Η γυναικεία σεξουαλικότητα στα έργα του Τζέημς Τζόυς (του Ελευθέριου Ανευλαβή)

0
1723
dimmi Molly. Εργο του cosimomiorelli (2015)

Ελευθέριος Ανευλαβής

 

Η γυναικεία σεξουαλικότητα στα έργα του Τζέημς Τζόυς «Ulysses»[1]  και  «Finnegans Wake»[2]: Γκέρτυ Μακντόουελ, Μόλλυ Μπλούμ και Άννα Λίβια Πλούραμπελ (ΑΛΠ)

 

 

«Θα μιλήσω σε όσους είναι θεμιτό,

κλείστε τις θύρες στους βέβηλους:

Ασίσω οις θέμις εστί,

θύρας δ’ επίθεστε βεβύλοις.»

(Ορφικός Ύμνος στα Ελευσίνια Μυστήρια)

 

«Δεν λέγονται τα πάντα στους πάντες:

Ου πάσι τα πάντα ρητά»

(Πυθαγόρας)

 

«Στην παρθένα μήτρα της φαντασίας ο λόγος έγινε σάρκα.»

Το Πορτραίτο του Καλλιτέχη ως Νεαρού Ανδρός

(Τζαίημς Τζόυς)

 

Μια συνωμοσία σιωπής, εξυφασμένη από την θρησκόληπτη, αγκυλωμένη στο δόγμα της παρθενίας θρησκεία, την αδιάντροπη σεμνότυφη υποκριτική πολιτική του «πολιτικώς ορθού (politically correct)»  και την φαλλοκρατική-πατριαρχική κοινωνία, καλύπτει τη σεξουαλικότητα της γυναίκας.. Όλοι αυτοί οι αιδήμονες, αισχυντηλοί, θεσμοί, προσπαθούν να καλύψουν με διάτρητο φύλλο συκής την αρχέγονη εστία, την ουσία της θηλυκότητας και της θηλυκής σεξουαλικότητας, το μυθικό αιδοίο. Την πηγή της ηδονής και της ζωής και της προέλευσης του κόσμου.

Όμως, η Βαυβώ, το αρχέγονο μυθικό αιδοίο, πάντα θα τριβελίζει τη σκέψη, ζωντανό, ηδονικό, γυμνό, προκαλώντας και προσκαλώντας.

 

 

 

Βαυβώ το μυθικό αιδοίο[3]

 

 

 

 

 

«Η προέλευση του κόσμου»[4]

 

Η φήμη του Τζόυς, ως «υπονομευτή των ηθών»,[5] ως συγγραφέα που έγραψε «Λογοτεχνία του απόπατου. … βλακώδης δοξολογία μόνο της βρωμιάς»,[6]  ως  «Τζόυς το βρωμόστομα»,[7] είναι ζωντανή μέχρι σήμερα.

Ορισμένοι σύγχρονοι κριτικοί κατηγορούν τον Τζόυς ως σωβινιστή συγγραφέα αφοσιωμένον στην προβολή του αρσενικού και στην εξύμνηση αυτού, που ο Ζακ Λακάν αποκαλεί αρχέγονο «σημαίνον των σημαινόντων: signifier of signifiers.»[8] Δηλαδή, τον φροϋδικό φαλλό.

Ο Λακάν, ψυχαναλυτικά, ορίζει τον φαλλό ως Λόγο, ο οποίος αποκαλύπτεται, εμφανίζεται («επιφάνεια»), παρών στον λόγο. Και ο Λόγος, εν είδη φαλλού εβεβαίου του λόγου το ασφαλές. Λογοφαλλοφάνεια!

Κατ’ αυτήν την έννοια, ο Τζόυς καταλαμβάνει εξέχουσα θέση στο λογοκεντρικό και φαλλοκεντρικό πάνθεον των συγγραφέων του 20ου αιώνα, μεταμορφώνοντας, μετασχηματίζοντας τον Κόσμο σε Λέξη, τη Ζωή σε Λόγο.

Η ερωτική πράξη, στο έργο του, εμποτίζεται με λαγνεία και ανεξέλεγκτο πόθο και απελευθερωμένη από τις κοινωνικές συμβάσεις, αφήνεται στην πιο αχαλίνωτη φαντασία. Πασπαλίζεται με  σκοποφιλία: σεξουαλική ηδονή που προκαλείται από το βλέμμα του αρσενικού, καθώς σκαρφαλώνει ηδονικά στους λόφους και κατρακυλά στις κοιλάδες και στις ρεματιές του γυμνού γυναικείου σώματος, σε κινηματογραφική αργή κίνηση.

Ο κάτοχος του βλέμματος εστιάζει τον φακό τού «Εγωφθάλμου»[9]  του, σε οποιοδήποτε σημείο του γυμνού γυναικείου σώματος επιθυμεί. Αυτός είναι που χειρίζεται το βλέμμα, σαν κινηματογραφική μηχανή λήψεως και προβολής. Μπορεί να επιταχύνει ή να επιβραδύνει τη λήψη και την προβολή της «ταινίας», ανάλογα με τη διάθεσή του και το ενδιαφέρον που παρουσιάζει το «αντικείμενο».

Σ’ αυτό το βλέμμα, η γυναίκα, ως ανθρώπινη ύπαρξη, αγνοείται παντελώς και το μόνο που έχει σημασία, για το φαλλοκεντρικό αρσενικό βλέμμα, είναι η ηδονική απόλαυση  που αισθάνεται στην θέα του γυναικείου σώματος. Η γυναίκα υπάρχει μόνο σε σχέση με τον άνδρα. Σαν να υπάρχει μόνο ένα φύλο. Το αρσενικό.

Και η γυναίκα, από την δική της σκοπιά, συχνά, βλέπει το εαυτό της, μέσα από την προοπτική του αρσενικού βλέμματος. Εικόνα της εικόνας που έχει το αρσενικό γι’ αυτήν.

Τα Άνθη του Κακού του Μπωντλαίρ και η Μαντάμ Μποβαρύ του Φλωμπέρ, το 1857, σηματοδότησαν την αρχή της σύγκρουσης της τέχνης με τους κήνσορες. Σύγκρουση που κορυφώθηκε, στην σύγχρονη εποχή, όταν η τέχνη έλαβε μέρος στην πορνογραφική μάχη.[10]

 

Η ηδονική ξελογιάστρα παρθένα, Γκέρτυ ΜακΝτόουελ.

 

«…  Αυτή αισθάνθηκε το ζεστό κοκκίνισμα, ένα σήμα κινδύνου πάντοτε για την Γκέρτυ ΜακΝτόουελ, να κατακλύζει και να πυρώνει τα μάγουλά της. Μέχρι τότε είχαν ανταλλάξει μοναχά εντελώς τυχαία βλέμματα, μα τώρα κάτω από το γείσο του  καινούργιου της καπέλου τόλμησε να τον κοιτάξει … Και ενώ ατένιζε η καρδιά της πήγαινε τικ-τακ. Ναι, ήταν αυτή, που αυτός κοιτούσε, και είχε νόημα το κοίταγμά του. Τα μάτια του έκαιγαν μέσα της, … Η Γκέρτυ έβγαλε το καπέλο της, για λίγο, για να τακτοποιήσει τα μαλλιά της και ομορφότερο, πιο ντελικάτο κεφάλι με καστανοκαφέ βοστρύχους δεν είχε ποτέ ιδωθεί σε ώμους κοριτσιού.  … Αυτή σχεδόν μπορούσε να δει την αστραπιαία λάμψη θαυμασμού στα μάτια του που της έφερε μούδιασμα σε κάθε της νεύρο. Φόρεσε το καπέλο της, ώστε να μπορεί να δει κάτω από το γείσο και κούνησε το παπούτσι με την αγκράφα πιο γρήγορα, καθώς η αναπνοή της πιάστηκε μόλις έπιασε την έκφραση των ματιών του. Την κοίταζε όπως ένα φίδι κοιτάει τη λεία του. Το γυναικείο της ένστικτο της έλεγε, πως είχε ξυπνήσει μέσα του τον διάβολο και μ’ αυτήν τη σκέψη ένα κόκκινο της φωτιάς απλώθηκε από το λαιμό ως το μέτωπο, μέχρι που το όμορφο χρώμα του προσώπου της έγινε ένα ολόλαμπρο τριαντάφυλλο. … Τα σκοτεινά του μάτια καρφώθηκαν πάνω της ξανά ρουφώντας κάθε της καμπύλη, κυριολεκτικά προσκυνώντας στον ναό της. … Τα μάτια που ήταν καρφωμένα επάνω της έκαναν τους σφυγμούς της τσουχτερούς. Του έριξε μια ματιά, για μια στιγμή, συναντώντας το βλέμμα του, και μια φλόγα άναψε πάνω της. … Και την είχε κάνει δική του. …Έγειρε πίσω αρκετά για να βλέπει τα πυροτεχνήματα και έπιασε το γόνατό της με τα χέρια της, για να μην πέσει πίσω, κοιτώντας ψηλά. Και δεν υπήρχε κανείς να δει, μόνο αυτός κι αυτή, όταν αποκάλυψε μέχρι επάνω τα χαριτωμένα καλλίγραμμα πόδια της εύπλαστα τρυφερά και με αβρές καμπύλες, και της φάνηκε πως άκουσε τους χτύπους της καρδιάς του, τη βραχνή του ανάσα,  … μπορούσε να αισθανθεί να τραβάει το πρόσωπό της προς το δικό του και το πρώτο άγγιγμα των όμορφων χειλιών του. … Και αυτή έγειρε πίσω και οι ζαρτιέρες ήσαν γαλάζιες … και έγειρε πίσω ακόμη πιο πολύ, να δει τα πυροτεχνήματα … Και αυτή είδε μια Ρωμαϊκή λαμπάδα να ανεβαίνει ψηλά, πάνω από τα δέντρα, ψηλά, ψηλά, …, όλο και πιο ψηλά, και αυτή αναγκάστηκε να γείρει πίσω περισσότερο και πιο πολύ για να το δει, ψηλά, πολύ ψηλά … και το πρόσωπό της είχε πλημμυρίσει με ένα θείο, μαγευτικό κοκκίνισμα … και αυτός μπορούσε να δει …, την από λεπτό ύφασμα κυλόττα της, και αυτή τον άφηνε να δει και είδε πως αυτός έβλεπε … και αυτή έτρεμε σύγκορμη από το να τεντώνεται τόσο πολύ προς τα πίσω, που αυτός είχε πλήρη θέα μέχρι ψηλά πάνω από το γόνατό της, τόση που κανείς ποτέ  … δεν είχε δει και αυτή δεν ντρεπόταν ούτε κι αυτός που κοίταζε τόσο άσεμνα έτσι γιατί δεν μπορούσε να αντισταθεί στη θέα της εκπληκτικής αποκάλυψης μισοεκτεθειμένης  … και αυτός συνέχισε να κοιτάει, να κοιτάει. Ευχαρίστως θα του είχε φωνάξει με κραυγή πνιγμένη, θα άπλωνε τα λεπτά λευκά σαν το χιόνι μπράτσα της προς αυτόν καλώντας τον κοντά της, να αισθανθεί, να αισθανθεί τα χείλη του πάνω στο λευκό της μέτωπο, την κραυγή του έρωτα ενός κοριτσιού, μια μικρή πνιχτή κραυγή, στραγγισμένη από μέσα της, εκείνη την κραυγή που έχει αντηχήσει στους αιώνες.» (Οδυσσέας, Κεφάλαιο 13 Ναυσικά. Σελ. 545-594. Ulysses 13 284-313)

