του Γιώργου Κ. Ρεγκούκου(*)
Έστω πως η ιστορία είναι φυσικό αντικείμενο με ιδιότητες όπως μάζα και όγκο. Έστω πως μπορούμε να την τμήσουμε σε διαμήκη τμήματα ολοένα μειούμενου πλάτους έως ότου αυτά γίνουν απειροελάχιστα, τόσο που οι ιδιότητές τους να παρουσιάζονται μικτές, πότε επιστημονικές, πότε αφηγηματικές, πότε πολιτικές και πότε προσωπικές. Η γοητευτική πολυπλοκότητα της ιστοριογραφίας που αφορά στη Ρωσική Επανάσταση και το κατεξοχήν έκδοχό της δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από την γοητευτική πολυπλοκότητα της κβαντικής μηχανικής. Για να εκτιμήσει κανείς το πόσο δαιδαλώδης είναι η υπάρχουσα βιβλιογραφία, αρκεί μια ματιά – έστω επιφανειακή – στο πλήθος εκδόσεων στα ελληνικά, και όχι μόνο, που εμφανίστηκαν με αφορμή τη γνωστή εκατονταετηρίδα.
Είναι λοιπόν μοιραίο κάθε προσπάθεια εξάντλησης της σχετικής βιβλιογραφίας να μοιάζει εξαρχής καταδικασμένη, εφόσον κατά κανόνα η ενασχόληση με την περίοδο αυτή – αν όχι με τη ρωσική ιστορία γενικά – γεννά περισσότερα ερωτήματα απ’ όσα απαντάει. Παραδείγματος χάρη: Ποιες οι βαθύτερες αιτίες της Επανάστασης; Γιατί έλαβε χώρα στη Ρωσία κατά παράβαση του μαρξιστικού «κανόνα»; Γιατί στα 1917 και όχι νωρίτερα ή αργότερα; Βέβαια δε βοηθάει καθόλου η επιμονή (που αγγίζει τα όρια της εμμονής) των ιστορικών και όσων γενικά καταπιάνονται με το θέμα, με την περιοδοποίηση, την «τακτοποίηση» δηλαδή της Επανάστασης μέσα σε ξεκάθαρες χρονολογικές και θεματικές παρενθέσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πραγματεία του Ronald Grigor Suny Το Σοβιετικό Πείραμα (εκδ. Oxford University Press, 1998) που δεν έχει ακόμα μεταφραστεί στα ελληνικά.
Το ερώτημα που μας απασχολεί σήμερα είναι: Μπορούμε να συνθέσουμε μια βιβλιογραφία της Επανάστασης με τις υπάρχουσες εκδόσεις στα ελληνικά που να αγγίζει μεν τις βασικότερες ιστοριογραφικές θεωρίες, αλλά κυρίως να είναι προσβάσιμη από το αναγνωστικό κοινό; Υπό την προϋπόθεση πως δε στοχεύουμε στην «πληρότητα» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό), βεβαίως και μπορούμε. Υπό τον όρο πως ο αναγνώστης θα προσεγγίσει το θέμα απαλλαγμένος από προκαταλήψεις – οι προκαταλήψεις είναι άλλωστε συστατικό στοιχείο των ίδιων των εκδόσεων. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τα πάθη που ξυπνά η Ρωσική Επανάσταση, πόσο συνυφασμένα είναι τα πάθη αυτά με την ταυτότητα του κάθε αναγνώστη και κυρίως πόσο δύσκολο είναι να τα τιθασεύσουν οι ίδιοι οι συγγραφείς.
