Η Κωνσταντινούπολη του Λιβανελλί (του Θωμά Κοροβίνη)

0
2040

 του Θωμά Κοροβίνη.

 

Πρώτης γραμμής ποιητής, πεζογράφος, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και πολιτικός  , και εξέχων μουσικοσυνθέτης με διεθνείς επιτυχίες, εξαιρετικά δημοφιλής στη χώρα του  και ο δημοφιλέστερος Τούρκος καλλιτέχνης   στη χώρα μας εδώ και δεκαετίες, -ορκισμένος άλλωστε φίλος των Ελλήνων και θαυμαστής του ελληνικού πολιτισμού και της «Ρωμιοσύνης» στην ευρύτητά της-, ο αγαπημένος Ομέρ Ζουλφού Λιβανελί αποτελεί ζωντανό παράδειγμα πολυδιάστατου ενεργού  καλλιτέχνη με ιδιαίτερα έντονο κοινωνικοπολιτικό προβληματισμό, -από εκείνους τους δημιουργούς, τους σπανιότατους, που οι καρποί της επιδέξιας πολυπραγμοσύνης τους συνιστούν αυταπόδεικτα την ταυτότητα ενός αναγεννησιακού εξ Ανατολών ουμανιστή και διεθνιστή και ενός υποδειγματικού τύπου homo universalis του καιρού μας.

  Έχω καταγράψει και μελετήσει διεξοδικά όλη την μουσικογραφία του, μέρος της οποίας μας είναι πολύ γνωστό σε μας, ιδίως από τις συνεργασίες του με τον Μίκη και την Φαραντούρη, τις συναυλίες που έχει δώσει στη χώρα μας και την τεράστια απήχηση που είχαν τα τραγούδια του. Το λατρεμένο «Λέι λιμ λέι» έχει πλέον τη φήμη και το κύρος ενός παλλαϊκού, τουρκικού και μεσογειακού ύμνου που έχει ακουστεί σε όλο τον πλανήτη. Δεν θα επεκταθώ αναλυτικά σ’ αυτό τον τομέα της δραστηριότητάς του. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι έχει γράψει  καταπληκτική μουσική για τις   συναρπαστικές ταινίες του Γκιουνέι «Το κοπάδι»(Sürü), 1978, και «Ο δρόμος»(Yol), 1981,  τα έργα, που ξαναθύμισαν στο υπόλοιπο κόσμο ότι υπάρχει υψηλή κινηματογραφική τέχνη στην Τουρκία, για τις σπουδαίες ταινίες «Hazal», με την υπέροχη Τουρκάν Σοράι και  «Ötobüş» -που έχουν προβληθεί παλιότερα εδώ, επίσης δε, ότι έχει σκηνοθετήσει, είτε έχει γράψει το σενάριο, είτε  τη μουσική, συμμετέχοντας και με τις τρεις αυτές ιδιότητες, ή με κάποιες απ’ τις τρεις σε άλλες δεκαπέντε ταινίες. Άξιο μνείας είναι το αριστουργηματιικό φιλμ «Το χώμα σίδερο κι ο ουρανός μπακίρι»(Yer demir, gök bakır), βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του σημαντικότερου πεζογράφου του 20ου αι. στην Τουρκία, του Γιασάρ Κεμάλ, με πρωταγωνιστή τον εξαίρετο Rutkay Aziz, που την γύρισε το 1987 στα βάθη της Ανατολίας (δυστυχώς δεν προβλήθηκε στη χώρα μας). 

   Ο Ζουλφού Λιβανελί, πολυμεταφρασμένος, με όλα τα βιβλία του μπεστ-σέλερ,  ακολουθεί ως άξιος διάδοχος τη σειρά των προσωπικοτήτων που διέπρεψαν στα γράμματα και τις τέχνες τον 20ο αι. στην Τουρκία κάνοντας με τις δημιουργίες τους γνωστή τη χώρα  και πέρα απ’ τα σύνορά της, όπως ο Ναζίμ Χικμέτ, ο Γιασάρ Κεμάλ, ο Αζίζ Νεσίν, ο Γιλμάζ Γκιουνέι, -οι δύο τελευταίοι κουρδικής καταγωγής, όλοι τους κορυφαία πνευματικά  αναστήματα και αγωνιστές της Αριστεράς,  για να έρθει λίγο αργότερα   ο νομπελίστας συγγραφέας Ορχάν Παμούκ και  τα τελευταία χρόνια ο Τουρκογερμανός εμιγκρές κινηματογραφιστής Φατίχ Ακίν, ο σκηνοθέτης Νουρί Μπιλγκί Τσεϊλάν και έπεται η συνέχεια με άλλους διαπρεπείς σκηνοθέτες και συγγραφείς.

