Βαγγέλης Χατζηβασιλείου.
Κοιτάζοντας τον κατάλογο με τα λογοτεχνικά δοκίμια του 2013, εν όψει μιας πρώτης καταγραφής για τα φετινά βραβεία του Αναγνώστη, συνειδητοποίησα αυτό που όλοι σε γενικές γραμμές ξέρουμε από καιρό: ότι το λογοτεχνικό δοκίμιο έχει αρχίσει να λείπει με έναν εξαιρετικά απογοητευτικό τρόπο από την εκδοτική παραγωγή. Ενώ παρά τις άπειρες δυσκολίες οι εκδότες συνέχισαν σε όλο το διάστημα της κρίσης να τυπώνουν με σχεδόν αμείωτους ρυθμούς ελληνική πεζογραφία, το δοκίμιο πέρασε πολύ εύκολα (και πολύ γρήγορα) στα αζήτητα, με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε τώρα μπροστά σε μιαν έρημο. Το πλήγμα είναι ιδιαιτέρως σοβαρό αφού βάζει στη γωνία τόσο τη φιλολογική επιστήμη όσο και την κριτική.
Δεν υπάρχει, βεβαίως, αμφιβολία πως ο εκδοτικός πληθωρισμός των χρόνων πριν από την κρίση έχει να επιδείξει και για το λογοτεχνικό δοκίμιο πλήθος υπερβολές: έργα που επελέγησαν δίχως την παραμικρή βάσανο, βιβλία δεύτερης ή τρίτης διαλογής, που ενδεχομένως δεν έφτασαν ποτέ στους πάγκους των βιβλιοπωλείων, όπως και εργασίες που δικαίως απασχόλησαν μόνο τους συγγραφείς τους. Από αυτό, ωστόσο, το σημείο μέχρι τη σημερινή λειψυδρία η απόσταση είναι τεράστια και, ας το ομολογήσουμε, οδυνηρή.
Η φιλολογία και η κριτική μάς προσφέρουν τρόπους για να σκεφτούμε πάνω στη λογοτεχνία, μας βοηθούν να συγκρίνουμε και να συσχετίσουμε μεγέθη τόσο σε μικροσκοπικό όσο και σε μακροσκοπικό επίπεδο και, το κυριότερο, αποτελούν τη φυσική προέκταση της πρωτότυπης δημιουργίας. Χωρίς τη φιλολογία και την κριτική, η λογοτεχνία μένει στα μισά του δρόμου. Κι αυτό δεν είναι σχολαστικισμός, αλλά ανάγκη ζωτική και αναντικατάστατη.
Ας ελπίσουμε πως το λογοτεχνικό δοκίμιο δεν θα πεθάνει τώρα που η εκδοτική δραστηριότητα τείνει να εξορθολογιστεί: μέρος του εξορθολογισμού οφείλει να αποτελέσει και η διάσωσή του. Οι λίγοι εκδότες που έχουν απομείνει να το υποστηρίζουν, δείχνουν τον δρόμο: δεν είναι ούτε εύκολος ούτε αυτονόητος. Είναι, ωστόσο, ας το έχουμε συνεχώς κατά νουν, σημαντικός και άκρως κρίσιμος.