Η “δωδεκάχρονη νύχτα”. Τουπαμάρος. Ημερολόγιο Φυλακής (του Ελ. Μακεδόνα)

1
5618

 

Ελευθέριος Μακεδόνας

Τουπαμάρος. Ημερολόγιο Φυλακής των Μαουρίσιο Ροσενκόφ & Νιάτο Φερνάντες Ουιδόμπρο

Με αφορμή την προβολή τής ταινίας Η δωδεκάχρονη νύχτα [La noche de 12 años] (2018) του Álvaro Brechner, κατά το 59ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (2018)

 Μια μέρα, μέσα σ’ εκείνα τα ατέλειωτα χρόνια, μπόρεσαν να κοιταχτούν

στον καθρέφτη: αντίκρισαν έναν άλλον. Αδυνατισμένοι σαν ασκητές,

κομματιασμένοι απ’ τα ασταμάτητα βασανιστήρια οι “όμηροι” της

στρατιωτικής δικτατορίας της Ουρουγουάης, να τους περιφέρουν από

στρατόπεδο σε στρατόπεδο, καταδικασμένους στη μοναξιά ενός κελιού

που δεν ήταν μεγαλύτερο από φέρετρο. Δεν μπορούσαν να μιλήσουν ούτε

καν με τα αντικείμενα. Γιατί στα κελιά τους δεν υπήρχαν αντικείμενα, δεν

υπήρχε τίποτε. Ξάπλωναν πάνω στο παγωμένο τσιμέντο, αλαφιάζονταν

από κάθε τρίξιμο της καγκελόπορτας, κάθε ήχο στρατιωτικής μπότας, που

μπορεί να σήμαινε γι’ αυτούς έναν ακόμη κύκλο βασανιστηρίων.

(Από τον Πρόλογο του Εδουάρδο Γκαλεάνο στο: Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος. Ημερολόγιο Φυλακής).[1]

 

Ουρουγουάη: η ‘Ελβετία’ της Λατινικής Αμερικής – Σύντομη ιστορική αναδρομή

Από τις αρχές του εικοστού αιώνα και μέχρι λίγο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι κυβερνήσεις τής Ουρουγουάης ακολούθησαν με συνέπεια ένα πρόγραμμα ‘οικονομικού εθνικισμού’, το οποίο περιελάμβανε εκτεταμένες εθνικοποιήσεις λιμανιών, τραπεζών, σιδηροδρόμων και σφαγείων, καθώς και τη δημιουργία καταστάσεων κρατικού μονοπωλίου σε ζωτικούς τομείς τής οικονομίας και της κοινωνίας, όπως η παραγωγή πετρελαίου, τα αλκοολούχα ποτά, η ασφάλιση των εργαζομένων, το ηλεκτρικό ρεύμα, οι τηλεπικοινωνίες κλπ. Σταδιακά, ο βαθμός εξάρτησης της Ουρουγουάης από το ξένο κεφάλαιο έφτασε να είναι ένας από τους χαμηλότερους σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική.[2]

Η Ουρουγουάη υπήρξε η πρώτη από τις χώρες τού λεγόμενου ‘Νότιου Κώνου’ [Cono Sur], στην οποία σχηματίστηκε ‘ριζοσπαστική’ κυβέρνηση. Ο ‘ριζοσπαστισμός’ [radicalismo] υπήρξε μία γενικότερη μεταρρυθμιστική τάση που εμφανίστηκε στη Λατινική Αμερική στις αρχές τού εικοστού αιώνα, με βασικά της προτάγματα την εδραίωση της δημοκρατίας, την ανακατανομή τού πλούτου και το μετριασμό των κοινωνικών ανισοτήτων, καθώς και τη δημιουργία εθνικών οικονομιών βασισμένων στον κρατικό παρεμβατισμό και την προστασία των εθνικών εξαγωγικών προϊόντων.

Ως Πρόεδρος της Ουρουγουάης, ο πρώτος ριζοσπάστης Πρόεδρος της Λ. Αμερικής, Χοσέ Μπάτγιε ι Ορδόνιες (1903-1907 και 1911-1915) ,“… επεδίωξε να καταστήσει τη χώρα του πρότυπο δημοκρατίας και να πετύχει τη μεγαλύτερη δυνατή κοινωνική δικαιοσύνη, βασιζόμενος στη λογική τής κοινωνικής αρμονίας.”[3] Σε αυτόν πρέπει να αποδοθούν οι βαθιές δημοκρατικές παραδόσεις τής Ουρουγουάης, με τη θέσπιση της καθολικής ψήφου, την αναγνώριση του δικαιώματος στο συνδικαλισμό και την απεργία, την υποχρεωτική οκτάωρη εργασία, τη θεσμοθέτηση ενός πλουραλιστικού συστήματος διακυβέρνησης της χώρας, το οποίο επέτρεπε την άσκηση της εξουσίας από ένα εννεαμελές Εκτελεστικό Σώμα – με τη συμμετοχή και μελών τού αντιπολιτευτικού κόμματος των Λευκών֗ [4] αλλά κι η επέκταση σε ολόκληρη την εθνική επικράτεια της υποχρεωτικής σχολικής εκπαίδευσης, ο διαχωρισμός Εκκλησίας-Κράτους (ήδη μέσω διατάξεων του Συντάγματος του 1917) κλπ.,[5] χαρακτηριστικά που προσέδωσαν στη χώρα το προσωνύμιο ‘Ελβετία’ τής Λατινικής Αμερικής.[6]

Ωστόσο, με το τέλος τού Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και του λίγο μεταγενέστερου της Κορέας, οι προσωρινές συνθήκες τόνωσης της συνολικής ενεργού ζήτησης που είχαν δημιουργηθεί έπαψαν να υπάρχουν και τα πρώτα σημάδια κόπωσης του οικονομικού μοντέλου τής ‘αυτάρκειας’ – της δημιουργίας μίας αυτοδύναμης εθνικής οικονομίας, περιστρεφόμενης γύρω από μία ισχυρή βιομηχανία κι υπό την αιγίδα ενός έντονου κρατικού προστατευτισμού – έκαναν την εμφάνισή τους: η Ουρουγουάη είχε για καιρό εφησυχάσει στα απτά κι εντυπωσιακά αποτελέσματα του ‘Μπατγισμού’: σταδιακά έμεινε πίσω, από τεχνολογικής άποψης, στον καίριο για την οικονομία της τομέα τής βοσκής ζώων. Η παραγωγικότητά της παρέμεινε στάσιμη, ενόσω τα κόστη αυξάνονταν֗ υψηλό είχε καταστεί και το κόστος παραγωγής σιταριού, την καλλιέργεια του οποίου είχε ενθαρρύνει ενεργά η κυβέρνηση της Ουρουγουάης κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο֗  το ίδιο πρόβλημα χαμηλής ανταγωνιστικότητας αντιμετώπιζε κι η εγχώρια βιομηχανία στο σύνολό της, η οποία, όπως σημειώθηκε ήδη, είχε θέσει ως στόχο της την εθνική αυτονομία κι αυτάρκεια, ωστόσο, πολύ γρήγορα έφτασε στα όριά της, λόγω εν πολλοίς και του μικρού μεγέθους τής εγχώριας αγοράς֗ το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης της χώρας, εμπνεύσεως Μπάτγιε, έφτασε επίσης σταδιακά στην εξάντλησή του και πλέον αποτελούσε ένα δυσβάστακτο για την οικονομία βάρος: ο μέσος Ουρουγουανός πολίτης είχε τη δυνατότητα να απασχολείται σε δύο και τρεις δουλειές ταυτόχρονα. Σε κάθε μία απ’ αυτές μπορούσε να παρευρίσκεται για λίγες μόνο ώρες την ημέρα, με αντίστοιχα πενιχρές απολαβές. Σε καμία από αυτές δεν μπορούσε προφανώς να είναι παραγωγικός κι από καμία τους δεν αμειβόταν με αρκετά χρήματα, ώστε να μπορεί να βιοποριστεί αποκλειστικά και μόνο από αυτήν֗ οι κοινωνικές πολιτικές τού Μπατγισμού κατέληξαν με τον καιρό να δημιουργήσουν έναν κρατικό μηχανισμό-τέρας. Σταδιακά, ο μόνιμα ελλειμματικός κρατικός προϋπολογισμός εγκατέστησε για τα καλά στη χώρα έναν ανεξέλεγκτο, καλπάζοντα πληθωρισμό, ήδη από τη δεκαετία τού ’50 και μετά.[7]

Τουπαμάρος – Φασαριόζικα πουλιά ή επίγονοι του Τουπάκ Αμάρου;

Κάπου εν μέσω της κρίσης, εμφανίζεται το κίνημα των Τουπαμάρος. Αν και δεν είναι γνωστή η ακριβής χρονική στιγμή τής εμφάνισης του, ούτε κι η κοινωνική προέλευση των πρωτεργατών του, ωστόσο, μπορούμε να πούμε, ότι προέκυψε ως μία αντίδραση στην ανικανότητα των διαδοχικών κυβερνήσεων τής Ουρουγουάης κι ειδικότερα αυτής του Πατσέκο (1967-1972), να αναγνωρίσουν το γεγονός, ότι η χώρα είχε προ πολλού εισέλθει σε φάση βαθιάς ύφεσης, η οποία υπέσκαπτε το εισόδημα των πιο φτωχών στρωμάτων τής ουρουγουανής κοινωνίας, απειλώντας την ίδια την επιβίωσή τους. Όπως συμβαίνει πάντοτε σε αντίστοιχες περιπτώσεις, η λαϊκή αντίδραση στην κατακόρυφη πτώση τού βιοτικού επιπέδου αντιμετωπίστηκε από την κυβέρνηση Πατσέκο με ολοένα και μεγαλύτερη καταστολή, η οποία με τη σειρά της πυροδότησε μία σειρά εξελίξεων, με κυριότερη τη ριζοσπαστικοποίηση μεγάλων τμημάτων τού πληθυσμού και τη μετατόπισή τους προς το Κομμουνιστικό Κόμμα και γενικότερα την Αριστερά.