Η σφαιρική απεικόνιση των έργων που καταπιάνονται είτε με την Επανάσταση στο σύνολό της είτε με συγκεκριμένες πτυχές της χαρακτηρίζεται καταρχήν από τη σκιά της κοσμολογίας του Ηράκλειτου, η οποία πέφτει βαριά επάνω στην ιστοριογραφία παρά τη διάσταση απόψεων που παρουσιάζονται. Η αρμονία των αντιθέτων πηγάζει αυθόρμητα και μάλιστα σε πείσμα πολλών, ιστορικών κυρίως, που θέλουν να ανακαλύψουν εκείνοι τον τροχό. Τα πάντα τίθενται υπό αμφισβήτηση· ακόμα και ποιο ήταν εν τέλει το «Έτος Ένα» της Ρωσικής Επανάστασης (για να δανειστούμε εκείνο τον υπέροχο γαλλικισμό του Victor Serge). Από το «διαρκές πραξικόπημα» του Richard Pipes και το «συνεχές της κρίσης κατά Peter Holquist στην σωστότερα τοποθετημένη «κοινωνική επανάσταση» της Sheila Fitzpatrick, η «επαναστατική περίοδος» ορίζεται με χίλιους δυο τρόπους: Πότε ξεκινάει το 1917, πότε το 1905, πότε το 1914 ή – ακόμα σωστότερα – το 1861! Με λίγα λόγια το 1917 δεν αποτελεί γενικά παραδεκτή χρονολογική τομή. Έχουν προταθεί τόσες διαφορετικές χρονολογίες όσες και ερμηνείες για τα «αληθινά» αίτια της Επανάστασης.
Ενώ στις ξενόγλωσσες πραγματείες, που γράφονται για το ευρύ αναγνωστικό κοινό, ο χαρακτήρας της ιστορικής ανάλυσης παραμένει – τουλάχιστον επιφανειακά – αποστασιοποιημένος, το σώμα των ελληνογενών εκδόσεων δεν δεσμεύεται από την ανάγκη «εξουδετέρωσης» της πολιτικής προσέγγισης- αφετηρίας τόσο των ίδιων των συγγραφέων όσο και του κοινού στο οποίο απευθύνονται. Δεδομένης της σχέσης αγάπης-μίσους που έχουμε στην Ελλάδα με τη Ρωσική Επανάσταση όχι τόσο ως γεγονός αλλά κυρίως ως Ιδέα, μπορούμε με ευκολία να κάνουμε πέρα την επίφαση της αντικειμενικότητας. Αυτό είναι ίσως το μήνυμα που θέλει να περάσει η Ικάρια Πτήση του Γιάννη Χλιουνάκη, ένα χρονικό που στόχο έχει να καλύψει το – σωστά διαγνωσμένο κενό – στη βασική γνώση των γεγονότων που σημάδεψαν τη σύγχρονη ρωσική ιστορία. Η σειριακή παράθεση του χρονολογίου, επαυξημένη με πρωτογενείς πηγές και επεξηγηματικές σημειώσεις, επιτυγχάνει απόλυτα τον στόχο της, που δεν είναι άλλος από την εισαγωγή στο ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γεννήθηκαν και ωρίμασαν τα επαναστατικά ρεύματα στη Ρωσία.
Γενικά μιλώντας, σε αυτό το θέμα, όπως και σε πολλά άλλα, τα περιστατικά παρθενογένεσης σπανίζουν. Το στίγμα των μαρξιστών ελλήνων ιστορικών (Κορδάτος, Πουλαντζάς) δικαίως εμφανίζεται στην πλειονότητα των εγχώριων μελετών. Όμως αυτό προσθέτει παρά αφαιρεί από την επιστημονική ή εκπαιδευτική τους αξία. Και αυτό γιατί οι μαρξιστές θεωρητικοί, ασχέτως με το γνωσιακό τους πεδίο γνωρίζουν καλά πως μαρξιστική προσέγγιση νοείται μονάχα μέσα στο ερμηνευτικό πλαίσιο του διαλεκτικού υλισμού. Όταν δηλαδή διαβάζουμε μαρξιστές εντρυφούμε ουσιαστικά σε μια επιστημολογική γενεαλογία που συνδέει πρώτα-πρώτα τον Πλάτωνα με τον Χέγκελ και καταλήγει μετέπειτα στον Μαρξ.