 

Τα χείλη της Γκέρτυ μιλούν, μαζί με τα χείλη του αιδοίου της, τη δική τους γλώσσα; Ή, η γλώσσα της είναι αντικατοπτρισμός και σκέψη της σκέψης του αρσενικού για τη γυναικεία σεξουαλικότητα; Εικόνα της εικόνας του αρσενικού, για τη γυναίκα; Η γυναίκα Γκέρτυ, στο βλέμμα και στη σκέψη του Μπλουμ, (γιατί αυτός είναι ο ξένος που την κοιτάζει) εμφανίζεται ως η γυναίκα που διαμορφώνεται μέσα στην πατριαρχική, ανδροκρατική, φαλλοκρατική, αντίληψη της κοινωνίας ακόμη και σήμερα, πόσο μάλλον στη εποχή που έζησε ο Τζόυς.

Στο Κεφάλαιο «Ναυσικά», η γλώσσα του βλέμματος του αρσενικού, σαρκώνεται στη γλώσσα του σώματος της Γκέρτυ, η οποία σπάζοντας, έστω και φαντασιακά, τα δεσμά, βιώνει και μιλάει απροφάσιστα, τη δική της επιθυμία, τη σεξουαλικότητα του θηλυκού. Δεν είναι τώρα καθρέφτης στον οποίο καθρεφτίζεται η αρσενική επιθυμία.

 

«Και τότε μια ρουκέτα ξεπετάχτηκε… και Ω! … ήταν σαν ένας αναστεναγμός από Ω! Ω! σε έκσταση, και ξεχύθηκε ένας χείμαρρος βροχής … και αχ! ήταν … δροσερά αστέρια που έπεφταν … Ω, τόσο όμορφα, Ω, βελούδινα, γλυκά, βελούδινα! ύστερα όλα έλειωσαν σαν δροσοσταλίδες…» (571, 572/ 300) [11]

 

Η Γκέρτυ βρίσκεται σε ερωτική έκσταση. Σε έκσταση  οργασμού, όπως τον  περιγράφει η Αγία Θηρεσία, στη δική της έκσταση:

 

[  γλυπτή σύνθεση: Η Έκσταση της Αγίας Θηρεσίας (1646), του Τζαν Λορέντσο Μπερνίνι (Gian Lorenzo Bernini, στο παρεκκλήσι Κορνάρο, της εκκλησίας Σάντα Μαρία ντέλα Βιτόρια, στη Ρώμη.]

 

 

«Δίπλα μου στ’ αριστερά, στεκόταν ένας άγγελος σωματοποιημένος … δεν ήταν ψηλός αλλά κοντός και πολύ όμορφος˙ και το πρόσωπό του ήταν τόσο φλογισμένο, … φαινόταν να είναι ολόκληρος στη φωτιά… στο χέρι του είδα μια μεγάλη χρυσή λόγχη, και στη σιδερένια αιχμή της φαινόταν να είναι ένα σημείο φωτιάς. Την βύθισε μέσα στην καρδιά μου πολλές φορές και τρύπησε τα σωθικά μου. Όταν την τράβηξε έξω αισθάνθηκα ότι πήρε και τα σωθικά μου μαζί του και με άφησε τελείως εξουθενωμένη να καίγομαι από τον μεγάλο έρωτα του Θεού. Ο πόνος ήταν τόσο δυνατός που μ’ έκανε να βογκώ. Και όμως τόσο μεγάλη ήταν η γλύκα αυτού του υπερβολικού πόνου, που κανένας δε είναι δυνατόν να εύχεται να σταματήσει ούτε και κανενός η ψυχή ευχαριστιέται με οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό. Αυτός δεν είναι σωματικός αλλά πνευματικός πόνος, αν και το σώμα έχει σημαντική συμμετοχή σ’ αυτόν. Είναι ένα χάδι έρωτα τόσο γλυκό μεταξύ ψυχής και Θεού, που προσεύχομαι στην καλοσύνη του Θεού να δώσει αυτήν την εμπειρία σ’ αυτόν που σκέφτεται ότι λέω ψέματα.»

 

Τα μάτια κλειστά, και τα χείλη μισάνοιχτα αφήνουν να ξεφύγει το βογγητό της ηδονής και της γλυκιάς οδύνης, μετά την κορύφωση, της σωματοποιημένης στο λείο μάρμαρο, θείας συνουσίας.

Ο λευκός χιτώνας αποκαλύπτει, παρά συγκαλύπτει, τον αδιόρατο σπασμό ηδονοδύνης που διατρέχει το σώμα, καθώς βιώνει το ωκεάνιο συναίσθημα της θείας συνουσίας.

Η γλώσσα του βλέμματος της Γκέρτυ, σαρκωμένη στη δική της σάρκα, μιλάει τη γλώσσα της δικής της επιθυμίας, της σεξουαλικότητας του δικού της σώματος.

«Αχ! Του έριξε μια ματιά καθώς έγειρε μπροστά γρήγορα, ένα σπαρακτικό μικρό βλέμμα αξιολύπητης διαμαρτυρίας, ντροπαλής επίπληξης κι αυτός κοκκίνισε σαν κορίτσι. Έγερνε πίσω, πάνω στον βράχο που ήταν πίσω του. Ο Λεοπόλδος Μπλουμ (για τι αυτός είναι) στεκόταν σιωπηλός, με χαμηλωμένο το κεφάλι μπροστά σε κείνα τα νεανικά αθώα μάτια.» (572/300)

Ο Μπλουμ έχει προδώσει την Γκέρτυ! Έχει, κρυφά, αυτοϊκανοποιηθεί, κρυφοβλέποντας «τα άδυτα των αιδοίων» της, που του τα είχε προφέρει αφειδώλευτα.

«Σηκώθηκε. Ήταν το αντίο; Όχι. Έπρεπε να φύγει αλλά θα συναντιόνταν ξανά, εκεί, και θα το ονειρευόταν μέχρι τότε, αύριο, το χθεσινοβραδινό της όνειρο. Σηκώθηκε όρθια. Οι ψυχές τους συναντήθηκαν σε ένα τελευταίο παρατεταμένο βλέμμα και τα μάτια που έφτασαν στην καρδιά της, γεμάτα με μια παράξενη λάμψη, κρεμαστήκαν παγιδευμένα πάνω στο γλυκό σαν λουλούδι πρόσωπό της. Του χαμογέλασε αχνά, ένα γλυκό χαμόγελο συγχώρεσης, ένα χαμόγελο στο χείλος των δακρύων και ύστερα χωρίστηκαν.» (572/301)

Τον αποχαιρετά γλυκά η Γκέρτυ, συγχωρώντας τον. Ίσως κι αυτή να ικανοποιήθηκε, που η παρουσία του της έδωσε τη δύναμη και την ηδονή να διατρανώσει τον δικό της πόθο, να βιώσει τη δική της αυτεξούσια σεξουαλικότητα, στην φανταστική συνουσία.

 

Μόλλυ Μπλουμ: Η σεξουαλικά, ακόρεστη, ώριμη γυναίκα.

Καθώς τελειώνει η μέρα και η περιήγηση του Μπλουμ στο Δουβλίνο, εμφανίζεται η Μόλλυ, η άλλη  όψη της γυναικείας σεξουαλικότητας, στον Οδυσσέα, Ulysses του Τζόυς.

Εάν η Γκέρτυ απλώς επιδεικνύει την σεξουαλικότητά της, η Μόλλυ βιώνει, απελευθερωμένη, τη δική της σεξουαλικότητα. Όχι μόνον απολαμβάνει το σεξ, αλλά αναγνωρίζει ότι είναι σεξουαλικό αντικείμενο, και το επιθυμεί, να είναι. Γνωρίζει ότι είναι επιθυμητή από τους άνδρες και ευχαριστιέται να είναι επιθυμητή.