 Η συγγραφική του δουλειά έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, ενώ στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί τα βιβλία του :

  1. Το 1999 «Ο μεγάλος ευνούχος της Κωνσταντινούπολης», με πρόλογο του Μίκη Θεοδωράκη, που το παίνεψαν πολύ ο Καζάν, ο Γαβράς και τόσοι άλλοι.
  2. Το 2005, «Ευτυχία».
  3. Το 2010, «Το σπίτι στο Βόσπορο».
  4. Το 2012, «Σερενάτα»
  5. Το 2014, «Η ιστορία του αδερφού μου»

Και φτάνουμε στο 2017 με το «Οτέλ Κονσταντίνιγε», που εκδόθηκε στην Τουρκία το 2015.  

Σ’ αυτό λοιπόν το πιο πρόσφατα γραμμένο, το  εκτενέστατο μυθιστόρημα το οποίο σήμερα παρουσιάζουμε,,  πρωταγωνιστεί η ίδια η Πόλη. Για τον Λιβανελί μια πόλη δε νοείται χωρίς την περιεκτική αλλά και την αναλυτική της κυρίως σύνθεση,  με απαλοιφή δηλαδή ή απόκρυψη αλλόδοξων από τα κυριαρχούντα σήμερα στοιχεία, αυτά που τρέφονται από μισαλλόδοξες ή συντηρητικές οπτικές και έτσι αλλοιώνουν την ιστορία και την γενικότερη σημασία της. Έγραψε ένα βιβλίο διαφορετικό από τα προηγούμενα, στο οποίο, παρόλο που είναι γεμάτο πολλά δρώντα πρόσωπα, είναι μουσκεμένο από το ιστορικό παρελθόν της Κωνσταντινούπολης, χωρίς προκαταλήψεις αλλά με την διάθεση να συμφιλιώσει τρόπον τινά την ιστορική διάσταση, ή, αν θέλετε, την πολλαπλά φορτισμένη αντίθεση  ανάμεσα στο αυτοκρατορικό Βυζάντιο και το χαλιφάτο της οθωμανικής περιόδου και να κατευθύνει τον προσανατολισμό του αναγνώστη, του σύγχρονου Τούρκου ή Έλληνα,  σ’ ένα πεδίο ουδέτερο, ένα πεδίο συμφιλίωσης. Το πόσο πετυχαίνει ένα καλογραμμένο και πολυδιάστατο «μυθιστόρημα πόλης», όπως αυτό,  να αμβλύνει διαφορές, να άρει προκαταλήψεις και να επαναπροσδιορίσει την συναισθηματική και την ιστορική ματιά από την εδώ ή την εκεί μεριά, είναι ένα θέμα συζητήσιμο. Ο Ζουλφού ίσως να είναι ο ιδανικότερος πρεσβευτής μια τέτοιας «ειρηνοποιητικής», ας την πούμε, προοπτικής. Εξάλλου έχει αγαπηθεί πολύ απ’ το ελληνικό κοινό τα τελευταία χρόνια όσο κανένας άλλος καλλιτέχνης απ’ την Τουρκία, όπως  έχουν αγαπηθεί τη δεκαετία του ’60 ο Ζεκί Μουρέν, ο «ήλιος της τέχνης» της γείτονος, οι μελοδραματικές πρωταγωνίστριες Χούλια και Τουρκάν, και την δεκαετία του ’80 ο Γκιουνέι.