Οι Τουπαμάρος ιδρύονται στις αρχές τής δεκαετίας τού ’60, στο πλαίσιο ακριβώς αυτής της ριζοσπαστικοποίησης, κατά πάσα πιθανότητα από μία μικρή ομάδα αριστερών διανοουμένων,[8] – με επικεφαλής τον ιστορικό ηγέτη τους Ραούλ Σεντίκ (1926-1989), – προερχόμενων κυρίως από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, το οποίο επίσης σταδιακά είχε μετακινηθεί από τις αρχικές σοσιαλδημοκρατικές του θέσεις προς ολοένα και πιο ακραίες αριστερές τοποθετήσεις.[9]

Δύο εκδοχές είναι οι επικρατέστερες σχετικά με την προέλευση του ονόματος ‘Τουπαμάρος’. Σύμφωνα με την πρώτη, η ονομασία προέρχεται από ένα είδος μεγάλου, άγαρμπου και θορυβώδους πουλιού: κι οι Τουπαμάρος σκόπευαν επίσης να δημιουργήσουν θόρυβο και να ταράξουν τα ήρεμα, απαθή νερά τού κατεστημένου. Σύμφωνα με τη δεύτερη εκδοχή, το όνομά τους προέρχεται από τον Τουπάκ Αμάρου (1738-1781), τον Ίνκα ο οποίος ηγήθηκε μίας μεγάλης εξέγερσης κατά των Ισπανών, στο Περού τού 18ου αιώνα.[10]

Κατά τα πρώτα χρόνια τής δραστηριότητάς τους οι Τουπαμάρος οργανώνουν τις περίφημες ολιγομελείς, παράνομες ομάδες τους, οι οποίες δρουν με απόλυτη μυστικότητα κι αυτονομία μεταξύ τους֗ οπλίζονται, επιδιδόμενοι συστηματικά σε απαλλοτριώσεις όπλων και πυρομαχικών από εγκαταστάσεις της αστυνομίας και του στρατού֗ οργανώνουν κινητοποιήσεις αγροτών και φοιτητών֗ δημιουργούν ένα ολόκληρο υπόγειο σύστημα κρυπτών, νοσοκομειακών μονάδων, κέντρων στρατιωτικής εκπαίδευσης, κάτω από την πόλη τού Μοντεβιδέο, ώστε να υποστηρίξουν τον ένοπλο αντάρτικο πόλεμο πόλης για τον οποίον έχουν μείνει στην Ιστορία֗ κατακτούν γρήγορα το σεβασμό τού Ουρουγουανού λαού και περιβάλλονται με μία σχεδόν μυθική αχλύ, μέσω εντυπωσιακών ενεργειών τους, όπως οι κατασχέσεις φορτηγών μεγάλων σουπερμάρκετ κι οι διανομές τροφίμων σε φτωχογειτονιές.[11] Κι η δράση τους κορυφώνεται με την εξίσου μυθική κατάληψη τής πόλης τού Πάντο το 1969, αλλά και με τις ολοένα συχνότερες βομβιστικές τους επιθέσεις κατά βορειοαμερικανικών εταιρειών, τις απαγωγές δικαστών, εισαγγελέων και πρακτόρων τής CIA, τις εκτελέσεις βασανιστών.[12] Μέχρι το 1972 έχει γίνει απολύτως κατανοητό από την ουρουγουανή ελίτ κι από τις Η.Π.Α., ότι το κίνημα των Τουπαμάρος έχει αποκτήσει πια βαθιά ερείσματα στον Ουρουγουανό λαό κι ότι πλέον, είναι άκρως επικίνδυνο για το status quo της χώρας και της ευρύτερης περιοχής τού Ρίο ντε λα Πλάτα. Στρατός, αστυνομία και μυστικοί σύμβουλοι των Η.Π.Α. εξαπολύουν εντός του 1972 μία άνευ προηγουμένου επίθεση κατά των Τουπαμάρος και του Ουρουγουανού λαού, με δολοφονίες, εξαφανίσεις και άγρια βασανιστήρια. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα οι Τουπαμάρος έχουν χάσει την άνιση μάχη με έναν κατά πολύ ισχυρότερο κι αιμοσταγή εχθρό. 5.000 μαχητές έχουν συλληφθεί και μόνο περίπου 1.000 έχουν καταφέρει να διαφύγουν. Λίγο μετά, το 1973, μία από τις πλέον βίαιες δικτατορίες στην Ιστορία τής Λατινικής Αμερικής έχει αναλάβει την εξουσία κι “η Ουρουγουάη βυθίζεται σε μια μακρά νύχτα.”[13] Μία νύχτα, η οποία για τα εννέα κορυφαία στελέχη τής ηγεσίας των Τουπαμάρος – αυτούς τους οποίους το απάνθρωπο στρατιωτικό καθεστώς θα ονομάζει εφεξής ‘ομήρους’ – θα διαρκέσει για κάτι περισσότερο από δώδεκα ολόκληρα χρόνια.

Η δωδεκάχρονη νύχτα [La noche de 12 años] (2018), του Álvaro Brechner

Η ταινία τού Μπρέχνερ βασίζεται στο συγκλονιστικό βιβλίο-μαρτυρία των ηγετικών στελεχών των Τουπαμάρος Μαουρίσιο Ροσενκόφ και Ελεουτέριο ‘Νιάτο’ Φερνάντες Ουιδόμπρο, Ημερολόγιο φυλακής [Memorias del calabozo] (1989). Οι Ροσενκόφ και Ουιδόμπρο συνελήφθησαν από τις δυνάμεις καταστολής τής Ουρουγουάης το 1972, υπεβλήθησαν σε άγρια βασανιστήρια και παρέμειναν έγκλειστοι υπό απάνθρωπες συνθήκες για δεκατρία περίπου χρόνια, σε διάφορα στρατόπεδα και φυλακές ανά την Ουρουγουάη. Αυτοί και επτά ακόμη ηγετικά στελέχη των Τουπαμάρος έγιναν αντικείμενο του πιο ακραίου σαδισμού και της εκδικητικότητας των στρατιωτικών-υπανθρώπων τής δικτατορίας. Τους ονόμασαν ‘ομήρους’ τού στρατού, υπό την έννοια ότι εφεξής θα κρατούνταν από το στρατό, ο οποίος διατηρούσε το δικαίωμα να τους εκτελέσει ανά πάσα στιγμή, ως αντίποινα σε οποιαδήποτε απειλητική ενέργεια των συντρόφων τους που παρέμεναν ακόμη ελεύθεροι. Για τα δεκατρία αυτά χρόνια φορούσαν υποχρεωτικά νυχθημερόν τις ίδιες ρυπαρές κουκούλες στο κεφάλι, χωρίς καμία οπτική επαφή με τον έξω κόσμο. Δεν γνώριζαν ποτέ σε ποιο ακριβώς μέρος τής χώρας κρατούνταν, δεν άκουσαν παρά λίγο πριν την πτώση τής δικτατορίας για πρώτη φορά ειδήσεις για τα τεκταινόμενα στον έξω κόσμο, είδαν το φως της ημέρας και τον έναστρο ουρανό ξανά περίπου μία δεκαετία μετά τη σύλληψή τους, έφτασαν επανειλημμένα κοντά στο θάνατο από την πείνα και τη δίψα στην οποία τους υπέβαλλαν οι σαδιστές δεσμοφύλακές τους, αναγκάστηκαν για μεγάλα διαστήματα να τρέφονται σχεδόν αποκλειστικά με τα έντομα των υγρών και σκοτεινών κελιών τους, τα περισσότερα από τα οποία είχαν τρύπιο ταβάνι, αλλά καθόλου παράθυρα, έρμαια της χειμωνιάτικης παγωνιάς, της βροχής και του καύσωνα, τους απαγορεύθηκε για περισσότερο από μία δεκαετία να ουρούν και να αφοδεύουν όποτε αυτοί το είχαν ανάγκη… Τις ζοφερές αναμνήσεις τους από τη μακρά αυτή ‘δωδεκαετή νύχτα’ κατέθεσαν οι Ροσενκόφ και Ουιδόμπρο στο βιβλίο τους Ημερολόγιο φυλακής και το βιβλίο αυτό μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη ο σημαντικός σύγχρονος Ουρουγουανός σκηνοθέτης Άλβαρο Μπρέχνερ.

Ο Μπρέχνερ γνωρίζει πώς να δημιουργήσει μία συγκινητική, ήπια χρωματισμένη πολιτικά ταινία, ακολουθώντας ταυτόχρονα τις επιταγές τού εμπορικού – αλλά όχι ακριβώς με τη χολιγουντιανή του έννοια – κινηματογράφου. Η ταινία του επικεντρώνεται ακριβώς στα σημεία τής αφήγησης των Ροσενκόφ-Ουιδόμπρο, τα οποία είναι και τα πιο φορτισμένα συναισθηματικά, τα λιγότερο βίαια κι αποτρόπαια, αυτά που περιέχουν ταυτόχρονα και μία δόση χιούμορ ή ειρωνείας – μέσα στην όλη τραγικότητά τους – κι ως εκ τούτου, υπόσχονται μία πιο καθολική αποδοχή από πιο ετερόκλητα μεταξύ τους ‘κοινά’, όχι μόνο αμιγώς ιδεολογικά προσδιορισμένα.

Η ταινία ξεκινάει με την πρώτη από τις δεκάδες ‘μεταγωγές’ από στρατόπεδο σε στρατόπεδο στις οποίες έμελλε να υποβληθούν οι ‘όμηροι’ κατά την πολυετή κράτησή τους: οι ‘όμηροι’ φτάνουν στο πρώτο στρατόπεδο, με τις μεσαιωνικού τύπου κουκούλες φορεμένες στο κεφάλι τους, ενώ γύρω τους, δεκάδες στρατιωτικοί τούς κλωτσάνε και τους χτυπάνε ανελέητα με γκλομπς.[14] Η σκηνή μάς σοκάρει με τη βιαιότητά της και μας εισάγει άμεσα στον εφιάλτη που πρόκειται να βιώσουν στη συνέχεια της ταινίας οι τρεις πρωταγωνιστές – ο Ροσενκόφ, ο Ουιδόμπρο κι αυτός που, πολλά χρόνια αργότερα, επρόκειτο να γίνει Πρόεδρος της Ουρουγουάης, ο Πέπε Μουχίκα. Ωστόσο, όπως θα δούμε παρακάτω, ακόμη κι έτσι, η σκηνή υπολείπεται σε βιαιότητα και παραλογισμό σε σχέση με άλλα επεισόδια ή καταστάσεις τις οποίες οι Ροσενκόφ και Ουιδόμπρο περιγράφουν στο βιβλίο τους, αλλά ο Μπρέχνερ παραλείπει να συμπεριλάβει στην ταινία.

