Φλώρα Ασουμανάκη.
Θα ξημέρωσε, σκέφτηκε σαν άκουσε το γάτο να γρατζουνάει την πόρτα του δωματίου της νιαουρίζοντας για μια κάποια συμπόνια. Ψηλάφησε μέσα στο σκοτάδι του δωματίου, και βεβαιώθηκε ότι δεν ήταν μόνη. Ακουγόταν μία αισθαντική μουσική να παίζει χαμηλά από τον απρόσεχτα αφημένο στο πάτωμα υπολογιστή της. Η ερωτική μελωδία στο φως της μέρας έμοιαζε παράταιρη, αλλά δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία. Ο ζαλισμένος βηματισμός της, επιβεβαίωνε την χθεσινή κραιπάλη, κάτι που όπως φρόντιζε να επαναλαμβάνει συχνά στους οικείους και στον εαυτό της «το είχε τόσο ανάγκη».
Κατευθύνθηκε προς το μπάνιο, για την πρωινή τελετουργία, προσέχοντας να μην τον ξυπνήσει. Θα έπιναν καφέ και θα συζητούσαν… Για το προσφυγικό, το άνοιγμα των συνόρων, την τέχνη που μας ενώνει, τον ξένο εντός και εκτός μας… Λίγα λόγια, μεστά νοήματα. Θα σχολίαζαν την επικαιρότητα έπειτα, για να ελαφρύνουν κάπως την κατάσταση, κι έξω απ την πόρτα. Βιαστικά, όχι πρόχειρα.
Έβαλε τον καφέ να γίνεται-και λίγο παραπάνω, ίσως να ήθελε κι αυτός. Της άρεσε η αίσθηση ότι τον προσέχει ξανά. Είχε φροντίσει να εξαφανίσει τα σημάδια της απουσίας του, βιβλία, αφίσες παραστάσεων, φωτογραφίες. Σκοπός της ήταν να του φερθεί με άνεση, κι ας είχαν περάσει, θαρρείς, αιώνες από τότε που συνυπήρξαν τελευταία φορά. Δεν ήθελε να του δείξει την αβάσταχτη μοναξιά της, επιβεβαιώνοντας έτσι την αδιαμφισβήτητη κατάκτησή του. Άλλωστε η μεταμοντέρνα εκδοχή που είχε διαλέξει για καθημερινότητα, δεν άφηνε χώρο για τη δόλια κριτική τρίτων.
Η ώρα 7.24 -πως και σηκώθηκε τόσο πρωί, ενώ χρωστάει ώρες ύπνου από τη βδομάδα που πέρασε; Αυτός θα κοιμόταν λογικά για κάμποσο ακόμα, έτσι θα προλάβαινε να προετοιμαστεί για να τον αντιμετωπίσει γενναία.
Έβαλε φαγητό στο γάτο, καφέ για την ίδια και κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας με την καλή της νυχτικιά, σωστή κυρία. Χαμογέλασε σαρκάζοντας έτσι την ανεξέλεγκτη θεατρικότητά της, που μέσα στην παραζάλη της προνόησε να φορέσει το πιο ακριβοθώρητο ρούχο που είχε στη ντουλάπα, και που είχε μήνες να το προσέξει καν.
Άναψε τσιγάρο, το είχε κόψει, αλλά είχε ένα καβάτζα. Προσπάθησε να τα βάλει σε σειρά, τα γεγονότα της χθεσινής βραδιάς, αδύνατον. «Η μνήμη δεν είναι μια καλά τακτοποιημένη ντουλάπα», θυμήθηκε τα λόγια της μητέρα της απ’ το περασμένο καλοκαίρι. Εντόπισε στα πόδια της κάποια σημάδια, ντοκουμέντα του έρωτα, μιας πάλης άγριας, μεθυστικής. «Η αγάπη είναι πόλεμος», τραγουδούν οι ποιητές. Συνήλθε πάλι στην πραγματικότητα και αποφασιστικά έσβησε το τσιγάρο.
Απ τη χθεσινή νύχτα θυμόταν ελάχιστα, ως επί το πλείστον εικόνες που της δημιουργούσαν ένα έντονο σφίξιμο χαμηλά στην κοιλιά, ανάμεσα στον αφαλό και τα γεννητικά όργανα. Θυμόταν να την ψάχνει στο πλήθος επίμονα, να την κοιτάζει πιεστικά, επιβλητικά σχεδόν, να την κρατάει μυρίζοντας με πάθος τον λαιμό της. Θυμόταν να του γραπώνει το χέρι και να το φιλάει με ευλάβεια. Θυμόταν να κλαίει στην αγκαλιά της, σαν παιδί, σπαράζοντας για τα όσα χάθηκαν και δεν θα έρθουν πια. Θυμόταν που ούρλιαζε καταπάνω του θρηνώντας για τη χαμένη της ζωή, κατηγορώντας τον για δειλία, απονιά, υποδούλωση.
Έγιναν τάχα όλα αυτά -ή τα φαντάστηκε; Θυμήθηκε εκείνο το καλοκαίρι που την αγαπούσε και έπειτα που γεμάτος σιγουριά και θράσος, την άφησε να φύγει μουρμουρίζοντας κάτι σαχλό, να προσέχεις ή κάτι παρόμοιο αφήνοντας της μια πικρή επίγευση που την έκανε για όλο το υπόλοιπο καλοκαίρι να αισθάνεται μικρούλα και αφελής.
