Της Δήμητρας Ρουμπούλα.
«Μην περιμένετε λοιπόν άστρα σε ό,τι ακολουθεί: τίποτε δεν θα στραφταλίσει, πρόκειται για υλικό θαμπό και εκ φύσεως περιφρονητέο από όλους». Η Κλαρίσε Λισπέκτορ εξηγείται από την αρχή: ο αναγνώστης ας μην περιμένει κάποιον ήρωα με λάμψη, επιθυμητό από όλους και να΄χει γευτεί αστακό, ας μην περιμένει λογοτεχνικά γεγονότα. Αντιθέτως θα ανακαλύψει μια (αντι) ηρωίδα λεπταίσθητη και ασαφή ως ύπαρξη, ισχνή σαν ένα χορτάρι, και σαν τέτοιο θα καταλήξει, ένα κορίτσι που δεν θα έλειπε σε κανέναν. Αν όμως δεν υπήρχε η Μακκαμπέα θα απουσίαζε από το πάνθεον των σημαντικών χαρακτήρων της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Κι αν δεν είχε γραφτεί «Η ώρα του αστεριού» τότε η Ιστορία της Λογοτεχνίας θα ήταν χωρίς αμφιβολία φτωχότερη, θα στερείτο ένα διαμάντι.
Πρόκειται για ένα βιβλίο για την ανελέητη φτώχεια, που όμως δεν είναι φτωχό. Είναι σύντομο, «μοιάζει με ένα μικρούτσικο τετράδιο», μόλις 90 σελίδες το ίδιο το κείμενο, ωστόσο είναι «από τα πιο μεγάλα βιβλία του κόσμου», όπως γράφει η Ελέν Σιξού στο Επίμετρό της, που μαζί με το Σημείωμα του μεταφραστή Μάριου Χατζηπροκοπίου και το πλούσιο Εργογραφικό Σημείωμα συμπληρώνουν την ελληνική έκδοση από τους «αντίποδες» (συνολικά 146 σελίδες) .
Η Λισπέκτορ, αυτή η μεγάλη μάγισσα των βραζιλιάνικων γραμμάτων, όπως την αποκαλούν, καταθέτει τούτο τον θησαυρό, σαν κύκνειο άσμα, το 1977, λίγο πριν πεθάνει από καρκίνο και εκδίδεται μετά το θάνατό της, εκτοξεύοντας τον μύθο και την λογοτεχνική αξία της.
Όταν η συγγραφέας, καταβεβλημένη από την αρρώστια και την αναπηρία μετά από μια πυρκαγιά που είχε ξεσπάσει στο σπίτι της, διασταυρώνονται μέσα της πολλές φωνές: αυτή του κοινωνικού προβληματισμού, της προσωπικής της ιστορίας και της ίδιας της ύπαρξής της που οδεύει προς το τέλος. Στοιχεία της ηρωίδας επαναφέρουν οδυνηρές μνήμες των παιδικών χρόνων της συγγραφέως, συγκεκριμένα στο Μασεϊό, στη πολύ φτωχή και στις μέρες μας βορειοανατολική Βραζιλία, όπου κατέφυγε μετά από περιπετειώδη ταξίδια η ρωσοεβραϊκή οικογένειά της, εξαιτίας των φοβερών αντισημικών διωγμών της δεκαετίας του 1920 στην Ουκρανία, όπου ζούσε. Στη νέα τους πατρίδα όλα τα μέλη της οικογένειας άλλαξαν τα ρωσοεβραϊκά ονόματά της σε λατινογενή. Το πραγματικό όνομα της Κλαρίσε ήταν Χάγια. Σε αυτό το απόκληρο μέρος του κόσμου μεγαλώνει και η ηρωίδα του «Η ώρα του αστεριού» πριν μετακομίσει στο Ρίο ντε Τζανέϊρο, όπως είχε κάνει το 1934 και η οικογένεια της Λισπέκτορ, χωρίς όμως τη μητέρα της, η οποία έχει πεθάνει μετά από μακρόχρονη περιπέτεια με την υγεία της. Ο βιογράφος της Λισπέσκορ, Μπέντζαμιν Μόσερ, αναφέρει την τραγωδία της οικογένειας: Η μητέρα της έπασχε από σύφιλη μετά από βιασμό που υπέστη το 1919 από ομάδα Ρώσων στρατιωτών. Σύμφωνα με μια δοξασία της περιοχής, η γέννηση ενός παιδιού μπορεί να θεραπεύσει την ασθένεια. Η Κλαρίσε γεννήθηκε με αυτή την ελπίδα. «Με έφεραν στο φως για μια καθορισμένη αποστολή, και εγώ απέτυχα», έγραψε με τύψεις δεκαετίες αργότερα.
