της Κλημεντίνης Βουνελάκη
Αστοχίες και αντιφάσεις ενός φιλόδοξου προγράμματος στο Φεστιβάλ Αθηνών που κινήθηκε μεταξύ λαϊκισμού και επιτήδευσης
Πώς διολισθαίνει κανείς από τις διακηρύξεις για τομές και αλλαγές, στην πεπατημένη μιας ακόμα φεστιβαλικής κανονικότητας, με προγραμματισμό «κεκλεισμένων των θυρών» παρότι ανοιχτό στην πόλη; Διατηρείται νωπή στη μνήμη μου η δημόσια συζήτηση που είχε διοργανώσει τρία χρόνια πριν, ο φρέσκος τότε στο πόστο του, καλλιτεχνικός διευθυντής του Ελληνικού Φεστιβάλ Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος. Ήταν καλοκαίρι του 2016 στον κήπο της Πειραιώς 260 –χώρος συνώνυμος με την ίδια την επανίδρυση του θεσμού στη διάρκεια της δεκαετίας του Γιώργου Λούκου, κάτι που απέφυγαν επιμελώς να θίξουν οι συνδαιτημόνες στο στρογγυλό τραπέζι(!) – και πρόσωπα σχετικά με τον πολιτισμό έπαιρναν το λόγο γύρω από το επίμαχο ζήτημα, τι είδους Φεστιβάλ θέλουμε; Πόσο όμως απέχει η ουτοπική θέαση για ένα φεστιβάλ – διαρκές εργοτάξιο του πολιτισμού ή την ανάγκη εμπλοκής του αστικού πληθυσμού μέσα από το άνοιγμα στην πόλη, από την «πραγματική πραγματικότητα» του κορυφαίου πολιτιστικού θεσμού της χώρας, του οποίου η τύχη αλληλοδιαπλέκεται στενά με την πολιτική εξουσία όπως αποδεικνύουν τα ίδια τα γεγονότα; Και πώς αποτιμάται μια θητεία – αυτή του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, εν προκειμένω, ο οποίος διορίστηκε από την «αριστερή κυβέρνηση» το 2016 για να «διασώσει» τον θεσμό από το κενό εξουσίας που προέκυψε, μετά τους απερίγραπτους χειρισμούς της ηγεσίας του ΥΠΠΟ που ακολούθησαν την ατυχή απόφαση αποπομπής του πιο πετυχημένου ίσως καλλιτεχνικού διευθυντή στην πολύχρονη και τρικυμιώδη ιστορία του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου;
Συμπληρώθηκαν τρία χρόνια και ενώ είμαστε σε αναμονή για τον επίσημο απολογισμό της τριετίας από καλλιτεχνικό διευθυντή και συμβούλους, περιμένουμε ακόμη από την ηγεσία του ΥΠΠΟ να λυθεί η εκκρεμότητα ως προς τον τρόπο ανάδειξης καλλιτεχνικού διευθυντή στον ιστορικό θεσμό. Θα συνεχιστεί ο παρωχημένος διορισμός προσώπου της αρεσκείας του εκάστοτε υπουργού; Πότε θα προχωρήσουμε δημοκρατικά και νομότυπα σε δημόσιες προκηρύξεις θέσεων; Και πού είναι το περίφημο συμβούλιο τεχνών που θα κρίνει τις υποψηφιότητες; Αλλά θα μου πείτε, λόγια, λόγια, λόγια…
Αποπειρώμενη μια πρώτη αποτίμηση της τριετίας, αναζητώ μάταια κοινή συνισταμένη ή αλλιώς ενότητα ύφους στον προγραμματισμό: αν η πρώτη χρονιά ήταν μεταβατική, η δεύτερη ήταν «ξεχειλωμένη», ενώ η τρίτη ήταν περισσότερο ζυγισμένη ως προς τον αριθμό των παραστάσεων, χωρίς ωστόσο να έχει να επιδείξει κάτι εξαιρετικό. Άλλη σοβαρή διχοτομία αφορά στα κριτήρια επιλογής ανάμεσα στις ελληνικές και τις ξένες συμμετοχές : πελατειακές σχέσεις με τις ελληνικές ομάδες χωρίς ποιοτική αξιολόγηση(λίγα σε πολλούς), ριζοσπαστικές επιλογές ως προς τις ξένες ομάδες, πατώντας προφανώς στη δοκιμασμένη και πετυχημένη εμπειρία του προκατόχου του.
