Της Νίκης Κώτσιου.
Με τη ζωή των(υπαρκτών) αδελφών Κόλλιερ, που επέχουν θέση αστικού μύθου, καταπιάνεται ο διαπρεπής Έντγκαρ Λώρενς Ντόκτοροου στο τελευταίο αυτό μυθιστόρημά του που ξεχειλίζει από ανθρωπιά ,ευαισθησία αλλά και άφθονο χιούμορ, ενίοτε πικρό. Οι αδελφοί Χόμερ και Λάνγκλεϋ Κόλλιερ,γόνοι πλούσιας αστικής οικογένειας από τη Νέα Υόρκη, έζησαν μια ζωή εξόχως εκκεντρική στο τεράστιο πατρικό τους σπίτι και είχαν αμφότεροι ένα θλιβερό τέλος μέσα στους τόνους σκουπιδιών και παντελώς άχρηστων αντικειμένων που εμμονικά κουβαλούσε ο Λάνγκλεϋ,όσο ζούσε, καταφέρνοντας να μετατρέψει την κατοικία τους σε ένα είδος απέραντης χωματερής. Οι Κόλλιερ πέθαναν το 1947, πρώτος ο Λάνγκλεϋ όταν έπεσε ο ίδιος μέσα σε μια αυτοσχέδια παγίδα που είχε κατασκευάσει για επίδοξους ληστές, και μετά από λίγες μέρες ο τυφλός Χόμερ από ασιτία μάλλον,αφού δεν μπορούσε μόνος του να αυτοεξυπηρετηθεί χωρίς τη φροντίδα του αδελφού του. Τους ανακάλυψε η αστυνομία αρκετό καιρό μετά το θάνατό τους μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο σκουπιδιών που αποτέλεσε την πρώτη είδηση για τα μμε της εποχής.
Το «Χόμερ και Λάνγλεϋ» είναι, ωστόσο, μυθοπλασία. Ο Ντόκτοροου αναπλάθει ελεύθερα τη ζωή των δυο αδελφών, βασισμένος σε κάποια αληθινά στοιχεία του βίου τους, πάνω στα οποία στηρίζει και αναπτύσσει το μύθο. Τους δίνει μάλιστα παράταση ζωής περίπου μια εικοσαετία, ώστε να μπορέσει να σκηνοθετήσει μια από τις πιο ευφάνταστες και δυνατές σκηνές του βιβλίου, όταν τα δυο αδέλφια, γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1970, συναντιούνται στο Σέντραλ Παρκ με μια παρέα νεαρών χίπις, για χάρη των οποίων μετατρέπουν το σπίτι τους σε κοινόβιο, ανοιχτό σε κάθε είδους εναλλακτική έκφραση και δραστηριότητα. Οι χίπις τιμούν και σέβονται τους Κόλλιερ ερμηνεύοντας την ακαταστασία του σπιτιού ως ευτυχή παρέκκλιση από τη σύμβαση και τον κανόνα και οι Κόλλιερ απολαμβάνουν το σεβασμό στο πρόσωπό τους και τις φροντίδες που τους επιδαψιλεύουν οι νέοι.
Αφηγητής είναι ο Χόμερ,ο τυφλός αδελφός που εμφανίζεται ωστόσο πολύ περισσότερο ισορροπημένος από τον Λάνγκλεϋ. Ο Χόμερ έχει χάσει την όρασή του σε νεαρή ηλικία αλλά κατορθώνει να διάγει μια περίπου φυσιολογική ζωή χάρη στην εξάσκηση και την όξυνση των υπόλοιπων αισθήσεων,που του εξασφαλίζουν μια ικανοποιητική πρόσβαση στα πρόσωπα και τα πράγματα. Μπορεί και φτιάχνει εικόνες ψηλαφώντας τα πρόσωπα , μπορεί να αισθάνεται την παρουσία των αντικειμένων μετρώντας τον αέρα που εκτοπίζουν μέσα στο χώρο. Είναι επίσης ταλαντούχος πιανίστας,κατά καιρούς παραδίδει μαθήματα κατ’οίκον ή συνοδεύει με το παίξιμό του ταινίες του βωβού σινεμά. Μέσα από τη δική του αφήγηση παρακολουθούμε τα τεκταινόμενα στον οίκο των Κόλλιερ και μέσα από τα δικά του μάτια βλέπουμε να ξετυλίγεται η Αμερική του εικοστού αιώνα με τις αντιφάσεις, τα παράδοξα και τα ευτράπελα, με τις παθογένειες, τη μεγαλοσύνη και τα αδιέξοδα του περίφημου αμερικάνικου ονείρου.