   Για τον Λιβανελί η ταυτότητα της Κωνσταντινούπολης, της Constqntinople, της Πόλης, της Κονσταντίνιγε, της Ιστανμπούλ, δε νοείται χωρίς το βυζαντινό και το ρωμαίικό της προηγούμενο. Δε νοείται, επίσης, χωρίς την πολλαπλά βαρυσήμαντη φόρτιση που προσδίδει σ’ αυτή την μονάκριβη ευρασιατική πολιτεία το πολυεθνικό, πολυπολιτισμικό, πολυθρησκευτικό μητροπολιτικό παρελθόν της και χωρίς την απροσδιόριστη ακόμη και σήμερα διαχρονική τιμή της για την ιστορία και τον πολιτισμό της ανθρωπότητας. 

   Ο Ζουλφού έχει στο νου του πάντοτε ότι το πλούσιο και ένδοξο παρελθόν της, ως πρωτεύουσας τριών αυτοκρατορικών περιόδων, σε εποχές που ήταν κοσμοκράτειρα, της δίνει και το ισχυρό άλλοθι, εκείνο  του ιστορικού και μυθικού της μεγαλείου, για την μετουσίωση του θρυλικού της προσώπου σε τέχνη, αντιδιαστέλλοντας σε σχέση με το αλλοτριωμένο παρόν της –ή, αν θέλετε, συμπληρώνοντας το πορτρέτο της. 

    Το πολυδαίδαλο και πολυπρόσωπο μακροσκελές αφήγημα «Οτέλ Κονστντίνιγε» είναι ένα εξαιρετικά ελκυστικό μυθιστόρημα πόλης. Ο Λιβανελί, όπως εξηγεί στον πρόλογό του, «επανεφευρίσκει» έναν δικό του τρόπο να ακολουθήσει μια μορφή αφηγηματικού λόγου ανατολίτικης υφής που άνθησε από τον 16ο μέχρι τον 18ο αιώνα στην Κονσταντίνιγε-Ιστανμπούλ και λέγεται «Σεχρενγκίζ». Ο Ζουλφί πάνω σ’ αυτό το πρότυπο, μιας κατηγορίας πολύ δημοφιλούς λαϊκού λόγου περασμένων εποχών φτιάχνει ένα «μυθιστόρημα πόλης» του καιρού μας με στόχο να αφηγηθεί ποικίλες ιστορίες ανθρώπων, που διαδραματίζονται στα διαμερίσματα και στα σοκάκια της σημερινής Σταμπούλ διαπλέκοντας τον παρόντα και τον παρελθόντα χρόνο με εμβληματικές αναφορές στους θρύλους και την πραγματική ιστορία της άλλοτε κοσμοκράτειρας πόλης με τα εκατοντάδες ονόματα : Βασιλεύουσα, Νέα Ρώμη, Κονσταντίνιγε,  Ντερσααντέτ, Ισλάμπολ, Σιτανμπούλ, Ιστανμπούλ, και τόσα άλλα.

    Είναι σα να παρακολουθείς σε μια σκηνή θεάτρου να παρελαύνει διαδοχικά ένας πολυπληθής θίασος της εποχής μας με εναλλασσόμενες, συνήθως  παράξενες και θα ’λεγα πρωτότυπες ιστορίες,  ενώ στο βάθος της σκηνής στέκονται αλλά και δρουν, σα ζωντανά φαντάσματα, ο Παλαιολόγος και ο Πορθητής, ο Κριτόβουλος και ο Τζαλλαλαντίν Ρουμί, ο πατριάρχης Γεννάδιος   και ο ποιητής  Αβνί, δηλαδή ο σουλτάνος Μεχμέτ ο Β, η αυτοκράτειρα Θεοδώρα –που φαίνεται ο Ζουλφί να της έχει ιδιαίτερη αδυναμία- και ο μέγας περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπί και τόσοι άλλοι. Το αποτέλεσμα είναι συναρπαστικό. Κάθε ιστορία έχει μια δική της δυναμική και απόλυτη αυτοτέλεια, ενώ παράλληλα «δένει» μέσα στη συνολική ροή του μυθιστορήματος με τις υπόλοιπες δημιουργώντας όλες μαζί μια μεγάλη ιστορία με κρίκους, με σπονδυλωτά επεισόδια τα οποία αποδίδουν γραμμένα με τρόπο μαεστρικό το πρόσωπο της σύγχρονης Κωνσταντινούπολης, της πιο πολύπαθης και δοξασμένης πολιτείας στην ιστορία του κόσμου με τις σκιές του παρελθόντος που ορίζει τη διαχρονική μοίρα της να συνομιλούν στο μπεκράουντ του μπερντέ.