Ίσως γι αυτό να είναι τόσο ευδιάκριτος, μέσα στον κυκεώνα απόψεων που απαντάμε στις ελληνικές εκδόσεις, ο δυϊσμός σχεδόν μανιχαϊστικού χαρακτήρα που τις χαρακτηρίζει. Εδώ και δύο χρόνια η ελληνόφωνη ιστοριογραφία παράγεται ανάμεσα σε «στρατόπεδα» οι αρχές των οποίων παραμένουν σταθερές και αναλλοίωτες. Και τούτο σε πλήρη συντονισμό με την ελληνική κοινωνία συνολικά. Βέβαια, ενώ η έννοια της «στράτευσης» είναι κάτι το αυτονόητο για όσους συγγραφείς τοποθετούν εαυτόν στην αριστερή πτέρυγα της πολιτικής, οι υπόλοιποι δυσκολεύονται να παραδεχτούν πως για να υπάρξει άποψη πρέπει να υπάρξει πρώτα οπτική.
Ο απομνημονευτικός χαρακτήρας των «κλασσικών» όπως Τρότσκυ, Λούξεμπουργκ ή και Ρηντ, έργα των οποίων (επαν)εμφανίζονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα στην ελληνική αγορά βιβλίου, αν μη τι άλλο βοηθάει στη διαμόρφωση ενός στιβαρού ιστοριογραφικού πλαισίου. Το 2017 μπορούμε επιτέλους να κάνουμε την υπέρβαση και να χαρακτηρίσουμε τα έργα αυτά ως πρωτογενείς πηγές – γιατί αυτό ακριβώς είναι. Ο χαρακτηρας της «πρωτογενούς πηγής» προσθέτει μάλλον παρά αφαιρεί από την αξία των απόψεων που εκφράζονται μέσα από τις σελλίδες του Τρότσκυ και της Λούξεμπουργκ. Από την άλλη, ο κάθε αναγνώστης μπορεί να κρίνει για τον εαυτό του το ακριβές μέγεθος αυτής της αξίας. Παρά την κεκαλυμμένη, είτε λίγο είτε πολύ, κριτική που ενίοτε ασκείται μέσα από τις αναλύσεις εκείνης της εποχής – γραμμένες υπό διαφορετικές συνθήκες – είναι σαφές πως η απορρόφηση των νοημάτων που εμπεριέχονται σε αυτές θα πρέπει να δίνει στον αναγνώστη περισσότερη ασφάλεια για τη δική του οπτική. Αυτά τουλάχιστον όσον αφορά στις αιτίες που ξέσπασε η Επανάσταση. Όσο για τις αιτίες της ανατροπής της δύο είναι τα κυρίαρχα ρεύματα σκέψης. Η δε διαφωνίες για τα συμπεράσματα που μπορούμε να εξάγουμε από την ανατροπή αυτή τεράστιες και πολυποίκιλες. Αξίζει λοιπόν να εμπλουτίσουμε τη βιβλιοθήκη μας με εκδόσεις που προϋπήρχαν της περιόδου 1989-1991.
Η επιτυχία της σύνθεσης μιας βιβλιοθήκης στα ελληνικά για τη Ρωσική Επανάσταση εξαρτάται άμεσα από το στόχο μας. Εάν κάποιος στοχεύει στην πληρότητα τότε… καλή του τύχη. Εάν όμως θέλουμε ένα απάνθισμα της βιβλιογραφικής παραγωγής, κάτι τέτοιο είναι απόλυτα εφικτό και μάλιστα με τις υπάρχουσες εκδόσεις. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, κυρίαρχη παραμένει η διάκριση ανάμεσα στο επιστημονικό και το μη επιστημονικό σύγγραμμα. Μια διάκριση που όμως δεν είναι πάντοτε ξεκάθαρη. Αναλόγως με το εάν ο συγγραφέας γράφει με την ακαδημαϊκή ή την πολιτική του ιδιότητα. Τα πάθη παραμένουν και είναι σπάνια ανομολόγητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Οκτώβρης του Miéville, ενός συγγραφέα πολλαπλών και ταυτόχρονων ιδιοτήτων.