Ο Χόμερ διψά για ζωή. Όποτε του δίνεται η ευκαιρία διασκεδάζει με κάθε τρόπο και γενικά συμμετέχει ,όσο μπορεί, σε πράγματα που τον κάνουν να αισθάνεται ζωντανός και δραστήριος. Επειδή δεν θέλει να υπολείπεται σε τίποτα, καταβάλλει προσπάθεια να εργαστεί ως καλλιτέχνης του πιάνου ή εκτελεί με προθυμία χρέη ντισκ-τζόκει στη μικρή οικογενειακή επιχείρηση διοργάνωσης χοροεσπερίδων εν οίκω,όσο αυτή διαρκεί. Επίσης ερωτεύεται, σχετίζεται με γυναίκες και πάντα ονειρεύεται το γάμο με κάποια που θα τον αγαπάει. Βρίσκεται σε έναν διαρκή αγώνα ενάντια στη μοίρα του και θέλει να είναι πάντα στο πλευρό του αδελφού του, ό,τι και αν αυτός αποφασίζει. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην αφήγησή του προσπαθεί να είναι κατά το δυνατόν ουδέτερος, ποτέ δεν ψέγει τον Λάνγκλεϋ ακόμα και για τις πιο αλλοπρόσαλλες αποφάσεις του και,αν τυχόν διαφωνεί, ποτέ δεν το κάνει ευθέως αλλά παρουσιάζει το σκεπτικό του αδελφού του και προσπαθεί να βρεί επιχειρήματα ή τουλάχιστον ελαφρυντικά που να δικαιολογούν τις κατά καιρούς παράδοξες ή ακόμα και καταστροφικές επιλογές του. Όταν πάλι θέλει να υπαινιχθεί την πτώση και την παρακμή της οικογένειας, δεν το δηλώνει απερίφραστα αλλά παραθέτει εικόνες από την ευτυχισμένη παιδική του ηλικία, όταν όλα βρίσκονταν υπό τον διαρκή έλεγχο των συνετών γονιών και τίποτε δεν προμήνυε την επερχόμενη κατάντια.
O Xόμερ παρακολουθεί με θλίψη τη φθίνουσα πορεία του οίκου των Κόλλιερ, που δεν εκδηλώνεται μόνο πάνω στην όψη του υπό κατάρρευση αρχοντικού αλλά κυρίως εντατικοποιείται καθώς τα δυο αδέλφια αδυνατούν να διατηρήσουν το αλλοτινό κοινωνικό γόητρο των γονιών τους κατρακυλώντας με τρόπο θεαματικό σε χαμηλότερες βαθμίδες της κοινωνικής πυραμίδας και επισύροντας την περιφρόνηση και τη χλεύη του περίγυρου.
O Λάνγκλεϋ επιστρέφει από το μέτωπο του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου πτοημένος, τραυματισμένος και ψυχικά κλονισμένος. Έχει χάσει την πίστη του στους ανθρώπους αλλά και στο θεό και τείνει να θεωρεί την κάθε εξουσία αλλά και την κοινωνία εκ προοιμίου εχθρική απέναντι στο άτομο και την ελευθερία του. Συγχρόνως καταπιάνεται μ’ ένα μεγαλόπνοο εγχείρημα,στο οποίο θα αφιερώσει όλη τη ζωή του. Μελετά καθημερινά όλες τις εφημερίδες προκειμένου να μπορέσει κάποτε να εκδώσει τη δική του «άχρονη» και αενάως επίκαιρη διαχρονικά εφημερίδα που θα περιέχει όλο το φάσμα των αναμενόμενων ειδήσεων επί παντός επιστητού, με βάση τις σταθερά επαναλαμβανόμενες μέσα στο χρόνο ανθρώπινες συμπεριφορές. Το φιλοσοφικό υπόστρωμα αυτού του φιλόδοξου εγχειρήματος είναι η θεωρία του περί αντικαταστάσεων, σύμφωνα με την οποία κάθε καινούρια γενιά αντικαθιστά την προηγούμενη, τα παιδιά τους γονείς κ.ο.κ ώστε ποτέ να μην υπάρχει κενό και να συνεχίζεται η ζωή αδιατάρακτα και ομαλά μέσα στο χρόνο.
