Η ζωή και το έργο του Μάικλ Οντάατζε (της Έλενας Χατζηγιωργάκη)

0
465

 

της Έλενας Χατζηγιωργάκη.

Με αφορμή την έκδοση του τελευταίου του μυθιστορήματος «Το τραπέζι της γάτας» (μετάφραση: Κατερίνα Σχινά, Εκδόσεις Πατάκη), ο Μάικλ Οντάατζε βρέθηκε στην Αθήνα* για να μιλήσει για τη ζωή και το συνολικό έργο του, εν πολλοίς αυτοβιογραφικό,  το οποίο περιλαμβάνει ποιητικές συλλογές και μυθιστορήματα, κάποια από τα οποία δυστυχώς δεν έχουν μεταφραστεί στα Ελληνικά. Γεννήθηκε το 1943 στη Σρι Λάνκα (πρώην Κεϋλάνη). Σε ηλικία 9 ετών και μετά τον χωρισμό των γονιών του έφυγε για την Αγγλία και αργότερα στα 18 του πήγε για σπουδές στον Καναδά όπου ζει μέχρι σήμερα. Τρεις διαφορετικές ταυτότητες που επηρέασαν σημαντικά το συγγραφικό του έργο. Το παρελθόν του δεν είναι κάτι σαν αποσκευή-βάρος που κουβαλάει μαζί του, αλλά μια διαδικασία καταγραφής εμπειριών, μια ευκαιρία να διευρύνει την αντίληψή του για τον κόσμο, ένα είδος δώρου για το οποίο είναι ευγνώμων.

Ο χωρισμός των γονιών του, παρότι θεωρείται γενικά μια τραυματική εμπειρία, για τον ίδιο δεν ήταν τόσο οδυνηρό, τη στιγμή που η οικογένειά του στη Σρι Λάνκα μπόρεσε να καλύψει το κενό. Ο πατέρας του ήταν μια ισχυρή προσωπικότητα που δυστυχώς έφτασε στο θάνατο με το μυαλό του να βουλιάζει στο αλκοόλ. Ήταν ισχυρός και χαρισματικός από τον οποίο ο Μάικλ Οντάατζε έχει κληρονομήσει την ανορθόδοξη και αντισυμβατική μορφή. «Θεωρώ τον εαυτό μου έναν πολύ φυσιολογικό άνθρωπο», εξηγεί χαμογελαστός. «Στη Σρι Λάνκα όταν χωρίζουν δυο άνθρωποι, πάντα υπάρχουν άνθρωποι γύρω απ’ τα παιδιά: θείοι, συγγενείς κτλ. Δεν είναι τόσο τραυματική εμπειρία».

Στα 18 του αποφασίζει να φύγει για τον Καναδά. Στον Καναδά τη δεκαετία του ’60 οι γαλλόφωνοι του Κεμπέκ προσπαθούν να επιβάλλουν τη γαλλική γλώσσα, όμως για τον Οντάατζε η διαδικασία ενσωμάτωσης στην καινούργια κοινωνία ήταν μια συναρπαστική εμπειρία. Έχοντας ζήσει αρκετά χρόνια στην Αγγλία και με ένα εκπαιδευτικό σύστημα που τον έσπρωχνε στα μαθηματικά, η ζωή και οι σπουδές και η εμπειρία του Καναδά ήταν μάλλον απελευθερωτική. Ο Καναδάς ήταν μια «ανοιχτή» χώρα σε σχέση με την Αγγλία τότε. Στην Αγγλία δεν έλεγε ότι είναι ποιητής και δεν ήταν ο μόνος.

Ξεκίνησε να γράφει σαν ποιητής και μετά συνέχισε με μυθιστορήματα για τα οποία είχε μεγαλύτερη ελευθερία έκφρασης. Το 1970 στο στιχουργικό μυθιστόρημα (verse novel) “The Collected Works of Billy the Kid: Left-Handed Poems” συνδύασε πολλά στυλ γραφής. Είναι ένα σημαντικό βιβλίο γιατί ενώ οι στίχοι δίνουν την εντύπωση ενός φαινομενικά ασύνδετου κολάζ, συνθέτουν τελικά μια ιστορία για τον κακοποιό που έγινε γνωστός στην Αμερική με το όνομα Billy the Kid. Η ιστορία του ήταν γνωστή: ποιους σκότωσε ο ίδιος, ποιους σκότωσε ο σερίφης που τον συνέλαβε. Γνωρίζει κανείς το τέλος της, όμως αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι η πρόζα. Μιλάνε άνθρωποι, μέλη της συμμορίας. Είναι ένα βιβλίο πολυφωνικό από την πλευρά των ηρώων και υβριδικό υπό την έννοια ότι δένει πολλά είδη γραφής. Ο Billy the Kid λειτουργεί περισσότερο σαν θρύλος παρά σαν πραγματικό πρόσωπο. «Όσο περισσότερο χώρο έχει κανείς να γράψει τόσο πιο πιστευτός είναι ο χαρακτήρας που δημιουργεί και όσο πιο πολύπλοκος είναι ένας χαρακτήρας τόσο το καλύτερο!»

