το ότι καλείται να εκδιπλωθεί σ’ έναν κόσμο φλατ— κοινότοπο δίχως επίγνωση της κοινοτοπίας του από τις ψυχές που περιφέρονται μέσα του. Μέσα απ΄ το πάτσγουορκ που σχηματίζουν για μια στιγμή σπαράγματα πεπρωμένου που δεν οδηγούν στη σοφία, συχνότατα ούτε καν στη γνώση, η τραγικότητα αναδύεται ως ερώτημα περί της ύπαρξής της ή της ανυπαρξίας της: Άραγε, σ’ ένα τέτοιο κόσμο, υφίσταται η τραγικότητα της ύπαρξης; Αν όχι, τότε τι αποκαλύπτει ή δεν αποκαλύπτει η αισθητή μεταφυσική της κάποιας στιγμής που γίνεται διήγημα; Κι αν πάλι ναι, πώς κατορθώνει το υποκείμενο να την υφίσταται χωρίς να διερωτάται;

 

Η Μονρό γράφει αυτές της τραγικές στιγμές της κοινότοπης ανθρωπίλας σε μια φόρμα που εξ αρχής δεν εξαρτάται από την εξαντλητική πληρότητα της αφήγησης: Διηγήματα. Και σε μια γλώσσα που  αρνείται να αφίσταται από την κοινή ομιλία: Στην Απλή Γλώσσα (εδώ ο Λόρκα…). Μ’ αυτά τα αδιακόσμητα μέσα, επανεπινοεί το οικείο αποκαλύπτοντας τη μεταφυσική στην απλή γλώσσα (εδώ ο ντε Κίρικο— και ο Νταλί, βλέπε παραπάνω). Επανεπινοεί την απλή γλώσσα καθιστώντας αίνιγμα το οικείο. Κι έτσι προσφέρει στην απόλαυση της ανάγνωσης μια μεταφυσική του προφανούς και του κοινότοπου — απαλλαγμένη από τη γοτθικότητα και τις πομπώδεις φρασεολογίες της επιτηδευμένης στοχαστικότητας.

 

Τι παλεύει η Μονρό; Με τι παλεύει; Άραγε, παλεύει; Σίγουρα, απτά, δουλεύει το χάσμα μεταξύ προφανούς και λανθάνοντος τη στιγμή που αποκτά διαστάσεις πεπρωμένου για έναν άνθρωπο — για κάθε άνθρωπο. Ακόμη κι αν εκείνος αστοχεί: Όχι μόνο ως προς τη συνάντησή του με το πεπρωμένο. Αλλά και ως προς την ικανότητά του να αντιληφθεί ότι μια τέτοια συνάντηση έχει γίνει. Κι αποκαλύπτει ότι ο τρόπος ύπαρξης ακόμη και της πιο κοινότοπης ψυχής είναι ο τρόπος κάθε ψυχής — ο τρόπος της ψυχής: Το αίνιγμα που μάχεται να γίνει πράξη — η πράξη που μάχεται να αποκαλυφθεί σαν αίνιγμα.

 

Ίσως το Νόμπελ έχει πολύ βαρύνει από τα παίγνια της διάκρισης. Από τη λίστα του σίγουρα λείπουν σκανδαλωδώς κορυφές σαν τους Προυστ, Κάφκα, Μουζίλ, Καβάφη, Μπόρχες… Ενώ περιλαμβάνονται ασήμαντα μεγέθη, λόγω πολιτικής ή πολιτισμικής σκοπιμότητας. Ωστόσο, έστω και από σπόντα, βοηθάει να γνωρίσεις κάποιες γραφές που κάνουν τον κόσμο προσβάσιμο στην ύπαρξη. Όπως της Μονρό.

 

 

(*)Ο Νίκος Σιδέρης είναι ψυχίατρος, ψυχαναλυτής και συγγραφέας.

Προηγούμενο άρθροΑπό το προσκήνιο στην παραγωγή
Επόμενο άρθροΜεγάλο Κρατικό Βραβείο στον Δημήτρη Ραυτόπουλο

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