του Αριστοτέλη Σαΐνη.
«Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη…» και η αφήγηση τυλίγεται και ξετυλίγεται. «Ένας πόντος καλή, ένας άπλεκτος, ένας ανάποδη…» (Σέιμους Χήνι) και ο πολιτισμός του πλεκτού εξυφαίνεται σε οχτώ κεφάλαια. Από τον εσωτερικό «χωροχρόνο της χειροτεχνίας», που αποκτά μυστικιστικές διαστάσεις, από τα μυθικά αρχέτυπα ή τις επαναστατικές βελόνες των tricoteuses στην ανδροπρεπή τέχνη της πλεκτικής που αντιστρέφει τις έμφυλες ταυτότητες, και από κει σε μουσικά και ποιητικά πλεκτά και το πλεκτό ως πλοκή, αίνιγμα και πλεκτάνη, μέχρι τη διασταύρωση με τα μαθηματικά (από την οπτικοποίηση πολύπλοκων επιφανειών στην προστασία του κοραλλιογενούς φράγματος μέσω της πλεκτικής) αλλά και το πλέξιμο ως πατριωτική πράξη (από τα βουνά της Αλβανίας στα μετόπισθεν του Λονδίνου ή της Νέα Υόρκης). Μια πολυπρισματική θεώρηση της τέχνης της πλεκτικής που αν πιστέψουμε τον Φρόυντ ανακάλυψαν οι γυναίκες μιμούμενες απλώς τη Φύση (: τη βλάστηση στα γυναικεία μέρη κατά την ήβη).
Με άλματα και αναπαλμούς, από τη μυθολογία στην ιστορία, από την αρχαία Ελλάδα ή την Ανατολή στο επαναστατημένο Παρίσι, και από τη σημερινή Νέα Υόρκη στην Αυστραλία, ή από τον Μπαλζάκ και τον Ντίκενς στη Γαλανάκη, και από τις κοινωνικές επιστήμες στα μαθηματικά, η Σχινά, άλλοτε Αριάχνη (σαν την πορτμαντό λέξη στο «Τρωίλος και Χρυσηίδα» του Σαίξπηρ) εξυφαίνει τον ιστό της, άλλοτε Αθηνά και Πηνελόπη μαζί, χειροτεχνεί πόντο πόντο το πολύχρωμο εργόχειρό της. Δεν έχει βέβαια καμία σχέση με τις υφάντρες του μαύρου νήματος στην «Καρδιά του Σκότους» του Κόνραντ, ούτε με τους αντικατοπτρισμούς τους στις δίδυμες αδελφές της «Σκιάς του Σκότους» του Φαίδωνα Ταμβακάκη (Εστία, 2005). Η δική μας συγγραφέας-πλέκτρια «ρίχνοντας και κόβοντας» μπαινοβγαίνει με άνεση σε βιβλία, διαβάζει μυθιστορήματα, μεταφράζει ποιήματα, ακούει παρτιτούρες, περιγράφει πίνακες, επισκέπτεται μουσεία, καταγράφει εργόχειρα, διατρέχει το διαδίκτυο ή μυρίζει κούκλες μαλλί, πλέκει και γράφει ταυτόχρονα, μέχρι να γίνει «το πράγμα πάνω στο οποίο δουλεύ[ει]» (σ. 24). Άλλες φορές, όπως στα αδέσποτα σπαράγματα μιας ελεγειακής αυτοβιογραφίας, τις έξι ιστορίες-ιντερμέδια που πλέκονται ανάμεσα στα δοκιμιακά κεφάλαια, αφήνει τη δαιδαλώδη μνήμη να καταγράψει τις ιστορίες των πλεκτών που έφτιαξε, Λάχεσις, Κλωθώ και Άτροπος εδώ, αφού κάποτε αυτά καθόρισαν τη μοίρα των ανθρώπων που τα φόρεσαν!
Το ταξίδι στον πολιτισμό του πλεκτού, αλλά και την ιστορία της αφηγήτριας αρχίζει, ως εικός, με μια κατάδυση («Γενεαλογία») στις πρώτες μνήμες («ένα ζευγάρι καλτσάκια από ροζ και λευκό μαλλί, που τα δάγκωσα, τα μάσησα, και τα ξέφτισα με τρομερή ευσυνειδησία επί εβδομάδες», σ. 16) και τις πρώτες πλεκτικές εμπειρίες (άμεσα συνδεδεμένες με κάθε σημαντική στιγμή στη ζωή της: έρωτας, θάνατος, πολιτική κτλ), και τελειώνει, πώς αλλιώς, με τη «Συναρμολόγηση», τη βαρετή εκείνη διαδικασία («πάντα βαριόμουν αυτό το στάδιο», εξομολογείται στη σ. 75), όπου κάθε τμήμα του πλεχτού –μπρος-πίσω, μανίκια και γιακάς– βρίσκει επιτέλους τη σωστή του θέση.