Ο χορός μετά τον χορό και ο προγραμματισμός στα καλοκαιρινά φεστιβάλ
Πόσο μπορεί όμως να θριαμβολογεί κανείς για τον προγραμματισμό του χορού στο Φεστιβάλ Αθηνών 2018; Η εναρκτήρια παράσταση αυτό το καλοκαίρι στάθηκε αποκαλυπτική των προθέσεων των διοργανωτών. Η διάλεξη – παράσταση( lecture demonstration) του Λευκορώσου Αρκάντι Ζάιντες με θέμα την ασφάλεια των συνόρων και την ρομποτική στην υπηρεσία των κρατών, δεν ήταν άλλο από μια διάλεξη από τον ίδιο τον καλλιτέχνη με παράλληλη προβολή βίντεο στη μικρή αίθουσα της Πειραιώς 260, χωρητικότητας 200 περίπου θεατών – που δυστυχώς ήταν μισοάδεια. Θα μπορούσε να λάβει χώρα, με πολύ καλύτερους όρους σε οποιοδήποτε πανεπιστήμιο, στην έδρα της κοινωνιολογίας φερ’ειπείν, αφού η μετακίνηση πληθυσμών, η μετανάστευση και οι πρόσφυγες είναι αληθινή πληγή – σημείο των καιρών. Αφήνοντας κατά μέρος το παλιό ερώτημα του τι είναι χορός και τι δεν είναι, αναρωτιέμαι για τον ριζοσπαστισμό μιας τέτοιας επιλογής. Η απόπειρα εισαγωγής πολιτικού προβληματισμού στους κόλπους μιας διοργάνωσης είναι ορατή και θεμιτή, αρκεί να μην παρακάμπτει τα αισθητικά κριτήρια στην αξιολόγηση. Ζούμε στον αστερισμό της Τέχνης μετά την Τέχνη: όσο περισσότερο προκαλείς τις προσλαμβάνουσες του μέσου θεατή, όσο περισσότερο καινοφανής και ανορθόδοξος είσαι, τόσο πιο ρηξικέλευθος θεωρείται ο προγραμματισμός σου, τόσο περισσότερο ικανοποιείται η ακόρεστη ανάγκη για «καινούργιο» των ειδημόνων, των φιλότεχνων, του art-κόσμου. Η ανακάλυψη της πυρίτιδας εν έτει 2018!! Στη λίστα προσφορών χορού εκ μέρους του Φεστιβάλ Αθηνών γι’αυτό το καλοκαίρι υπήρχαν 5 ξένες και ισάριθμες ελληνικές ομάδες σε σύνολο 80 περίπου θεαμάτων. Δεν πιστοποιείται έτσι απλά το γεγονός ότι ο χορός παραμένει ο φτωχός συγγενής σε σχέση με το θέατρο, το χειρότερο είναι ότι συνθλίβεται υπό το βάρος των φιλοδοξιών των υπευθύνων. Αν δηλ. ένα φεστιβάλ προσφέρεται δυνητικά ως τόπος συνάντησης της εγχώριας χορευτικής σκηνής και του κοινού της με ότι κυοφορείται στις διεθνείς τάσεις , οι νέες αφίξεις ήταν μειοψηφία, ενώ η επιλογή των ελληνικών ομάδων δεν μπορούσε να υπακούσει σε κανένα κριτήριο, ήταν άτολμη στην κυριολεξία. Πιο συγκεκριμένα, η εκρηκτική Μαρλέν Μοντέιρο Φρέιτας με το γκροτέσκο σύμπαν επανέκαμψε στο Φεστιβάλ Αθηνών φέτος, αλλά ήταν και πέρυσι εδώ. Τους αντισυμβατικούς ισπανούς El Conde de Torrefiel που έφερε για πρώτη φορά σ την Ελλάδα το εναλλακτικό