Έρη Σταυροπούλου (*)
Το πρώτο στοιχείο που με τράβηξε στο μυθιστόρημα Οι αδερφές Ραζή (Μεταίχμιο, 2017, σ. 331) ήταν η θεματική του αφετηρία, το γεγονός δηλαδή ότι εντάσσεται στο μεγάλο και εξαιρετικά δυναμικό κύκλο λογοτεχνημάτων που πηγάζουν από τη Μικρασιατική τραγωδία (εκστρατεία στη Mικρά Aσία, ξεριζωμός των προσφύγων από Μ. Ασία, τον Πόντο και την ανατολική Θράκη και εγκατάστασή τους στην Ελλάδα). Και ας μην ξεχνάμε ότι η τεράστια καταστροφή σήμανε από τη μια το τέλος της πολιτικής της Μεγάλης Ιδέας και τη συρρίκνωση του ελληνισμού στα σημερινά ελλαδικά όριά του, από την άλλη όμως αναζωογόνησε με πολλούς τρόπους (δημογραφικά, οικονομικά, καλλιτεχνικά) τη ζωή στη χώρα μας.
Είναι γνωστό ότι από αυτή τη σειρά των ιστορικών γεγονότων και τον αντίκτυπό τους πήγασε ένας πολύ μεγάλος αριθμός λογοτεχνημάτων. Το πολύ ενδιαφέρον στοιχείο όμως είναι ότι αν και τα έργα έχουν λιγοστέψει αριθμητικά με το πέρασμα του χρόνου, η θεματική τους ανανεώνεται και η παρουσία τους παραμένει ισχυρή και τον 21ο αιώνα. [1] Ανάλογα διατηρείται αμείωτο και το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού. Να θυμίσω ότι αρχικά οι συγγραφείς ασχολήθηκαν, σε ένα είδος νοσταλγικής αναβίωσης, με την αναπαράσταση της ευτυχισμένης ζωής στις χαμένες πατρίδες, καθώς και με την περιγραφή της καταστροφής του 1922. Πολύ λιγότερο άγγιξαν τα μεγάλα προβλήματα της εγκατάστασης και της ένταξης των προσφύγων στον ελλαδικό χώρο.
Αρκετά αργότερα το ζήτημα των χαμένων πατρίδων άρχισε να μην αντιμετωπίζεται μόνο μέσα στα συγκεκριμένα και παγιωμένα πλαίσια που επέβαλε προηγουμένως η πρόσφατη εμπειρία, ενώ σταδιακά το βιωματικό και ιστορικό υλικό, που έδινε αφορμή κυρίως για έργα μαρτυρίας, με την προσθήκη νέων θεμάτων, μετασχηματίστηκε σε έναν από τους σημαντικότερους λογοτεχνικούς θεματικούς κύκλους του νεότερου ελληνισμού.
Στους ανανεωτές συγκαταλέγεται και η Κατερίνα Ζαρόκωστα. Στο προηγούμενο μυθιστόρημά της Ένα κομματάκι ουρανός (2000) είχε ασχοληθεί με ένα θέμα διαφορετικό, την απαγορευμένη αγάπη ανάμεσα σε έναν Τούρκο και μια χριστιανή στα παράλια της Μικρασίας, τώρα με το μυθιστόρημα Οι αδερφές Ραζή συνεχίζει με νεωτερικό τρόπο το θέμα της Καταστροφής και των χαμένων πατρίδων, φέρνοντας τις αδερφές ηρωίδες της, μαζί με τα περισσότερα από τα πρόσωπα της ιστορίας της, από την Κωνσταντινούπολη, για να παρακολουθήσει την τύχη τους στην Αθήνα.