Το 1976 ακολούθησε το “Coming Through Slaughter” (Εξερχόμενος της σφαγής) όπου σκιαγραφείται η ζωή του πρωτοπόρου μουσικού της τζαζ Buddy Bolden. Είχε ενδιαφέρον το να γράψει για έναν διάσημο καλλιτέχνη για τη ζωή του οποίου ελάχιστα ήταν γνωστά. Ο Bolden στα 30 του τρελαίνεται ξαφνικά σε μια παρέλαση στη Νέα Ορλεάνη και περνάει το υπόλοιπο της ζωής του σε ένα άσυλο ψυχασθενών. Ήταν μια συγγραφική πρόκληση το να ανασυνθέσει τη ζωή του βασιζόμενος σε λίγες, σποραδικές πληροφορίες για τη ζωή του. Δεν είναι μια τυπική βιογραφία ούτε υπήρχε ένα συνειδητό σχέδιο γραφής. Είναι ένα βιβλίο που μοιάζει με τζαζ αυτοσχεδιασμό στο οποίο ριφς εμφανίζονται σε απρόσμενα σημεία όπως στις συνθέσεις του ίδιου του Buddy Bolden.

Το 1987 ακολούθησε το “In the Skin of a Lion” (Στο δέρμα του λιονταριού) το οποίο πραγματεύεται τις ζωές των μεταναστών που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανέγερση της πόλης του Τορόντο το 1900 οι οποίοι όμως, παρά τη συνεισφορά τους, έμειναν αφανείς. Έχει να κάνει με τη μάσκα που φοράει κανείς και μετά τη βγάζει, έχει να κάνει με τις αλλαγές και τις μεταμορφώσεις των ανθρώπων που αλλάζουν χώρα οι οποίες τελικά συνεπάγονται αλλαγή ταυτότητας. Είναι ένα μεταμοντέρνο μυθιστόρημα μίξης διαφόρων φωνών οι οποίες συνθέτουν μια συνεκτική ιστορία.

Το 1992 ακολούθησε «Ο Άγγλος Ασθενής» (Εκδόσεις Καστανιώτη) το οποίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο το 1996 από τον Anthony Minghella. Για το βιβλίο του απονεμήθηκε το βραβείο Booker, η αριστουργηματική ταινία απέσπασε 9 Όσκαρ και έτσι Μάιλκ Οντάατζε απέκτησε διεθνή αναγνώριση. Όπως και στα προηγούμενα μυθιστορήματά του, δεν ήταν προσχεδιασμένη η πλοκή, οι ήρωες και οι συσχετισμοί μεταξύ τους. «Όταν ξεκινάω να γράψω κάτι, δεν ξέρω ποια θα είναι η δεύτερη πρόταση», εξηγεί χαρακτηριστικά. Έτσι, ο Άγγλος ασθενής ξεκίνησε με έναν ασθενή σε ένα κρεβάτι και μια νοσοκόμα που τον φροντίζει σε μια εγκαταλελειμμένη Ιταλική βίλα κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τίποτα σημαντικό. Στη συνέχεια εμφανίζεται ο Καραβάτζιο, ένας Καναδός κλέφτης του οποίου όμως η δράση νομιμοποιείται εν μέσω πολέμου και ο Κιπ, ένας Ινδός φαντάρος στο βρετανικό στρατό, ειδικός στην εξουδετέρωση βομβών. Η ιστορία ξεδιπλώνεται μέσα από τις ιστορίες που διηγούνται για το παρελθόν τους. Ενώ οι ιστορίες τους δείχνουν φαινομενικά ανεξάρτητες, ο συγγραφέας ήλπιζε οι ήρωες αυτοί να ξανασυναντηθούν και ενώ το βιβλίο ξεκίνησε με τέσσερις αγνώστους μεταξύ τους ανθρώπους, εξελίχθηκε σε μια ιστορία για συγκεκριμένους ανθρώπους, σε ένα συγκεκριμένο μέρος κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ψάχνοντας να γράψει για μια ιστορία για την έρημο αναζήτησε πληροφορίες στη Βασιλική Ερευνητική Εταιρεία. Για ένα περίεργο λόγο το βιβλίο που δανείζονταν όσοι διέσχιζαν την έρημο ήταν ο Ηρόδοτος. «Ήταν μια απόφαση της στιγμής!», εξηγεί χαμογελαστός. Όπως και στα προηγούμενα βιβλία του ξεκινάει να γράφει χωρίς να έχει στο μυαλό του το τέλος του βιβλίου. Η γραφή ρέει χωρίς προμελέτη και τα ασύνδετα συμβάντα αποκτούν απρόσμενη συνοχή.