Από τις σπάνιες περιπτώσεις στις οποίες οι απεγνωσμένες φωνές τους προς τους δεσμοφύλακες-βασανιστές τους εισακούονται, οι ‘όμηροι’ οδηγούνταν κλωτσηδόν στην τουαλέτα,[15] πάντοτε με την κουκούλα φορεμένη στο κεφάλι και τα χέρια δεμένα στους γλουτούς με χειροπέδες: “Για να καθαριστείς χρειαζόταν να κάνεις κινήσεις που ούτε ο “άνθρωπος λάστιχο” δεν θα κατάφερνε να τις κάνει. Έντεκα χρόνια πηγαίναμε στην τουαλέτα με τα χέρια δεμένα και την  κουκούλα στο κεφάλι”, όπως εξομολογείται ο Ροσενκόφ στο βιβλίο.[16] Όπως διαβάζουμε ξανά και ξανά, ένα από τα πιο βάναυσα βασανιστήρια στα οποία τους υπέβαλαν οι στρατιωτικοί όλα εκείνα τα χρόνια ήταν η απαγόρευση της τουαλέτας όποτε αυτοί είχαν ανάγκη. Από το πολύ κοινό αυτό θέμα που διαπερνά το βιβλίο, ο Μπρέχνερ επιλέγει την εξιστόρηση ενός συναφούς περιστατικού, το οποίο περιγράφεται από τους Ροσενκόφ και Ουιδόμπρο με εμφανή ειρωνεία και σαρκασμό: πρόκειται για την πρώτη “στρατιωτική επιχείρηση,” – όπως την ονομάζουν, – τη μεταφορά τους στην τουαλέτα από μία ολόκληρη κουστωδία στρατιωτικών, ώστε να αφοδεύσουν. Σύμφωνα με τις αυστηρές οδηγίες, οι συνοδοί τούς βγάζουν μεν τις χειροπέδες, αλλά τους δένουν με αυτές τα χέρια ψηλά στο σωλήνα. Φυσικά, ο Νιάτο δεν μπορεί να σκύψει σ’ αυτήν τη στάση. Το λέει στους συνοδούς του και τότε ξεκινάει μία μακρά γκροτέσκα διαδικασία, μέσω της οποίας ενημερώνεται ολόκληρη η στρατιωτική ιεραρχία τού στρατοπέδου για το ‘πρόβλημα’ που έχει ανακύψει, μέχρις ότου το ζήτημα φτάνει στον ίδιο το διοικητή τού στρατοπέδου. Ένας ένας παρελαύνουν από το επίμαχο σημείο οι εκπρόσωποι όλων των βαθμίδων τής στρατιωτικής ιεραρχίας. Κάποιος υπολοχαγός μάλιστα, κάθεται απέναντι από τον Νιάτο και προσπαθεί να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι εάν όντως υπάρχει πρόβλημα. Τελικά, μετά από αέναες διαβουλεύσεις και συσκέψεις, τροποποιούνται επιτέλους οι διαταγές: αποφασίζεται εφεξής να τους αφαιρούν τις χειροπέδες και να τους δένουν τα χέρια με ένα σκοινί, στο σωλήνα δίπλα από το καζανάκι. Μέσα από τον καταιγισμό φρικαλέων αναμνήσεων των Ροσενκόφ και Ουιδόμπρο, ξεπροβάλλει από τις σελίδες τού βιβλίου τους αρκετά συχνά μία λεπτή αίσθηση χιούμορ κι ειρωνείας, η οποία ως στόχο της έχει κυρίως την ίδια τη φύση τής στρατιωτικής αρτηριοσκλήρωσης και ανοησίας, αλλά και την ανθρώπινη βλακεία γενικότερα κι ο Μπρέχνερ, σε πολλές περιπτώσεις, δανείζεται ακριβώς από αυτού του είδους το υλικό, ώστε να μας μεταφέρει μεν την τραγική διάσταση της εμπειρίας των τριών ‘ομήρων’ στα κολαστήρια του ουρουγουανού στρατού, με έναν τρόπο, ωστόσο, πιο εύσχημο και πιο ‘εύπεπτο’, κατάλληλο για όσο το δυνατόν περισσότερες και πιο διαφορετικές μεταξύ τους ομάδες θεατών.

Ένα άλλο τέτοιο στοιχείο που χρησιμοποιεί ο Μπρέχνερ από το βιβλίο, είναι το γεγονός ότι ο Πέπε Μουχίκα, από ένα σημείο και μετά, είχε αρχίσει να εμφανίζει σημάδια ψυχικής διαταραχής. Πίστευε ότι είχαν τοποθετήσει σε κάποιο μυστικό σημείο του κελιού του μαγνητόφωνο. Ο φανταστικός βόμβος τού μαγνητοφώνου τού τριβέλιζε νυχθημερόν τα αυτιά και δεν τον άφηνε να ξεκουραστεί ούτε λεπτό.[17] Η πλήρης απομόνωση για πολλά χρόνια, το απόλυτο σκοτάδι, η απαγόρευση της ικανοποίησης των πιο βασικών σωματικών τους αναγκών, τα συνεχή απάνθρωπα βασανιστήρια, έθεταν ανά πάσα στιγμή εν αμφιβόλω την ψυχική ισορροπία των ‘ομήρων’.

Άλλο στοιχείο τού βιβλίου, το οποίο υπόσχεται μία πιο καθολική αποδοχή εκ μέρους διαφορετικών κατηγοριών θεατών και το οποίο χρησιμοποιεί στην ταινία του ο Μπρέχνερ, είναι τα ερωτικά γράμματα που έγραφε συχνά ο Ροσενκόφ για λογαριασμό στρατιωτών και αξιωματικών των στρατοπέδων. Ο Ροσενκόφ είναι γνωστός σύγχρονος ποιητής και συγγραφέας τής Ουρουγουάης κι οι λογοτεχνικές του αρετές έγιναν σύντομα γνωστές στους πρακτικά αναλφάβητους στρατιωτικούς. Τα ερωτικά γράμματα που έγραφε στις ερωμένες των στρατιωτικών για λογαριασμό τους, είχαν συνήθως μεγάλη επιτυχία και σε αντάλλαγμα ο Ροσενκόφ αποσπούσε “ένα κομμάτι ψωμί, ένα φρούτο, ένα βραστό αβγό και (όταν δεν είχαμε) χαρτί και μολύβι.”[18] Μία ακόμη θαυμάσια ευκαιρία για τον Μπρέχνερ να προσδώσει έναν πιο συναισθηματικό και ανάλαφρο τόνο στην ταινία του.

Ένα άλλο πιο ‘ήπιο’ περιστατικό τού βιβλίου, το οποίο συμπεριλαμβάνει ο Μπρέχνερ στην ταινία είναι η ‘συνέντευξη’ των ‘ομήρων’ από εκπροσώπους τού Ερυθρού Σταυρού, οι οποίοι επισκέπτονται την Ουρουγουάη περίπου στις αρχές τού ’80, για να διαπιστώσουν, υποτίθεται, τις συνθήκες κράτησης των πολιτικών κρατουμένων τής χώρας. Στο βιβλίο, ο Ροσενκόφ αποκαλεί τη ‘συνέντευξη’ ‘γελοία’.[19] Ο Μπρέχνερ, θέλοντας να τονίσει ακόμη περισσότερο τη γελοιότητα του όλου θέματος, βάζει έναν από τους στρατιωτικούς-συνοδούς των ‘ομήρων’ στο χώρο τής ‘συνέντευξης’ να τους απειλεί, ότι αν τολμήσουν να ανοίξουν το στόμα τους θα έχουν κακά ξεμπερδέματα. Η διεθνής κοινότητα αγρόν ηγόραζε, ενόσω εκατομμύρια ανθρώπων στην περιοχή τού Ρίο ντε λα Πλάτα υπέφερε τα πάνδεινα από τις αιμοσταγείς δικτατορίες. Μόνο πολύ όψιμα και στο βαθμό που πλέον οι εγκληματίες στρατιωτικοί των εκεί χωρών άρχισαν να εξαφανίζουν αδιακρίτως και μη λατινοαμερικάνους πολίτες, άρχισαν να θορυβούνται οι κυβερνήσεις κι οι διάφορες οργανώσεις τού ‘πολιτισμένου’ ‘πρώτου’ κόσμου.

Στο ίδιο πνεύμα, ο Μπρέχνερ επιλέγει να ενσωματώσει στην ταινία του περιστατικά όπως αυτό της ‘επανάστασης’ του Πέπε Μουχίκα, όταν κατά τη διάρκεια μίας επίσημης τελετής των στρατιωτικών στο προαύλιο ενός από τα στρατόπεδα, με πολλούς ‘εκλεκτούς’ καλεσμένους της τοπικής και στρατιωτικής ηγεσίας να παρευρίσκονται, άρχισε να ουρλιάζει από το κελί του να του επιστρέψουν το μνημειώδες γιογιό του,[20] αυτό που ποτέ του δεν θέλησε να αποχωριστεί ο Πέπε κατά τα δεκατρία χρόνια τής κράτησής του, παρά την αφόρητη δυσοσμία που ανέδιδε σε μεγάλη απόσταση, όπως ξανά και ξανά αναφέρουν με σαρκαστικό τόνο οι Ροσενκόφ και Ουιδόμπρο֗ ή το συμβάν με την αντίδραση τού πατέρα τού Ροσενκόφ σε κάποια από τα πρώτα ολιγόλεπτα επισκεπτήρια, όταν δεν κατάφερε να αναγνωρίσει τον ίδιο του τον γιο. Τόσο είχε αλλάξει η όψη τού Ροσενκόφ από τα βασανιστήρια, την πείνα και τις κακουχίες.

Συνολικά, ο Μπρέχνερ καταφέρνει να δημιουργήσει μία ιδιαίτερα συμπαθητική ταινία, η οποία μας μεταφέρει με πολύ ικανοποιητικό τρόπο το εφιαλτικό κλίμα που επικράτησε στην Ουρουγουάη και στο μεγαλύτερο τμήμα τού Ρίο ντε λα Πλάτα και της Λατινικής Αμερικής, κατά την περίοδο της ‘κρατικής τρομοκρατίας’ των δεκαετιών ‘70 και ’80,[21] όπως και την κόλαση που έζησαν οι τρεις από τους εννέα ‘ομήρους’ Τουπαμάρος στα μεσαιωνικού τύπου μπουντρούμια τού ουρουγουανού στρατού. Το καταφέρνει, ωστόσο, με έναν τρόπο πιο ήπιο εν συγκρίσει με το ίδιο το βιβλίο των Ροσενκόφ και Ουιδόμπρο, προσέχοντας να μην δημιουργήσει ακραία συναισθήματα δυσφορίας και αποτροπιασμού στο κοινό του, χωρίς να κρύβει με άλλα λόγια το ενδιαφέρον του και για μία υψηλότερη εμπορικότητα για την ταινία του, την οποία άλλωστε, δίκαια πέτυχε.