Αναθυμάται μια σεξουαλική συνεύρεση που είχε, νεαρή ακόμη κοπέλα, με έναν εραστή της στο Γιβραλτάρ, και την περιγράφει, μυώντας, σε αυτήν, το αναγνώστη.

«η Μάλτα  ναι η θάλασσα και ο ουρανός  μπορούσες να κάνεις ότι ήθελες να ξαπλώνεις εκεί για πάντα … μου τα χάιδεψε απ’ έξω τους αρέσει να το κάνουν έτσι είναι η στρογγυλάδα έγερνα πάνω του η μπλούζα μου ανοιχτή…  αυτός φόραγε ένα σα διάφανο πουκάμισο μπορούσα να δω το στήθος του ροδαλό θέλησε  ν’ αγγίξει το δικό μου με το δικό του για μια στιγμή αλλά δεν το άφηνα … από φόβο ποτέ δεν ξέρεις φυματίωση ή να με αφήσει με κανένα παιδί εμπαραζανδα[1] αυτή η γριά υπηρέτρια η Ινές μου είπε ότι ακόμη και μια σταγόνα να πάει μέσα σου ύστερα που δοκίμασα με τη Μπανάνα αλλά φοβήθηκα μη σπάσει και χαθεί μέσα μου κάπου ναι γιατί μια φορά εβγαλαν κάτι από μέσα από μια γυναίκα που ήταν εκεί για χρόνια σκεπασμένο με ασβέστη» (1066/625-626)[12]

Τους ξέρει καλά τους άνδρες η Μόλλυ. Ο νους τους, πίσω από τα ερωτόλογα της αγάπης, είναι πάντα εκεί. και βιάζονται να ικανοποιηθούν, εγωιστικά, κατατρυχόμενοι από ένα σύμπλεγμα επιστροφής στη μητρική μήτρα (οιδιπόδειο), μη μπορώντας να «πάνε αρκετά βαθιά», να γνωρίσουν την επιθυμία του θηλυκού. Αδιαφορούν για την ικανοποίηση του θηλυκού, θεωρώντας το παθητικό δέκτη της δικής του επιθυμίας.

«τρελαίνονται να μπούν εκεί απ’ όπου βγήκαν θα πίστευες ότι ποτέ δε θα μπορούσαν να πάνε αρκετά βαθειά και τότε τελειώνουν μαζύ σου  μέχρι την επόμενη φορά ναι γιατί υπάρχει μια θαυμάσια αίσθηση εκεί πάντα …» (1066/ 616»

Όμως η Μόλλυ, διεκδικεί και παίρνει στα χέρια της, ενεργητικά, την δική της σεξουαλική επιθυμία, με τα «πονηριά» του θηλυκού «ίσως», που είναι «ναι και όχι». Ηδονίζεται από την ηδονοδύνη που προκαλεί στο ερεθισμένο αρσενικό, η παράταση του «ναι και όχι» Η σκόπιμη αναποφασιστικότητα.

«Ω ναι τον τράβηξα έξω πάνω στο μαντήλι μου κάνοντας πως δεν είμαι ερεθισμένη αλλά άνοιξα τα πόδια μου δεν θα τον άφηνα να μ αγγίξει κάτω απ το μισοφόρι μου… τον καταβασάνισα» (1066/626)

Ηδονίζεται, με τον φαλλό σε στύση και τα «βογγητά» του ερεθισμένου αρσενικού, που περιμένει το «ναι» της ολοκλήρωσης, και  αυτή την καθυστερεί, δηλώνοντάς:

«μου άρεσε να ξεσηκώνω εκείνον τον σκύλο. Μου άρεσε έτσι που βογκούσε» (1066/626 )

Περιγράφει, χωρίς αναστολές, ηδονισμένη και η ίδια, την ανδρική «φύση». Το αρσενικό, αμήχανο, σεξουαλικό αντικείμενο, τώρα, για τη γυναίκα, την οποία έχει καταγράψει στο μυαλό του, ως δικό του παθητικό αντικείμενο της δικής του σεξουαλικότητας, υφίσταται, ερεθισμένος και αμήχανος, την γυναικεία σεξουαλική επιβολή και   «αναψοκοκκινίζει». Βλέπει τη γυναίκα να τον χειρίζεται ως αντικείμενο ηδονής. Πράγμα που τον ερεθίζει και, ταυτοχρόνως, τον φέρνει σε αμηχανία, Αμηχανία και σεξουαλικός ερεθισμός προκαλούν  το «αναψοκοκκίνισμα».

«όπως εκείνο το πρωί που τον έκανα να αναψοκοκινίσει λίγο όταν ανέβηκα πάνω του … όταν τον ξεκούμπωσα και του τόβγαλα έξω και του τράβηξα το πετσάκι είχε κάτι σαν μάτι πάνω του …» (1066/626)

Ξαναθυμάται έναν άλλον εραστή της.

«αγαπημένη Μόλλυ με φώναζε ποιο ήταν τ’ όνομά του Τζακ Τζοε  Χαρυ Μάλβυ ήταν ναι νομίζω υπολοχαγός ήταν μάλλον ξανθός είχε ένα είδος γελαστής φωνής …  Κύριε είναι σαν χτες για μένα» (1066-1067/626)

«Νομίζω», «μάλλον» «μ’ ένα είδος γελαστή φωνής». Οι λέξεις φανερώνουν αβεβαιότητα. Έχει περάσει πολύς καιρός, παρόλο που γι’ αυτήν «είναι σαν χτές». Σκέφτεται, όχι τον ίδιον, αλλά το «τάπωμα», έστω κι’ αν θα διέπραττε, μοιχεία.

«και αν ήμουν παντρεμένη πάλι θα μου το έκανε … ναι ειλικρινά θα τον άφηνα να με ταπώσει … Όμως έχει περάσει καιρός, ίσως έχει αλλάξει τελείως. Ίσως έχει παντρευτεί κάποιο κορίτσι στο Μπλακ Γουότερ και έχει αλλάξει τελείως»  (1067/666)

Τους ξέρει καλά η Μόλλυ τους άντρες.

«Όλοι αλλάζουν δεν έχουν το χαρακτήρα μιας γυναίκας» (1067/626)

Τον χαρακτήρα μιας γυναίκας, μιας γυναίκας σαν την Μολυ, έκδοτη στην σεξουαλική ηδονή, σεξουαλική ξελογιάστρα ( όλες οι γυναίκες είναι σαν αυτή,   δοθείσης ευκαιρίας), μη υπολογίζοντας μικροαστικές συμβάσεις:

«αυτή δεν ξέρει τι έκανα με τον πολυαγαπημένο της σύζυγο πριν καν αυτός την ονειρευτεί μέρα μεσημέρι επίσης μπροστά σε όλον τον κόσμο μπορεί να πεις» (1067/626 )

Ξαναγυρίζει τώρα στη μοναξιά που νιώθει η γυναίκα ως παθητικό αντικείμενο, εργαλείο για την αποκλειστική εγωιστική σεξουαλική ικανοποίηση του αρσενικού, που υποκρίνεται ότι της αρέσει μέχρι να ικανοποιηθεί αυτός.

«προσπαθώντας να με κάνει μια πουτάνα πράγμα που δεν θα καταφέρει» (1039/610)

Η Μόλλυ δεν είναι πόρνη. Δεν εκδίδεται. Δίνεται στους εραστές της, απολαμβάνοντας το σεξ όσο και οι ίδιοι. Μερικές φορές, όμως, μένει ανικανοποίητη, αφού το εγωιστικό αρσενικό φροντίζει μόνο για τη δική του ικανοποίηση.

«ρήμαγμα για κάθε γυναίκα και καμιά ικανοποίηση σ’ αυτό να καμώνεται ότι της αρέσει μέχρι που να χύσει αυτός και μετά εγώ να τελειώνω μόνη μου όπως όπως (1039/610)

Στο τέλος, η ερωτική συνεύρεση, μέσα στην φθορά του πολυκαιρισμένου γάμου, γίνεται μια συνήθεια, μια υποχρέωση, που εκτελείται μηχανικά.

«τέλος πάντων τελείωσε τώρα μια για πάντα κι ας λέει ο κόσμος γι αυτό είναι μόνο η πρώτη φορά μετά είναι απλά μια συνήθεια και δεν το σκέφτονται άλλο πια» (1039/610)

Αναρωτιέται η Μόλλυ, γιατί μια γυναίκα πρέπει να παντρευτεί, για να νοιώσει το ηδονικό σκίρτημα παντού, σε όλο της το κορμί, που το ζητά άγρια και δεν μπορεί να αντισταθεί στο κάλεσμά του, που σχεδόν την παραλύει. Γιατί πρέπει μια γυναίκα να παντρευτεί πρώτα για να νοιώσει το παθιασμένο ερωτικό φιλί, μέχρι τα φυλλοκάρδια της;

«γιατί δε μπορείς να φιλήσεις έναν άντρα χωρίς να πρώτα να πας να τον παντρευτείς μερικές φορές το ζητάς άγρια όταν αισθάνεσαι έτσι τόσο όμορφα παντού σ’ όλο σου το κορμί δεν μπορείς ν αντισταθείς επιθυμώ κάποιον άντρα ή άλλον να μ’ έπαιρνε κάποια φορά όταν είναι εκεί  και να με φιλούσε μέσα στην αγκαλιά του  τίποτα δεν είναι σαν ένα φιλί μεγάλο και ζεστό  μέχρι τα φυλλοκάρδια σου σχεδόν σε παραλύει»  (1039-1040/610)

Ακόμα και στην εξομολόγηση, ο παπάς την βλέπει σαν σεξουαλικό αντικείμενο αμαρτωλής γυναίκας.