    Το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί και σαν ένα σύγχρονο χρονογράφημα πόλης, μια αστυγραφία της εποποιίας των καθημερινών ανθρώπων ή ένας νέος τρόπος να ξαναγράψουμε τα «σεγιαχάτναμέ» των Οθωμανών, δηλαδή τις ταξιδιωτικές και περιηγητικές μας αφηγήσεις     εστιάζοντας ανθρωποκεντρικά με φόντο την ιστορία που γράφεται στις μέρες μας με τις πολιτικές, τις κοινωνικές, τις ψυχολογικές της παραμέτρους.

      Ο Λιβανελί έχει προ πολλού αποδείξει ότι είναι ένας ιδιαίτερα χαρισματικός αφηγητής αλλά μ’ αυτό το μυθιστόρημα δικαιώνεται σαν ένας αφοπλιστικά ελκυστικός παραμυθάς της εποχής μας κατά τον ανατολίτικο τρόπο αλλά με μεικτή, δυτική και ανατολίτικη παιδεία, και με αποδέκτες από όλο το πλανήτη αναγνώστες –και, θα ’λεγα, θεατές-, γιατί ο Ζουλφί, γράφοντας «γυρίζει» ταυτόχρονα και μια επική ταινία, που κυριολεκτικά την βλέπουμε παράλληλα  ενώ την διαβάζουμε.

   Είναι ευρηματικοί οι πολιτικοί συσχετισμοί που κάνει, όπως π. χ. στο υπέροχο κεφάλαιο με τα οθωμανικά σκλαβοπάζαρα κα τις αγορές μικρών κοριτσιών και αγοριών με αναλογικές αναφορές στην Ιουστινιάνειο περίοδο που η Θεοδώρα φυλάκισε όλες τις πόρνες της Πόλης, πόρνη και η ίδια προτού θρησκευτεί.  Βάζει λοιπόν να ξαναγεννιέται το σκλαβοπάζαρο στις μέρες μας με την εξαγορά ή τις αρπαγές της αφρόκρεμας των κατατρεγμένων Σύριων προσφύγων σε μια για αιώνες πολυάνθρωπη πολιτεία, όπου το παζάρι της αμαρτίας δε σταμάτησε λεπτό και όπου η πλέον υποδειγματική πολίτης για την φορολογική της συνέπεια υπήρξε η Αρμένισσα Μαντάμ Μανουκιάν, που διηύθυνε σχεδόν σαράντα σχεδόν σαράντα πορνεία.      