Οφείλουμε, ωστόσο, να μην περιοριστούμε μόνο στην ταινία τού Μπρέχνερ, εάν θέλουμε να έχουμε μία όσο το δυνατόν πιο ακριβή εικόνα για το τι συνέβη κατά τα ζοφερά εκείνα χρόνια στην Ουρουγουάη και τη Λατινική Αμερική, για το τι σήμαινε τελικά το διαβόητο ‘Σχέδιο Κόνδορας’ των Η.Π.Α. και της CIA, για το τι πρέσβευε τότε και τι πρεσβεύει σήμερα η ονομασία ‘Τουπαμάρο’, για το πού μπορεί τελικά να φτάσει η ανθρώπινη βαρβαρότητα όταν βρει τις κατάλληλες συνθήκες για την πλήρη ανάπτυξη κι έκφρασή της. Οφείλουμε συνεπώς να διαβάσουμε το ίδιο το βιβλίο των Ροσενκόφ και Ουιδόμπρο Τουπαμάρος. Ημερολόγιο Φυλακής. Σε ό,τι ακολουθεί, επικεντρωνόμαστε κυρίως στις – πραγματικά πολύ όμορφες – ενοράσεις ποιητικού-φιλοσοφικού χαρακτήρα από τις οποίες βρίθει το βιβλίο των Ροσενκόφ-Ουιδόμπρο, απαύγασμα της εφιαλτικής εμπειρίας που τους έτυχε να ζήσουν.

Τουπαμάρος. Ημερολόγιο Φυλακής

Όπως έχει υπονοηθεί ήδη, παρότι θεωρούμε την ταινία τού Μπρέχνερ μία από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις τού 59ου ΔΦΚΘ, πιστεύουμε επίσης, ότι παραλείπει – είτε για λόγους μεγαλύτερης εμπορικότητας, είτε απλώς για λόγους σύντμησης – αρκετές σημαντικές διαστάσεις τού βιβλίου των Ροσενκόφ και Ουιδόμπρο στο οποίο βασίζεται. Το Ημερολόγιο Φυλακής δεν είναι μόνο αυτό που δηλώνει ο τίτλος του: ένα απλό ημερολόγιο φυλακής, μία ακόμη μαρτυρία κάποιων από τα εκατομμύρια των πολιτικών κρατουμένων στην Ιστορία τής Λατινικής Αμερικής. Είναι πολλά περισσότερα: είναι μία κατάθεση για την ανθρώπινη κατάσταση γενικά֗ για τη χωρίς άνω φράγμα (και φραγμό) ανθρώπινη κτηνωδία και τις πρακτικά άπειρες μορφές εκδήλωσής της. Για την εντυπωσιακή – όσο και τρομακτική – ευρηματικότητα του ανθρώπινου σαδισμού. Για την αιώνια μάχη μεταξύ των δύο βασικών συνιστωσών τού ανθρώπινου ψυχισμού: του καλού και του κακού και την – κατά τα φαινόμενα – μόνιμη και κατά κράτος υπερίσχυση του δεύτερου. Αλλά και για τα επίσης χωρίς άνω φράγμα όρια τής ανθρώπινης ενέργειας, των αντοχών τού ανθρώπου, της θέλησής του για ζωή και επιβίωση, ακόμη κι υπό τις πιο δυσμενείς και βάρβαρες συνθήκες.

Ήδη από την εισαγωγή τού βιβλίου, οι συγγραφείς διατυπώνουν τον φιλοσοφικό πυρήνα που το διαπερνά: “Στην ιστορία της ανθρωπότητας, της απέραντα βασανισμένης ανθρωπότητας,[22] υπήρξαν πάρα πολλά ιστορικά προηγούμενα. Ο πόνος είναι η μοίρα της.”[23] Μόνο λίγοι ισχυροί ψυχολογικά και σωματικά άνθρωποι σαν τους Ροσενκόφ και Ουιδόμπρο – αντίστοιχοι των Λέβι και των Κέρτες σε ένα άλλο, όχι πολύ προγενέστερο, αλλά αρκετά όμοιο συγκείμενο – οι οποίοι διήλθαν από μία τόσο ακραία επώδυνη εμπειρία και επέζησαν, έχουν μία πιθανότητα να φτάσουν στον ίδιο τον πυρήνα τού ανθρώπινου προβλήματος. Να κατανοήσουν δηλαδή, ότι το πρόβλημα του ανθρώπου είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Ότι ο πόνος “είναι η μοίρα του”, γιατί ο ίδιος αρέσκεται στο να τον δημιουργεί και στη συνέχεια να τον βιώνει, να τον ανακυκλώνει και να τον διαιωνίζει. Τα έκτροπα που συνέβησαν κατά τη ζοφερή περίοδο της ουρουγουανής δικτατορίας προκλήθηκαν από ανθρώπους, – όχι βέβαια από κάποια μεταφυσική οντότητα, – οι οποίοι μετά χαράς δέχτηκαν το άσυλο και την ατιμωρησία που τους προσέφερε η ιστορική συγκυρία κι ο συσχετισμός των δυνάμεων εκείνης της περιόδου.

Από τις πρώτες αυτές σελίδες τού βιβλίου, οι Ροσενκόφ και Ουιδόμπρο διακηρύσσουν επίσης και  τους προγραμματικούς στόχους που είχαν όταν ξεκινούσαν να ανασυνθέσουν τις ιδιαίτερα επώδυνες μνήμες τους και να τις κρυσταλλώσουν σ’ ένα βιβλίο: “Κι εμείς το διαισθανόμασταν και σκοπεύαμε να αποδείξουμε ότι ο άνθρωπος, ό,τι και να πιστεύει, μπορεί ν’ αντέξει τόση σκληρότητα χωρίς να μετατραπεί σε ζώο ή φυτό. Χωρίς να αλλοιωθεί η ουσία του.”[24]

Το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί ως μία σπουδή γύρω από τους αναρίθμητους τρόπους τού σαδισμού των πολλών, αλλά και της αντίστασης κι επιβίωσης των λίγων εκλεκτών, αυτών που θα λέγαμε ότι πάντοτε αποτέλεσαν τη ‘μαγιά’ τού ανθρώπινου είδους, εκείνο το δυσδιάκριτο, αχνό, τρεμάμενο λαμπύρισμα, το οποίο μας πείθει ακόμη ότι το είδος αυτό αξίζει ίσως να συνεχίσει να υπάρχει. Οι Ροσενκόφ κι Ουιδόμπρο σίγουρα ανήκουν στους λίγους επίλεκτους αυτής της απειροελάχιστης ανθρώπινης ‘μαγιάς’.

Όταν τους μεταφέρουν στα μπουντρούμια τού 12ου Τάγματος Πεζικού στη Ρότσα, οι ‘όμηροι’ διαπιστώνουν ότι ο διαθέσιμος χώρος των κελιών τους κατά πλάτος είναι μόλις 60 εκατοστά. Σε μήκος είναι κάπως μακρύτερα. Όμως, οι σαδιστές δεσμώτες τους θα έλθουν την επόμενη μέρα με ένα δοχείο μπογιά και μία βούρτσα στα χέρια, θα τραβήξουν στο ένα μέτρο από την πόρτα μία άσπρη γραμμή και θα τους προειδοποιήσουν να μην τολμήσουν να την περάσουν. Στο δε μοναδικό, ερμητικά κλειστό φεγγίτη τού κάθε κελιού θα κρεμάσουν μία επιγραφή, η οποία θα προδίδει ταυτόχρονα το σαδιστικό ταμπεραμέντο, αλλά και το νοητικό και μορφωτικό επίπεδο των εμπνευστών της: “ΑΠΑΓΟΡΕΒΕΤΑΙ ΝΑ ΑΓΚΙΖΕΤΕ, ΗΛΕΤΡΟΦΟΡΑ (ναι, χωρίς “κ”) ΣΙΡΜΑΤΑ.”[25] Φασισμός, σαδισμός, κι οι πιο σκοτεινές ανθρώπινες ποιότητες έχουν πορευτεί ιστορικά με τον αναλφαβητισμό, την έλλειψη μόρφωσης και τελικά, το χαμηλό νοητικό επίπεδο των ανθρώπων τού όχλου.

Στα ίδια αυτά κελιά, στα οποία οι έγκλειστοι δεν είχαν χώρο ούτε καν για να περπατήσουν: “Ο μόνος αέρας που έμπαινε ήταν απ’ τη χαραμάδα της πόρτας. Μείναμε χρόνια καθιστοί, να περιμένουμε… Αυτοί έρχονταν να επιθεωρήσουν το έργο τους και, πίσω από το παραθυράκι της πόρτας, ακουγόταν ένα μακρόσυρτο ανώνυμο γέλιο.”[26]

Με την έλευση του χειμώνα, στο ίδιο στρατόπεδο, οι δεσμοφύλακες αντιλαμβάνονται πόσο υποφέρουν οι φυλακισμένοι με το παγωμένο νερό τής βρύσης κι “Έτσι, ενώ το καλοκαίρι και την άνοιξη δεν μας άφηναν να κάνουμε μπάνιο, τώρα μας έκαναν συνεχώς, με μοναδικό σκοπό να παγώσουμε.”[27]

Κατά κάποιον τρόπο, ίσως το ότι τελικά οι ‘όμηροι’ επέζησαν να οφείλεται στον προσεκτικά – σχεδόν επιστημονικά – σχεδιασμένο σαδισμό που χαρακτήρισε το στρατιωτικό καθεστώς τής Ουρουγουάης εκείνην την περίοδο: “Το γεγονός ότι μας οδηγούσαν στα ακραία μας όρια, σωματικά και ψυχικά, και σταματούσαν εκεί, έχει και μια άλλη εξήγηση: οι όμηροι τους ήταν χρήσιμοι μόνο όσο ήταν ζωντανοί. Αυτό που ήθελαν ήταν να υποφέρουμε, και ένας άνθρωπος βασανίζεται μόνο όσο είναι ζωντανός, διαυγής και σε κατάλληλες, λίγο-πολύ, φυσικές συνθήκες. Πρέπει να ζει για να βασανίζεται.”[28]

Όταν ο Μαουρίσιο ‘καταφέρνει’ με πολύ κόπο να πείσει τους στρατιωτικούς να εισαχθεί στη διαβόητη Αίθουσα 8 τού Στρατιωτικού Νοσοκομείου τού Μοντεβιδέο, ίσα ίσα για ένα σύντομο διάλειμμα από τις κατά πολύ πιο απάνθρωπες συνθήκες των κελιών του, συναντά πολλούς άλλους διαλυμένους από τα συνεχή βασανιστήρια συντρόφους του. Μεταξύ αυτών κι η Μαρία Ελένα Κουρβέλο, η οποία: “Είχε μια πολύ σοβαρή πάθηση της σπονδυλικής στήλης που την άφηνε παράλυτη. Μόλις την έπιασαν, εκμεταλλεύτηκαν αυτήν της την ασθένεια֗ ξέροντας ότι στη σπονδυλική στήλη είχε έναν όγκο, εκεί ακριβώς εφάρμοζαν τα ηλεκτρόδια, εκεί σκόπευαν με το μηχάνημα για τα ηλεκτροσόκ. Και στα ούλα. Περπατούσε με “πι”֗ ουσιαστικά ήταν παράλυτη. Πάντοτε όμως με το χαμόγελο στα χείλη, τρυφερή και δραστήρια.”[29]