H ψυχαναγκαστικού τύπου προσήλωσή του στη συσσώρευση άχρηστων κυρίως αντικειμένων παραπέμπει σε σοβαρή διαταραχή της προσωπικότητας, που πιθανόν να εδράζεται σε κάποιο φόβο, ίσως το φόβο του θανάτου. Ο Λάνγκλεϋ θέλει να θωρακίσει το σπίτι ενάντια σε πιθανούς εισβολείς,είτε αυτοί είναι κρατικοί υπάλληλοι είτε κακοποιοί, και κατασκευάζει συμβολικά αλλά και πραγματικά αναχώματα και παγίδες για να προστατευθεί από κάθε παρείσακτο. Τα αντικείμενα που μανιωδώς μαζεύει και στοιβάζει φτιάχνουν, ωστόσο, όλα μαζί μια μικρογραφία,μια μινιατούρα αυτού του έξω κόσμου, που τόσο απελπισμένα θέλει να κρατήσει μακριά. Έτσι το εσωτερικό του σπιτιού, που είναι προορισμένο να προφυλάξει τους ενοίκους από τον εχθρικό έξω κόσμο, έχει προκαταβολικά αλωθεί από το πλήθος των αντικειμένων που αναπαράγουν στο σύνολό τους αυτόν ακριβώς τον απειλητικό κόσμο. Το αντιφατικό εγχείρημα του Λάνγκλεϋ είναι, λοιπόν, καταδικασμένο από την αρχή να αποτύχει. Άλλωστε, μέσα απ’ αυτόν τον κυκεώνα ετερόκλητων πραγμάτων αμφίβολης χρησιμότητας που έχουν πλημμυρίσει ασφυκτικά το άλλοτε ευρύχωρο και άνετο σπίτι δεν μπορεί να βγει κάποιο νόημα για τον κόσμο και τη ζωή παρά μόνο σύγχυση, αγωνία και ασάφεια που παράγουν άγχος και υπερ-ένταση χωρίς τέλος. Πίσω από το παραπέτασμα των σωρευμένων αντικειμένων, ο κόσμος διαγράφεται θαμπός, σκοτεινός και δυσερμήνευτος. Δεν υπάρχει όραση,δεν υπάρχει όραμα παρά μόνο αίσθημα πνιγμονής από μια δυσοίωνη πραγματικότητα που επιβάλλει τους όρους της επιτακτικά.
Η αδυναμία να διαφυλάξουν την άλλοτε προνομιακή κοινωνική θέση της οικογένειας και η απομάκρυνσή τους από θεμελιώδεις στόχους της μεσοαστικής τάξης της εποχής τους (εργασία,γάμος, οικογένεια),λόγω ανικανότητας περισσότερο παρά επιλογής, καταδικάζει τους αδελφούς Κόλλιερ σε μια ανυποληψία με διαβαθμίσεις, που εκδηλώνεται αρχικά ως αποδοκιμασία του περίγυρου και καταλήγει σε ανοιχτή εχθρότητα. Η απόφαση του Λάνγκλεϋ να σφραγίσει οριστικά τα παντζούρια δεν υπαγορεύεται υποχρεωτικά από μισανθρωπία αλλά από τις γενναίες δόσεις φόβου που του εμπνέουν οι άνθρωποι, έτσι όπως τους γνωρίζει μέσα από τα εγκλήματά τους καθώς αποδελτιώνει καθημερινά τις εφημερίδες αλλά και μέσω της τραυματικής αλληλεπίδρασής του με τον έξω κόσμο,απέναντι στον οποίο αντιδρά αμυνόμενος και φοβισμένος.
Ωστόσο, η ιστορία εισβάλλει πάντα με ορμή ανεμοστροβίλου στην οικία Κόλλιερ, παρά τις ατελέσφορες κάθε φορά προσπάθειες του Λάνγκλεϋ να την αποκλείσει και να την κρατήσει μακριά. Και τα δυο αδέλφια, ανυπεράσπιστα μέσα μια απελπιστική μοναξιά που ίσως να μην ήταν επιλογή τους, την παρακολουθούν να σαρώνει τα πάντα στο διάβα της εκμηδενίζοντας τις ζωές των άλλων και τις δικές τους με τον πιο αμετάκλητο τρόπο.
INFO: H παρακμή του οίκου των Κόλλιερ
E.L. Doctorow, Χόμερ και Λάνγκλεϋ, μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου,σελ.285,εκδ.Πατάκης,2013