Η επάνοδος του Τόλη Καζαντζή (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)

0
411
Πρόδρομος Μάρκογλου, Ανέστης Ευαγγέλου, Τόλης Καζαντζής

 

 

Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.

 

Λένε πως τα είκοσι χρόνια μετά τον θάνατο ενός συγγραφέα αποτελούν κρίσιμο αριθμό για την επιβίωσή του στον αδηφάγο λογοτεχνικό χρόνο. Όσο κι αν τέτοια όρια μοιάζουν εντελώς αυθαίρετα, όσο κι αν βλέπουμε συγγραφείς να αναβιώνουν ύστερα από την παρέλευση πολλών δεκαετιών (ακόμα και αιώνων), τα είκοσι χρόνια δεν στερούνται νοήματος: είναι ένα διάστημα μέσα στο οποίο οι κατιόντες του απελθόντος, που δεν παύουν να είναι συγκαιρινοί του, έχουν τη δυνατότητα για έναν πρώτο έλεγχο της μεταθανάτιας τύχης του. Ο Τόλης Καζαντζής πέθανε πριν από εικοσιπέντε χρόνια και οι συνθήκες μέχρι και προ ολίγου καιρού βεβαίωναν πως η σιωπή έχει αρχίσει να σκεπάζει το έργο του. Και να που η ημερίδα την οποία διοργάνωσε το Τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ, στις 13 και 14 Δεκεμβρίου, δείχνει πως η δυσοίωνη προοπτική δεν αποκλείεται αίφνης να αλλάξει.

Πανεπιστημιακοί και φιλόλογοι από όλες τις γενιές, μεταπτυχιακοί ερευνητές, φοιτητές, αλλά και συγγραφείς ή κριτικοί λογοτεχνίας ανέβηκαν στο βήμα της Κεντρικής Βιβλιοθήκης του ΑΠΘ για να αποδείξουν πως η διηγηματογραφία του Καζαντζή δεν αποτελείται από ξεθωριασμένα υλικά, καταδικασμένα να λιμνάσουν στο πνεύμα και το κλίμα της εποχής τους.  Η συλλογική και η ατομική μνήμη, ο μοραλιστικός χαρακτήρας μιας λογοτεχνίας που δεν έπαψε ποτέ να ελέγχει το ηθικό υπόβαθρο της μεταπολεμικής κοινωνίας, η ανεξάντλητη τοπιογραφία της Θεσσαλονίκης, το χιούμορ, η σάτιρα και ο ανελέητος εμπαιγμός, τα διαρκή γλωσσικά και διακειμενικά παιχνίδια και η φιλέταιρη σχέση με τον Γιάννη Σκαρίμπα συνοψίζουν τους προβληματισμούς που ανέπτυξαν οι εισηγητές κατά τη διάρκεια της διημερίδας, υποδεικνύοντας ταυτοχρόνως και τα κοιτάσματα τα οποία προσφέρονται προς ανίχνευση στη σύγχρονη έρευνα.

Μιλώντας για τη μνήμη, που συνιστά θεμελιώδη παράμετρο της πεζογραφίας του Καζαντζή, προσωπικά θα έλεγα πως πρόκειται για μια μνήμη η οποία χωρίζεται σε δυο κομμάτια: από τη μια μεριά αναδύεται η ευφορική μνήμη των τρυφερών χρόνων, ακόμα κι αν τα τρυφερά χρόνια βγαίνουν μέσα από τις λάσπες της Κατοχής και του Εμφυλίου, ενώ από την άλλη είναι έτοιμη να επελάσει η τιμωρός μνήμη, που θα περιλάβει με τη χλευαστική της γλώσσα όσους θα υποκύψουν στις διεφθαρμένες απαιτήσεις του μεταπολέμου. Με τη μια ή με την άλλη μορφή της, η μνήμη θα σπάσει εντέλει στον Καζαντζή τα δεσμά της με την πολιτική και την Ιστορία, αφήνοντας το κακοφορμισμένο παρόν να την απορροφήσει στη μαύρη τρύπα του. Όσο για τη γλώσσα, τον άλλο μεγάλο πυλώνα της τέχνης του, ένα πυκνό μίγμα λαϊκού υβρεολογίου και θυμώδους μαγκιάς με λόγια άρθρωση, μπορεί να δείχνει  δηλητηριώδης αλλά δεν είναι σε καμιά περίπτωση δηλητηριασμένη – εξ ου και η δυνατότητά της να προτάσσει ένα σιωπηρό ηθικό προπύργιο έναντι όσων φαρμακώνει.

Η διημερίδα του ΑΠΘ δεν ήταν ένας φόρος τιμής, μια ωραία τελετή μνημοσύνης για τον Καζαντζή, αλλά ένα δυναμικό έναυσμα: ένας μοχλός για την προσέλκυση της προσοχής και άλλων μελετητών γύρω από τα κείμενά του, μια αφορμή για να τον διαβάσουν άνθρωποι που δεν έχουν ενδεχομένως ακούσει καν το όνομά του, καθώς κι ένας τρόπος για να συζητήσουμε εκ νέου όλοι οι υπόλοιποι το έργο του, ανακαλύπτοντας νέες εκδοχές και δοκιμάζοντας καινούργιες ερμηνείες.

 

Προηγούμενο άρθροΤο φαινόμενο των λογοτεχνικών διαγωνισμών και μια πρώτη αποτίμηση της σημασίας τους
Επόμενο άρθροΤόλης Καζαντζής:Το εισιτήριο για το αθέατο πλοίο της νοσταλγίας (της Άννας Αφεντουλίδου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