Το βιβλίο διαιρείται σε δύο μέρη και 24 μικρά κεφάλαια, που ο τίτλος καθενός λειτουργεί σαν σύντομο σχόλιο στο περιεχόμενό του. Αρχίζει τη δεκαετία του 1930 και τελειώνει 40 χρόνια αργότερα, τη δεκαετία του ’80, την περίοδο διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Αυτό το χρονικό διάστημα, ως ιστορικό πλαίσιο της μυθιστορήματος, αποδίδεται επιτυχημένα μέσα από τις αλλαγές στο χώρο και στη νοοτροπία των προσώπων. Το παρελθόν των ηρώων και ηρωίδων, που μαθαίνουμε μέσα από σύντομες αναδρομές, φτάνει ως τις αρχές του 20ου αιώνα. Ο τόπος καταγωγής των περισσότερων είναι η Κωνσταντινούπολη. Την συγγραφέα δεν την ενδιαφέρουν μόνο οι πρώτες ρίζες των προσφύγων στην Ελλάδα, την ενδιαφέρει η οριστική εγκατάστασή τους, η νέα ζωή, η πορεία από την συνείδηση του πρόσφυγα ως την τελική τακτοποίησή τους, την ενσωμάτωσή τους στον ελλαδικό χώρο και αυτό το στοιχείο το αποδίδει με μαεστρία.
Αν και πολυπρόσωπο το μυθιστόρημα, οι τρεις αδελφές Ραζή σχηματίζουν τον πυρήνα γύρω από τον οποίο κινούνται όλοι οι άλλοι ήρωες. Ο αναγνώστης θα προχωρήσει αρκετά στις σελίδες του βιβλίου μέχρι να γνωρίσει όλα τα πρόσωπα και τις συγγενικές τους σχέσεις. Η μεγάλη αδελφή, η Μέλπω, που θυσιάζεται για την οικογένειά της, παντρεμένη με τον Ευάγγελο, αποκτά μια κόρη τη Χαρίκλεια (Λίλη), αλλά ο άντρας της απομακρύνεται από αυτήν, όταν γνωρίζει την Ινώ. Η μεσαία, η Τέτα, ζει ευτυχισμένη στην Αμερική με τον άντρα και τα παιδιά της. Η μικρότερη, η Χαρίκλεια, παρά τον αρχικά επιτυχημένο γάμο της και την οικονομική της άνεση, αντιμετωπίζει έντονα ψυχολογικά προβλήματα.
Αγάπες ηλικιακά αταίριαστες, αγάπες που αντέχουν ακόμη και μετά από πολλές δεκαετίες χωρισμού, ερωτικές προδοσίες και δράματα αλλά και συμφιλιώσεις και ισχυροί συγγενικοί δεσμοί αναπτύσσονται μέσα στην ιστορία, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον μας. Όχι τόσο η κοινή καταγωγή όσο το πάθος ενώνει και χωρίζει αυτούς τους ανθρώπους, ρίχνοντας το βάρος του βιβλίου κυρίως στο συναίσθημα. Όμως, αν και φαινομενικά απλό, το μυθιστόρημα στοχεύει πιο βαθιά. Πράγματι κατορθώνει να μας δώσει μια σύνθετη εικόνα, αξιοποιώντας το χωρικό πλαίσιο συνδυαστικά με τον ιστορικό χρόνο και τις κοινωνικές συνθήκες. Η κίνηση στο χώρο μάς δείχνει τον αργό, αλλά σταθερό ρυθμό της διείσδυσης των προσφύγων στην ελλαδική ζωή.
Οι οικονομικά ακμαίοι Κωνσταντινουπολίτες εγκαθίστανται στο Φάληρο, που τους θυμίζει λίγο την Πόλη, καθώς γειτονεύει με τη θάλασσα. Οι φτωχοί, «πολίτες β΄ κατηγορίας» βολεύονται στις σκηνές που τους παρέχει το κράτος ή σε πλινθόκτιστα καμαράκια στην Καισαριανή και στις όχθες του Ιλισού, αντιμετωπίζοντας μια πολύ δύσκολη καθημερινότητα. Εκείνοι που θέλουν να κρυφτούν από τους γνωστούς τους, για να μη φανεί ο ξεπεσμός τους, φτάνουν στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, στην Κυψέλη, το Πολύγωνο, ενώ πολύ αργότερα μερικοί θα κατορθώσουν να εγκατασταθούν σε αριστοκρατικά προάστια. Η περιγραφή των προπολεμικών αστικών συνοικιών, αλλά και της ραγδαίας ανοικοδόμησης τη δεκαετία του ’60 που παραμόρφωσε το πρόσωπο της Αθήνας, μας δίνει αξιοσημείωτες εικόνες μέσα από τα μάτια «ενός ξένου», του πρόσφυγα, που εντοπίζει το ενδιαφέρον του στα κοινά με τον τόπο της καταγωγής τους σημεία ή επισημαίνει τις διαφορές.