«ύστερα σιχαίνομαι αυτή την εξομολόγηση όταν πήγαινα στον πατέρα Κόριγκαν με άγγιξε  πάτερ και τι έβλαφτε αν το’κανε» (1040/610)

 

Ο εξομολόγος συνεχίζοντας την εξομολόγηση, της ζητά να γίνει πιο συγκεκριμένη.

«πού;»

Η Μόλλυ απαντά αόριστα:

«και έλεγα στην όχθη του καναλιού σαν χαζή» (1040/610 )

Ο εξομολόγος επιμένει:

«αλλά πού περίπου στο σώμα σου τέκνον  μου στον μηρό πίσω ψηλά ήταν» (1040/610)

Κι η Μόλλυ γίνεται αορίστως πιο συγκεκριμένη:

«ναι μάλλον ψηλά ήταν εκεί που κάθεσαι ναι» (1040/610)

Στο τέλος, δεν αντέχει την υποκρισία του παπά και, στη σκέψη της, του απαντά με την «απρεπή» λέξη:

«Ω Κύριε δε μπορούσε να πει κατ’ ευθείαν κώλος και να έχει τελειώσει  μ αυτό, τι σχέση έχει αυτό» (1040/610)

Ο Παπάς φαίνεται ότι επιμένει ν’ ακούσει συγκεκριμένη λέξη: «εσύ» ρωτάει πάλι ο παπάς, εννοώντας αν το έκανε «αυτό», που ξεχνάει η Μόλλυ πώς το έλεγε «ξεχνάω πώς το’λεγε»  και απαντά: «όχι πάτερ» Και συνεχίζει

«και πάντοτε σκέφτομαι τι στ’ αληθεία θέλει να ξέρει ο πραγματικός πατέρας όταν κιόλας το έχω εξομολογηθεί  στον Θεό» (1040/610)

Η σκέψη ξαναγυρνάει στο ιερέα εξομολόγο. Περιγράφει συγκεκριμένα του χαρακτηριστικά:

«είχε ένα όμορφο παχουλό χέρι η παλάμη υγρή πάντοτε δεν θα μ’ ένοιαζε να την ένοιωθα ούτε κι αυτόν θα έλεγα με τον βοϊδόσβερκο του στη αλογολαιμαριά του[2]» Φαντασιώνεται ερωτική σχέση με έναν ρασοφόρο: «θα ήθελα να μ’ αγκαλιάσει κάποιος ντυμένος τα ράσα του και η μυρωδιά του λιβανιού να αναδύεται απ’ αυτόν» (1040/610)

Μια σεξουαλική σχέση μιας παντρεμένης με έναν παππά θα έμενε καλά κρυμμένη, γιατί αυτός θα ενδιαφερόταν να προφυλάξει την φήμη του, ως ιερέας.

«εξ άλλου δεν υπάρχει κίνδυνος με έναν παπά άμα είσαι παντρεμένη αυτός είναι τόσο προσεκτικός για πάρτη του» (1040/610)

Στο κάτω-κάτω ο παπάς, (είναι καθολικός),  θα εξιλεωθεί αγοράζοντας συχωροχάρτι από τον Πάπα.

«μετά δίνει κάτι στην αυτού αγιότητα τον πάπα για εξιλέωση» (1040/610)

Άρεσε στη Μόλλυ η «συνομιλία» με τον εξομολόγο της; Της άρεσε. Σ’ αυτόν;

«αναρωτιέμαι αν ευχαριστήθηκε μαζί μου  ένα πράγμα που δε μ’ άρεσε η παλαμιά στα πισινά όταν έφευγε με τόση οικειότητα στο χολ» (1040/610)

Η εξομολόγηση είχε τελειώσει. Ότι έγινε, έγινε. Τώρα, πάλι η Μόλλυ ήταν μια εξομολογούμενη, η οποία τελείωσε τη δουλεία της, κι αυτός ήταν ο εξομολόγος της, που τελείωσε τη δική του δουλειά. Ήταν πάλι δυο ξένοι. Να λείπουν οι οικειότητες, πάτερ.

«παρόλο που γέλασα δεν είμαι άλογο ή γαϊδάρα» (1040/610)

Τα σεξουαλικά υπονοούμενα του παπά ξύπνησαν άλλες σεξουαλικές συνευρέσεις. Τις περιγράφει ζωντανά θαυμάζοντας και απολαμβάνοντας την θέα του ζωώδους ανδρισμού.

«πρέπει να είχε χύσει 3 ή 4 φορές μ αυτό το τρομερό μεγάλο κόκκινο κτηνώδες πράμα που έχει … νόμισα πως η φλέβα ή ότι διάβολο το λένε θα έσπαγε» (1041/611)

 

Η ίδια, η Μόλλυ, η ξελογιάστρα, προετοιμάζεται  απολαύσει τον ανδρισμό του, ασκώντας τη σαγήνη του γυμνού θηλυκού σώματος, πάνω στο αρσενικό. Θέλει να δει να (ξε)σηκώνεται ο ανδρισμός του, που κι αυτήν την ξεσηκώνει.

«αφού έβγαλα όλα μου τα ρούχα με κατεβασμένα τα ρολά μετά από ώρες ντυσίματος και αρωματίσματος και χτενίσματος» (1041/611)

Και να, το ποθούμενο, συμβαίνει:

«αυτό σαν σίδερο ή σαν κάποιο χοντρό λοστάρι όρθιο όλη την ώρα» (1041/ 611)

Είχε και άλλες τέτοιες εμπειρίες στη ζωή της η Μόλλυ, μα τόσο «μεγάλη» ποτέ.

«όχι ποτέ σε όλη μου τη ζωή δεν αισθάνθηκα κάποιον να την έχει τόσο μεγάλη  που να σε κάνει να αισθάνεσαι γεμάτη ως πάνω» (1041/611)

Η γυναίκα, η γεμάτη ως πάνω και απύθμενη! Όμως όλες αυτές οι εμπειρίες τής έμαθαν πως το μόνο που θέλουν τα αρσενικά, όλο κι όλο είναι:

«να στη χώνουν  μέσα σου γιατί αυτό είναι όλο κι όλο που θέλουν από σένα με κείνο το αποφασιστικό ακόλαστο βλέμμα στο μάτι» (1041/611)

Ξαναγυρίζει στην πραγματικότητα. Ξαπλωμένη ανάσκελα η γυναίκα, αντικείμενο  σεξουαλικής ικανοποίησης του αρσενικού, χρησιμοποιείται για την δική του ικανοποίηση και μόνο.:

«ωραία εφεύρεση έχουν βρει για τις γυναίκες γι αυτόν να έχει όλη την ευχαρίστηση αλλά αν κάποιος τους άγγιζε τους ίδιους μ αυτό θα καταλάβαιναν να ορμά καταπάνω μου έτσι όλη την ώρα πάντα να είσαι υποχρεωμένη να ξαπλώνεις ανάσκελα γι’ αυτούς καλύτερα να μου τον βάζει από πίσω όπως το κάνουν τα σκυλιά.» (1041-1042, 1051/611).

Η σκέψη αυτή την ξεσηκώνει. Όχι δεν θα ικανοποιείται μόνο αυτός. Κι αυτή προσδοκά την σεξουαλική ηδονή και φθάνει στα άκρα:

«μακάρι να ήταν εδώ αυτός ή κάποιος άλλος να αφεθώ μαζί του και να ξαναχύσω όπως καίγομαι μέσα μου ή θα μπορούσα να το ονειρευτώ όταν με έκανε να χύσω δεύτερη φορά γαργαλώντας με από πίσω με το δάχτυλό του έχυνα για 5 λεπτά περίπου με τα πόδια μου γύρω του Ω Κύριε ήθελα να τα ξεστομίσω γάμα ή σκατά ή οτιδήποτε» (1058/621)

Η Μόλλυ, βρίσκεται σε σεξουαλική διέγερση, και παραδίδεται, χωρίς αντίσταση, στον εισβολέα, που δεν αφήνει αλώβητη καμιά είσοδο. Κι έτσι, παραδομένη, έρμαιο της ανείπωτης σεξουαλικής  ηδονής, δεν μπορεί να περιμένει, ώσπου να την ξανανιώσει:

«το ακόρεστο χτήνος Πέμπτη Παρασκευή μία Σάββατο δύο Κυριακή τρεις  Ω Κύριε δεν μπορώ να περιμένω μέχρι τη Δευτέρα» (1058/621)

Της αρέσει το σώμα της και το καλλωπίζει και το επιδεικνύει, γυμνή, στο βλέμμα του κρυφού ή φανταστικού ηδονοβλεψία:

«είμαι σίγουρη εκείνος ο τύπος απέναντι στεκόταν εκεί όλη την ώρα  παρακολουθώντας με τα φώτα σβηστά κι’ εγώ ολόγυμνη να χοροπηδάω πέρα δώθε» (1070/628)

Θηλυκός Νάρκισσος ερωτεύεται τον εαυτό της.

