Της Κατερίνας Ασημακοπούλου.
«Δεν έγραψα ποτέ αστυνομικό μυθιστόρημα», δήλωσε κάποτε ο αυστριακός συγγραφέας Λέο Πέρουτς, αμφισβητώντας την κατάταξη των βιβλίων του στην μυθιστορηματική αυτή κατηγορία τόσο από τον Μπένγιαμιν όσο και από άλλους συγχρόνους του. Πώς θα χαρακτηρίζαμε τότε ένα βιβλίο σαν τον «Μαιτρ της Δευτέρας Παρουσίας» που ξεκινά με την ανεξήγητη αυτοκτονία ενός ηθοποιού και συνεχίζεται με την απόπειρα λύσης του μυστηρίου αυτού από τους ήρωες του μυθιστορήματος; Πού θα εντάσσαμε ένα βιβλίο που στήνει αριστοτεχνικά την πλοκή του χρησιμοποιώντας τον κλασικό τρόπο αφήγησης και προκαλώντας στον αναγνώστη αγωνία μέχρι την τελευταία του σελίδα; Η άμεση απάντηση είναι, βεβαίως, «στα αστυνομικά». Μυθιστορήματα όπως «Ο μαιτρ της Δευτέρας Παρουσίας» όμως, πάλλονται από τέτοια εσωτερική ένταση που αρνούνται να χωρέσουν σε ένα τόσο περιορισμένο καλούπι.
«Είμαστε όλοι πλάσματα που παρεκκλίναμε από τη βούληση του Μεγαλοδύναμου. Μέσα μας κουβαλάμε, χωρίς να το υποψιαζόμαστε, έναν φοβερό εχθρό. Δεν κινείται – κοιμάται, κείτεται σαν νεκρός. Αλίμονο αν ξυπνήσει!» Ήδη από τον πρόλογο, ο οποίος τιτλοφορείται «Πρόλογος αντί επιλόγου», γίνεται σαφές ότι εδώ δεν πρόκειται για έναν απλό, πραγματιστικό γρίφο, του οποίου η λύση θα αποκαλυφθεί στο τέλος του βιβλίου. «Ανακαλύψαμε ένα ίχνος από αίμα και το ακολουθήσαμε. Οι πύλες των αιώνων άνοιξαν σιωπηλά». Εδώ πρόκειται για μια μεγαλειώδη και τρομερή ανακάλυψη, στην οποία προέβησαν οι ήρωες του μυθιστορήματος, με κίνδυνο της ίδιας τους της ζωής. Ποιο είναι λοιπόν εκείνο το τρομερό πράγμα που είδε ο αφηγητής και είναι πράγματι τόσο επικίνδυνο όσο ισχυρίζεται;
Ολόκληρη η ιστορία δεν διαρκεί περισσότερο από πέντε ημέρες του Σεπτέμβρη. Όλα αρχίζουν όταν ο μεγάλος ηθοποιός Ευγένιος Μπίσοφ αυτοκτονεί κάτω από ανεξιχνίαστες συνθήκες στο περίπτερο που βρίσκεται δίπλα στο σπίτι του. Εκεί τον βρίσκουν μαζί ο γαμπρός του, Φέλιξ, ο μηχανικός Σόλγκρουπ, ο δόκτωρ Γκόρσκι και ο αφηγητής μας, βαρόνος φον Γιος. Όταν ο Φέλιξ κατηγορεί τον βαρόνο ότι ήταν εκείνος που ώθησε τον Μπίσοφ στην αυτοκτονία, ο Σόλγκρουπ τον υπερασπίζεται συνδέοντας την πράξη του ηθοποιού με άλλες δύο αυτοκτονίες κάτω από αντίστοιχα ανεξιχνίαστες συνθήκες. Η αφήγηση αρχίζει να κινείται γύρω από δύο άξονες: την αμφισβητούμενη ενοχή του φον Γιος για τον θάνατο του Μπίσοφ και την επιτακτική ανάγκη επίλυσης του μυστηρίου, προκειμένου να απαλλαχτεί αυτός από τις υποψίες του Φέλιξ και τις συνέπειές τους.