Η φτώχεια της 19χρονης ορφανής Μακκαμπέα διαποτίζει τα πάντα στην ύπαρξη και τη ζωή της. Είναι ισχνή, διάφανη, άσημη, τόσο νέα και τόσο σκουριασμένη, δυστυχισμένη εν αγνοία της, κανείς δεν την κοιτάζει στο δρόμο, είναι σαν κρύος καφές, ποτέ δεν γευμάτισε σε εστιατόριο, μόνο στο πόδι στο σνακ-μπαρ της γωνίας, μασάει χαρτί και το καταπίνει όταν τις νύχτες ονειρεύεται μοσχαρίσιο κότσι. Δεν έχει λάβει ποτέ δώρα, δεν χρειάζεται άλλωστε πολλά. Μόνο μία φορά λιμπίστηκε ένα βιβλίο, που είχε τίτλο «Ταπεινοί και καταφρονεμένοι», αυτοπροσδιορίζοντας έτσι τον εαυτό της σε μια κοινωνική τάξη. Δεν πήρε ποτέ ένα γράμμα και το τηλέφωνο του γραφείου όπου εργάζεται ως δακτυλογράφος δεν χτύπησε ποτέ για εκείνη. Δίνει προσοχή σε πράγματα τόσο ασήμαντα όσο η ίδια. «Ως και η φτώχεια της είναι ξεστόλιστη». Δεν την απασχολεί το μέλλον, το μέλλον είναι πολυτέλεια. Η ζωή της άνοστη, η ίδια παρθένα «με μαραζωμένες ωοθήκες, σαν μανιτάρι νερόβραστο». «Μονάχα ζει, εισπνέοντας και εκπνέοντας». Το μόνο που θέλει είναι να ζήσει. Έτσι απλά. Μόλις παίρνει τον πενιχρό μισθό της ως δακτυλογράφος σε ένα γραφείο πηγαίνει σινεμά, μια φορά το μήνα, σε συνοικιακή αίθουσα που είναι πιο φτηνή. Της αρέσει η Μέριλιν. Φτιάχνει άλμπουμ με διαφημίσεις από παλιές εφημερίδες κι ακούει το «Ράδιο-ρολόι» στην κάμαρη όπου μένει με άλλες τέσσερις κοπέλες. Η Μακκαμπέα δεν έχει τη δύναμη της καλής ράτσας, είναι υποπροϊόν. Έτσι την αντιμετωπίζει και ο Ολίμπικο, ένας άξεστος νεαρός με τον οποίο νομίζει πως έχει σχέση. «Είσαι μια τρίχα στη σούπα. Κανείς δεν έχει όρεξη να φάει», της λέει μόλις την παρατάει για τη συνάδελφό της στο γραφείο η οποία διαθέτει τα ναζιάρικα σκέρτσα της μιγάδας. Και εκείνη δεν αντιδρά: «Αφού ήταν σαν χρόνια ασθένεια. Άλλωστε και η θλίψη ακόμα ήταν για τους πλούσιους, ήταν για εκείνους που μπορούσαν , για εκείνους που δεν είχαν τίποτα να κάνουν. Η θλίψη ήταν πολυτέλεια».
Η Μακκαμπέα δεν έχει συνείδηση του εαυτού της, μέχρι που πιστεύει πως είναι ευτυχισμένη. Ενώ δεν είναι ανόητη, έχει την ευτυχία των ανόητων. Κι όταν η χαρτομάντισσα μαντάμ Καρλότα της λέει «τι φρικτή ζωή περνάς Μακκαμπεουλίνα μου», πανιάζει γιατί ποτέ δεν διανοήθηκε πως η ζωή της ήταν τόσο άθλια. «Ποτέ δεν παραπονιόταν για τίποτε, ήξερε πως έτσι είναι τα πράγματα και – ποιος οργάνωνε τη γη των ανθρώπων;» Έκανε αγώνα για να ζήσει, ένιωθε λαγνεία, αλλά ήταν γεννημένη για την αγκαλιά του θανάτου. Τελικά δεν έχει σημασία αν ζει ή πεθαίνει, αλλά ότι σώζεται στο συμβολικό στερέωμα.
