Η “θέαση” της ποίησης

0
408

 

Της   Ιουλίτας  Ηλιοπούλου.

 

Από «τα βάθη των τόπων» της ποίησης  του Γιώργου Βέη έρχεται μιά φωνή στιβαρή και στίλβουσα ,που παίρνει το σχήμα του λωτού ,του ιβίσκου ,του Γάγγη ή του Πάρνωνα, μιά φωνή που κάνει το «αυτί μας να δει».

Τα αφηρημένα διανοητικά σχήματα δίνουν τη θέση τους σε μιά θέαση του κόσμου τέτοια που πρωταγωνιστικό ρόλο ,στην όλη πνευματική δράση, να παίζει το μάτι. Εκεί μετατοπίζεται, όχι μόνον η διαδικασία πρόσληψης και επεξεργασίας των εντυπώσεων, αλλά και η συλλογιστική των πολλαπλών συνειρμών.

Οι μικρές μονάδες της Φύσης υπάρχουν για να στέλνουν το φως τους συμβάλλοντας σε μιά γνωστική διαδικασία ,όπου το μάτι είναι το κυρίαρχο υποκείμενο ,ικανό να τις αναγνωρίζει και να τις « φωτοδοτεί » αποκαλυπτικά. Βλέπει και αναδεικνύει την ταυτότητα και υπεροχή  κάθε όντος ,κάθε στοιχείου. Η οπτική αυτή προσέγγιση τού κόσμου γίνεται προοπτική του νου στην ποίηση του Βέη. Προοπτική που δεν συστηματοποιεί τις σχέσεις οπτικών μεγεθών, αλλά νοηματικών ανάλογων. Ο καθρέ-φτης των ειδώλων του κόσμου γίνεται εσωτερικός καθρέφτης της ψυχικής επικρά-τειας . Ο Βέης ταξιδεύει, όχι μόνο αλλάζοντας γεωγραφικές συντεταγμένες, αλλά κυρίως  συγκεκριμένα πεδία παρατήρησης μέσα σ’ ένα ατελείωτο μικρόκοσμο κήπου- κι ας είναι αλήθεια η μετατόπιση του γενναία ,από την Ορεστιάδα έως το Νέο Δελχί και μακρύτερα.

Ο τρόπος που η παιώνια τοποθετείται στο κόσμο ,αμίλητη κι απορημένη ,ή  που οι λεπτοκαρυές  προειδοποιούν για τα επερχόμενα ,ο τρόπος που ένα ξερό φύλλο αποκόπτεται απ’ το κλαδί του, είναι ο αιώνιος τρόπος της λυρικής ποίησης πού ξέρει μέσα απ το μεγάλο αρχέτυπο της γης και του ουρανού να σημαίνει, να κάνει να αναδύεται η ψυχή μας  ολόκληρη ,να συναντά τα μέγιστα απ’ το ελάχιστο ένα.

 Ο Κήπος (που) βλέπει του Οδυσσέα Ελύτη εξακολουθεί στα ποιήματα του Βέη να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τον εξόριστο από την ίδια τη ζωή του άνθρωπο,

τον άνθρωπο που δοκιμάζεται πάνω στην αμφισβήτηση και στο θαύμα.

« Η τσίχλα στο κέντρο του κήπου […]

θα γεννάει πάντα τ’ αυγά της ως το τέλος του κόσμου

με τη γνώση και το πείσμα της πρώιμης άνοιξης », ήρεμα διατυπώνει ο Βέης, και στίχο στίχο αναπτύσσει  ένα  βιβλίο στοχαστικής όρασης, γνωστικής θέασης της ζωής. Ένα βιβλίο προβολή του εσώτατου είναι πάνω στην επιφάνεια του μικρόκο-σμου που στέκει αντίκρυ μας. Προβολή του  κρυπτικού  κειμένου της ύπαρξης  γραμμένου σ’αυτήν την κεφαλαιογράμματη και δίχως διαστήματα γραφή, που την μαντεύουμε, την αποκρυπτογραφούμε και πάλι το νόημα που της δίνουμε μοιάζει μισοδιαβασμένο στη διάρκεια μιάς βιαστικής ανθρώπινης παρουσίας.