     Μέσα στο «Οτέλ Κονσταντίνιγε» ξεδιπλώνονται πολλές και διάφορες σύντομες ή εκτεταμένες ιστορίες ζωής, σα μίνι σενάρια για κινηματογραφικά φιλμ, όλα με εξαιρετικό ενδιαφέρον, τόλμη και σαγηνευτική πλοκή. Οι ιστοριούλες αυτές που είναι συναξάρια του βίου προλετάριων και λούμπεν προλετάριων της πόλης, επαρχιωτών της Ανατολίας, μικροαστών ή μεγαλοαστών, είναι παραστατικά δείγματα εκπροσώπων της σύγχρονης ζωής των τουρκικών μεγαλουπόλεων, κυρίως της Πόλης, της  Άγκυρας και της Σμύρνης.  Ενδεικτικά παραδείγματα από τέτοιες ιστορίες : 1.Όταν στρατεύονται οι  Κούρδοι, μαθαίνουν με το «ξύλο» την τουρκική γλώσσα στο «Σχολείο του Αλή», το κρατικό σχολείο για αναλφάβητους. 2. Η συγκλονιστική συνέντευξη ενός νεαρού Κούρδου που έχασε τον αδερφό του από πυρά του στρατού, ευκαιρία για να μιλήσει γύρω από τις άθλιες συνθήκες ζωής και κοινωνικής αγωγής που επικρατούν στα απομονωμένα χωρία στις εσχατιές της Ανατολίας. 3. Η μωροφιλοδοξία των ελαφρόμυαλων ζάπλουτων χανουμισσών να γεννήσουν τους κανακάρηδές τους στην Αμέρικα, μπας και ο γιος τους, με αμερικανική υπηκοότητα, γίνει κάποτε πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. 4.Η απαγωγή της μικρής Εμπρού, μια ιστορία πέρα απ’ τις εσχατιές του ανθρώπινου σπαραγμού, της μάνας που γίνεται δολοφόνος, ένα στόρι με τέσσερα ακούσια θύματα, της ίδιας που τρελαίνεται και φυλακίζεται, της κόρης της, του ενός άνδρα που την παραπλάνησε με σκοπό να την παρηγορήσει και της κόρης του. 5. Η εκπληκτική ιστορία του «μπάσταρδου» Γκαρίπ που γεννήθηκε στη φυλακή, απαρνημένος από τη φόνισσα μάνα του, που είχε σκοτώσει τον γαμπρό της, πατέρα του Γκαρίπ, που συστηματικά την βίαζε. 6. Η ιστορία της κυρίας Μαχινούρ, μιας πάμπλουτης χήρας που φεύγει απ’ τον «γιαλάν ντουνιά» χωρίς να κάνει ποτέ της έρωτα ξύπνια αλλά με μια μορφή συναινετικού βιασμού με υπνωτικά χάπια, κρατώντας βαθιά κρυμμένη μια μοναδική ανάμνηση της ζωής της που της ξύπνησε μέσα της τον διάβολο της αμαρτίας, το ρίγος που ένιωσε απ’ το κορμάκι μιας Γιαπωνεζούλας που της έκανε «νούρου», μασάζ πολυτελείας. 7. Η ιστορία του διπρόσωπου, σαν τον θεό Ιανό,   κυρίου Εργκούν, στυγνού επιχειρηματία, με τους δυο γιούς του, που η δολοφονία του ενός απ’ τον άλλον είναι μια σύγχρονη μετουσιωμένη μεταφορά της βιβλικής αδερφοκτονίας Κάιν και Άβελ. 8. Το μεγάλο κεφάλαιο της «Νεκρόπολης» της Κωνσταντίνιγε, προς το τέλος του βιβλίου  όπου συνομιλούν μέσα σ’ ένα μεταφυσικό τοπίο άνθρωποι και ζώα απ’ το παρελθόν με νεοφερμένους νεκρούς.  

  1. Τέλος πολύ τιμητικό για τον Ζουλφί τον ίδιο η τιμητική αναφορά στον δάσκαλό του Γιασάρ Κεμάλ, μέσα απ’  το εύρημά του να τον βάλει να κάνει μουχαμπέτι στην κουρδική, τη μητρική του γλώσσα, μ’ ένα νεαρό Κούρδο, που δουλεύει γκαρσόνι στο «Οτελ Κονταντίνιγε».

