Χρήστου Δανιήλ*
Ένα βιβλίο στο οποίο εμφανίζονται μεταξύ άλλων ο Γιούρι Γκαγκάριν, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος, ο Μανώλης Γλέζος, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Μάρκος Βαμβακάρης, η Σωτηρία Μπέλλου, ο Κάρολος Κουν, ο Γιάννης Φλωρινιώτης, η Ρίτα Σακελλαρίου, ο Άρης Δαβαράκης, ο Βασίλης Λέκκας, ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Μένης Κουμανταρέας, ο Χάρρυ Κλύνν, ο Γιώργος Οικονομίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Δημήτρης Ψαθάς, η Άννα Βίσση, ο Νίκος Καρβέλας, ο Μάριος Φραγκούλης, η Ζωή Λάσκαρη, ο Χαρίλαος Φλωράκης, ο Μαρκήσιος ντε Σαντ, ο Απόστολος Σουγκλάκος, ο Τέρης Χρυσός, ο Τόνι Σφίνος, η Τίνα Σπάθη, ο Γιουλ Μπρύνερ, η Ιλόνα Στάλερ (Τσιτσιολίονα), η Τζούλια Αλεξανδράτου, η Σία Κοσιώνη, ο Δημήτρης Χορν, ο Κώστας Γκουζγκούνης και πολλοί πολλοί άλλοι είναι, αν μη τι άλλο, ένα βιβλίο ερεθιστικό της περιέργειας του αναγνώστη.
Ο κίνδυνος στην ανάληψη ενός τέτοιου εγχειρήματος, της συμπερίληψης δηλαδή τόσο ετερόκλητων, σε πρώτη θέαση, προσώπων στις σελίδες ενός βιβλίου, είναι η απουσία ενός στέρεου συνδετικού ιστού ώστε το τελικό αποτέλεσμα να μην φαντάζει μια απλή, πλαδαρή παράθεση ασύνδετων μεταξύ τους προσώπων και γεγονότων, ένα είδος patchwork. Ο Πέτρος Τατσόπουλος και ευφυής είναι και χαρισματικός storyteller ώστε να αποφύγει έναν τέτοιο κίνδυνο. Το νέο του βιβλίο, το Γκαγκάριν, ο κόσμος από χαμηλά, όπου και συναντούμε όλα τα πρόσωπα που αναφέρθηκαν προηγουμένως, διαθέτει ένα αρκετά οργανωμένο σχέδιο ώστε κάθε νέο πρόσωπο που εμφανίζεται σ’ αυτό, κάθε νέο περιστατικό που ενσωματώνεται στην αφήγηση, να εξυπηρετεί τους στόχους του συγγραφέα του. Πρωτίστως όμως το βιβλίο διαθέτει ένα προσόν που στις μέρες μας μάλλον παρεξηγήσιμο είναι: είναι ευανάγνωστο, διαβάζεται με ευχαρίστηση.
Βασικός άξονας του βιβλίου είναι το club Γκαγκάριν 205, ο μουσικός πολυχώρος επί της Λιοσίων στην Αθήνα: η ιστορία του κτηρίου, οι άνθρωποί του, οι εκδηλώσεις του, τα πρόσωπα που πέρασαν από εκεί. Η εστίαση γίνεται κυρίως στο Φεστιβάλ Cult Ελληνικού Κινηματογράφου που διοργανώνεται επί σειρά ετών στο club. Βασικό πρόσωπο του βιβλίου είναι ο ιδρυτής του Γκαγκάριν και διοργανωτής των Φεστιβάλ, ο πρόσφατα εκλιπών σκηνοθέτης Νίκος Τριανταφυλλίδης. Το βιβλίο διαθέτει μια καταρχήν ιστορική οπτική, παρακολουθεί τα γεγονότα από την αφετηρία τους: εν προκειμένω, για το club Γκαγκάριν, ξεκινά από την άγνωστη στους περισσότερους επίσκεψη του Ρώσου κοσμοναύτη στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 1962 και από την προγενέστερη χρήση του κτηρίου όπου στεγάστηκε το club ως κινηματογράφος και κυρίως ως χώρος συγκέντρωσης των αστών ομήρων από τις δυνάμεις της ΟΠΛΑ κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών στην Αθήνα το 1944· για τον Νίκο Τριανταφυλλίδη, με την ιστορία του πατέρα του Βασίλη Τριανταφυλλίδη, γνωστότερου και ως Χάρρυ Κλυνν. Αυτό δεν σημαίνει πως το βιβλίο είναι, αν και θα μπορούσε να είναι, ένα βιβλίο αποκλειστικά για το Γκαγκάριν ή για τον Τριανταφυλλίδη.