«Είναι υποχρέωσή μου να μιλήσω για αυτή την κοπέλα ανάμεσα σε χιλιάδες σαν κι αυτή. Και καθήκον μου να αποκαλύψω τη ζωή της. Γιατί υπάρχει το δικαίωμα στην κραυγή». Η Λισπέκτορ κραυγάζει για αυτό το κορίτσι και όλα τα κορίτσια σαν την Μακκαμπέα, μέσω της φωνής ενός άνδρα αφηγητή. Η συγγραφέας δεν θέλει γυναίκα αφηγητή, για να αποφύγει «τις γλυκανάλατες κλάψες». Το υλικό που επιλέγει είναι «πενιχρό και απέριττο», μα το εργαλείο της είναι οι λέξεις. Λέξεις σαν ξυράφια, χωρίς «σαρκώδη ουσιαστικά», «σπαθάτα ρήματα» και «χυμώδεις όρους». «Θα μιλήσω απλά για να συλλάβω τη λεπταίσθητη και ασαφή της ύπαρξη», γράφει και επιτίθεται με γυμνές λέξεις που φτιάχνουν «μια βουβή φωτογραφία», ένα βιβλίο «σιωπή» και «ερώτημα».
Στην «Ώρα του αστεριού», όπως εύστοχα επισημαίνει η Γαλλοαλγερινή θεωρητικός, πεζογράφος και πρωτοπόρος της φεμινιστικής θεωρίας Ελέν Σιξού, η Λισπέκτορ διερωτάται τι είναι ένας συγγραφέας. Η απάντηση έχει δοθεί μέσα στο βιβλίο: «Όχι δεν είναι εύκολο να γράφεις. Είναι σκληρό σαν να σπας βράχους. Αλλά πετάγονται σπίθες και σχίζες σαν ατσάλι που λαμποκοπά».
Η «Σφίγγα του Ρίο ντε Ζανέιρο», όπως την έχουν πει, έχει δώσει τέλος σε έναν καθωσπρέπει γάμο γιατί δεν άντεξε την προσποίηση που απαιτούσε η ζωή του διπλωμάτη συζύγου της και από τις επίσημες δεξιώσεις προτίμησε να αφοσιωθεί το γράψιμο, αυτό που δεν την κάνει να «πεθαίνει συμβολικά κάθε μέρα». Από τα μέσα τις δεκαετίας του ΄60 μέχρι τον πρόωρο θάνατό της κατέκτησε την αναγνώριση, στη Βραζιλία θεωρείται η μεγαλύτερη γυναίκα συγγραφέας, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και το έργο της, με την μοντέρνα ή μεταμοντέρνα γραφή (στα ελληνικά κυκλοφορεί επίσης το πρώτο της βιβλίο «Κοντά στην άγρια καρδιά», Τυπωθήτω 2008) αποτελεί αντικείμενο αναλύσεων, δοκιμίων, διδακτορικών διατριβών, αναφορών και συμποσίων. Το όνομά της δε ακούγεται δίπλα σε εκείνα του Κάφκα, του Τζόυς, της Βιρτζίνια Γουλφ, του Μπόρχες, του Ρεμπό και του Προυστ.
«Η ώρα του αστεριού» είναι το διασημότερο βιβλίο της. Η πολυπλοκότητα και ο πλούτος ενός τόσο φτωχού πλάσματος σαν την Μακκαμπέα, μιας «ποδοπατημένης αθωότητας, μιας ανώνυμης δυστυχίας», σύμφωνα με λόγια της συγγραφέως, απαιτούν αναγνώστες με ψυχή. Μάλλον ταιριάζει κι εδώ η σύσταση της Λισπέκτορ προς τους αναγνώστες του άλλου της έργου «Τα κατά G.H. πάθη», από τα πιο πολυσυζητημένα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα, το οποίο επαναπροσδιόρισε την έννοια του μυθιστορήματος (θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά προσεχώς επίσης από τους «αντίποδες»): «πρέπει να διαβαστεί από ανθρώπους με διαμορφωμένη ψυχή».
info: «Η ώρα του αστεριού» Κλαρίσε Λισπέκτορ, εκδόσεις «αντίποδες», μτφ. Μάριου Χατζηπροκοπίου, επίμετρο Ελέν Σιξού