    Ο Λιβανελί μέσα απ’ την γραφή του αναδεικνύει πλήθος σημαντικών προβλημάτων της ζωής στην Τουρκία σήμερα. Τα περισσότερα απ’ αυτά συνεκδοχικά αφορούν σε όλη την ανθρωπότητα :   Η διάβρωση της κρατικής μηχανής, η γάγγραινα της γραφειοκρατίας, η εκμετάλλευση των αγαθών λαϊκών ανθρώπων από ποικίλες ελίτ, τα ανθρωποκτόνα εργατικά ατυχήματα,  η ανομία των ισχυρών και η ατιμωρησία,  η συμμετοχή και των απλών ανθρώπων στη διαφθορά, όλο το γρανάζι του νεοκαπιταλιστικού συστήματος –με τις μίζες, τα λαδώματα, τα πριμ, το μαύρο χρήμα, την κολακεία της εξουσίας, η εξαγορά συνειδήσεων,  η  υποκρισία της μπουρζουαζίας, η επιδειξιομανία των ελαφρών, ο υπερτροφικός πλουτισμός και οι προκλητικές φιγούρες των εκπροσώπων του, τα οικογενειακά εγκλήματα στους κόλπους του προλεταριάτου των πόλεων, η ψυχογραφική ανάλυση εκκολαπτόμενων τρομοκρατών και η σύνδεση της προετοιμασίας τους για σφαγή των θυμάτων τους με τον τρόπο που γίνεται κατά παράδοσιν η θυσία του αρνιού, το κουρμπάνι του Μπαϊραμιού, η τα εγκλήματα της νύχτας, η δολοφονίες ταξιτζήδων, η ποικιλία της σεξουαλικής συμπεριφοράς μέσα στον τουρκικό πληθυσμό(«άντε τώρα να δεις προκοπή από μια κοινωνία που βλέπει το όργανο του μικρού αγοριού σαν όπλο –μην ξεχνάμε yarak στην τουρκική σημαίνει όπλο αλλά και πέος-), η σχιζοειδής ψυχολογία που διαμορφώνει ένα μέρος του πληθυσμού εξαιτίας αφενός τω απαγορευτικών εντολών της ισλαμικής θρησκείας των ποικίλων haram, και αφετέρου της  επιτακτικής ανάγκης να αυτοπροσδιοριστούν ως άτομα και ως κοινωνία   υπήκοοι του τουρκικού κράτους με ελεύθερη διάνοια, η πολυεπίπεδη καταπίεση του κουρδικού στοιχείου, η καθυστέρηση, η οπισθοδρόμηση   και η αγραμματοσύνη στην οποία είναι βυθισμένα τα λαϊκά στρώματα σε πολλές περιοχές της Ανατολίας, είναι θέματα που προβληματίζουν το αναγνώστη καθώς  παραδειγματικά αναδεικνύονται και αποδίδουν το πορτρέτο της σύγχρονης τουρκικής κοινωνίας μέσα από τις συγκρούσεις και τις αντινομίες της. Π. χ. από ανάλογη παθολογία  πάσχουν τουρκική και ελληνική κοινωνία κατά τον τρόπο που περιγράφεται από τον Λιβανελί μέσα απ’ την ομολογία ενός παλαιού πανεπιστημιακού στην Άγκυρα, του Έρνστ Ρόυτερ : «Οι σημαντικοί άνθρωποι στην Τουρκία δεν έχουν αξία, ενώ, όσοι αξίζουν, -όσοι δηλαδή τους δίνουμε αξία-, είναι ασήμαντοι».

    Ο Ζουλφού Λιβανελί ισορροπεί τα στοιχεία του ακριβού, λεπτοφυούς συναισθήματος, του λυρισμού και της ανθρωπιάς με τον κυνικό ρεαλισμό αλλά και την μεταφορά σε ονειρικές καταστάσεις. Διαθέτει άφθονο σαρκασμό,   χιούμορ, πολιτική διορατικότητα,  υψηλή κοινωνική ευαισθησία, ευστοχία σκέψης, αίσθηση της ανάγκης για απονομή κοινωνικής δικαιοσύνης, λεπτομερή γνώση της διαταξικής κλίμακας της τουρκικής κοινωνίας, σθεναρή ιδεολογική άρνηση και στιγματισμό των προκαταλήψεων, του θρησκευτικού φανατισμού, της μισαλλοδοξίας.  

  Μας έχει δώσει ένα  αξιέπαινο και πολύτιμο λογοτεχνικό έργο με πολύπλευρη σημασία και για τους γείτονές μας αλλά και για μας τους Έλληνες.

 

 info: Ζουλφί Λιβανελί, «Οτέλ κονσταντίνιγε», μτφρ: Νίκη Σταυρίδη, εκδ. Πατάκη 

 

  

 

Προηγούμενο άρθροΚατάδυση στην Ανατολή (του Χρίστου Κυθρεώτη)
Επόμενο άρθροΣυγγραφείς εναντίον φωτιάς (ανταπόκριση της Αλ. Σαμοθράκη από Λονδίνο)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