1) «Κανονική» σύνταξη (και ασφάλιση) δεν υπάρχει για όσους δηλώνουν ως επάγγελμά τους «συγγραφέας». Όταν πριν από αρκετές δεκαετίες αποφασίστηκε η είσοδος των συγγραφέων στο ΙΚΑ, όλοι οι εκδότες (πλην του Πατάκη, νομίζω) αρνήθηκαν να καλύψουν το ποσόν που τους αναλογούσε. Επιπλέον, εκτός από ιατροφαρμακευτική ασφάλιση, οι συγγραφείς χρειάζονται για όλες τις αμοιβές τους το Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών, το περίφημο «μπλοκάκι». Μπλοκάκι παρέχεται είτε από το ΙΚΑ, είτε από το πανάκριβο ΟΑΕΕ (ΤΕΒΕ). Αφού δεν έγινε εφικτή η ασφάλιση στο ΙΚΑ, οι συγγραφείς σύρθηκαν εντελώς παράνομα, αναγκαστικά, και καταχρηστικά στο πανάκριβο ΟΑΕΕ, για το μπλοκάκι κυρίως.
Είναι χρονιές που η είσπραξη των συγγραφικών δικαιωμάτων δεν επαρκεί να πληρωθεί το εν λόγω ταμείο, ενώ η οικονομική κατάσταση των συγγραφέων έχει κάθετα χειροτερέψει λόγω της κρίσης (κάποιοι συγγραφείς συντηρούνται ενίοτε από συγγενείς τους, όσο είναι κι αυτό εφικτό). Κάποιοι, επίσης, που μπήκαν σε μεγάλη ηλικία στο ΟΑΕΕ, δεν θα προλάβουν να πάρουν τη σύνταξή του, την οποία εντούτοις αναγκάζονται να ακριβοπληρώνουν κάθε δίμηνο. Τα χρήματα για αυτή τη σύνταξη που δεν θα δοθεί ποτέ, είναι σχεδόν διπλάσια από το κόστος για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, αλλά το ταμείο δεν κάνει τον διαχωρισμό και δεν δέχεται να μην την εισπράττει μαζί με τα υπόλοιπα χρήματα.
2) Οι πενιχρές οικονομικά «Τιμητικές Συντάξεις» ήταν αρκετές παλιότερα. Παρέχονταν χωρίς ουσιαστικά κριτήρια ποιότητας, με αποτέλεσμα να υπάρξουν πάρα πολλές εξαιρετικά σκανδαλώδεις συνταξιοδοτήσεις. Πριν από καμιά δεκαπενταετία περίπου, οι λεγόμενες τιμητικές συντάξεις περιορίστηκαν σε τριάντα ετησίως (για σχεδόν είκοσι συναφείς επαγγελματικές κατηγορίες), ενώ τα κριτήρια, που πλέον έπρεπε να είναι αυστηρά και να αφορούν πρωτίστως στην ποιότητα του έργου όσο και στο χαμηλό εισόδημα του υποψήφιου, δόθηκαν μερικές φορές με ύποπτα πάλι κριτήρια.
Το χειρότερο: σύμφωνα με το καινούριο νομοσχέδιο, όπως το συζητήσαμε στην Εταιρεία Συγγραφέων, οι τιμητικές λεγόμενες συντάξεις περιορίζονταν σε 3 κάθε χρόνο, αριθμός που μάλλον άλλαξε σε 15, για όλες ωστόσο τις προηγούμενες καλλιτεχνικές κατηγορίες. Περιορίζονταν επίσης αρκετά οι αποδοχές, ενώ επρόκειτο να ανέβει και το όριο ηλικίας. Επίσης, οι προϋποθέσεις για την αίτηση τιμητικής σύνταξης άγγιζαν πια τα όρια του ανθρώπινου εξευτελισμού, διότι αυτή, η τιμητική λεγόμενη σύνταξη, έχει δυστυχώς ταυτιστεί με τις συντάξεις απορίας. Αυτές, ωστόσο, αναγκαίες και χρήσιμες κατά τα άλλα, δίνονται, ή πρέπει να δίνονται, από τα αρμόδια υπουργεία και θεσμούς (Ταμείο κοινωνικής πρόνοιας, ή άλλα). Επείγει, λοιπόν, όσο τίποτε άλλο να απεμπλακούν οι λεγόμενες τιμητικές συντάξεις από τις συντάξεις απορίας.