Ποιοι ήταν οι αυτουργοί όλων αυτών των βαθιά ανήθικων ακροτήτων; Αυτοί που υπήρξαν πάντοτε: ‘κοινοί’, καθημερινοί άνθρωποι, καλοί οικογενειάρχες, άνθρωποι του Θεού και της εκκλησίας ενδεχομένως, άνθρωποι για τους οποίους, εν καιρώ ειρήνης, κανείς δεν θα μπορούσε να υποψιαστεί τα εγκλήματα για τα οποία ήταν ικανοί: “ΜΑΟΥΡΙΣΙΟ: Θυμάσαι εκείνον τον ασπρομάλλη γέρο, που ήταν τόσο καταδεκτικός, εκείνον τον ξυλουργό, στο Τρέιντα ι Τρες; ΝΙΑΤΟ: Εκείνον τον καλό οικογενειάρχη… ΜΑΟΥΡΙΣΙΟ: Έλεγε για μια κρατούμενη, που δεν είχε απολύτως καμία σχέση με τίποτε και ήταν θέμα χρόνου να την αφήσουν, που δεν την ανέκριναν καν, γιατί ήταν σίγουροι ότι ήταν εντελώς άσχετη και δεν μπορούσε να τους δώσει καμία πληροφορία για τίποτε. Διηγιόταν πώς την έβγαζαν απ’ το κελί και με πρόσχημα κάποιες εξετάσεις, την πήγαιναν στο αναρρωτήριο για να τη βιάζουν. ΝΙΑΤΟ: Να τη βιάζουν οι στρατιώτες που βρίσκονταν εκεί. Την πάσαραν στον όχλο των φαντάρων. ΜΑΟΥΡΙΣΙΟ: Κι υπεύθυνος γι’ αυτό ήταν εκείνος ο ασπρομάλλης γέροντας, ο καλός οικογενειάρχης.”[30] Ήταν οι ίδιοι καλοί οικογενειάρχες στρατιωτικοί, οι οποίοι μετά μανίας επιδίδονταν σε ατελείωτες ερωτικές περιπτύξεις με κάθε είδους ζώο που υπήρχε στα πέριξ των στρατοπέδων: “ΜΑΟΥΡΙΣΙΟ: Στο στρατόπεδο η παρέκκλιση πάντα “εξευγενίζεται.” Για όλους. Αποτελεί ένα από τα πιο συνηθισμένα θέματα συζήτησης. Μαθαίνουν, συστηματοποιούν και μεταβιβάζουν στους νεοσύλλεκτους όλες τους τις εμπειρίες και τις τεχνικές. Διαμορφώνεται ένα είδος σεξουαλικής “κουλτούρας.” “Το άλογο, αν έχει φάει την προηγούμενη μέρα πίτουρα, να το προσέχεις. Γδέρνει και πληγώνεσαι.” “Η φοράδα είναι πολύ σφιχτή: κάνει συσπάσεις.” “Για την αγελάδα χρειάζεται προσοχή: χέζει.” “Η γουρούνα πισωπατάει. Μέσα στη μάντρα είναι επικίνδυνη: σε στριμώχνει πάνω στο φράχτη…” ”[31] Στο έλεος αυτών των εκφυλισμένων και παρανοϊκών ανθρώπων βρέθηκε η ζωή των διανοουμένων επαναστατών Τουπαμάρος για περισσότερο από δώδεκα χρόνια.

Θυμόμαστε το περίφημο Ο Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ. Μία έκθεση για την κοινοτοπία του κακού, της Χάνα Άρεντ. Το στερεότυπο του παθολογικά σαδιστή ανθρώπου δεν ευσταθεί πάντα. Τα πιο ακραία ανθρώπινα εγκλήματα διαπράττονται από την κρίσιμη μάζα των πολλών, ‘απλών’, ‘καθημερινών’ ανθρώπων, μόλις επικρατήσουν οι κατάλληλες συνθήκες. Ενοχλητική ιδέα (ή παρατηρήσιμο γεγονός;) διότι μας αφήνει έκθετους μπροστά στο καλά καταχωνιασμένο, υφέρπον Κακό, το οποίο πολύ πιθανόν, όλοι ως άνθρωποι, φέρουμε μέσα μας: “Βίασαν συντρόφισσες֗ τις έδεναν σε πασσάλους εντελώς γυμνές, στο χώρο αναφοράς, και άφηναν όποιον στρατιώτη ήθελε να τις βιάσει, με έναν όρο όμως, ότι ο βιασμός δεν θα γινόταν στον κόλπο, αλλά στον πρωκτό. Ακούσαμε στρατιώτες να διηγούνται, πολύ ευχαριστημένοι, πως βρήκαν ευκαιρία “να γρασάρουν.” ”[32] Την άποψη της ‘κοινοτοπίας τού κακού’ την προσυπογράφουν κι οι Ροσενκόφ-Ουιδόμπρο στο βιβλίο τους. Σε κάποιο σημείο ο Νιάτο λέει: “Είναι πολύ απλουστευτικό να θεωρούμε ότι ένας σαδιστής είναι πάντα σαδιστής. Μπορεί να είναι καλός οικογενειάρχης, να συμμετέχει σε κάποιο φιλοζωικό σωματείο, να είναι θρήσκος και να πηγαίνει κάθε Κυριακή στην εκκλησία, κι ύστερα να ξεσπά το σαδισμό του σε κάποιον ή κάτι.”[33] Κι ο Μαουρίσιο συμφωνεί μαζί του: “Εγώ δυσκολεύομαι να χαρακτηρίσω άρρωστους εκείνους που τους αρέσει πιο πολύ απ’ τους άλλους να βασανίζουν, γιατί τότε θα περιορίζαμε το ζήτημα σε πρόβλημα παθολογίας.”[34] Τους επιβεβαιώνουν και τους δύο οι Kren και Rappoport, οι οποίοι στο βιβλίο τους The Holocaust and the Crisis γράφουν: “Με βάση τα συμβατικά κλινικά κριτήρια, οι SS που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ‘ανώμαλοι’ δεν ξεπερνούν το 10% των περιπτώσεων… Προσωπική μας εκτίμηση είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των SS, ηγετικά στελέχη ή απλά μέλη, θα είχαν περάσει εύκολα όλα τα ψυχιατρικά τεστ στα οποία υποβάλλει ο Αμερικανικός στρατός τούς νεοσύλλεκτούς του ή η Πολιτεία τού Κάνσας τούς αστυνομικούς της.”[35]

Μία πειστική εξήγηση στο όλο πρόβλημα φαίνεται να είναι αυτή που επιχειρεί να δώσει ο Ροσενκόφ: “Νομίζω ότι την ερμηνεία πρέπει να την αναζητήσουμε βαθύτερα. Πρώτον, στο ότι αρχή του στρατού ήταν πως στα βασανιστήρια έπρεπε να συμμετέχουν όλοι: νοσηλευτές, γιατροί, αξιωματικοί, στρατιώτες. Έπρεπε με κάποιον τρόπο όλοι να ανακατευτούν, όλοι να “λερωθούν,” γιατί αυτό ήταν εγγύηση ότι κανείς δεν θα μπορούσε να πει: “Ο τάδε το έκανε.” ”[36] Πρόκειται για έναν από τους βασικούς μηχανισμούς, με τους οποίους ο σύγχρονος γραφειοκρατικός, μηχανοποιημένος πολιτισμός μας επιτυγχάνει τη διάπραξη των πιο αποτρόπαιων εγκλημάτων, ακυρώνοντας τους όποιους ηθικούς ενδοιασμούς: διαχέοντας την ευθύνη σε όσο το δυνατόν περισσότερους ‘ενδιάμεσους’ εμπλεκόμενους, ο καθένας από τους οποίους αποτελεί ένα απειροστό μόνο τμήμα ενός δαιδαλώδους μηχανισμού, στον οποίο συμμετέχουν υποχρεωτικά οι πάντες. Πρόκειται για αυτό που ο John Lachs έχει ονομάσει “η διαμεσολάβηση της πράξης,”[37] εξηγώντας τον όρο ως εξής: “Το αποτέλεσμα είναι ότι έχουμε πολλές πράξεις, τις οποίες κανείς δεν αναλαμβάνει συνειδητά. Για το άτομο με τις εντολές τού οποίου εκτελούνται, οι πράξεις αυτές υπάρχουν μόνο στο επίπεδο των λέξεων ή της φαντασίας֗ δεν είναι διατεθειμένος να τις αναλάβει ως δικές του, αφού ποτέ δεν τις βίωσε ο ίδιος. Το άτομο που όντως τις έχει διαπράξει από την άλλη, πάντοτε θα τις αντιμετωπίζει σαν να ανήκουν σε κάποιον άλλον, τον δε εαυτό του θα τον βλέπει σαν το άμοιρο ευθυνών αντικείμενο μίας ξένης προς αυτόν θέλησης…”[38]

Ο ατομικός ρόλος, οι μεμονωμένες ενέργειες των ανθρώπων, το απειροστό κομμάτι που συνεισφέρει ο καθένας σε έναν τέτοιο καφκικό μηχανισμό αποκολλάται τρόπον τινά από τον ίδιο το μηχανισμό, αυτονομείται και θεωρεί τον εαυτό του ως κάτι το τελείως ασύνδετο ή άσχετο με αυτόν. Κανείς από τους συμμετέχοντες στην όλη διαδικασία δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να είναι ενήμερος για το πού ακριβώς καταλήγει η τεράστια αιτιακή αλυσίδα, της οποίας ο ίδιος αποτελεί ένα μικρό μόνο κρίκο – δεν μπορεί να αντιληφθεί τη βαρύτητα ή την ηθική διάσταση των μεμονωμένων, ασήμαντων φαινομενικά, ενεργειών του. Όπως έχει γράψει ο Raul Hilberg: “Πρέπει να έχουμε κατά νου, ότι οι περισσότεροι από αυτούς που συμμετείχαν στη γενοκτονία [των Εβραίων] δεν πυροβόλησαν ποτέ εβραιόπουλα, ούτε ήταν αυτοί που έριξαν το αέριο στους θαλάμους αερίων… Οι περισσότεροι υπήρξαν γραφειοκράτες, οι οποίοι συνέταξαν σχέδια, μίλησαν στο τηλέφωνο και συμμετείχαν σε συνέδρια. Θα μπορούσαν να καταστρέψουν έναν ολόκληρο λαό, ενόσω απλά και μόνο βρίσκονταν καθισμένοι στο γραφείο τους.”[39] Και το έπραξαν στη ναζιστική Γερμανία! Κι έχει ξανασυμβεί, όχι μόνο μία φορά στην Ιστορία των σύγχρονων Δυτικών κοινωνιών μας, αλλά εκατοντάδες ή χιλιάδες φορές. Και ξανασυμβαίνει σήμερα, σε πάμπολλα σημεία τού πλανήτη. Είτε φανερά και ξεδιάντροπα, όταν οι συνθήκες ωριμάζουν κι η ανθρώπινη βία βρίσκει άπλετο χώρο ώστε να εκδηλωθεί ελεύθερα, είτε κεκαλυμμένα, εν καιρώ ειρήνης, στη φαινομενικά αθώα ατμόσφαιρα τού γραφείου μίας πολυεθνικής ή μίας τράπεζας, όπου ο άνθρωπος έχει επίσης μετατραπεί στο ίδιο πραγμοποιημένο πιόνι στο οποίο είχε μετατραπεί και κάθε Γερμανός ανεξαιρέτως στη ναζιστική Γερμανία, έχοντας εκχωρήσει πλήρως τη συνείδηση και την προσωπικότητά του στις επιταγές τής ‘Οργάνωσης’, με αντάλλαγμα την επιβίωσή του.