φεστιβάλ MIR, για να επανέλθουν φέτος το Φεστιβάλ Αθηνών. Το ίδιο και ο εμπνευσμένος εννοιολογικός Μπορίς Σαρμάτς, – μετά την πρώτη άφιξή του το 2007, επανήλθε και αυτός. Με αυτά και τ’άλλα προγραμματίζουν αφενός ότι είναι στον αφρό των ημερών στην Ευρώπη, χωρίς ωστόσο να λαμβάνουν υπ’ όψιν τη σημασία της πρώτης παρουσίασης στην Ελλάδα και κατ’επέκταση τον παράγοντα «θεατής». Μια τέτοια υπεροψία εκ μέρους των ιθυνόντων καταλήγει εκ των πραγμάτων σε ένα νέο κομφορμισμό. Να θυμίσω εδώ κάτι που ίσχυσε για τις πλαστικές τέχνες μετά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και το οποίο φαίνεται να αγγίζει στις μέρες μας εμφανώς πια και τις παραστατικές τέχνες: οι επισκέπτες των μουσείων σύγχρονης τέχνης συνήθιζαν να περιδιαβαίνουν τις αίθουσες προβληματισμένοι για το αν αυτό που βλέπουν είναι τέχνη, και στο τέλος η αισθητική εμπειρία τους σταματούσε συνήθως εκεί. Συμπερασματικά, η τόλμη των ιθυνόντων του φεστιβάλ εξαντλείται σε μονοδιάστατες αντιλήψεις που αγνοούν τον μέσο θεατή αφήνοντας τον χώρο στις αμφίβολες και αμιγώς εμπορικές επιλογές των μεσαζόντων που συνήθως περιλαμβάνουν χιλιοϊδωμένα ονόματα στην παρακμή τους.(βλ. τι παρελαύνει από το Ηρώδειο μέσα στον Σεπτέμβριο)
Ο χορός ωστόσο, καταγωγικά κοντινός με το πνεύμα της γιορτής (feast), αλλά και χάρη στην οικουμενικότητα της γλώσσας του σώματος, αποτελεί «εκ των ων ουκ άνευ» όλων των ευρωπαϊκών φεστιβάλ που αναδύθηκαν μετά το 1950. Χάρη στο Φεστιβάλ Αθηνών από το 1955 και μετά, διαφορετικές γενιές θεατών μπόρεσαν να προσεγγίσουν και να αγαπήσουν σημαντικά ονόματα της χορευτικής τέχνης, χορογράφους και χορευτές σε ένα εύρος που ξεκινά από το κλασικό μπαλέτο, το νεοκλασικό, το χοροθέατρο και φθάνει ως τις πιο σημαντικές μορφές του σύγχρονου χορού. Εκλεκτικό πνεύμα χαρακτήρισε και την δεκαετία της ανανέωσης (2006-2015)που προσέδωσε διεθνή ακτινοβολία σε ένα φεστιβάλ που βρισκόταν εκτός ευρωπαϊκού χάρτη- αναφέρω ορισμένα μόνο χαρακτηριστικά ονόματα που παρέλασαν από την Πειραιώς 260 και το Ηρώδειο: Πίνα Μπάους- Χοροθέατρο του Βούπερταλ, Συλβί Γκιλλέμ, Ουίλλιαμ Φόρσαϊθ, Γίρζι Κύλιαν, Τρίσα Μπράουν, Πίπινγκ Τομ, Σάσα Βαλτς, Μαγκί Μαρέν, Αλαίν Μπυφάρ κ.α. Ερμητικές αντιλήψεις που εθελοτυφλούν επιμένοντας για παράδειγμα μόνο στην εννοιολογική συσκευασία, αγνοώντας παρελθόν, παρόν και μέλλον μιας σπουδαίας τέχνης, απηχούν απλά τις αισθητικές αντιλήψεις των εκάστοτε διοργανωτών.