3) Ένας τρίτος παραλογισμός είναι το ότι, ακόμη και την υπό κατάργηση τιμητική σύνταξη να πάρει κάποτε ένας συγγραφέας, δεν θα μπορεί πλέον να εισπράττει δικαιώματα ούτε από τα παλιά βιβλία του, ούτε από όσα καινούρια βιβλία ενδεχομένως γράψει. Διότι, σύμφωνα με έναν άλλο καινούριο νόμο, οι κάθε είδους συνταξιούχοι δεν δικαιούνται να έχουν μπλοκάκι. Ο συγγραφέας όμως, είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση συνταξιούχου που συνεχίζει και να παράγει έργο και να εισπράττει –εάν εισπράττει – δικαιώματα από το προηγούμενα έργο του όσο ζει. Σημειώνω ότι το επάγγελμα του συγγραφέα, παρότι δηλώνεται στην εφορία ως επάγγελμα, δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί επίσημα (γίνονται προσπάθειες από την Εταιρεία Συγγραφέων), όπως έχει γίνει με άλλα συγγενή, και εισοδηματικά επίσης μη σταθερά, επαγγέλματα π.χ. του μουσικού, του ηθοποιού, του ξεναγού ακόμη, κλπ. Ο προσδιορισμός του τι είναι το επάγγελμα του συγγραφέα θα διευκόλυνε τη λύση ορισμένων προβλημάτων.
4) Η Εταιρεία Συγγραφέων εδώ και δεκαετίες προσπαθεί, άλλοτε πιο συγκροτημένα κι άλλοτε πιο πρόχειρα, να λύσει το οξύτατο πρόβλημα συνταξιοδότησης των συγγραφέων. Παρ’ όλο τον σεβασμό μου στις κατά καιρούς προσπάθειές της, σε ορισμένες από τις οποίες συμμετείχα κι εγώ, δεν κατάφερε την μέχρι σήμερα επίτευξη μιας «κανονικής» σύνταξης και ασφάλισης των συγγραφέων, ενώ παράλληλα κινδυνεύει και η λεγόμενη τιμητική. Αποδίδω αυτή την αποτυχία κατά κύριο λόγο στον κυνισμό και την υποκρισία των προηγουμένων κυβερνήσεων, που τελικά αρκέστηκαν στις υποσχέσεις ή στα κούφια λόγια για την «ισχυρή πολιτιστική βιομηχανία» που διαθέτει η χώρα μας, χωρίς να λύσουν τα βασικά προβλήματα ζωής των δημιουργών της. Ίσως οφείλεται και στη σύμφυτη παθολογία της Εταιρείας, ενδεχομένως και άλλων λογοτεχνικών σωματείων, επειδή η συντριπτική πλειοψηφία των μελών της αδιαφορεί ολότελα για το ζήτημα. Δηλαδή, η συντριπτική πλειοψηφία των μελών ασκεί άλλο επάγγελμα και δεν δηλώνει «συγγραφέας», με αποτέλεσμα να έχει ασφάλιση και συνταξιοδότηση από άλλα επαγγελματικά ταμεία. Αντίθετα, τα μέλη των συλλογικών φορέων άλλων καλλιτεχνικών κατηγοριών (π.χ. εικαστικών, μουσικών κλπ.) δηλώνουν σχεδόν όλα το ίδιο επάγγελμα. Αυτό κάνει τα σωματεία τους πολύ πιο διεκδικητικά και πιο αποτελεσματικά στις διεκδικήσεις τους, ακόμη και στον αριθμό των συνταξιοδοτούμενων τελευταία.
Αυτή είναι η χαρτογράφηση των οικονομικών προβλημάτων των, κατά τα άλλα γνωστών και καταξιωμένων, συγγραφέων. Οι προσπάθειες πρέπει να συνεχιστούν για να αλλάξει, ει δυνατόν, η αθλιότητα του χάρτη. Έχω αρχίσει όμως να απογοητεύομαι. Με παίρνουν και τα χρόνια…
Όσο κι αν ήθελα να αφοσιωθώ σε ένα επάγγελμα – γιατί για μένα αυτό είναι- με το οποίο ξεκίνησα να ασχολούμαι πριν από μερικά χρόνια, κατάλαβα πολύ γρήγορα ότι είναι απλά ανέφικτο στην Ελλάδα. Θεωρώ ότι για να μπορεί κανείς να παράξει λογοτεχνικό έργο πρέπει να ασχολείται μονάχα με αυτό. Να αφιερώνω ώρες για την συγγραφή, την μελέτη, την ανάγνωση. Κοινώς να έχει κανονικό ωράριο, ένα πρόγραμμα που πρέπει να τηρεί ευλαβικά και να μην σκέφτεται ανά πάσα στιγμή το πως θα επιβιώσει. Προσπαθώ να γράφω αποσπασματικά για να μην τα παρατήσω. Έτσι κατάφερα να φτάσω και στο πρώτο μου μυθιστόρημα. Και θα συνεχίσω να το κάνω για όσο αντέξω. Εργάζομαι αλλού γιατί απλά δεν υπάρχει επιλογή και πρέπει να συνεισφέρω στην οικογένεια μου.
