Η Θεσσαλία στην Κατοχή και στην Αντίσταση (του Σπύρου Κακουριώτη)

0
1995

 

του Σπύρου Κακουριώτη

 

Συχνά, όταν γίνεται λόγος για την Αντίσταση κατά τη διάρκεια της Κατοχής, η πρώτη εικόνα που αναδύεται στη συλλογική μνήμη είναι γενειοφόροι αντάρτες σε μοναχικές μα περήφανες πορείες στα αφιλόξενα βουνά της Ρούμελης, έτσι όπως τους κατασκεύασε η εικονοποιία του Σπύρου Μελετζή.

Η κυρίαρχη αυτή αγιογραφική ιστόρηση μας οδηγεί συχνά να λησμονούμε ότι το αντιστασιακό φαινόμενο εκτεινόταν, αν και με εξαιρετικά διαφοροποιημένους τρόπους, στο σύνολο της κατεχόμενης χώρας, στην ύπαιθρο και στα αστικά κέντρα, στους ορεινούς όγκους και στα πεδινά.

Η επικέντρωση στο «βουνό», τον χώρο όπου το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ δημιούργησε την Ελεύθερη Ελλάδα (και ο ΕΔΕΣ/ΕΟΕΑ την δική του «Ελευθέρα Ορεινή Ελλάδα», που συνήθως λησμονείται), είναι, ασφαλώς, κατανοητή, παραβλέπει όμως ότι «το βουνό» (με όλες τις συμπαραδηλώσεις του) μπόρεσε να υπάρξει διότι οι ένοπλοι αντιστασιακοί σχηματισμοί, από τα πρώτα χρόνια της Κατοχής, κατόρθωσαν να διασφαλίσουν την επικοινωνία και τις ανταλλαγές με τον κάμπο, δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό τις προϋποθέσεις που επέτρεψαν, στη συνέχεια, τη στήριξη και την ενδυνάμωση του αντάρτικού.

Μέσα από αυτή τη διαδικασία διαδοχικών αφαιρέσεων παραβλέπεται (όχι μονάχα από το ευρύ κοινό, αλλά και από αρκετούς ιστορικούς) η κομβική σημασία που είχε για την ανάπτυξη της ΕΑΜικής αντίστασης η Θεσσαλία. Σιτοβολώνας της χώρας, η θεσσαλική πεδιάδα περιβάλλεται από τα βουνά όπου κυριαρχούσαν οι ανταρτικές δυνάμεις, η σχετικά εύκολη πρόσβαση στα οποία επέτρεψε τη σχεδόν αδιάκοπη ροή του παραγωγικού πλεονάσματος του κάμπου προς τα ορεινά, είτε στο πλαίσιο εμπορικών ανταλλαγών είτε εξασφάλισής του από τα όργανα του δωσιλογικού κράτους και τους κατακτητές.

Χάρη σε αυτές τις οιονεί ελεύθερες ανταλλαγές, για τη διασφάλιση των οποίων, το καλοκαίρι του 1944, ο αγροτικός πληθυσμός και ο ΕΛΑΣ θα δώσουν τη «μάχη της σοδειάς», το ΕΑΜ στη Θεσσαλία συγκέντρωνε τη μεγαλύτερη υποστήριξη απ’ οποιαδήποτε άλλη ελληνική περιφέρεια.

Τον κομβικό αυτό ρόλο της Θεσσαλίας στην Αντίσταση, αλλά και τις ιδιαιτερότητες της ιταλικής και γερμανικής κατοχής στην ύπαιθρο και τις πόλεις, επιχειρεί να προσεγγίσει ο ανά χείρας τόμος, προϊόν επιστημονικής ημερίδας που πραγματοποιήθηκε στη Λάρισα την άνοιξη του 2016.

