της Λίλας Κονομάρα.
Ερημία είναι η λέξη που σου έρχεται στο μυαλό όταν γνωρίζεις τους ήρωες της Άλισον Μουρ στο βιβλίο της Ο Φάρος, υποψήφιο για το βραβείο Booker το 2012. Η ιστορία εκτυλίσσεται στο διάστημα μιας βδομάδας κατά την οποία, ο κεντρικός ήρωας, ο Φουθ, έχοντας μόλις χωρίσει με τη γυναίκα του, κάνει ένα ταξίδι στη Γερμανία, σε ανάμνηση ενός ταξιδιού που είχε κάνει μικρός με τον πατέρα του, όταν τους είχε εγκαταλείψει η μητέρα του. Στην πορεία του ταξιδιού του, η μοίρα του διασταυρώνεται με της Έστερ, μιας γυναίκας που διατηρεί ένα μικρό ξενοδοχείο με τον άντρα της. Οι ζωές των ανθρώπων αυτών, επιφανειακά τόσο διαφορετικές, αποδεικνύονται τελικά πολύ κοινές καθώς βουλιάζουν και οι δυο στο ίδιο κύμα μοναξιάς, εγκατάλειψης και προσπαθούν απεγνωσμένα να κρατηθούν στο παρόν από ένα μικρό φάρο.
Διάφοροι συγγραφείς επέλεξαν τον φάρο ως επαναλαμβανόμενο μοτίβο και πολλαπλό σύμβολο στα βιβλία τους, συνδιαλεγόμενοι άμεσα ή έμμεσα με το πασίγνωστο μυθιστόρημα της Βιρτζίνια Γουλφ Στο φάρο. Είναι προφανές ότι η Άλισον Μουρ συγκαταλέγεται ανάμεσα σ’ αυτούς καθώς βρίθουν οι αναφορές σε μικρές χαρακτηριστικές λεπτομέρειες του βιβλίου της Γουλφ. Στην περίπτωση όμως της Μουρ, δεν πρόκειται για το γνωστό και επιβλητικό κτίσμα, αλλά για μια μικρή απεικόνισή του που χρησιμεύει ως θήκη για άρωμα και χωράει στην παλάμη ενός χεριού. Κι αυτός, όπως και στη Γουλφ, παραπέμπει στην παιδική ηλικία και εκφράζει την επιθυμία του κεντρικού ήρωα να επιστρέψει σ’ αυτήν, ταυτόχρονα όμως συμβάλλει στην απομάγευσή της καθώς το αντικείμενο αυτό εμφανίζεται κάθε άλλο παρά ωραιοποιημένο: κυκλοφορεί σε δύο εκδοχές, μία ξύλινη, μία ασημένια, ανάλογα με τα λεφτά που διαθέτει κανείς και επιπλέον η θήκη για το άρωμα έχει σπάσει.
Αυτή η διαρκής απομάγευση είναι το κύριο χαρακτηριστικό του βιβλίου της Μουρ, που το κάνει, μέσα από ένα λόγο εντελώς γυμνό από στολίδια, σχεδόν κοινότοπο να λειτουργεί αντιστικτικά σε σχέση με της Γουλφ. Ο ήρωάς της, ο Φουθ, είναι ένας ασήμαντος άνθρωπος, αδιάφορος, άχρωμος και άοσμος παρότι εργάζεται σε εταιρία που παράγει τεχνητές οσμές. Όλοι δυσκολεύονται να θυμηθούν το πρόσωπο, ακόμα και το όνομά του, ένα όνομα που «θυμίζει αφρό, το χνούδι που αφήνουν στα χέρια σου τα φτερά των εφήμερων». Στην παιδική του ηλικία εγκαταλείπεται από τη μητέρα του, την οποία αναζητά απεγνωσμένα στο πρόσωπο διαφόρων γυναικών που συναντάει και τελικά εγκαταλείπεται και ο ίδιος από τη γυναίκα του. Εξίσου αόρατη για τον άντρα της μοιάζει να είναι και η Έστερ που πασχίζει με διάφορους τρόπους να του τραβήξει την προσοχή και να αναβιώσει έναν έρωτα νεκρό.
Όπως και η Γουλφ, η Μουρ χρησιμοποιεί πολύ τον συνειρμό για να ξεδιπλώσει το παρελθόν των ηρώων της μέσα από ένα πλήθος μικρών, ασήμαντων λεπτομερειών ή οσμών. Με μια γλώσσα ωμή και κοφτά περιγραφική, καταγράφει όλη τη χυδαιότητα και τη σκληρότητα της τετριμμένης τους ζωής όπου δεν παρεισφρέει η παραμικρή ακτίνα φωτός. Διερευνά σχέσεις όπου κυριαρχεί η οδύνη, η μοναξιά, το αίσθημα της απώλειας και της συνεχούς εγκατάλειψης. Ανατέμνει μια καθημερινότητα αδιάφορη, χωρίς διέξοδο, όπου υποβόσκει ένα απροσδιόριστο αίσθημα φόβου, απαθανατίζει ήρωες δίχως όνειρα, που ζουν με θλιβερά υποκατάστατα των αλλοτινών πόθων τους. Στην πληθωρικότητα της Γουλφ αντιπαραθέτει μια γραφή που αναμετριέται με το κενό. Μήπως όμως η τόση απομάγευση στρέφεται τελικά και εναντίον του ίδιου του βιβλίου; Ύστερα από κάποια χρόνια θα έχουν άραγε καταφέρει αυτοί οι ήρωες να επιβιώσουν στο μυαλό μας όπως η αλησμόνητη κυρία Ράμσεϋ ή θα τους έχει ρουφήξει όλο αυτό το κενό;
Άλισον Μουρ Ο Φάρος μετάφραση και επίμετρο Αθηνά Δημητριάδου, εκδ. Ίκαρος
Φαίνεται ενδιαφέρον. Η Κονομάρα εμπνέει εμπιστοσύνη στην κρίση της. Μας προτρέπει με τον εύστοχο λόγο της να “ψάξουμε ” το βιβλίο.