Το Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας διανύει αισίως την μεταβατική του περίοδο
Πιο πολυσυλλεκτική αποδείχτηκε η λογική στην οποία κινήθηκε το επίσης ιστορικό Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας στην 24η διοργάνωσή του. Υπενθυμίζω ότι χάρη σε αυτό το πρώτο ειδικευμένο φεστιβάλ χορού με έδρα τη μεσσηνιακή πρωτεύουσα, το ελληνικό κοινό μπόρεσε να έρθει σε επαφή για πρώτη φορά με δημιουργούς που διαμόρφωσαν το ίδιο το τοπίο του σύγχρονου χορού σε Αμερική και Ευρώπη- Τρίσα Μπράουν, Αν Τερέζα ντε Κέρσμαεκερ, κ.α- καταξιωμένους, ανατρεπτικούς, πειραματικούς, εννοιολογικούς, αδιακρίτως. Αληθινό πρότυπο θεσμού, αλλά και νίκη της πολιτιστικής αποκέντρωσης – εδραιώθηκε και μακροημέρευσε με ιδρυτική προσωπικότητα και καλλιτεχνική διευθύντρια την Βίκυ Μαραγκοπούλου (1995- 2015)- τα τελευταία χρόνια άρχισε να παρουσιάζει συμπτώματα παρακμής, σχετικά μεταξύ άλλων με ελλιπή χρηματοδότηση και προβληματική θεσμική θωράκιση.
Η Λίντα Καπετανέα που ανέλαβε φέτος δυναμικά και ρηξικέλευθα τα ηνία της διοργάνωσης, δεν ακολούθησε την πεπατημένη των mainstream διοργανώσεων ως προς την επιλογή των ομάδων. Με δεδομένη την ιστορία που έχει γράψει εντός και εκτός εθνικών συνόρων- εξαιρετική χορεύτρια και δασκάλα της τεχνικής Fighting monkey/ rootless root μαζί με τον Γιόζεφ Φρούτσεκ – επέλεξε ομάδες σχετικές με το τεστάρισμα των ορίων του σώματος (βλ. Βιμ Βαντεκέιμπους), έδωσε έμφαση στο νεανικό κοινό με το street dance από το δίδυμο Μαρκίζ Σκοτ –Πόππιν Τζον, δεν παρέλειψε να συμπεριλάβει μια εμβληματική μορφή του σύγχρονου χορού όπως ο Γιόζεφ Νατζ και φυσικά δεν δίστασε να φέρει για πρώτη φορά σε επαφή με το κοινό του φεστιβάλ το δύσκολο έργο ενός ιδιότυπου δημιουργού, του Ολιβιέ ντε Σαγκαζάν. Το τριήμερο που παραβρέθηκα στο φεστιβάλ δεν θα έλεγα ότι κάποια παράσταση μου άφησε έκτυπα τα σημάδια της – ο επίλογος από τους Les Slovacs, ένας παροξυσμός σωματικότητας από πέντε πολυτάλαντους άνδρες χορευτές που δεν αργούσε να μεταστραφεί σε μελαγχολία, μου άφησε ένα αίσθημα αμηχανίας μπρος στο δίλημμα παράδοση ή παγκοσμιοποίηση, παρά το συγκινητικό φινάλε. Είδα ωστόσο με χαρά να γεμίζει το Μέγαρο χορού – αληθινό απόκτημα για την πόλη και τη χορευτική κοινότητα εν γένει – με νεανικό κοινό, μαθητές των σεμιναρίων και νέους από την πόλη ενδεχομένως, που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα.
Αν τα μηνύματα από το νέο ξεκίνημα του φεστιβάλ μοιάζουν ελπιδοφόρα – εξασφαλίστηκε η ανεμπόδιστη χρηματοδότηση του θεσμού με την ένταξή του σε τριετές πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων – μένουν πολλά να γίνουν. Το άνοιγμα στην τοπική κοινωνία, η επαφή και ανταλλαγή ιδεών με τη διεθνή και την ελληνική χορευτική κοινότητα μέσα από την δράση του Διεθνούς Κέντρου Χορού Καλαμάτας αλλά και την αξιοποίηση των χώρων του Μεγάρου χορού όλο το χρόνο και όχι μόνο το δεκαήμερο του φεστιβάλ, είναι στοιχήματα που πρέπει και μπορούν να κερδηθούν!
Ο Γιόζεφ Νατζ (δεξιά) με τον Ντομινικ Μερσι στον «Μικρό Εωθινό Ψαλμό»