Το 2000 στο «Φάντασμα της Ανίλ» (Εκδόσεις Καστανιώτη) πραγματεύεται τον εμφύλιο: ένα πολιτικό θέμα με ηθικά ζητήματα. Μετά τον Άγγλο ασθενή ήθελε να γράψει ένα βιβλίο για τη γενέτειρά του τη Σρι Λάνκα. Στη Σρι Λάνκα, όπως και σε πολλές χώρες, υπάρχουν διαφορετικές οπτικές γωνίες για τη θέαση ενός ζητήματος. Υπάρχει διαφωνία για τα αίτια του εμφυλίου. Στη Δύση παρουσιαζόταν μια μονοδιάστατη άποψη. Στο Φάντασμα της Ανίλ ήθελε να ακουστούν οι αντικρουόμενες φωνές, να συζητούν, να διαφωνούν. Η κεντρική ηρωίδα Ανίλ είναι ιατροδικαστής και αναλαμβάνει την έρευνα για τον σκελετό ενός προσφάτως δολοφονημένου ανδρός, ο οποίος βρέθηκε μέσα σε έναν αρχαίο τάφο. Στην έρευνά της έχει συνοδοιπόρο τον αρχαιολόγο Σάραθ Ντιγιασένα και σκοπός της είναι να δικαιώσει τα αφανή θύματα ενός εμφυλίου που δεν έχουν φωνή. Έχει σημασία η αναγνώριση ενός ανθρώπου ή μιας ομάδας ανθρώπων που θυσιάζονται για ένα σκοπό.

Το 2007 στο Divisadero (Εκδόσεις Καστανιώτη) ένας πατέρας ζει με τις έφηβες κόρες του σε ένα αγρόκτημα μαζί με τη βοήθεια ενός αινιγματικού νεαρού. Όταν ο νεαρός αποκτά ερωτική σχέση με μία από τις κοπέλες, ένα βίαιο συμβάν χωρίζει τους δρόμους τους. Είναι ίσως το πιο προσωπικό μυθιστόρημα του Οντάατζε και πραγματεύεται τις ανθρώπινες σχέσεις, το πάθος και την απώλεια. Έχουν εκδοθεί 13 ποιητικές συλλογές του που δυστυχώς δεν έχουν μεταφραστεί στα Ελληνικά. Η ποίηση υπάρχει στη ζωή του χωρίς όμως να καταπιάνεται συστηματικά. Γράφει ποίηση σποραδικά και είναι σα να παλινδρομεί. Μετά τη μεταφορά του Άγγλου Ασθενή στον κινηματογράφο και τη συμβολή του στο μοντάζ της ταινίας, έγραψε ένα βιβλίο για τον μοντέρ του Άγγλου Ασθενή τον Walter Murch και την τέχνη του μοντάζ. «Το μοντάζ είναι σαν την επιμέλεια ενός βιβλίου.» Ήταν μια υπέροχη εμπειρία για τον ίδιο να βλέπει έναν ειδήμονα εν δράση.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε στα Ελληνικά και το τελευταίο του μυθιστόρημα (2011) με τίτλο «Το τραπέζι της γάτας» (Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά, Εκδόσεις Πατάκη). «Ρώταγαν τα παιδιά μου για το ταξίδι μου από τη Σρι Λάνκα. Ήμουν έντεκα ετών τότε και δεν θυμόμουν πολλά!» Αυτή ήταν η αφορμή για τη συγγραφή του βιβλίου. Το «Τραπέζι της γάτας» είναι ένα μυθιστόρημα με φανταστικούς χαρακτήρες, έναν αφηγητή και πολλές ιστορίες. Σε ένα πλοίο ταξιδεύουν αρκετοί επιβαίνοντες, όμως όσοι δεν έχουν την πολυτέλεια να πληρώσουν τα ακριβά ναύλα των καλών θέσεων καταλήγουν στο χειρότερο τραπέζι: το τραπέζι της γάτας (το οποίο βρίσκεται στη μεγαλύτερη απόσταση από το τραπέζι του καπετάνιου). Εκεί ξεδιπλώνονται οι ιστορίες ετερόκλητων ανθρώπων με κοινό γνώμονα το τραπέζι της γάτας. Όπως και σε προηγούμενα μυθιστορήματά του ο Οντάατζε ξεκινάει να γράφει με μια συγκεκριμένη αφορμή χωρίς όμως να γνωρίζει το τέλος. Ταξιδεύει γράφοντας και μας καλεί να ταξιδέψουμε μαζί του!

 

*Η παρουσίαση έγινε στο Public Συντάγματος στις 21/06 από τον Χάρη Βλαβιανό στο πλαίσιο της ενότητας “Επίμαχες συζητήσεις, επίκαιρες συναντήσεις”.

 

Προηγούμενο άρθροTo μυθιστόρημα επιστρέφει στο συλλογικό (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)
Επόμενο άρθροΑΦΙΕΡΩΜΑ: Τόλης Καζαντζής- 4. Η ατομική και η ιστορική μνήμη στους «χρονοτόπους» του Τ.Κ. (της Μαρίας Πολίτου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