«ήμουνα ερωτευμένη με τον εαυτό μου τότε γυμνή μπροστά στον νιπτήρα να βάζω πούδρες και κρέμες» (1070/628)

Της αρέσει να σκανδαλίζει, να σαγηνεύει το αρσενικό, στοχεύοντας στη σεξουαλική του διέγερση:

«θα φορέσω το καλύτερό μου μεσοφόρι και την καλύτερή μου κυλότα άστον να έχει μια χορταστική ματιά σ’ αυτό για να κάνει το πράμα του να σηκωθεί» (1092/641)

Ερεθισμένη σεξουαλικά και η ίδια, θα του το πει, του Μπλουμ, του συζύγου της, θα του το πει, όταν γυρίσει το βράδυ, να ξαπλώσει πάνω στη γούβα και την κηλίδα, που άφησε το σώμα του εραστή της Μπόυλαν. Ο Μπλουμ, γνωρίζει ότι θα την επισκεφθεί κατά τις 4 το απόγευμα, κι αυτή, θα του το πει, του Μπλουμ, θα του περιγράψει με ζωντανές, προκλητικές λέξεις την ευωχία της, την βακχεία, με το εραστή της:

«θα του το πω αν αυτό είναι που ήθελε ότι η γυναίκα του γαμήθηκε ναι και πολύ καλά γαμήθηκε επίσης μέχρι το λαρύγγι μου  σχεδόν όχι από αυτόν 5 ή 6 φορές διαδοχικά να τα σημάδια από το χύσιμό του πάνω στα καθαρά σεντόνια» (1092/641)

Φαντασιώνεται να ξαναζήσει την ίδια βακχεία με τον Μπλουμ:

«εκτός κι αν τον έβαζα να σταθεί εκεί και να τον βάλω μέσα μου σκέφτομαι να του πω κάθε λεπτομέρεια και να τον κάνω να το κάνει μπροστά μου έτσι του αξίζει είναι όλο δικό του το λάθος αν είμαι μοιχαλίδα όπως ο τύπος στη γαλαρία είπε (1092. 641) … Ω πολύς λόγος γι αυτό αν αυτό είναι όλο το κακό που κάναμε σε αυτήν την κοιλάδα των δακρύων ο Θεός ξέρει πως δεν είναι σπουδαίο …. υποθέτω πως αυτός είναι ο λόγος που υπάρχει η γυναίκα διαφορετικά Αυτός δεν θα μας είχε κάνει έτσι που μας  έκανε τόσο ελκυστικές για τους άντρες» (1092-1093/642)

Εν τέλει, μάλλον είναι «θέλημα Θεού» αυτό. Η χαρά, η ηδονή του καθαρού σεξ για την απόλαυση του σεξ. Στο κάτω κάτω, ποιος έβαλε το φίδι στον Παράδεισο;

« Όλοι (και όλες) δεν το κάνουν μόνο που το κρύβουν» (1092/642)

σκέφτεται η Μόλλυ,  και οι περισσότερες παριστάνουν την Οσία Μαγδαληνή, «από την οποία (Εκείνος) έβγαλε επτά δαιμόνια: αφ’ ης εκβεβλήκει επτα δαιμόνια» Δεν το λέει αυτό η Μόλλυ. Ο Ευαγγελιστής Μάρκος το αποκαλύπτει, στο Ευαγγέλιό του (ιστ: 9)

Αυτές οι υποκρίτριες, και οι υποκριτές αρσενικοί, δεν αναγνωρίζουν τη φωνή της σάρκας, που φωνάζει, πως γι’ «αυτό» πλάστηκε η γυναίκα.

Η Μόλλυ, σ’ αυτό τον τομέα, δεν φαίνεται καθόλου φεμινίστρια. Ή, μάλλον, είναι, απροφάσιστα, απροσχημάτιστα, απροσωπόληπτα,  πραγματική γυναίκα-φεμινίστρια (femina: λατιν. γυναίκα), που αναγνωρίζει, απολαμβάνει και διακηρύσσει τη σεξουαλικότητά της.

Οι «κλασικές φεμινίστριες» θα την αποκαλούσαν, ίσως, «θηλυκό σωβινιστικό γουρούνι: female chauvinist pig», όπως και τον Τζόυς, σ’ αυτό το σημείο, θα τον αποκαλούσαν «male chauvinist pig»

Συνεχίζει, η Μόλλυ, τη σεξουαλική της φαντασίωσή και την περιγράφει  όπως την νιώθει, εκείνη τη στιγμή, που «βακχέυεται».  Προσφέρει, για σεξουαλική ευχαρίστηση και ηδονή, τα σεβαστά, τα αιδοία της, «τα απόρρητα και ου φωνητά» Και τα προφέρει, ονομάζοντάς τα με το πραγματικό τους όνομα, χωρίς «κομψευριπιδικές» (Αριστοφάνης) σεμνοτυφίες:

«ύστερα αν θέλει να φιλήσει τον κώλο μου θ’ ανοίξω τραβώντας την κυλότα μου και θα του τον τουρλώσω κατ ευθείαν στη μούρη του τόσο μεγάλο όσο η ζωή μπορεί να χώσει μέσα τη γλώσσα του 7 μίλια ψηλά στην τρύπα μου  θα τον αφήσω να χύσει επάνω μου από πίσω με την προϋπόθεση ότι δεν θα λερώσει τη καλή μου κυλόττα … θα σφίξω τον κώλο μου καλά και θα πω μερικά βρωμόλογα μύρισε κώλο ή γλείψε την κωλοτρυπίδα μου ή το πρώτο τρελό πράγμα που μού κατεβαίνει στο κεφάλι» (1093/642).

Η Μόλλυ, απολαμβάνει το σεξ, όχι ως παθητικό σεξουαλικό αντικείμενο, αλλά ενεργητικά, προκαλώντας και διεγείροντας το αρσενικό, διεγειρόμενη και η ίδια  από την περιγραφή της. Αυτή είναι η φύση:

«επουράνιε Θεέ δεν υπάρχει τίποτα σαν τη φύση τα άγρια βουνά ύστερα η θάλασσα και τα κύματα να ορμούν ύστερα η όμορφη εξοχή με τα χωράφια της βρόμης και του σιταριού και όλα τα είδη των πραγμάτων και όλα τα όμορφα κοπάδια με τα γελάδια να τριγυρίζουν που θα έκανε καλό στην καρδιά σου να βλέπει ποτάμια και λίμνες και λουλούδια όλων των ειδών σχημάτων και μυρωδιών και χρωμάτων να ξεφυτρώνουν ακόμη και από τάφρους πασχαλούδες και βιολέτες αυτό είναι η φύση» (1094/642-643) Αυτό είναι ο Θεός.

«όσο γι’ αυτούς που λένε δεν υπάρχει Θεός θ’ αψηφούσα με περιφρόνηση όλη τους τη μόρφωση γιατί δεν πάνε να δημιουργήσουν κάτι συχνά τον ρωτούσα αθεϊστές ή όπως αλλιώς αυτοαποκαλούνται να πάνε πρώτα και να καθαρίσουν το πουρί από πάνω τους πρώτα κι ύστερα να πάνε κλαίγοντας γοερά στον παπά όταν πεθαίνουν και γιατί γιατί επειδή φοβούνται την κόλαση λόγω της ένοχης συνείδησής τους αχ ναι τους ξέρω καλά ποιος ο πρώτος στο σύμπαν πριν να υπάρξει κάποιος που έφτιαξε αυτό όλο ποιος αχ αυτό δεν το ξέρουν αυτοί ούτε εγώ έτσι  ορίστε λοιπόν αυτοί μπορεί να προσπαθήσουν να εμποδίσουν τον ήλιο να ανατείλει αύριο ο ήλιος λάμπει για σένα είπε αυτός τη μέρα που είμασταν ξαπλωμένοι ανάμεσα στα ροδόδεντρα στο ακρωτήριο του Χοθ» (1094-1095/643)

Ξαναγυρίζει στο «παλερθόν», πάλι ελθόν, παρελθόν, που ξαναγίνεται παρόν:

«16 χρόνια πριν Θεέ μου μετά από εκείνο το παρατεταμένο φιλί σχεδόν μου κόπηκε η ανάσα ναι αυτός είπε ότι ήμουν ένα λουλούδι του βουνού ναι όλες μας είμαστε λουλούδια το κορμί της γυναίκας ναι αυτό ήταν ένα αληθινό πράγμα που είπε στη ζωή του και ο ήλιος λάμπει για σένα σήμερα ναι γι αυτό μου άρεσε επειδή είδα πως καταλάβαινε ή ένιωθε τι είναι μια γυναίκα και του έδωσα όλη την ευχαρίστηση που μπορούσα» ( 1095/643)

Τώρα, χορτασμένη, θα βγει έξω, και θ’ αφήσει το ξέπνοο αρσενικό,  να αναρωτιέται εάν αυτή θα πάει για αναζήτηση του εραστή της, πράγμα που θα τον κάνει να την επιθυμήσει και πάλι:

«ύστερα θα σκουπίσω από πάνω μου μηχανικά τα υπολείμματά του κατόπιν θα βγω έξω αφήνοντάς τον να ατενίζει το ταβάνι που πήγε αυτή τώρα θα τον κάνω να με θέλει αυτός» (1093/642)

Η Μόλλυ, η πλανεύτρα, «η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή» αγάπησε τη σάρκα και την ηδονή της σάρκας και δεν μετανοεί. Συχωρεμένη είναι, γιατί αγάπησε πολύ. Αγάπησε πολύ, τη ζωή, τον έρωτα, το κορμί της που προσφέρει, χωρίς ενοχές, στην πάνδημη Αφροδίτη. Τραγουδά, μαζί με τον  Μίμνερμο:

«Τις δε βίος τι τερπνόν άτερ χρυσής αφροδίτης;: Τι ειν’ η ζωή και ποια η χαρά χωρίς τη χρυσή Αφροδίτη;»

Ο ερωτισμός, εν τέλει, είναι φανταστική πορνογραφία, στην πράξη. Μια υπογεγραμμένη κάτω από το ω! του @μώ. Ο θρίαμβος του ονειρικού, που αρνείται το αδύνατο. Το γυμνό, η σάρκα που μιλάει.

Σήμερα, που η σημασία των λέξεων,  αποφασίζεται από την πλειοψηφία του μέσου όρου, λέξεις σαν αυτές που εκστομίζει η Μόλλυ, προκαλούν, στους υποκριτές μικροαστούς της «πολιτικής ορθότητος», — που η μικρονοϊκή σεμνοτυφία τους αγγίζει τα όρια της ηλιθιότητος —, αφρισμένα κύματα αγανακτήσεως, ενώ κρυφίως, και στα σκοτεινά μύχια της υπάρξεώς των, ιερουργούν  στον σκοτεινό βωμό της χυδαιότητας.