Αρκεί μόνο η βία να καταφέρει να εξασφαλίσει την κατάλληλη εξουσιοδότηση֗ οι μεμονωμένες ενέργειες του κάθε ανθρώπινου γραναζιού να αποκτήσουν τον κατάλληλο βαθμό τυποποίησης֗ και τα θύματα της βίας να απανθρωποποιηθούν[40] πλήρως. Αυτές είναι οι τρεις συνθήκες σύμφωνα με τον Herbert C. Kelman, οι οποίες είναι ικανές να απαλείψουν τις όποιες ηθικές αναστολές μπορεί να έχει κανείς και να τον οδηγήσουν ανενδοίαστα στη διάπραξη των πιο αποτρόπαιων εγκλημάτων.[41] Ειδικά ως προς την πρώτη συνθήκη, την κατάλληλη εξουσιοδότηση την παρέχει με ιδιαίτερα αποτελεσματικό τρόπο η αρχή τής πιστής αφοσίωσης στην ιεραρχία τής Οργάνωσης. Το επιχείρημα του Άιχμαν: εγώ δεν γνώριζα τίποτε֗  δεν φέρω καμία ευθύνη֗ εκτελούσα μόνο διαταγές ανωτέρων. Στα Ισπανικά, το ίδιο επιχείρημα μετατρέπεται στην ‘obediencia debida’ [‘οφειλόμενη υπακοή’], αυτήν που επικαλέστηκαν οι Αργεντινοί στρατιωτικοί εγκληματίες.[42] Κι αυτοί το ίδιο ισχυρίστηκαν: ότι ήταν αναγκασμένοι να διαπράξουν τις θηριωδίες που διέπραξαν. Όφειλαν να υπακούσουν οπωσδήποτε τις εντολές των ανωτέρων τους, χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς καν να αξιολογήσουν από ηθικής άποψης τις συνέπειες των πράξεών τους.

Η ‘κατήχηση’, η προσφυγή στις πιο ανορθολογικές και δεισιδαίμονες πίστεις και τελικά ο φανατισμός εξαφανίζουν κάθε πιθανότητα παρέκκλισης του κατηχούμενου. Ό,τι ακριβώς συμβαίνει με τους σημερινούς μουτζαχεντίν τής Μ. Ανατολής, συνέβη και με τους στρατιωτικούς τής Ουρουγουάης: “Ήταν τόσο χονδροειδή τα μαθήματα που διδάσκονταν οι στρατιωτικοί, ώστε να πιστεύουν, για παράδειγμα, ως αδιαμφισβήτητη αλήθεια, ότι η ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος είχε προβλεφθεί και προκαθορισθεί στο Ταλμούδ. Ή ότι ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν μια μεγάλη ήττα για την ανθρωπότητα, επειδή “σήμανε τη νίκη του διεθνούς κομμουνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο.”[43] Υπό τη συντριπτική πίεση τόσων πολλών και αδυσώπητων μηχανισμών και δυνάμεων, η κοινοτοπία του κακού είναι δεδομένη. Ο ‘μέσος’, ‘απλός’, ‘καθημερινός’ άνθρωπος – πλην πολύ ελαχίστων εξαιρέσεων – θα αγκαλιάσει την υπόθεση του φασισμού και της κτηνωδίας, θα προσχωρήσει μετά χαράς στο μαζικό δολοφονικό όργιο, θα αποκεφαλίσει, θα βιάσει, θα πλιατσικολογήσει, θα απολαύσει με όλο του το είναι την αιματηρή κραιπάλη κι όταν ο ομαδικός παροξυσμός βίας έχει πια ξεθυμάνει, τότε απλά και μόνο θα τραυλίσει: “Εγώ δεν είχα καμία σχέση, διαταγές εκτελούσα”[44]: “ΜΑΟΥΡΙΣΙΟ: Θυμάμαι την περίπτωση της Πάουλα. Την είχαν βασανίσει κτηνωδώς. Επανειλημμένα. Μια μέρα πήγε στο κελί της κάποιος του οποίου το όνομα ακούγεται πολύ τώρα τελευταία και συνδέεται με τις δολοφονίες του Σελμάρ, του Τόμπα, καθώς και με άλλες τέτοιες “επιχειρήσεις.” Έβγαλε τον μπερέ του, είπε: “Εσείς θα πρέπει να μας μισείτε” και βάλθηκε να κλαίει σαν μικρό παιδί. Αυτός ο άνθρωπος που ήταν ικανός για τις μεγαλύτερες αχρειότητες… ΝΙΑΤΟ: Σ’ αυτούς έλαχε η βρώμικη δουλειά. Μέντορές τους ήταν άνθρωποι πολύ πολιτισμένοι, που πήγαιναν συχνά στην εκκλησία, όπως ο Bordaberry.[45] Αυτοί ήταν οι ιδεολογικοί καθοδηγητές τους.”[46] Έτσι έχει γραφτεί μεγάλο μέρος τής ανθρώπινης Ιστορίας κι έτσι θα συνεχίσει να γράφεται  όσο υπάρχει ο άνθρωπος.

Οι άνθρωποι – στη συντριπτική τους πλειοψηφία – είναι κατά βάθος άγρια θηρία. Κι οι κοινωνικοί θεσμοί – η πατρίδα, η οικογένεια, η εκκλησία, ο στρατός, η εξουσία – έχουν ως μοναδικό τους ρόλο να τους υποχρεώσουν να συμπεριφερθούν ως τα κτήνη που κατ’ αρχάς είναι. Να αναδείξουν, να καλλιεργήσουν, να ισχυροποιήσουν τις πιο βίαιες πτυχές που βιολογικά κρύβουν μέσα τους. Homo homini lupus est. Μόνο έτσι μπορεί να είναι βέβαιο ένα βαθιά διεφθαρμένο και βίαιο μόρφωμα – η κοινωνία των ανθρώπων – ότι  θα διαιωνισθεί η ύπαρξή του.

Είναι πολύ πιθανό, σε μία πρώιμη φάση τής ζωής του, ο άνθρωπος να είναι φορέας και θετικών ποιοτήτων. Η περίφημη παιδική αθωότητα, η οποία όπως όλοι ξέρουμε δεν διαρκεί δυστυχώς για πολύ. Γρήγορα, ωστόσο, οι μηχανισμοί τής κοινωνίας αναλαμβάνουν να αφανίσουν κάθε ίχνος αθωότητας και καλοσύνης που μπορεί να επιβιώνει ακόμη μέσα τους. Σε κάποιο από τα πολλά στρατόπεδα στα οποία φυλακίστηκαν οι Ροσενκόφ και Ουιδόμπρο, ένας νεοσύλλεκτος δείχνει παραδόξως μία ιδιαίτερα μεγάλη ευαισθησία απέναντί τους. Τους συμπαραστέκεται και τους διευκολύνει όποτε και όπως μπορεί. Μόλις το αντιλαμβάνονται οι ανώτεροί του, τον τιμωρούν αυστηρά και τον υποβάλλουν σε μία συστηματική κατήχηση, σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίζει τους φυλακισμένους. Το αποτέλεσμα: “Τον μεταμόρφωσαν, τον έκαναν το χειρότερο εχθρό που είχαμε όποτε πηγαίναμε στο Μίνας. Κατέβαλλε κάθε προσπάθεια για να μην απολυθεί, να μην γίνει ένας άνεργος “pichi”, όπως έλεγαν αυτοί.”[47] Δίκαια ο Νιάτο, με αφορμή το παράδειγμα αυτού του νέου, φτάνει να αμφιβάλλει για το ανθρώπινο είδος και προσθέτει: “Ήταν απ’ τους χειρότερους. Δεν μας συγχώρεσε ποτέ ότι ήταν κάποτε καλός.[48]

Φυσικά είναι αρχαιότατος νόμος, ότι η διαδικασία απανθρωποποίησης του ανθρώπου από τους κοινωνικούς μηχανισμούς πρέπει να ξεκινήσει από την παιδική ηλικία, εάν θέλει κανείς να έχει γρήγορα και θεαματικά αποτελέσματα. Οι φασίστες στρατιωτικοί τής Ουρουγουάης φαίνεται πως έκαναν καλή δουλειά στον τομέα αυτόν, χρησιμοποιώντας ως πειραματόζωα τα ίδια τους τα παιδιά: “ΜΑΟΥΡΙΣΙΟ: Μια μέρα έφεραν στις πόρτες των κελιών μας παιδιά. Τα έβαλαν να πλησιάσουν στα παραθυράκια, να μας βρίσουν, να κάνουν σχόλια… ΝΙΑΤΟ: Να συνεισφέρουν κι αυτά ένα πετραδάκι στο έργο τους. ΜΑΟΥΡΙΣΙΟ: Τι να πεις για την πνευματική συγκρότηση των γονιών αυτών – τα παιδιά ήταν γιοι αξιωματικών και διοικητών – που ανέθεταν ένα τέτοιο έργο στα παιδιά τους, ως μέρος της διαπαιδαγώγησής τους; ΝΙΑΤΟ: Έργο για το οποίο θα υπερηφανεύονταν… Εκπαίδευαν από μικρά τα παιδιά τους να γίνουν βασανιστές… ΜΑΟΥΡΙΣΙΟ: Πονούσα γι’ αυτά τα παιδιά, για τη χώρα μας, τον πολιτισμό μας, για όλο τον κόσμο.”[49] Σωστά: ο φασισμός είναι αναπόσπαστο ψυχολογικό συστατικό τού ανθρώπινου όντος. Ξεκινά από τις πιο τρυφερές ηλικίες, με τις ευλογίες των ανήθικων και διεστραμμένων κοινωνικών μηχανισμών και, με την ταχύτητα του φωτός, μεταδίδει τη ‘συναισθηματική του πανούκλα’ – για να χρησιμοποιήσουμε τον εύστοχο όρο τού Βίλχελμ Ράιχ – σε κάθε γωνιά τής ανθρώπινης υπόστασης. Το βιβλίο των Ροσενκόφ και Ουιδόμπρο μας μιλά για την κατσιασμένη αυτή μορφή ανθρώπινης ύπαρξης, για την οποία μπορεί να ειπωθεί ότι είναι η μόνη ενσάρκωση του Κακού κι η οποία, δυστυχώς, έχει κυριαρχήσει Ιστορικά και συνεχίζει να κυριαρχεί συντριπτικά και σήμερα, σε παγκόσμιο επίπεδο.