Από εδώ και πέρα η εμπειρία της ανάγνωσης θυμίζει εκείνη της παρακολούθησης ενός θεατρικού έργου. Η άψογη εικονοπλασία του Πέρουτς σε συνδυασμό με την συχνότητα και την αμεσότητα των διαλόγων προσδίδει έντονα στην αφήγησή του το δραματουργικό στοιχείο. Οι ήρωες του είναι λιγοστοί και σαν μαριονέτες κινούνται μέσα στα δίχτυα του ανεξήγητου που οδηγεί τους ανθρώπους στην αυτοχειρία. Ακολουθούν τα σημάδια, μαζεύουν τις ενδείξεις, κάνουν υποθέσεις, κάποτε βάσιμες και κάποτε φαιδρές. Παράλληλα, ο αφηγητής φον Γιος μπλέκεται μέσα σε καφκικούς λαβυρίνθους, στους οποίους άλλοτε πιστεύει βαθιά στην ενοχή του και άλλοτε την αποκηρύττει ως γνήσιο αποκύημα της φαντασίας του. Ο ψυχισμός του πηδά συνεχώς από την μια αναίρεση στην άλλη δημιουργώντας σύγχυση και στον ίδιο τον αναγνώστη και καλώντας τον να λάβει ο ίδιος τον ρόλο του ντετέκτιβ.
Την ανεξιχνίαστη αυτοκτονία του Ευγένιου Μπίσοφ διαδέχονται δύο ακόμη αυτοκτονίες. Όταν το μυστήριό τους λύνεται, αποκαλύπτεται και ολόκληρος ο πυρήνας του μυθιστορήματος: «Μια διαβολική παγίδα! Καταλαβαίνετε; Το κέντρο της φαντασίας είναι συγχρόνως το κέντρο του φόβου. Αυτό είναι! Φόβος και φαντασία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Ανέκαθεν οι μεγάλοι ονειροπόλοι ήταν δέσμιοι του φόβου και της φρίκης», ξεσπά ο δόκτωρ Γκόρσκι. Εκείνοι που αυτοκτόνησαν έπεσαν θύματα μιας μαγγανείας, υπέκυψαν σε έναν πολύ δυνατό πειρασμό που είχε ως τίμημα την ζωή τους. Στην προσπάθειά τους να εξάψουν το τμήμα εκείνο του εγκεφάλου τους που γεννά την τέχνη και την δημιουργικότητα, έδωσαν τροφή στους χειρότερους φόβους τους και στην πιο φρικτή αίσθηση του τρόμου.
«Ο μαιτρ της Δευτέρας Παρουσίας» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μια σπουδή του Λέο Πέρουτς πάνω στο αίνιγμα της ανθρώπινης δημιουργικότητας. Η σπουδή αυτή ντύθηκε το ένδυμα του αστυνομικού μυστηρίου, από κάτω όμως διαγράφονται με καθαρότητα όλα εκείνα τα ερωτήματα πάνω στα οποία εκείνος στοχάζεται: Ποια είναι άραγε η σχέση μεταξύ της αλήθειας και της τέχνης; Μέχρι που χρειάζεται να φτάσει κανείς προκειμένου να επανεφεύρει την ίδια την πραγματικότητα μέσω της δημιουργίας; «Και μήπως τελικά κάθε μεγάλη πράξη δεν προκύπτει από τη βαθιά ντροπή, την έσχατη ταπείνωση, τη συντριβή της υπερηφάνειας που βιώνει ο δημιουργός; Ας ζητωκραυγάζουν τα πλήθη των αδαών μπροστά σε ένα σπουδαίο έργο τέχνης – εμένα μου φανερώνει την κατεστραμμένη ψυχή του δημιουργού του», αποφαίνεται ο υποτιθέμενος εκδότης του χειρογράφου του βαρόνου φον Γιος στον επίλογο του.
Μπορεί η πηγή της τέχνης γενικά να είναι το αντίκρισμα ενός τρομερού κόκκινου χρώματος, που το βλέπει μοναχά ο δημιουργός της. Η πηγή της τέχνης του Πέρουτς πάντως αναβλύζει από μια γνήσια περιέργεια για τα ανθρώπινα πράγματα, που διατηρεί στην έκφρασή της το στοιχείο του κωμικού. «Ο μαιτρ της Δευτέρας Παρουσίας» είναι ένα μυθιστόρημα μυστηρίου και αγωνίας, που διαβάζεται με μεγάλη ευχαρίστηση και προσμονή, γι’ αυτό και έχει χαρακτηριστεί στο παρελθόν ως «καλή, ψυχαγωγική λογοτεχνία». Είναι όμως και πολλά παραπάνω από αυτό, που είναι στο χέρι του κάθε αναγνώστη να τα ανακαλύψει πιάνοντας το νήμα της σκέψης του Λέο Πέρουτς.