Ωστόσο, εδώ είναι που το πλέξιμο και η γραφή, τα δύο ενεργήματα που άλλοτε βαδίζουν παράλληλα στο μάκρος του πλεκτού κρουστού κειμένου, κάποτε συναντώνται, άλλοτε απομακρύνονται, τώρα συμπλέκονται αν δεν ταυτίζονται: το πλέξιμο ως αλληγορία της γραφής και ανάποδα. Γραφίδα και βελόνες γίνονται ένα. Η περίοδος της πλεκτικής ακμής της συγγραφέως έχει παρέλθει, τον χρόνο της αφηγήτριας τον διεκδικούν πλέον το διάβασμα και το γράψιμο. Έτσι πολύ απλά: «Αντί για πουλόβερ έπλεξα αυτό το βιβλίο» (σ. 152).
Τι είναι λοιπόν το κείμενο αυτό της Κατερίνας Σχινά που κυοφορήθηκε για καιρό, δουλεύτηκε άλλο τόσο, δημοσιεύτηκε με ψευδώνυμο σε συνέχειες στο «The books’ journal», και παίρνει τώρα τη μορφή βιβλίου στις προθήκες των εκδόσεων «Κίχλη»; Η «αυτοβιογραφία μιας πλέκτριας»; Η «εκμυστήρευση μιας εμμανούς αναγνώστριας» που αναζητούσε απενοχοποίηση σε μια παράλληλη χειροπρακτική εργασία; Ένα «μυθιστόρημα μαθητείας στην υπομονή», όπου η ηρωίδα «γράφουσα και πλέκουσα», διδάσκεται επιτέλους να ολοκληρώνει ό,τι αρχίζει; Ή τέλος, αναρωτιέμαι σαν τον αφελή κριτικό της «Εικόνας στο χαλί» του Χένρυ Τζέιμς, τον καταδικασμένο να ακολουθεί, όπως και ο αναγνώστης, αενάως «την ίδια την κλωστή που έχει γύρω της περασμένα τα μαργαριτάρια» του συγγραφέα, μια «σύνθετη εικόνα» σε ένα ατελεύτητο ζακάρ, ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο σε περσικό χαλί;
Όπως και να έχουν τα πράγματα η Σχινά αποφασίζει να δώσει τις ύστατες πλέξεις και «ένα κάποιο τέλος» (απέναντι στην αρχική «Γενεαλογία») οριοθετώντας την αφήγησή της και νοηματοδοτώντας το μακρύ διάστημα της πλεκτικής ζωή της, ώστε το βιβλίο να μη μείνει ανολοκλήρωτο και καταχωνιασμένο σε μπαούλα και καλάθια, όπως πολλά από τα πλεκτά της. Δεν είναι τυχαίο μάλιστα ότι αυτό γίνεται υπό την πίεση των αδυσώπητων “dead – lines”. Ο θάνατος στο τέλος της γραμμής της ζωής ή της αφήγησης, του πλεκτού υφαντού (textile) κειμένου (text), του χρόνου (time-line). Το λινό νήμα (linea) κάποτε τελειώνει. Κάθε τέλος είναι ένας θάνατος, «μια εικόνα του δικού μας θανάτου» θα έλεγε ο Κέρμοουντ. Και αυτό ισχύει για όλες τις εκβάσεις, ακόμα και αυτές που μοιάζουν καθαρτικές αποφορτίσεις. Τα ταξίδι τελειώνει, το νήμα έγινε πλεκτό, ένα πλεκτό, οι λέξεις αφήγηση, μια αφήγηση. «Φύλακας» του χρόνου που προχωρά με αυτό το «υπνωτιστικό τικ-τακ του πλεκτικού ρυθμού», του χρόνου που «αναστοχάζεται το παρελθόν και προσβλέπει στο μέλλον», η αφηγήτρια και «ηρωίδα» αυτού του υβριδικού βιβλίου μπορεί, με τη συστολή που τη διακρίνει, να ζητάει συγνώμη για χαμένους πόντους, κόμπους ή ατέλειες, ωστόσο ο αναγνώστης έχει μπροστά του ένα «μονοσώματον» πλεκτόν «άνωθεν έως κάτω λαμπρόν ένδυμα» για να παραφράσω τον Κοραή του 1804. Ένα προσωπικό, πρωτότυπο και απόλυτα ιδιοσυγκρασιακό βιβλίο που διαβάζεται απνευστί. «Ράβε ξήλωνε» αναγνώστη και «καν’ το μόνος σου», λοιπόν!
Κατερίνα Σχινά, «Καλή και ανάποδη. Ο πολιτισμός του πλεκτού», Εκδόσεις Κίχλη, Αθήνα 2014, σελ. 171.