Στο Γκαγκάριν, ο κόσμος από χαμηλά, συναντούμε περιστατικά, γεγονότα, πρόσωπα και καταστάσεις, άγνωστα ή λιγότερο φωτισμένα, που συγκροτούν, στη σύνθεσή τους, μια ιδιότυπη Ιστορία των μεταπολεμικών χρόνων, από τον Εμφύλιο έως και τις μέρες μας. Η Ιστορία όμως παρουσιάζεται μέσα από την ανθρώπινη διάσταση, μέσα από την μικροϊστορία των ηρώων του βιβλίου, μέσα από τις επιπτώσεις της στη ζωή των ανθρώπων. Δεν παρέχεται ένα σχήμα, ένα πλαίσιο παρουσίασης της Ιστορίας. Αυτή ενυπάρχει και κυριαρχεί, χρειάζεται όμως ο αναγνώστης να την ανασυνθέσει μέσα από τα αρχικώς ασύνδετα μεταξύ τους γεγονότα, από τις ψηφίδες Ιστορίας που παρουσιάζονται.
Στο οπισθόφυλλό του το βιβλίο (αυτό)χαρακτηρίζεται ως non fiction novel, χαρακτηρισμός που θεωρώ πως προσδιορίζει επιτυχώς τη φύση του: ένα μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα βασισμένο σε αληθινά γεγονότα και πρόσωπα με αρκετή (δημοσιογραφική) έρευνα, συνεντεύξεις, αποσπάσματα λογοτεχνικών έργων και δημοσιογραφικών άρθρων, προσωπικές αναμνήσεις και εξομολογήσεις, με στοιχεία πολιτικού, κοινωνικού και πολιτισμικού προβληματισμού, αλλά και με στοιχεία πιο προσωπικά, πιο συναισθηματικά, πιο συγκινησιακά (που αποφεύγουν όμως τον σκόπελο του μελοδραματισμού ή του συναισθηματικού εκβιασμού). Ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ, εάν υιοθετούσαμε κινηματογραφικούς όρους. Ένα μυθιστόρημα γραμμένο σε έναν ρέοντα, επεξεργασμένο, καθημερινό λόγο που κάποιες φορές, για λόγους (άσκοπης κατά τη γνώμη μου) πρόκλησης, χρησιμοποιεί ένα βωμολοχικό λεξιλόγιο (συμβατό όμως με το περιεχόμενό του, όταν, για παράδειγμα, παρουσιάζει το περιεχόμενο διάφορων πορνοταινιών).
Παράλληλα, το βιβλίο εστιάζει σε ζητήματα πολιτισμού. Εξετάζει το δίπολο υψηλή, αναγνωρισμένη, λόγια τέχνη/χαμηλή, παραγνωρισμένη, λαϊκή τέχνη με μια ματιά κατανόησης και συμπάθειας για τις εκδηλώσεις της δεύτερης. Η αναφορά στην ομιλία του Μάνου Χατζιδάκι το 1949 για το ρεμπέτικο, εποχή κατά την οποία αυτό το είδος μουσικής θεωρούνταν προϊόν υποκουλτούρας και ήταν αποκλεισμένο από την αστική τάξη, όπως και η παρουσίαση του Γιάννη Φλωρινιώτη το 1980, πάλι από τον Χατζιδάκι, στο Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται. Το motto του Τατσόπουλου στην οπτική του επάνω στο ζήτημα αυτό είναι η φράση του Χατζιδάκι πως το αίσθημα ανθίζει και στο ευτελές.
Παρουσιάζοντας τις δράσεις του Νίκου Τριανταφυλλίδη στο Γκαγκάριν, ο Τατσόπουλος φαίνεται να έλκεται περισσότερο από εκείνες που προσεγγίζουν το ευτελές, και σε αυτές εστιάζει περισσότερο. Τραγουδιστές που έζησαν την εφήμερη δόξα υπηρετώντας ένα είδος εύκολου/φθηνού τραγουδιού, ηθοποιοί που υπηρέτησαν ένα είδος κινηματογράφου που απευθύνεται στα χαμηλότερα/ζωώδη ένστικτα του ανθρώπου, τις τσόντες. Ο Τατσόπουλος αναζητά τον άνθρωπο πίσω από τις σκηνές, το αίσθημα και το συναίσθημα μέσα στην ευτέλεια, την αξιοπρέπεια μέσα στην χαμέρπεια. Υπό αυτήν την έννοια ο καταρχάς παράδοξος υπότιτλος του βιβλίου (η θέαση του κόσμου από χαμηλά, με την αναφορά σε έναν κοσμοναύτη που κοιτάει τη γη από ψηλά) δικαιώνεται πλήρως. Το Γκαγκάριν του Τριανταφυλλίδη στις χαμηλές πτήσεις εστίασε, εκείνες που δεν τις πιάνουν τα ραντάρ της αναγνωρισμένης, τις καθεστηκυίας τέχνης· το Γκαγκάριν του Τατσόπουλου αυτή την οπτική διαθέτει: από το χαμερπές, από το χαμηλό προς το υψηλό και τανάπαλιν.
