Του Γιάννη Ν. Μπασκόζου.
Για την κρίση του τύπου υπάρχουν πολλά που μπορεί να πει κανείς. Το ένα είναι η αντικειμενική κατάσταση , το διαδίκτυο, οι σπατάλες των εκδοτών, οι υψηλές αμοιβές των στελεχών, η πτώση της διαφήμισης, η αλόγιστη «ανάπτυξη» που αποδείχτηκε μια φούσκα. Υπάρχει και η άλλη πλευρά. Τι ακριβώς προσφέρει ο τύπος σήμερα; Η ποιότητα του περιεχομένου και η κατοχύρωση της ανεξαρτησίας της γνώμης των συντακτών είναι η άλλη πληγή των εντύπων.
Τα τελευταία χρόνια η ποιότητα βαίνει ελαττούμενη. Τα πολιτικά κείμενα αρκούνται μόνον στα επίσημα ρεπορτάζ, οι πολιτικές αναλύσεις στερεύουν, τα αποκαλυπτικά θέματα περιορίζονται μόνον στα πρόσωπα που δεν ενοχλούν ή είναι «καμένα». Χρόνια τώρα οι πολιτικοί και οικονομικοί συντάκτες ήξεραν πολλά πράγματα αλλά δεν τα δημοσίευαν, κάτω και από την πίεση της επίσημης γραμμής. Λαμπρό παράδειγμα η περίπτωση Λαυρεντιάδη: έχοντας βάλει στο pay roll του ένα μεγάλο τμήμα των μεγαλο – δημοσιογράφων του οικονομικού αλώνιζε χωρίς κανείς να γράφει τίποτε. Ακόμα κι η υπόθεση Τσοχατζόπουλου έπρεπε όχι απλώς να «μυρίσει» αλλά να σαπίσει για να αρχίσει δειλά να γράφει ο τύπος.
Τα δεύτερο μεγάλο πρόβλημα ήταν η γοητεία του life style. Οι περισσότερες εφημερίδες έγερναν προς το μοντέλο Espresso. Το Πρώτο Θέμα δημιούργησε σχολή με το ρεπορτάζ που στηριζόταν αποκλειστικά σχεδόν στην προσωπική ζωή των επωνύμων. Η πιο συχνά επαναλαμβανόμενη προτροπή που ακούγεται στις συσκέψεις εκ μέρους των αρχισυντακτών είναι «γράφτε (ή φτιάχτε) ένα πιο ελαφρό θέμα».
Από την άλλη μεριά οι πολιτιστικές σελίδες, κυρίως της Καθημερινής , του Βήματος, της Ελευθεροτυπίας, των Νέων αποτελούν σκιά του παλιού καλού τους εαυτού. Οι σελίδες των βιβλίων εξαφανίστηκαν, σχεδόν, από παντού. Τα πολιτιστικά ρεπορτάζ είναι , κατά βάση, προαγγελίες των εκδηλώσεων της επόμενης εβδομάδας. Οι συνεντεύξεις ηθοποιών , κυρίως του κινηματογράφου, δίνονται έτοιμες στους συντάκτες από τις εταιρείες διανομής των ταινιών.
Είναι φανερό ότι πέρα από τις εξωτερικές συνθήκες και την ασφυξία της αγοράς οι ίδιες οι εφημερίδες δεν έκαναν τίποτα για να δημιουργήσουν στο κοινό τους την ανάγκη να τις αγοράσει. Απαξιώνοντας οι ίδιες το περιεχόμενό τους απαξίωσαν την αξία της επιχείρησης τους. Δεν προβληματίζονται γιατί ο Μπέζος της Amazon αγόρασε την Washington Post; Αν αυτή δεν είχε κρατήσει το στάτους που είχε και είχε μεταλλαχθεί σε μια λαϊκή φυλλάδα θα την αγόραζε; Δεν βλέπουν ότι σε καθεστώς κρίσης οι καλές εφημερίδες επενδύουν σε περιεχόμενο, όπως ο Guardian ή η Die Zeit, που σημειώνει αύξηση πωλήσεων;
Ο Ούλριχ Ράιτζ , Διευθυντής Σύνταξης της εφημερίδας WAZ στην περιοχή του Ρουρ, που την ανέλαβε έτοιμη να κλείσει και την έκανε κυκλοφοριακά επιτυχημένη, σε σχετική ερώτηση ποιο είναι το μυστικό του απάντησε : «πρέπει να οργανώσεις την έκπληξη», να μην παρασυρθείς από τα τηλεοπτικά μέσα , να υπηρετείς με πάθος τη δημοσιογραφία και να στηρίζεσαι στη γνώμη πολλών συντακτών.