Συγγραφέας είπατε; Για μένα στην Ελλάδα του 2013 μου ακούγεται σαν πικρό ανέκδοτο…
Το πρόβλημα είναι κατ’ ουσίαν ”ποιος αναλαμβάνει το ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό βάρος” των εν ενεργεία (πρώτα) και συνταξιοδοτούμενων (εν συνεχεία) συγγραφέων. Τρεις είναι οι πιθανοί ”δότες”: ή ο ίδιος ο συγγραφέας ή ο εκδότης του ή το κρατικό ασφαλιστικό ταμείο. Δυστυχώς, στις μέρες μας και οι τρεις υποφέρουν οικονομικά. Οι συγγραφείς δεν εισπράττουν όσο εμείς οι αναγνώστες δεν αγοράζουμε στον επιθυμητό βαθμό, οι εκδότες δεν εισπράττουν από τους βιβλιοπώλες, τα ασφαλιστικά ταμεία δεν έχουν έσοδα λόγω της διογκούμενης ανεργίας.
Νομίζω ότι η λύση (ιδανικά) είναι ”μείγμα”: ο εκδότης να υποχρεούται να ασφαλίσει τον συγγραφέα του (εν ανάγκη ροκανίζοντας έσοδά του από τα δικαιώματα, εάν βέβαια τα έσοδα αυτά είναι αξιόλογα…), οπότε να καταβάλλει εισφορές για μια στοιχειώδη έστω ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και (έστω) την κατώτατη σύνταξη, ο συγγραφέας να μην εκδίδει μπλοκ (ΔΕΝ ΤΟΝ ΣΥΜΦΕΡΕΙ ΝΑ ΔΙΔΕΙ 600 ΕΥΡΩ ΤΟ ΔΙΜΗΝΟ ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ) αλλά να εισπράττει από τον εκδότη με παροχή απόδειξης και κάποια παρακράτηση (όπως γινόταν παλιά με τους εξωτερικούς συνεργάτες, διορθωτές κ.λπ. – νομίζω ότι η παρακράτηση ήταν 20%), το ταμείο (ας πούμε ΙΚΑ – κι εδώ χρειάζεται νομοθετική πρωτοβουλία) να ορίσει έναν λογικό συνδυασμό χρόνων εργασίας και ηλικίας, δεδομένου ότι το επάγγελμα δεν έχει τα χαρακτηριστικά της σχέσης εξαρτημένης εργασίας (μη παρουσία σε ορισμένο τόπο, χωρίς συγκεκριμένο ωράριο, χωρίς επιβλέποντα εργοδότη κ.λπ.). Σήμερα υπάρχουν ομάδες ασφαλισμένων στο ΙΚΑ που λαμβάνουν σύνταξη με 4.500 ημέρες εργασίας και ηλικία 67 ετών. Δηλαδή προσδοκούν σύνταξη ύστερα από 15 περίπου χρόνια εργασίας. Δεν μπορεί κανείς να υπολογίσει πότε θα κάνει το δημιουργικό του ντεμπούτο ένας (ανατέλλων) συγγραφέας. Συνήθως το μέστωμα των εμπειριών δείχνει τη δεκαετία 40-50 ετών – κι αν το μέσο προσδόκιμο επιβίωσης πούμε ότι είναι τα 70 χρόνια, μιλάμε για επαγγελματική πορεία (ας υποθέσουμε συνεχή) 30 χρόνων περίπου.
Όσο για τις τιμητικές συντάξεις και τον εξευτελισμό, τα λέει ωραία ο Κώστας Γεωργουσόπουλος σε μια παλιά επιφυλλίδα του στα ΝΕΑ (Βιβλιοδρόμιο, 18-19.6.2011, από τη στήλη «ιδέες», με τίτλο: «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;»).
Το πρόβλημα είναι κατ’ ουσίαν ”ποιος αναλαμβάνει το ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό βάρος” των εν ενεργεία (πρώτα) και συνταξιοδοτούμενων (εν συνεχεία) συγγραφέων. Τρεις είναι οι πιθανοί ”δότες”: ή ο ίδιος ο συγγραφέας ή ο εκδότης του ή το κρατικό ασφαλιστικό ταμείο. Δυστυχώς, στις μέρες μας και οι τρεις υποφέρουν οικονομικά. Οι συγγραφείς δεν εισπράττουν όσο εμείς οι αναγνώστες δεν αγοράζουμε στον επιθυμητό βαθμό, οι εκδότες δεν εισπράττουν από τους βιβλιοπώλες, τα ασφαλιστικά ταμεία δεν έχουν έσοδα λόγω της διογκούμενης ανεργίας.