Μα τα έζησε αλήθεια όλα αυτά; Ναι, τα έζησε. Του το ξαναείπε χθες, του το τόνισε με στόμφο, του είπε για τη φρίκη που ακολούθησε τον αποχωρισμό, για να τονώσει λίγο τον εγωισμό του, τον ευαίσθητα χτισμένο ανδρισμό του. Ήταν αρκετά αιχμηρή τώρα που το ξαναεξέταζε. Ίσως να ήθελε με αυτό τον τρόπο να γειώσει την μεταξύ τους ένταση, να την κάνει να μοιάζει πιο ρεαλιστική. Ίσως όμως-όσο ισοπεδωτικό και αν μοιάζει, να ήθελε μόνο να τον πληγώσει.
Ακούγεται το ξυπνητήρι του από το μέσα δωμάτιο, είναι 8.30. Ο χρόνος γίνεται ενεστώτας και το παρόν δίνει μια έκφραση αγωνίας στις κινήσεις της. Διατηρούσε τον έλεγχο. Της είπε χθες πως θα πάρει το τρένο που έφευγε σήμερα στις 10.10. Αμαξοστοιχία 501 για Θεσσαλονίκη. Να πήγαινε μαζί του; Θα πήγαινε αν της το ζητούσε. Θα πήγαινε, αν της το ζητούσε; Θα της το πρότεινε άραγε ποτέ; Να του το πει εκείνη ή ο εγωισμός της δεν το επιτρέπει; Η λογική έλαμψε κάπου σαν αχτίδα μέσα της και ψιθύρισε «η ελπίδα πρέπει να πεθάνει πρώτη και όχι τελευταία, αν θέλουμε να είμαστε ελεύθεροι».
Όχι και βέβαια δεν θα του το πρότεινε, μια τέτοια εξομολόγηση ενέχει το ενδεχόμενο της απόρριψης και όπως και να χει η ζωή προχωράει μπροστά ότι και να γίνει. Χοντρή βλακεία αυτό, σ αυτό συμφωνούσαν. Θα έμενε εδώ και θα ζητούσε να ζήσει μέσα από τη συντροφικότητα των λέξεων. Ξανά το ξυπνητήρι, πιο πιεστικό το κάλεσμα του χρόνου αυτή τη φορά. Κουνήθηκε ο γάτος, ταραγμένος πήγε και κουλουριάστηκε στο κρεβάτι της. Α, τον προδότη, μονολόγησε ψελλίζοντας για να μην ακουστεί.
Είχε ξυπνήσει, ντύθηκε βιαστικά, αθόρυβα, τον άκουσε να τη φωνάζει, ξέροντας ότι το κάλεσμά του θα της έλειπε φρικτά στο μέλλον. Ήρθε στην κουζίνα, χωρίς μπλούζα δίνοντάς της ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο. Έδειχνε κεφάτος, όμορφος, αυτάρκης. Προσπάθησε κι αυτή να δείχνει ευχάριστη και πλήρης. Προσπάθησε να κρύψει την προσπάθειά της να δείχνει αδύνατη, λαμπερή. Ήθελε όσο τίποτα να αφεθεί όπως εκείνος στο επιφανειακά ξένοιαστο παρόν, πιστεύοντας ότι έτσι θα κατάφερνε επιτέλους να τον νικήσει.
Έμενε συγκεντρωμένη, με τις αισθήσεις οξυμένες για να θυμάται στο μέλλον την παραμικρή λεπτομέρεια της συνάντησής τους. Εκείνος έβαλε καφέ, σκέτο, ούτε ζάχαρη ούτε γάλα. Αυτό το θυμόταν και το σχολίασε μ ένα μειδίαμα. Την ρώτησε για την αδελφή της, αν γύρισε από το Παρίσι και αστειεύτηκε με τα μυαλά της χώρας μας που βγαίνουν έξω και την Ελλάδα που τρώει τα παιδιά της. «Ο μύθος του Κρόνου είναι Ελληνικός», συμπλήρωσε με σοβαρότητα.
Τη ρώτησε πως πάει η δουλειά, γιατί ξύπνησε τόσο νωρίς, τι θα κάνει σήμερα-είχαν συμφωνήσει εξ αρχής και δια παντός να μην κουβεντιάζουν τα προσωπικά τους. «Είναι Κυριακή δεν δουλεύω, μάλλον καμιά βόλτα στο κέντρο να μαζέψουμε ήλιο», απάντησε με αφηρημένη χαλαρότητα. Σιωπή μετά. Διαπίστωσε τρυφερά την αμηχανία του. Η συστολή του τη γοήτευε, σηκώθηκε όμως να φύγει για να προστατευτεί μια και καλή. Καθώς έβγαινε απ το δωμάτιο παρατήρησε ότι έχει κι αυτός σημάδια πάνω του. Επέστρεψε και χάιδεψε στοργικά τα μελανιασμένα μέρη του « Η αγάπη είναι πόλεμος», μουρμούρισε χωρίς να το πολυσκεφτεί και συμπλήρωσε με πιο σταθερή φωνή για να εκτονώσει την ένταση «θα κατέβω κέντρο με το αυτοκίνητο, θες να σε πετάξω στο σταθμό;»