Στην ίδια κίνηση εντάσσεται συμβολικά ο γάμος της Λίλης με ένα νεαρό παμπόνηρο Μοραΐτη, αλλά και το παράνομο εμπόριο ρούχων με το οποίο η ίδια ασχολείται. Η Λίλη, με τον εμφατικό τρόπο που απορρίπτει τις παλιές προπολεμικές αρχές των συγγενών της, εκπροσωπεί την εικόνα της ελληνικής κοινωνίας τη δεκαετία του ’80. Η Ζαρόκωστα ζωγραφίζει με καίρια σχόλια τη στροφή σε ένα ολοένα αυξανόμενο καταναλωτικό τρόπο ζωής, χωρίς ηθικές αξίες και με κύριο στόχο την οικονομική άνοδο.
Η συγγραφέας δεν ξεχωρίζει τα πρόσωπα ανάλογα με την καταγωγή τους. Μέσα από διάφορα επεισόδια δείχνει ότι καλοί και κακοί ή πιο σωστά δυνατοί και αδύναμοι υπάρχουν παντού. Γιατί η Ζαρόκωστα αγαπά τα πρόσωπα του βιβλίου της και διαγράφει σφαιρικά με αρκετή συμπάθεια τους χαρακτήρες τους Σε αυτό συνέβαλε πιθανότατα ένα ιδιαίτερο στοιχείο της αφήγησης: ο φιλικός προς τους ήρωες και διασαφητικός προς τους αναγνώστες τρόπος που χρησιμοποιεί η φωνή του παντογνώστη αφηγητή για να εξηγήσει σκέψεις και γεγονότα, αρχίζοντας πάντα με μια γενική παρατήρηση και προχωρώντας στο συγκεκριμένο συμβάν.
«Άτιμο πράμα η επιθυμία! Άλλο δεν έχει στο νου παρά του κεφαλιού της το χαβά. Σβήνει ηλικία, χρώμα, φυλή, θρησκεία, στρίβει τον χρόνο λάστιχο, τον τανύζει όσο προσδοκά το αντικείμενο του πόθου, τον εκμηδενίζει όταν σμίγουν. Μ’ αυτή την έννοια γιατί –παρακαλώ– να μην είναι η Λίλη κόρη της Ινώς, κόρη δική της και του Ευάγγελου, το παιδί που τόσο άμυαλα γκρέμισε τότε από τη μυγδαλιά; Και τι είναι τα χρόνια που τις χωρίζουν; Πολλά ή λίγα; Της πραγματικότητας ή της νόησης; Γρήγορα επανέρχεται η Ινώ. Δεν νιώθει αρκετά δυνατή ώστε να παραδοθεί στην ψευδαίσθηση. Κρατάει σφαλισμένες τις βαλβίδες ασφαλείας, φοβάται μην ξανακυλήσει στον παραλογισμό. Αντιμάχεται ακόμα και την ιδιαίτερη θέρμη, την έλξη που την τραβά προς τη νεαρή φίλη της, που δεν οφείλεται ασφαλώς στον σύντομο χρόνο γνωριμίας τους ούτε στην προοπτική της συνεργασίας τους.» (σ. 259)
Αυτό το στοιχείο προφορικότητας δίνει ένα τόνο τρυφερής ανθρωπιάς στη διήγηση. Επιπλέον δημιουργεί την αίσθηση ότι τα μυθιστορηματικά πρόσωπα, η συγγραφέας και οι αναγνώστες συνδέονται φιλικά, ότι αποτελούν μέλη μιας μεγάλη κοινότητας διαμορφωμένης από τον κοινό χώρο και χρόνο, ενώ μοιράζονται ανάλογες εμπειρίες.
info: Κατερίνα Ζαρόκωστα, “Οι αδελφές Ραζή”, Μεταίχμιο
(*) Η Έρη Σταυροπούλου είναι καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή τού Πανεπιστημίου Αθηνών
[1] Έρη Σταυροπούλου, «Η παρουσία της Μικρασιατικής Καταστροφής στη νεοελληνική πεζογραφία (συνέχειες, ασυνέχειες, ρήξεις), Πρακτικά 5ου Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών (Θεσσαλονίκη, 2–5 Οκτωβρίου 2014)
(http://www.eens.org/EENS_congresses/2014/stavropoulou_eri.pdf)