Νομίζω ότι η λύση (ιδανικά) είναι ”μείγμα”: ο εκδότης να υποχρεούται να ασφαλίσει τον συγγραφέα του (εν ανάγκη ροκανίζοντας έσοδά του από τα δικαιώματα, εάν βέβαια τα έσοδα αυτά είναι αξιόλογα…), οπότε να καταβάλλει εισφορές για μια στοιχειώδη έστω ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και (έστω) την κατώτατη σύνταξη, ο συγγραφέας να μην εκδίδει μπλοκ (ΔΕΝ ΤΟΝ ΣΥΜΦΕΡΕΙ ΝΑ ΔΙΔΕΙ 600 ΕΥΡΩ ΤΟ ΔΙΜΗΝΟ ΣΕ ΚΑΘΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ) αλλά να εισπράττει από τον εκδότη με παροχή απόδειξης και κάποια παρακράτηση (όπως γινόταν παλιά με τους εξωτερικούς συνεργάτες, διορθωτές κ.λπ. – νομίζω ότι η παρακράτηση ήταν 20%), το ταμείο (ας πούμε ΙΚΑ – κι εδώ χρειάζεται νομοθετική πρωτοβουλία) να ορίσει έναν λογικό συνδυασμό χρόνων εργασίας και ηλικίας, δεδομένου ότι το επάγγελμα δεν έχει τα χαρακτηριστικά της σχέσης εξαρτημένης εργασίας (μη παρουσία σε ορισμένο τόπο, χωρίς συγκεκριμένο ωράριο, χωρίς επιβλέποντα εργοδότη κ.λπ.). Σήμερα υπάρχουν ομάδες ασφαλισμένων στο ΙΚΑ που λαμβάνουν σύνταξη με 4.500 ημέρες εργασίας και ηλικία 67 ετών. Δηλαδή προσδοκούν σύνταξη ύστερα από 15 περίπου χρόνια εργασίας. Δεν μπορεί κανείς να υπολογίσει πότε θα κάνει το δημιουργικό του ντεμπούτο ένας (ανατέλλων) συγγραφέας. Συνήθως το μέστωμα των εμπειριών δείχνει τη δεκαετία 40-50 ετών – κι αν το μέσο προσδόκιμο επιβίωσης πούμε ότι είναι τα 70 χρόνια, μιλάμε για επαγγελματική πορεία (ας υποθέσουμε συνεχή) 30 χρόνων περίπου.
Όσο για τις τιμητικές συντάξεις και τον εξευτελισμό, τα λέει ωραία ο Κώστας Γεωργουσόπουλος σε μια παλιά επιφυλλίδα του στα ΝΕΑ (Βιβλιοδρόμιο, 18-19.6.2011, από τη στήλη «ιδέες», με τίτλο: «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;»).
Τα κριτήρια είναι γενικά λίγο “φλου.” Οκ, αν κάποιος έχει πολλά ευπώλητα στο ενεργητικό του κι αναγνωρισημότητα είναι στην κορυφή της λίστας. Τα ευπώλητα σημαίνουν όμως πάντα ποιότητα; Ευπώλητα δεν είναι και τα best sellers παραλίας σε ύφος μέσης ελληνίδας νοικοκυράς;;; Τα βραβεία είναι από την άλλη ένα σοβαρό κριτήριο, αλλά επειδή ζούμε στην Ελλάδα και γνωρίζουμε πως κι ο χώρος της λογοτεχνίας είναι ένα κλειστό “παρεάκι” εκδοτών και 10 άντε 20 καθιερωμένων λογοτεχνών είναι αρκετό;
Αν κάποιος επιλέγει να υπηρετήσει τη λογοτεχνία πρέπει να έχει αφενός γερό στομάχι, ιδίως σήμερα που οι μεγάλοι εκδοτικοί έχουν γίνει υπέρ το δέον επιλεκτικοί και οι μικροί δρουν σαν “τυπογραφεία” ζητώντας εξωφρενικά ποσά(ιδίως από τους νέους λογοτέχνες)κρίσεως γαρ, και αφετέρου να το πάρει απόφαση πως να το βιοποριστεί από την πένα του, όπως γίνεται στην αλλοδαπή, είναι μάλλον απίθανο.
Υ.Γ. Δεν είναι λίγο άδικο να δίνονται συντάξεις σε ανθρώπους που δεν έχουν κολλήσει ούτε ένα ένσημο ή δουλέψει υπό το ζυγό ενός “αφεντικού” ούτε μια ώρα στη ζωή τους;
Δηλαδή για να καταλάβω, δεν παίρνουν σύνταξη αλλά φορολογουνται τα κέρδη τους οι Ελληνες συγγραφείς?