Για λόγους που ίσως γίνουν σαφέστεροι στη συνέχεια, η εφετινή κυρίως ελληνόγλωσση παραγωγή χαρακτηρίζεται από συχνές (μερικές φορές σε υπερβολικό βαθμό) αναφορές στο έργο του E. H. Carr, που άλλωστε παρουσιάζεται και αυτούσιο – σε συμπυκνωμένη βέβαια μορφή – με τη Μικρή Ιστορία του Πατάκη. Ο συγγραφέας και κατά συνέπεια οι απόψεις του είναι προϊόντα ιδιάζουσας ιστορικοπολιτικής συγκυρίας. Τόσο η οικογένειά του όσο και ο ίδιος περνούν μεταστροφή προς την Αριστερά – πρώτα βέβαια στο περιορισμένο και περιοριστικό πλαίσιο της βρετανικής προπολεμικής πολιτικής πραγματικότητας. Το δεύτερο, μεγαλύτερο άλμα προς το μαρξισμό, ο Carr το κάνει αρκετά αργότερα, αφού έχει συγγράψει μια μετέπειτα αποκηρυγμένη βιογραφία του ίδιου του Μαρξ. Αυτό που κάνει τον Carr να ξεχωρίζει είναι πως παρά την ακαδημαϊκή του ιδιότητα και μάλιστα σε μία χώρα όπου μετά τον Β’ ΠΠ όλο και διογκώνεται η καχυποψία απέναντι σε οτιδήποτε «μυρίζει κομμουνισμό», είναι πως παραμένει αναπολογητικά στρατευμένος. Πρώην διπλωμάτης, επιθυμεί με το έργο του να επηρεάσει πολιτική και κοινωνία – σε πλήρη αντίθεση με την κυριαρχούσα αντίληψη της εποχής για το ρόλο των ακαδημαϊκών.
Βλέπουμε, με τη νέα γενιά των ακαδημαϊκών-ακτιβιστών (όπως ο Miéville), πως σε αυτό τουλάχιστον ο Carr ήταν μπροστά από την εποχή του. Για τις εκδόσεις που κυκλοφορούν σήμερα, η χρήση του Carr είναι ανεμοδείκτης που προσφέρει στον αναγνώστη σίγουρο στίγμα για την ιστορικοπολιτική τους προσέγγιση. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη συλλογή επετειακών εκδόσεων του ΚΨΜ, που θα μπορούσε κάλλιστα να μετονομαστεί και σε Αναφορά στον Carr. Σεβόμενοι το ύστερο έργο του, οι συγγραφείς του ΚΨΜ τοποθετούνται εξαρχής και με τρόπο συγκεκριμένο, επιστημονικό. Ελάχιστες είναι εκείνες οι περιπτώσεις που ο αναγνώστης θα πρέπει να καταβάλλει προσπάθεια “αποκωδικοποίησης” των ιστορικών επιχειρημάτων για ν’ ανακαλύψει την ιδεολογική αφετηρία των συγραφέων που τα εκφράζουν. Είναι σαφές πως η Ρωσική Επανάσταση ως Ιδέα κυριαρχεί στη σύγχρονη ελληνόφωνη ιστοριογραφία.