Με «Ναι», αρχίζει τον μονόλογό της η Μόλλυ και με «Ναι» τον τελειώνει.

Ναι, στην απόλαυση του σεξ από τη γυναίκα, χωρίς αναστολές. Ναι, στην απελευθέρωση του ορμέμφυτου, του ενστίκτου του υποσυνείδητου: την Λίμπιντο,  όρος του  Sigmund Freud για το ορμέμφυτο της σεξουαλικής συνεύρεσης, που είναι  η ζωοδότρα δύναμη της ζωής. Ο Παλαμάς, την  ονόμασε Λιβιδώ και την εκθειάζει στα ποιήματά του:

 «Βρέφος, νιος γέρος είσαι στ’ όνειρό μας
στο αίμα, στο κρέας, και στο συλλογισμό μας
της νύχτας ή δρακόντισσα, της μέρας
η αρχόντισσα, η μαγίστρα ΛΙΒΙΔΩ,
που με κάνει το εφτάψυχο το τέρας
να ουρλιάζω και να γλυκοκελαϊδώ»
(Κ. Παλαμάς: Δεκατετράστιχα, άρ. 75)

 

«Μιά πηγή δε στερεύει
Μια φωνή, τραγουδώ
Με χαλάει, με θεριεύει
Λάμια εσύ ΛΙΒΙΔΩ»

(Κ. Παλαμάς: Η Ζωή μου)

 

Ναι, στην Λιβιδώ, τη χαρά της ζωής και τη δημιουργική δύναμη, που απελευθερώνει ο έρωτας. Το σεξ. Οι λέξεις, ζωντανεύουν και δονούνται στον ρυθμό της σεξουαλικής πράξης.

Η Μόλλυ όχι μόνον απολαμβάνει το σεξ, αλλά αναγνωρίζει, επίσης, ότι η ίδια είναι, από την φύση της, σεξουαλική ύπαρξη. Γνωρίζει, ότι είναι επιθυμητή από τους άνδρες, αλλά και ευχαριστιέται, ηδονίζεται, από το να είναι επιθυμητή, και αναλαμβάνει και κυρίαρχο σεξουαλικό ρόλο.

Αρκετοί κριτικοί, φεμινίστριες συγγραφείς, έχουν χαρακτηρίσει τον Τζόυς μισογύνη. Μισογύνης! Ο συγγραφέας που ζωγράφισε τη γυναίκα, και με τα χρώματα της σεξουαλικότητάς της. Που της έδωσε φωνή, να διαλαλήσει, πως και η γυναίκα ποθεί, επιδιώκει, απολαμβάνει την σεξουαλική ηδονή, όσο και ο άνδρας. Δεν είναι σεξουαλικό αντικείμενο, προς θέα και ικανοποίηση του αρσενικού.

Ο Τζόυς, παρουσιάζει, με ολοζώντανα χρώματα και προκλητικές φράσεις, με ωμές λέξεις, την πιο απελευθερωμένη σεξουαλικά γυναίκα, που μπορεί να φανταστεί κανείς, από την πένα ενός άνδρα συγγραφέα. Η Μόλλυ του, μυσταγωγεί σε μια σεξουαλική συνεύρεση, μη υπακούοντας στους προκαθορισμένους ρόλους των δύο φύλων, από μια πατριαρχική και υποκριτική και φαλλοκρατική κοινωνία.

Ο Τζόυς, γράφοντας τον Οδυσσέα, δείχνει τον δρόμο, από την βικτωριανή εποχή της σεξουαλικής καταπίεσης και άγνοιας, προς την νέα εποχή του διαφωτισμού, της απελευθέρωσης και  της παραδοχής της σεξουαλικότητας της γυναίκας.

Το 1922 όταν εκδόθηκε ο Ulysses μερικοί διανοούμενοι το εκτίμησαν ως την τελική απελευθέρωση της λογοτεχνίας από τη Βικτωριανή σεμνοτυφία. Οι λέξεις σαρκώνονται και η σάρκα γίνεται λέξεις, που ονοματίζουν, κυριολεκτικά, χωρίς υποκριτική σεμνοτυφία, τα απόκρυφα, τα «ου λεκτά» σημεία και τις κρυφές σκέψεις  για το σεξ.

«Συ! Hypocrite lecteur! ─ mon semlable, mon frère!: Ό­μοιέ μου, α­δελ­φέ μου» (Κάρολος Μπωντλαίρ),

Η Μόλλυ είναι δημιουργημένη, όχι από την πλευρά του Αδάμ, αλλά από το  χώμα, που γίνεται λάσπη, ανακατεμένο με τον ιδρώτα σεξουαλικής ηδονής. «Χους ην και εις χουν απελεύσει», και η Μόλλυ, αλλά εις την αιωνιότητα θα μείνει, ως δημιούργημα και δημιουργός Χαράς (Joy), του δημιουργού της James Joyce..

 

Άννα Λίβια Πλούραμπελ (ΑΛΠ). Η σεξουαλικά πολύπειρη, ώριμη γυναίκα, χωρίς ψευδαισθήσεις και αυταπάτες, για το αρσενικό.  

Μιλάει η Γυναίκα της Αγρύπνιας, εκείνο το πάντα αινιγματικό «άλλο», που η φύση του δεν μπορεί να συλληφθεί πλήρως και η κελαρυστή, ποταμίσια ομιλία της δεν γίνεται πάντα κατανοητή.

Το θηλυκό, «μια λάμψη, κι αν είδες, είδες» Το θηλυκό, ποταμορροή, πάντα ρέων ποταμός, στον οποίο δεν μπορείς να μπεις δύο φορές, στον ίδιο: «ποταμώ γαρ ουκ έστιν εμβήναι δις τω αυτώ» (Ηράκλειτος).

Στον μονόλογο της, η ΑΛΠ, μιλάει ως «Φυλλολίφυ.»

«Καλή ψιλοβροχομέρα, πόλη. Μιφλάει η Φυλλολίφυ»

(ΤΒ: 822/619) [13]

Καινούργιο όνομα πήρε, και μιλάει, αγουροξυπνημένη,  η πραγματική φωνή της ΑΛΠ, της γυναίκας, που η εικόνα της, τώρα πια, δεν είναι αντανάκλαση της εικόνας που έχει ο άντρας (ΝΟΚ: Να Ο Καθένας:) γι’ αυτήν. Δεν χρωματίζεται από τις επιθυμίες, τις ορέξεις και τους φόβους του αρσενικού.

Το αρσενικό, ο ΝΟΚ, κομματιασμένο αυγό του Χάμπτυ Ντάμπτυ, το ξανακολλάει στη σκέψη της και το ξαναγεννάει, σαν «συζυγογιό», η συζυγοθυγατέρα» (ΤΒ: 842/627).

Η γυναίκα στην Αγρύπνια, προσωποποιημένη από την πολύμορφη-πολυόμορφη, ΑΛΠ-Φυλλολίφυ, συνειδητοποιεί, στον μονόλογό της, πως η εξουσία του άνδρα, το αρσενικό πρότυπο, είναι εικόνα της δικής της ιδέας και σκέψης, γι’ αυτόν, όπως αυτή διαμορφώθηκε μέσα στην πατριαρχική, ανδροκρατούμενη, φαλλοκρατική παράδοση.

Η Φυλλολίφυ, ελευθερωμένη από την ψευδαισθήσεις και τις αυταπάτες της, «λύνει κάβο» και ανοίγεται στην απέραντη θηλυκή θάλασσα, έχοντας ξανά βρει, έχοντας ή ίδια δημιουργήσει, την γυναικεία της αυτόνομη προσωπικότητα. Μπαίνει στη σφαίρα «εκείθεν των αυτονοήτων», απελευθερωμένη.

Η Φυλλολίφυ-Αντιγόνη, νομοθετεί τον δικό της νόμο, ενάντια στον νόμο του Αφέντη-αρσενικού-Κρέοντα, ο οποίος οργισμένος από την αμφισβήτηση της εξουσίας του, ξεσπάει:

«Σίχαμα‧ κοπέλι μιας γυναίκας:  Ω μιαρόν γυναίκας ύστερον. … Άντρας δε θα ’μαι τώρα εγώ, άντρας αυτή,/αν ατιμώρητα κλοτσάει την ισχύ μου: Η νυν εγώ μεν ούκ ανήρ, αύτη δ’ ανήρ,/ει ταύτ’ ανατί τήδε κείσεται κράτη». (Σοφοκλής  Αντιγόνη: 749… 482-483. Εκδότης: Οδυσσέας Χατζόπουλος. Μετάφραση: Κ. Γεωργουσόπουλος. 2004)

Νομοθετεί τη δική της νομοθεσία η ΑΛΠ. «Μια νομοθεσία εντελώς άχρηστη για όλες τις εξουσίες» (Οδυσσέας Ελύτης). Δεν υπακούει πια στον νόμο της αντρικής δύναμης και αυθαιρεσίας.

Η ανυπακοή, χαρίζει την ομορφιά της υπέρβασης των αυτονοήτων, που έχουν ισχύ, όσο τα αποδέχεται κάποιος. Και όπως η φυσική ομορφιά, υπερβαίνει τις λέξεις, γιατί είναι το μόνο πράγμα που δεν χρειάζεται απόδειξη‧ διαπιστούται «άμα τη εμφανίσει». Έτσι και η πνευματική ομορφιά υπερβαίνει τη λογική.