Όμως « οι λωτοί θα ανανεώνονται διαρκώς στο βούρκο μάρτυρες μιάς ανεξάντλητης συνέχειας» πιστεύει ο Βέης. Οι πολυθεϊσμοί και οι μονοθεΐσμοί συγκεντρώνονται στα χρώματα του κήπου ,«Τα κομπάκια του πυράκανθου ένα ελάχιστο δείγμα  αρετής και σύνεσης», τα πεύκα προσπαθούν να συλλάβουν το ανείπωτο ενώ δεν παύουν να είναι αυτά «φρουροί πνευμάτων που κατοικούν εδώ», στον κόσμος μας.

Το αλφάβητο της ζωής είναι ένα και μόνο, μοιάζει να επιμένει ο Βέης , ακολουθώ-ντας το μεγάλο άλφα των φύλλων ,το βήτα των πουλιών, το ωμέγα τής κάθε σκέψης, που για να είναι πραγματικά υγιής πρέπει ,όπως λέει ο Ελύτης, να «αντέχει στο ύπαιθρο» .

Καμωμένη από ύπαιθρο η σκέψη του Βέη διασχίζει τον δρόμο ανάμεσα στις «ανθισμένες κυδωνιές» και τον «ακήρατο κήπο» των Παρθένων του Ίβυκου ,περνά από τους στίχους του Chu Yuan :« Θα κόψω ένα λεπτό μυρωμένο κλαρί /ν’ακουμπή-σω πάνω του τη σκέψη μου» κι από κει ,με ανάλογη εμμονή αλλά και αμφισημία, συναντά τον λόγο της Dickinson :«Κοιτάξτε τα κρίνα -είναι η μόνη εντολή που υπάκουσα» ,για να ταυτιστεί τέλος με τον Giuseppe Ungaretti όταν λέει «Φύλλα αδέλφια μου φύλλα/μες στον θρήνο μου σας ακούω» ή πάλι με το εξαίρετο στίχο του ίδιου ποιητή:«Στιλπνό κοχύλι /Μας μεταφέρει στην εκβολή του ήλιου»

Ο Βέης κρατά ένα λεπτό, πλην γενναίο, κλαράκι βασιλικού,«το έχω κόψει απ΄το πρωί/ και μυρίζει ακόμη θάλπος» λέει και νιώθεις να συνυπογράφει ,δώδεκα αιώνες αργότερα, με τον Li Tai Po τα λόγια :«Με ρωτούν γιατί κρύβομαι στο πράσινο βουνό / Μ’αναπαμένη την καρδιά χαμογελώ και σωπαίνω /όταν τα λουλούδια πέφτουνε και το νερό περνά,/Ο κόσμος μου δεν είναι ο κόσμος των ανθρώπων.»

Ο κόσμος ωστόσο του Βέη , είναι ο κόσμος των ανθρώπων, διαβασμένος αλλιώς. Περνώντας απ’ την πολύγλωσση φύση ερευνά τα δικά του ανθρώπινα όσα , ιδιωτικά και δημόσια , υιοθετώντας «την παμπάλαια διάλεκτο των υπαινιγμών», χρησιμοποι-ώντας αλλεπάλληλες μεταφορές, όχι σαν απλά σχήματα λόγου, αλλά σαν  βασικούς τρόπους  σκέψης ,σαν εργαλεία γνώσης, μελετά τη μοναξιά ,τον χρόνο ,τον έρωτα, τη φθορά, το τέλος.

Με ποιήματα εικόνες ,με ποιήματα καθρέφτες ,με γρίφους ποιήματα ο Γιώργος Βέης δένει και λύνει το αίνιγμα που κάθε φορά θέτει ,για να το ξαναδιατυπώσει απ΄την αρχή με την προσδοκία:

«Δεν προφταίνουμε να περάσουμε απέναντι στην ωραιότητα[…]

μένουμε πεισματικά εδώ να δούμε όλες τις στάχτες

μήπως αλλάξει ρότα το Κακό και γίνει φως».

Το φως εκείνο που ζητά η ίδια η ποίηση και που μόνο αυτή μπορεί να το κάνει να διαρκέσει.

 

INFO: “Βλέπω” του Γιώργου Βέη, Εκδόσεις Ύψιλον 

Προηγούμενο άρθροΜεγάλοι συγγραφείς, κακοί πατέρες
Επόμενο άρθροΤο Αρχιπέλαγος της Νέας Υόρκης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