Ωστόσο αυτή η «υποκειμενικότητα» που διαποτίζει τις ελληνόφωνες εκδόσεις αντικατοπτρίζει απόλυτα τη στροφή προς τον επιστημονικό υποκειμενισμό που ξεκίνησε με τον Pierre Nora ήδη από τη δεκαετία του 1980 και σήμερα διδάσκεται στα πανεπιστήμια της Γαλλίας και του Ην. Βασιλείου ως, απλά, η «τάξη πραγμάτων». Το μεγαλύτερο κενό στην ελληνική μας βιβλιοθήκη δεν προέρχεται από την ούτως ή άλλως χιμαιρική «αντικειμενικότητα» αλλά από την απουσία εύκολα προσβάσιμων διεπιστημονικών προσεγγίσεων. Καλό θα ήταν να διαβάσουμε και στα ελληνικά τις υπέροχες διεπιστημονικές πραγματείες για τη Ρωσική Επανάσταση που έχουν εκδοθεί στα αγγλικά, τα γαλλικά και – γιατί όχι; – στα ρωσικά. Η ρωσική παραγωγή είναι παραγνωρισμένη παρόλο που θεωρητικοί όπως ο Βλαδίμηρος Μπουλντάκοφ έχουν εισάγει ήδη από το 1991 τη διεπιστημονικότητα στη ρωσόφωνη ιστοριογραφία της Επανάστασης.
Εφόσον λοιπόν τέτοιες διεπιστημονικές μελέτες λείπουν, γιατί να μην τις δημιουργήσουμε εμείς, με τρόπο ολωσδιόλου ερασιτεχνικό, διαβάζοντας παράλληλα ένα απάνθισμα με κύριο άξονα τη Ρωσική Επανάσταση; Το απάνθισμα αυτό θα μπορούσε να συμπεριλάβει τους Τρότσκυ, Λούξεμπουργκ, Carr, Ελλενσταϊν, Σολζενίτσιν, Μάντελσταμ, και επιπροσθέτως μία ή περισσότερες των προαναφερθέντων εκδόσεων. Συμπερασματικά, δεν πρέπει να φοβόμαστε καθόλου την αρμονία των αντιθέτων, τη «συνύπαρξη» δηλαδή στα ράφια μαρτυριών, μαρτυριών-μελετών και σύγχρονης πραγματείας για τη Ρωσική Επανάσταση. Άλλωστε, η συμμετοχή στα γεγονότα τους προσδίδει το κύρος μιας πρωτογενούς πηγής και ας μην ξεχνάμε πως συχνά τέτοια βιβλία εμπεριέχουν στοιχεία κριτικής – άλλοτε ανοιχτής, άλλοτε πιο μετρημένης. Ταυτόχρονα, μικρότερου μεγέθους μελέτες και χρονολόγια εκπαιδευτικού χαρακτήρα μπορούν κάλλιστα να αποτελέσουν την απαρχή ενός ωραίου ταξιδιού – ή καλύτερα μιας δυναμικής εξόρμησης – στην ιστοριογραφία δέκα ημερών που συγκλονίζουν ακόμα και σήμερα τον κόσμο.
(*)Ο Γιώργος Κ. Ρεγκούκος είναι ιστορικός. Μέχρι πρόσφατα δίδασκε στα πανεπιστήμια King’s College και Fordham University στο Λονδίνο.
info: αναφερόμενη βιβλιογραφία
Carr, E., Μικρή Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης: Από τον Λένιν στον Στάλιν, 1917-1929, μτφρ. Ανδρέας Παππάς, εκδ. Πατάκη
Ελλενστέιν, Ζαν, Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης 1917-1921, τομ. Α’ και Β’, εκδ. Θεμέλιο
Μάντελσταμ, Όσιπ Εμιλίεβιτς, Το Αιγυπτιακό Γραμματόσημο, μτφρ. Βιργινία Γαλανοπούλου, εκδ. Οροπέδιο, 2016
Miéville, China, Οκτώβρης: Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης, μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Μεταίχμιο, 2017
Σερζ, Βίκτορ, Έτος Ένα της Ρωσικής Επανάστασης, μτφρ. Παρασκευάς Ψάνης, εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2017
Χλιουνάκης, Γιάννης, Ικάρια Πτήση: Χρονικό της ρωσικής επανάστασης, εκδ. Τόπος, 2017