Οι περισσότερες από τις συμβολές των νέων ερευνητών που συγκροτούν τον τόμο εστιάζουν στον αστικό, ημιαστικό και αγροτικό πεδινό χώρο (με την εξαίρεση μιας μάλλον συμβατικής βιογραφικής προσέγγισης του καπετάν Κόζιακα, από τον Κώστα Μιχαλάκη). Το κείμενο του καθηγητή Γιώργου Μαργαρίτη, το οποίο λειτουργεί ως εισαγωγή, αναδεικνύει τον κομβικό ρόλο της Θεσσαλίας, για τον οποίο κάναμε λόγο παραπάνω, αναδεικνύοντας τις βασικότερες πτυχές της κατοχικής περιόδου στην περιοχή.

Αρκετοί είναι οι ερευνητές που εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στον αστικό χώρο, αναδεικνύοντας όψεις της καθημερινότητας στην πόλη του Βόλου (Νίκος Τσικρίκης), την εμπειρία του πολέμου, της Κατοχής και της Αντίστασης, όπως καταγράφεται σε προφορικές μαρτυρίες παιδιών (Βασιλική Λάζου) ή την αρκετά διαφοροποιημένη τύχη των Εβραίων του Βόλου, όπως αποτυπώνεται σε προφορικές μαρτυρίες και τη συλλογική μνήμη (Έρση Μαλαγιώργη), ενώ προτείνεται και ένας τρόπος προσέγγισης του αρχειακού υλικού για τη δεκαετία του ’40 και τις τραυματικές εμπειρίες της Κατοχής προκειμένου να αξιοποιηθεί στην εκπαίδευση (Αγγελική Νικολάου).

Την εκπαίδευση στη Λάρισα το 1940 μέσα από τον Τύπο της εποχής εξετάζει η Δέσποινα Μήτσιου, ενώ ο Γιάννης Σκαλιδάκης μελετά την λαϊκή αυτοδιοίκηση στη Θεσσαλία, μέσα από τα κοινοτικά αρχεία της Αγιάς και του Μεταξοχωρίου Λάρισας.

Στο μόνο κείμενο που εκφεύγει του χρονικού πλαισίου που ορίζει η Κατοχή και η Αντίσταση, η Δόμνα Κόφφα καταδεικνύει την πολιτική λειτουργία της στρατιωτικής δικαιοσύνης μέσα από την περίπτωση του Έκτακτου Στρατοδικείου Τρικάλων την περίοδο του Εμφυλίου, ενώ οι Ελισάβετ Τσιδεμιάδου και Παναγιώτης Κουστένης μελετούν την πολιτική απήχηση, την εκλογική επιρροή και το μετεμφυλιακό αποτύπωμα της Αριστεράς στη Θεσσαλία, με επίκεντρο τις εκλογικές αναμετρήσεις του 1946.

Τα κείμενα που συγκροτούν τον ανά χείρας τόμο αποτελούν, ασφαλώς, μία πρώτη προσέγγιση, που δεν εξαντλεί το αντικείμενό της. Πολλές και σημαντικές πτυχές απουσιάζουν (όπως η μελέτη της Δεξιάς, δωσιλογικής και μη), ενώ η συντριπτική πλειονότητα των κειμένων αδυνατεί να αναδείξει συνέχειες και τομές σε σχέση με το παρελθόν. Έτσι, π.χ., η κατοχή στην πόλη του Βόλου μελετάται χωρίς αναφορά στο ισχυρό εργατικό κίνημα του μεσοπολέμου ή στην παρουσία μεγάλων προσφυγικών πληθυσμών μετά το 1922. Με τον τρόπο αυτό, η δεκαετία του ’40, τόσο σε επίπεδο ιστοριογραφίας όσο και δημόσιας ιστορίας, αντιμετωπίζεται σαν ένα ασύμμετρα γιγαντωμένο «νησί», κλεισμένο στην αυτάρκειά του…

 

info: Νίκος Χριστοφής (επιμ.), Πόλεμος και Αντίσταση στη Θεσσαλία, Όψεις της ιστορίας της κατά τη δεκαετία του ’40, Τόπος, 2017, σελ. 272

 

Προηγούμενο άρθροΕν πτήσει (της Νίκης Τρουλλινού)
Επόμενο άρθροΑπό την Κνωσσό στη Νέα Υόρκη (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