Το μήνυμα του βιβλίου των Ροσενκόφ και Ουιδόμπρο είναι επομένως κατ’ αρχάς πεσιμιστικό. Η εφιαλτική εμπειρία τους στα κολαστήρια των στρατοπέδων τής ουρουγουανής χούντας σίγουρα κλόνισε σε σημαντικό βαθμό την ιδεολογία και τη ρομαντική πίστη στον άνθρωπο των νεανικών τους χρόνων. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι έπαψαν να είναι οι επαναστάτες που πάντοτε υπήρξαν. Τουναντίον. Απλώς οδηγήθηκαν και σε κάποια μεγαλύτερα βάθη στοχασμού σε σχέση με την πραγματική φύση τού ανθρώπου, τους τεράστιους και, κατά πως φαίνεται, ανυπέρβλητους περιορισμούς του, την αδυσώπητη μηχανικότητα με την οποία αναπαράγονται ες αεί οι ίδιες πάντα βίαιες κι απάνθρωπες κοινωνικές δομές, τη δυσκολία πραγματοποίησης του επαναστατικού οράματος, δεδομένης της πεισματικής προσκόλλησης της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων ακριβώς στα χαρακτηριστικά εκείνα που αναπαράγουν και διαιωνίζουν την κτηνωδία και τη βία μέσα τους και, εξ’ αντανακλάσεως, στις εξωτερικές κοινωνικές δομές.

Πώς κρατήθηκαν; Πώς συνέβη και δεν αυτοκτόνησαν ή δεν επιχείρησαν να αυτοκτονήσουν όλα εκείνα τα ζοφερά χρόνια, όπως το έπραξε πλήθος άλλων συντρόφων τους, ακόμη και κάποια από τα ηγετικά στελέχη τού κινήματος όπως ο Βάσεμ; Πώς κατάφεραν να μην τρελαθούν, όπως τρελάθηκαν χιλιάδες άλλοι άνθρωποι που δεν άντεξαν τα συνεχή βασανιστήρια στα μπουντρούμια τής Ουρουγουάης,[50] της Χιλής, της Αργεντινής; Στο σημείο αυτό συναντούμε το μεγαλύτερο βάθος τής σκέψης των Ροσενκόφ και Ουιδόμπρο, βρίσκουμε κάποιους στοχασμούς κι ενοράσεις τους που υπερβαίνουν κάθε ιδεολογική στράτευση ή πίστη και μετατρέπουν το βιβλίο τους σε ένα πραγματικό φιλοσοφικό δοκίμιο γύρω από τα όρια του ανθρώπινου νου και τους εντυπωσιακούς ψυχολογικούς μηχανισμούς επιβίωσης που ενεργοποιούνται ως εκ θαύματος, ακόμη και στις πιο ακραίες συνθήκες. Τελικά, παρά τις εμφανείς νότες απαισιοδοξίας των Ροσενκόφ και Ουιδόμπρο μετά τα όσα πέρασαν, εντυπωσιάζει η επίμονη πίστη τους και στη δυνατότητα των ανθρώπων – όχι όλων, αλλά ορισμένων μόνο – να διατηρούν την ανθρώπινη διάστασή τους, τη ζωτικότητα και την ενέργειά τους, ακόμη και μέσα σε εφιαλτικές συνθήκες. Και, υπ’ αυτήν την έννοια, το βιβλίο τους διαβάζεται σίγουρα και ως μία ωδή στο ανθρώπινο μεγαλείο.

Διότι τελικά, αυτό που κατάφεραν οι Ροσενκόφ και Ουιδόμπρο στη φυλακή ήταν το να υπερβούν τρόπον τινά την υλική (ζωώδη) υπόστασή τους, να αποκόψουν μέσα τους τις ρίζες τής προσκόλλησης στον υλικό κόσμο: “ΜΑΟΥΡΙΣΙΟ: Τον πρώτο καιρό αρπαζόμασταν από κάθε κομματάκι ανεξαρτησίας που κατακτούσαμε. Αν μας έδιναν ένα βιβλίο, κρατιόμασταν απ’ το βιβλίο, αν μας έδιναν το μάτε, κρατιόμασταν απ’ το μάτε, αν μας έδιναν μισό πακετάκι καπνό, απ’ την ηρεμία ότι μπορούσαμε να καπνίσουμε. Ύστερα όμως, καθώς κάθε τόσο συστηματικά μας τα έπαιρναν όλα πίσω, βυθιζόμασταν στην απόγνωση εξαιτίας της απώλειας των λίγων αυτών υλικών αγαθών που είχαμε. Αυτό μας έκανε να υιοθετήσουμε μια αρχή: δεν μπορούμε να προσκολληθούμε σε κανένα υλικό αγαθόΔεν μπορούσαμε να ερωτευτούμε μια καρφίτσα, ένα βιβλίο ή τα τέσσερα σπίρτα που μας έδιναν κάθε φορά που πέθαινε κάποιος επίσκοπος.”[51] Πρόκειται για τη βασική βουδιστική αρχή τής μη προσκόλλησης! Στη φυλακή, οι Ροσενκόφ και Ουιδόμπρο αναγκάστηκαν να κάνουν τη βουδιστική διδασκαλία πράξη, ως μοναδικό όρο επιβίωσής τους, χωρίς ίσως καν να γνωρίζουν οτιδήποτε γύρω από τη βουδιστική φιλοσοφία. Κι αλήθεια, πόσο πιο εύκολη θα ήταν η ζωή των ανθρώπων εάν, κυρίως σε καιρό ειρήνης, ήταν ικανοί να αποκηρύξουν οικειοθελώς – όχι βιαίως, όπως συνέβη στην περίπτωσή τους – τα λίγα ή πολλά υλικά αγαθά στα οποία προσκολλώνται κι από τα οποία εξαρτούν την εσωτερική τους ευδαιμονία!

Και πόσο πιο ισορροπημένη θα ήταν η ζωή μας εάν δεν ικανοποιούμασταν ούτε με αυτήν την κατάσταση ύπαρξης, αλλά προχωρούσαμε ένα βήμα πιο πέρα, στην οικειοθελή κατάργηση και κάθε άλλης προσκόλλησης μέσα μας! Εάν μπορούσαμε να αυτονομηθούμε ψυχολογικά κι από τα αγαπημένα μας πρόσωπα – την οικογένεια, τον φίλο, την ερωμένη, – αλλά κι από κάθε ιδέα, από τις πολλές με τις οποίες διαρκώς ταυτιζόμαστε – θρησκευτική, πολιτική ή άλλη – κι από κάθε κοινωνικό θεσμό, από τους άπειρους που ανά πάσα στιγμή ασκούν πάνω μας αδυσώπητες πιέσεις, επιχειρώντας να μας σύρουν και να μας υποδουλώσουν προς κάθε πιθανή κατεύθυνση. Μόνο στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε κανείς να διεκδικήσει τον μόνο ίσως αληθινό σκοπό για τον οποίον αξίζει η ζωή τού ανθρώπου: την επίτευξη της απόλυτης, αδιαπραγμάτευτης κι άνευ όρων ελευθερίας. Το στόχο αυτόν φαίνεται ότι τον πέτυχαν μέσα στη φυλακή, δυστυχώς υπό τις δυσμενέστερες συνθήκες, οι Ροσενκόφ και Ουιδόμπρο κι αυτό το στοιχείο είναι που προσδίδει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο βιβλίο τους: “ΜΑΟΥΡΙΣΙΟ: Έπρεπε ακόμη να αποκολληθούμε απ’ τις οικογένειές μας και τον έξω κόσμο. Πέρα απ’ τον τοίχο δεν υπήρχε τίποτε֗ όταν έφθανε η μέρα του επισκεπτηρίου ζούσαμε σε μια κατάσταση πολύ μεγάλης έντασης προσμένοντας τις οικογένειές μας. Και ξαφνικά δεν έρχονταν ή απαγορευόταν το επισκεπτήριο. Το ίδιο γινόταν και με την αλληλογραφία. Δεν μπορούσαμε να ζούμε όπως ζούσαμε τα πρώτα χρόνια, να περιμένουμε διαρκώς μια είδηση, ένα γράμμα για να διαβάσουμε ανάμεσα στις γραμμές, να περιμένουμε κάτι που θα έστελνε η συντρόφισσά σου ή η δική μου. Προσπαθούσαμε λοιπόν να περιχαρακωθούμε στον εσωτερικό μας κόσμο, να μην  εξαρτιόμαστε απ’ τα εξωτερικά γεγονότα.”[52]

Μα αργά ή γρήγορα κι από τον εσωτερικό τους κόσμο κατανόησαν ότι θα έπρεπε να αποδεσμευτούν. Από τις χιλιάδες λεπτοφυείς, αδιόρατες ψυχολογικές επιθυμίες, – εξαρτήσεις στην ουσία, – από τις οποίες δομείται το ίδιο μας το εγώ. Έπρεπε να καταργήσουν τη θεμελιώδη ανάγκη τού εγώ τους για μία οποιαδήποτε επιβεβαίωση, μία έστω φιλική χειρονομία, οσοδήποτε αόριστη, ένα παρηγορητικό ‘χτύπημα στην πλάτη’: “ΜΑΟΥΡΙΣΙΟ: Περιμένεις διαρκώς ένα φιλικό χέρι, μια λέξη συμπαράστασης, μια κίνηση που να σε επαναφέρει στην ανθρωπιά σου. Θυμάμαι την παράξενη ευτυχία που ένιωθα όταν ο λοχίας ή ο στρατιώτης που μας άνοιγε την πόρτα μας έλεγε “καλημέρα.” Εκείνη η λεξούλα έστηνε χορό στο κελί μου και μου άλλαζε τη διάθεση… Όμως δεν πρέπει να εξαρτάσαι από τέτοια εξωτερικά γεγονότα, γιατί, αν δεν υπάρχουν, πεθαίνεις.”[53] Έτσι εξηγείται ίσως το ότι ο Πέπε Μουχίκα, ο τρίτος από τους ‘ομήρους’ στον οποίον αναφέρονται πολύ συχνά οι Ροσενκόφ και Ουιδόμπρο στο βιβλίο και κυρίως ο Μπρέχνερ στην ταινία του, υπήρξε πολύ αργότερα, ο πιο φτωχός κι ο πιο χαμηλά αμειβόμενος Πρόεδρος χώρας στην Ιστορία τού θεσμού, παγκοσμίως.