Η θέση που ανακύπτει από το βιβλίο είναι πως τελικά η διαίρεση της τέχνης (ή και της ζωής ακόμη) σε εκδηλώσεις υψηλής ή χαμηλής ποιότητας είναι και αυθαίρετη και μη στεγανοποιημένη, πως η επικοινωνία ανάμεσα τους είναι πιο συχνή και πιο σύνθετη από αυτή που νομίζουμε πως υπάρχει, πως οι βεβαιότητές μας για μια σειρά από ζητήματα πολιτικής, καλλιτεχνικής, ιστορικής, κοινωνικής, ερωτικής ή όποιας άλλης φύσης μπορούν εύκολα να τεθούν υπό αμφισβήτηση, καθώς η σχετικότητά τους έχει να κάνει με την οπτική από την οποία τις εξετάζουμε.
Στο σημείο όμως αυτό εντοπίζεται και η βασικότερη επιφύλαξη που μπορεί να διατυπωθεί αναφορικά με το βιβλίο: ο συγγραφέας του είναι ένας λόγιος που διαθέτει την απαραίτητη παιδεία ώστε να διακρίνει το ωραίο και το αυθεντικό μέσα στο ευτελές ώστε να αναδείξει την ομορφιά που μπορεί να ενυπάρχει στις εκδηλώσεις που αποθεώνουν το kitsch ή που εντάσσονται στην κατηγορία των trash, ο συγγραφέας του χρησιμοποιεί έναν λόγο που κινείται με άνεση ανάμεσα στην προσωπική εμπλοκή και την αποστασιοποίηση, ανάμεσα στη αποδοχή των περιγραφομένων του και την ειρωνική υπονόμευσή τους. Δεν είμαι καθόλου βέβαιος πως ανάλογα μπορεί να λειτουργήσει και ένας μη επαρκής αναγνώστης, ένας θιασώτης των παραπάνω καλλιτεχνικών κατηγοριών (του kitsch και του trash, και μόνο αυτών). Γι’ αυτή την κατηγορία των αναγνωστών ο προβληματισμός που θέτει ο Τατσόπουλος εικάζω πως μπορεί εύκολα να παρακαμφθεί ή να αγνοηθεί, εικάζω πως το βιβλίο μπορεί να εκληφθεί ως ένας ύμνος στη χαμέρπεια και στο χαμηλό, το ευτελές, αποστερημένου του όποιου αισθήματος ή της όποιας αξιοπρέπειας. Τότε το βιβλίο μπορεί να λειτουργήσει αντίστοιχα με τα όσα συνέβαιναν στα χρόνια του ’60 και στις αρχές του ’70 στον ελληνικό κινηματογράφο όταν και άρχισαν να παρουσίαζονται οι πρώτες εικόνες γυμνών γυναικών σε πιο mainstream ταινίες. Συγκεκριμένα αναφέρει ο Τατσόπουλος στη σελ. 323 για τις ταινίες αυτές: «Ο σκηνοθέτης κλείνει συνένοχα το μάτι στον θεατή. ‘Ξέρω πως εσύ ήρθες για τον κώλο και το βυζί’, σαν να του λέει. ‘Εγώ όμως είμαι υποχρεωμένος να σου δώσω το δίδαγμα και το ρητό. Απλώς προσπέρασέ τα’». Δεν υποστηρίζω πως κάτι αντίστοιχο με τον σκηνοθέτη κάνει και ο Τατσόπουλος. Καθόλου. Δεν μπορώ να αποκλείσω όμως την περίπτωση ένας αναγνώστης, όπως παρουσιάστηκε παραπάνω, να προσπεράσει όλους τους προβληματισμούς που θέτει το βιβλίο, να προσπεράσει «το δίδαγμα και το ρητό», και απλά να εστιάσει «στον κώλο και το βυζί», και έτσι, αντί να δει τον κόσμο από χαμηλά, να παραμείνει αποκλειστικά στο χαμηλά. Ο καθείς όμως και τα όπλα του…
*Ο Χρήστος Δανιήλ διδάσκει νεοελληνική λογοτεχνία στο ΕΑΠ
INFO, Πέτρος Τατσόπουλος, Γκαγκάριν, ο κόσμος από χαμηλά, εκδ. Οξύ, Αθήνα 2016