Η Φυλλολίφυ, ξεπερνώντας τα όρια της συμπαγούς αρσενικής λογικής, ενός ανδροκρατούμενου κόσμου, ελευθερώνεται από τα δεσμά της αρσενικής αντίληψης για τη γυναίκα. Στρέφεται προς τις ομόφυλές της, την

«άγρια Αμαζονιοαμαζόνα  και την αγέρωχη Νειλοσελήνη»

(ΤΒ: 843/627).

Νείλος και Αμαζόνιος, ποτάμια, (το ποτάμι στην Αγρύπνια και σε ορισμένες γλώσσες, είναι θηλυκού γένους), που κυλούν στη σκέψη της και την οδηγούν στο ωκεάνιο συναίσθημα της ελευθερίας. Στη αποδοχή της δικής της γυναικείας φύσης, απαλλαγμένης από τον ανδρικό προσδιορισμό. Απελευθερωμένη, η Άννα, ξανά νέα, Λίβια ομορφηόμορφη, Πλούραμπελ, αυτογνώμων, η Φυλλολίφυ, ποταμορροή μέσα στον χαοχωρόχρονο της Αγρύπνιας, πάντα ρει, «pantharhea» (ΤΒ: 589/513, ηρακλείτεια δημιουργός δύναμη.

 

Ο Μονόλογος της ΑΛΠ-Φυλλολίφυ.

«Καλή ψιλοβροχομέρα, πόλη. Μιφλάει η Φυλλολίφυ» (ΤΒ: 822/619)

Αρχίζει το μονόλογό της. Οι ονειρικές αναμνήσεις της λάμπουν στα πεσμένα φύλλα. Είναι γερασμένη, κουρασμένη. Η ζωή της γεμάτη λάθη και τώρα σιωπή. Η σιωπή του τέλους που πλησιάζει. Τα φύλλα της, τα φύλλα του δέντρου της ζωής, έχουν πέσει.

Προσωποποίηση του ποταμού του Δουβλίνου, Λίφφυ (Leafy), η Φυλλολίφυ (Leafy: leaf: φύλλο + Liffey), στη βροχομέρα που ξημερώνει, ποταμορρέει, ξεβράζοντας στην επιφάνεια την κοινή ζωή της με τον ΝΟΚ.

Απευθύνεται στον κοιμισμένο, δίπλα της, σύζυγο. Τον παρακινεί να σηκωθεί. Του θυμίζει τα νιάτα τους. Τότε που ήταν όμορφη κι ελκυστική κι αυτός ένας ποιητής, που τραγούδαγε την ομορφιά της, λέγοντας της σαχλαμάρες, όπως όλοι οι ερωτευμένοι. Έχει μέσα του έναν ποιητή, ο πολυδιάστατος ΝΟΚ. Αυτήν την πλευρά, η Φυλλολίφυ, τώρα πια, πλησιάζοντας στο τέλος, την έχει βαρεθεί, μαζί με

«τα «σαχλομωρουδίστικα τομοτραγουδάκια.» (TB: 822/619).

Παρακινεί τον άντρα της να σηκωθεί. Τον ενθαρρύνει. Του ετοιμάζει τα ρούχα του για το ταξίδι που θα κάνουν.

«Να το πουκάμισό σου … το κολάρο σου … τα δυο σου χοντροπάπουτσα. Κι ένα κασκόλ. Να το πανωφόρι σου, η ομπρέλα σου.»  (ΤΒ: 824/619)

Του μιλά με φροντίδα, μα στα λόγια της αντηχεί, παράλληλα, ένας προστατευτικός τόνος. Σα να μιλάει σε έναν ανήμπορο άνθρωπο. Κάποιον που έχει ξυπνήσει από βαθύ κώμα και διαπιστώνει, σαν τον Ριπ βαν Ουΐνκλ, πως, μετά από μιας νύχτας, όπως νομίζει, βαθύ ύπνο, ο κόσμος έχει ριζικά αλλάξει. Έχουν, όμως, περάσει χρόνια πολλά. Του μιλάει σα να πρόκειται για κάποιον, που έχει γεράσει και ξεμωράθηκε. Και αυτή του ξαναμαθαίνει τα πράγματα του κόσμου, ονομάζοντάς τα ένα-ένα.

Στην Αγρύπνια των Φίννεγκαν, όμως, τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Καμιά λέξη δεν είναι μονοσήμαντη. Του ζητά να της δώσει το χέρι του:

«Δως μου τη μεγάλη σου αρκουδοχέρα, ληστοπατέρα γιε μου».

(ΤΒ: 828/ 621)

Σαν ν’ απευθύνεται σε κάποιον που δυσκολεύεται να περπατήσει και του προσφέρει στήριγμα. Ταυτοχρόνως, όμως, φαίνεται, σα να προσπαθεί, να έλθει σε σωματική επαφή μαζί του. Το χέρι μεταμορφώνεται στη σκέψη της σε φαλλικό σύμβολο.

«Έλα πιο κάτω. Λίγο περισσότερο. Έτσι. Βάλε πίσω το κεφαλόσπαθό σου. Ζεστό και μαλλιαρό, τεράστιο, είναι το χέρι σου! Να που αρχίζει το πετσάκι. Μαλακό σα βρέφους.» (ΤΒ: 828/621).

Περιγράφει το δέρμα, σα να το ψηλαφά. Μια επαφή που της φέρνει στο νου, τις ερωτικές διαθέσεις του συζύγου της, για την κόρη τους Ίσσυ, η οποία φαίνεται ότι τις πάγωσε, καθώς και τις ερωτικές του περιπέτειες με άλλες εύκολες γυναίκες, παστρικές:

«Κάποτε είπες πως κάηκες στην παγοΐσσυ. Και μια φορά του είχες βάλει χημικά αφού είχες πάρει μια παστρικιά.» (ΤΒ: 828/621)

Στην ερωτική της οπτασία αναθυμάται πώς την κοίταζε με λαγνεία να ανεβαίνει τις σκάλες. Γίγαντα, τον έβλεπε, σαν το μεγαφαλλικό μνημείο του Ουέλλινγκτον. Σαν τον Ιρλανδό θεό της θάλασσας, Μάνανναν.

«Και πώς σκαλατένιζε το σκαλοπάτι ακολουθώντας τη δύναμη του βαδίσματος. Το γιγαντοβάθρο τού μαναναναντράγνωστου.» (ΤΒ: 815/616).

Σαν τον ποταμό, φιδοτροπεί η σκέψη της, πηγαίνοντας μπρος πίσω, στο βέλος του χρόνου, που, όμως, δεν αλλάζει φορά. Το τέλος θα έρθει.

Η καινούργια μέρα, που ξημερώνει, αναπτερώνει την ελπίδα της για το ταξίδι τους. Το ταξίδι, που πάντα έλεγαν πως θα κάνουν, μα ποτέ δεν έκαναν. Το ταξίδι για μια καινούργια ζωή. Στην καινούργια μέρα βλέπει τον ΝΟΚ όμορφο, φανταχτερό. Έχει την ψευδαίσθηση, η ΑΛΠ-Φυλλολίφυ, πως θα μεταμορφώσει τον ΝΟΚ και θα κρύψει την καμπούρα του, τα ελαττώματά του. Θα τον κάνει, έναν άλλον ΝΟΚ:

«Λουλουδιασμένος λωτός, Δουβλινομπούμπουκο! Όταν φοράς το μπακλοβαφιστικό πυροβολοκουστούμι που σου έραψαν οι Ανθοπεδιάδες, με το εξόγκωμα » (ΤΒ: 824/620)

Πόσο ήθελε μια κόρη ο ΝΟΚ. Και τι δεν θα έδινε, να γεννήσει μια κόρη, όταν την έσμιξε, όλος λαγνεία, εκείνη τη νύχτα. Μια κόρη που απρόσμενα ήρθε και ξελόγιασε τον ΝΟΚ, και τώρα θα αντικαταστήσει τη γερασμένη ΑΛΠ. Μια κόρη, η Ίσσυ, που ο πατέρας της,

«εντομοαιμομίκτης: ensectous» (ΤΑ: 140/29),

την επιθυμεί στο όνειρό του, παραμορφώνοντας τη λέξη incest (αιμομιξία) σε insect (έντομο), για να μη διαταράξει το όνειρο, η ενοχή.

Η ΑΛΠ, είναι το άλλο εγώ της Ίσσυ, η οποία θα την αντικαταστήσει. Του την παραχωρεί με τις ευχές της.

«Να είστε ευτυχισμένοι, αγαπημένοι μου!»  (ΤΒ: 842/627).

Η ΑΛΠ, είναι το είδωλο της Ίσσυ, το οποίο η Ίσσυ, αυτοθαυμαζόμενη, βλέπει στον καθρέφτη της.

«Το θαμπωτικό χαμόγελό μου, αυτή δεν είναι τίποτα χωρίς εμένα καθώς είμαστε δίδυμες, το αγαπώ σαν τον εγωϊστοεαυτό μου, σαν το μπλε του ουρανού όταν σκύβω για να κατασκοπέψω ανάμεσα στα ασπραμπορειναταπεισπόδια μου.» (ΤΑ: 695/238).

Ο γαλάζιος ουρανός που κατασκοπεύει η Ίσσυ, βρίσκεται ανάμεσα στα «άσπρα-μπορεί-να-τα-πεις πόδια της.» Εκεί, που λατρεύεται η γυναικεία φύση. Το φύλο της.

 

Γιάννης Μόραλης, «Γυμνό»

 

 

 

Του παραχωρεί, η Φυλλολίφυ, την αγαπημένη κόρη, που είναι το ξανανιωμένο είδωλό της.

«Αυτή θα είναι γλυκιά μαζί σου όπως ήμουν κι εγώ γλυκιά όταν ήλθα κατ’ ευθείαν από τη μάνα μου.» (ΤΒ: 842/627).