Όμως και πάλι, αφ’ ης στιγμής κατέκτησαν εσωτερικά το στάδιο της μη προσκόλλησης σε πράγματα, ανθρώπους και ιδέες τού εξωτερικού κόσμου, από πού κρατήθηκαν για να μην τρελαθούν, να μην αυτοκτονήσουν, να μην φτάσουν στο επικίνδυνο σημείο τής αυτολύπησης – όπως επανειλημμένα τονίζει ο Νιάτο – και του απόλυτου μηδενισμού; “ΜΑΟΥΡΙΣΙΟ: … Πολλές φορές με ρωτούν: “Και τι ήταν αυτό που σε κρατούσε; Η πίστη στο λαό, ε;” Απαντώ “όχι”. Δεν είναι ότι δεν είχαμε πίστη στο λαό, στον αγώνα, στους συντρόφους. Είναι που βρισκόμασταν σε τέτοια κατάσταση όπου στο μόνο που μπορούσαμε να καταφύγουμε για να βρούμε τα αποθέματα και να μπορέσουμε να επιβιώσουμε ήταν ο άνθρωπος μέσα μας. Και αυτό είναι που μας έκανε να λέμε ότι οποιοσδήποτε στη θέση μας θα πρότασσε τα στήθη του, γιατί εκείνος ο άνθρωπος βρισκόταν μέσα στον καθένα μας. Τα αποθέματα που έχει μέσα του οποιοσδήποτε άνθρωπος είναι εκείνα που τον κάνουν, σε τελευταία ανάλυση, να μπορεί να αντεπεξέλθει σε οποιαδήποτε θύελλα.”[54]

Κι αυτό είναι το βαθύτερο μήνυμα τού βιβλίου τους. Ένα μήνυμα που υπερβαίνει κάθε επιμέρους ιδεολογία, κάθε πίστη, κάθε συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία. Ένα μήνυμα, το οποίο πηγαίνει πέρα από την ίδια την ψυχολογική μας δομή, πέρα από τους αβυσσαλέους μηχανισμούς τής επιθυμίας και της ελπίδας, στους οποίους είμαστε μονίμως υποδουλωμένοι. Που φτάνει στην απώτατη ουσία τής ανθρώπινης ύπαρξης (εάν τελικά υπάρχει κάτι τέτοιο): στην ‘ανθρωπιά’ του ανθρώπου. Στην ουσιώδη εκείνη ενέργεια, η οποία και μέσα στις πιο αντίξοες και φρικιαστικές συνθήκες, συνεχίζει να απαιτεί την επιβίωση και τη συνέχισή της, χωρίς κάποιον συγκεκριμένο λόγο και μάλιστα, την επιβίωσή της με αξιοπρέπεια.

Μία ταινία-εισαγωγή στην Ιστορία τού κινήματος των Τουπαμάρος και ολόκληρης της σύγχρονης, αιματοβαμμένης Ιστορίας τής Λατινικής Αμερικής, η οποία, παρότι δεν χαρακτηρίζεται από το βάθος και την ομορφιά τού βιβλίου των Ροσενκόφ και Ουιδόμπρο, σίγουρα αξίζει την προσοχή μας, πρώτ απ’ όλα για το ίδιο το θέμα το οποίο πραγματεύεται, αλλά και για τον αισθητικά όμορφο και πιστό στα ιστορικά δεδομένα τρόπο με τον οποίο το αποδίδει. Σίγουρα, μία από τις πιο ενδιαφέρουσες και ποιοτικές ταινίες που προβλήθηκαν κατά τη διάρκεια του 59ου ΔΦΚΘ.

Κι ένα άκρως συγκινητικό και μεστό νοημάτων βιβλίο, το οποίο διαβάζεται πρωτίστως ως ένα εγχειρίδιο ζωής, ως ένας οδηγός πλεύσης στις δαιδαλώδεις ατραπούς τής ζωής, χρήσιμο και για τη δική μας καθημερινή ζωή σήμερα, η οποία, παρότι έχει την τύχη να εκτυλίσσεται σε ένα πολύ πιο φιλικό περιβάλλον και σε πολύ ευνοϊκότερες συνθήκες, δεν παύει να κυβερνάται από τους ίδιους ακριβώς αιώνιους, πρωταρχικούς νόμους.

 

 

“Δεν τολμήσαμε να τους καθαρίσουμε όλους αυτούς όταν είχαμε την ευκαιρία και τώρα, κάποια στιγμή στο μέλλον, θα πρέπει να τους αφήσουμε. Πρέπει λοιπόν να εκμεταλλευτούμε το χρόνο που μας μένει για να τους τρελάνουμε”

(Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος. Ημερολόγιο Φυλακής, σ. 225).

 

 

Το 2005, τριάντα χρόνια μετά την πτώση τής δικτατορίας, την εξουσία στην Ουρουγουάη αναλαμβάνει το ‘Ευρύ Μέτωπο’ (Frente Amplio), ένας συνασπισμός αριστερών δυνάμεων, με κυριότερο το κίνημα των Τουπαμάρος, με επικεφαλής τον Ταμπαρέ Βάσκες (Tabaré Vázquez). Πέντε χρόνια αργότερα, τον διαδέχεται ο Χοσέ ‘Πέπε’ Μουχίκα (José ‘Pepe’ Mujica), ο ιστορικός ηγέτης των Τουπαμάρος και κύριος πρωταγωνιστής στο βιβλίο των Ροσενκόφ και Ουιδόμπρο και στην ταινία τού Μπρέχνερ. Μετά την πενταετή θητεία τού Μουχίκα (2010-2015), αναλαμβάνει και πάλι την Προεδρία τής χώρας ο Βάσκες, ο οποίος συνεχίζει να κυβερνά μέχρι σήμερα.

 

[1] Μαουρίσιο Ροσενκόφ & Νιάτο Φερνάντες Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος. Ημερολόγιο Φυλακής (Αθήνα: Κουκκίδα, 2009).

[2] Robert J. Alexander’s Introduction in María Esther Gilio, The Tupamaro Guerrillas (New York: Saturday Review Press, 1972), 1.

[3] Μαρία Δαμηλάκου, Ιστορία της Λατινικής Αμερικής (Αθήνα: Αιώρα, 2014), 103-104.

[4] Carlos Malamud, Isidro Sepúlveda Muñoz, Rosa Pardo, Rosa Martínez Segarra, Historia de América (Madrid: Editorial Universitas, S.A., 2001), 445.

[5] Gilio, The Tupamaro Guerrillas, 4.

[6] Gilio, The Tupamaro Guerrillas, 13.

[7] Alexander’s Introduction in Gilio, The Tupamaro Guerrillas, 5-6.

[8] Αν και, όπως σωστά αναφέρεται στο Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος. Ημερολόγιο Φυλακής, σε καμία περίπτωση το κίνημα των Τουπαμάρος δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως “ένα εξωτικό δημιούργημα μίας διανοουμενίστικης ελίτ”, αλλά ως άμεση απόρροια της βαθιάς κρίσης, της κρατικής καταστολής και της σταδιακής συνειδητοποίησης των λαϊκών μαζών για την αναγκαιότητα της ένοπλης εξέγερσης (σ. 13).

[9] Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 9.

[10] Gilio, Foreword, 2.

[11] Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 12.

[12] Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 17.

[13] Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 18.

[14] Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 32.

[15] “Γιατί έπεφτε ξύλο κάθε φορά που μας πήγαιναν, μας έδερναν χωρίς καμιά εξήγηση֗ ήταν φορές που μας ρώταγαν: “θες να πας στην τουαλέτα;” κι αλίμονό σου αν έλεγες “ναι” ” (Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 43).

[16] Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 36.

[17] Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 90.

[18] Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 149-150.

[19] Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 201.

[20] Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 109-110.

[21] Δαμηλάκου, Ιστορία της Λατινικής Αμερικής, 189.

[22] Εφεξής, η έμφαση στο πρωτότυπο με πλάγιες υπογραμμίσεις (italic), είναι δικές μας.

[23] Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 24.

[24] Ό.π.

[25] Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 66.

[26] Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 67.

[27] Ό.π.

[28] Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 78.

[29] Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 81.

[30] Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 87.

[31] Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 186-187.

[32] Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 87.

[33] Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 136.

[34] Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 135.

[35] Αναφέρεται στο: Zygmunt Bauman, Modernity and the Holocaust (Cambridge UK & Maldon USA: Polity Press, 2011), 19.

[36] Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 135-136.

[37] ‘Mediation of action.’ Αναφέρεται στο Bauman, Modernity and the Holocaust, 24.

[38] Bauman, Modernity and the Holocaust, 25.

[39] Bauman, Modernity and the Holocaust, 24.

[40] Αποδίδουμε ελεύθερα τον αγγλικό όρο dehumanization.

[41] Bauman, Modernity and the Holocaust, 21.

[42] Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 178, σημ. 60.

[43] Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 175-176.

[44] Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 302.

[45] Ο ‘Πρόεδρος’ της Ουρουγουάης, ο οποίος ουσιαστικά μεταβίβασε στο στρατό την εξουσία και ηγήθηκε της πολιτικο-στρατιωτικής χούντας από το 1973 μέχρι το 1976.

[46] Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 177-178.

[47] Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 103.

[48] Ό.π.

[49] Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 165-166.

[50] Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 262.

[51] Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 98.

[52] Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 98-99.

[53] Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 99.

[54] Ροσενκόφ & Ουιδόμπρο, Τουπαμάρος, 204-205.

Προηγούμενο άρθρο15 non fiction (επιλογή από τον Γιάννη Ν. Μπασκόζο)
Επόμενο άρθροΣυνειρμοί: Διαβάζοντας για το ΧΕΡΙ στο Περί ζώων μορίων του Αριστοτέλη (του Θανάση Καράβατου)

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Μία μικρή διόρθωση: το 2005 δεν συμπληρώθηκαν 30 χρόνια από την πτώση τής δικτατορίας τής Ουρουγουάης, αλλά 20.
    Λ.Μ.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