Η μητέρα, από την οποία κατέβηκε η Φυλλολίφυ, είναι η αιγυπτιακή θεά του νυκτερινού ουρανού, «Νut» η Τιτανίς Ρέα, της ελληνικής μυθολογίας, που το όνομά της

«ρεοροματζοδιαβάζοντας » (ΤΒ: 198/327)

αντηχεί, «Πανταρεουσαρέα», στην Αγρύπνια.

 

Οι πλύστρες στον ποταμό Λίφφυ

Εν τω μεταξύ, στο πέρασμα του ποταμού Λίφφυ, δυο πλύστρες, συζητούν και κουτσομπολεύουν την ΑΛΠ και τον ΝΟΚ. Είναι:

«η Αλλόκοτη Κα Αρκεταγρήγορη και η Παράξενη Δις Βοτσαλονεκρή, δυο κρονιδογραΐδια. Κι’ όταν οι δυο τους πουν αρκετά δεν υπάρχουν και πολλά άπλυτα να βγουν στη φόρα» (ΤΒ: 825/620)

Η ΑΛΠ, στα νιάτα της είχε πολλούς θαυμαστές και δεν είχε και πολλούς ενδοιασμούς για τα ερωτικά παιχνίδια. Είχε αγαπητικούς και τα κατάφερνε με όλους,

«Έτσι χαϊδαγκαλιάστρα που ήτανε. Η διαβολομάγισσα αλαμπρατσέτα με τον έναν και γητεύοντας τον άλλον. Με τον παυλοφθινοσπρώχνοντας και τον πεοπετροξεθυμαίνοντας, πέταγε τα αγιομαργαρίταρά της στους σκυλαγαπητικούς μας.» (ΤΑ: 603/202)

Αναρωτιούνται οι πλύστρες

— «Ποιος, να ήταν ο πρώτος, που ποτέ ξεχείλισε; Γανωτής, κεραμιδάς, ψυχοστρατιώτης, ναύτης, Πιτάς Ειρήνης ή Μπατσοταχυδρόμος; Ή πώς, πότε, γιατί, πού και πόσο συχνά αυτός την γάμησε και πώς την πρόδωσε; Ήταν ένα νεαρό, λεπτό χλωμό μαλακό ντροπαλό βεργολυγερό λεπτοκαμωμένο πράγμα τότε. Κι αυτός ένας βαρύς σουρνάμενος περιδιαβάτης ξενομπάτης.» (ΤΑ: 603/ 202).

— «Λογγολέγε μου, πού για νεραϊδοπρώτη ιρλανδοπρώτη φορά;  Στην Κατουροσκοτεινή κοιλάδα … ζούσε εκεί ένας Ερημίτης Μιχαήλ που μια αφροδιτοτεταρτοπαρασκευή τον ιουνιούλιο, βύθισε και τα δυο φρεσκολαδωμένα χέρια του, στα φουσκωμένα πορτοκαλιά μαλλιά της, χωρίζοντάς τα και κανακεύοντάς την και ανακατεύοντάς τα» (ΤΑ: 607/203)

Μα δε ήταν αυτός ο Μιχαήλ, ο πρώτος. Πριν απ’ αυτόν:

— «Δυο παλικαράκια με κοντά παντελονάκια την πέρασαν πριν να ’χει ίχνος χνούδι στο πραματάκι της, για να το κρύψει»

— Kαι πρώτ’ απ’ όλα και χειρότερο απ’ όλα ήταν όταν αυτή παραπάτησε σ’ ένα άνοιγμα στη ρεματιά του Διαβόλου, και, πωπώ απαπά, έπεσε σ’ ένα αυλάκι πριν να βρει τον βηματισμό της και πορνοκαθήσει και κουλουριάστηκε σε όλο το Δουβλίνο με τα πόδια σηκωμένα κι’ ένα κοπάδι παρθενικά ροδάνθη να κοκκινίζουν και να λοξοκοιτάζουν από πάνω της.»  (ΤΑ: 609/204)

νοιωσε, άραγε, κάτι, ποτέ, για όλους αυτούς τους εραστές, η ΑΛΠ; Κάποιοι την πρόδωσαν. Μα ένοιωσε αυτή ποτέ κάτι για κάποιον; Ίσως για κείνον τον τοπικό ερημίτη, εκείνον τον Μιχαήλ να φτερούγισε η καρδιά της, μέσα

«στο κόκκινο της βαλτοτύρφης το ηλιοβασίλεμα», (ΤΑ: 607/203).

Η ζωή της ΑΛΠ, ξετυλίγεται μέσα στο νεανικό άφρισμα του πόθου των πρώτων της ερώτων, για να καταλήξει στην υγρή οξείδωση, στο σκούριασμα της συζυγικής σχέσης. Ήταν μια ξεμυαλίστρα στα νιάτα της η Άννα. Τώρα είναι η Λίβια. Έχει, πια, κι αυτή ξεθωριάσει, όπως και η σχέση της. Μια καινούργια όχθη αναζητά, για να ξαναρχίσει τη ζωής της. Γίνεται; «Έτσι που τη ζωή σου χάλασες εδώ στην κώχη τούτη τη μικρή σ’ όλη τη γη τη χάλασες» κουνάει με θλίψη το κεφάλι του ο πολύπειρος Καβάφης.

Η Άννα Λίβια Πολυόμορφη, ερωμένη και ξεμυαλίστρα στα νιάτα της, τώρα είναι σύζυγος παραμελημένη, παραδομένη στα καπρίτσια του «χωριατοπηδηχτή» της, ο οποίος της πετάει κατάμουτρα τον δίσκο με το πρωινό, που με πόση φροντίδα το ετοίμασε, και όποτε του καπνίσει την «καταξεσκίζει».

«η χαζομάρα μου τον τελευταίο Δεκέμβρη, να τον ξυπνήσω απ’ τον υπνάκο του και να με καταξεσκίσει όπως συνήθιζε να κάνει» (ΤΒ: 600/201)

Αμάρτησε, η Φυλλολίφυ, γιατί πολύ αγάπησε. Και η αγάπη εξαγνίζει και ελευθερώνει. «Ama et fac quo vis: Αγάπα και κάνε ό,τι θες», φωνάζει αγαπητικά, ο Ιερός Αυγουστίνος.

Εραστές περαστικοί, δανδήδες και λόρδοι, που οι δραστήριοι γοφοί της τους ελευθερώνουν γρήγορα, της ζητούν να κρατήσει μυστικό το πέρασμά τους.

«— Μες από το δαχτυλίδι της απορροής της τους ελευθέρωσε εύκολα, με τα ζήτω των γοφών της για τους δαντελλολόρδους των γονάτων της.

— «Και να εδώ είναι τα αξιέραστα γράμματά της επίσης. Στην αποβάθρα Έλλις, με βιολετί κορδόνι.» (ΤΑ:610, 611/205)

Τα ερωτικά της γράμματα, με τους θυελλώδεις έρωτες και τα μαραμένα «σ’ αγαπώ», θυμητάρια της νεανικής φλόγας του έρωτα, δεμένα με μια βιολετί κορδέλα είναι πεταμένα στην αποβάθρα. Τα ξέβρασε, κουφάρια τώρα, το ποτάμι.

« — Όλοι που την είδαν έλεγαν ότι η γλυκιά μικρή Ντέλια φαινόταν λίγο παράξενη.

— Χοροπηδηχτούλα, πρόσεχε τη λακκούβα. Δεσποινιδούλα, πρόσεχε μην πέσεις στη θάλασσα!

— Κι αυτή, να κάνει ματάκια φρυγανολούκουμου στ’ αγόρια της στον Δουβλινόκολπο.

— Κι’ όλες οι υπηρετριούλες έστεψαν χαριτωμενοσπλαχνική βασίλισσά τους.

— Ευτυχώς γι’ αυτήν δε μπορούσε να δει το εαυτό της.

— Η αγαπούλα ποταμοπαντρεύτηκε τον καθρέφτη της.»

(ΤΑ: 622/208)

 

Η Άννα Λίβια είναι τώρα μια γυναίκα συμφιλιωμένη με τον εαυτό της και τον σύζυγό της. Έχοντας αναπολήσει τους παλιούς της έρωτες και την μίζερη ζωή με τον ΝΟΚ, μπορεί να κατανοήσει και τα δικά του σφάλματα.

Τώρα, που είναι υπό διωγμόν ο τύραννός της, θα τον υποστηρίξει. Τον είχε αγαπήσει, τον είχε κατά καιρούς μισήσει, ίσως και να τον περιφρονεί. Όμως, έχει πια γαληνέψει. Η ζωή, η ανάγκη, αυτή

«η γριά πατσαβούρα ανάγκη, η αρχαία μητέρα» (ΤΑ: 619/207),

στην οποία και οι θεοί πείθονται, έχει φέρει την παραδοχή. Τα πάντα γίνονται «κατ’ έριν και χρεών.» (Ηράκλειτος)

Οι διαχωριστικές γραμμές έχουν ξεθωριάσει και οι τριβές έχουν λειάνει τις γωνίες. Τα δύο, διαφοροποιημένα ως προς το φύλο, την ταυτότητα, την εμπειρία, άτομα, ο άντρας και η γυναίκα, μέσα στην πολύχρονη, πολύμορφη σχέση του γάμου,

« Ο Καμπούρης και η Ανούσκα, παντρεμένοι τώρα με αναστόμωση» (ΤΒ: 739/585),

γίνονται ανδρόγυνο. Βρίσκουν καινούργιο άνοιγμα (αναστόμωση) προς το μέλλον. Οι διαφορές συγχωνεύονται, μέσα στην αδιαφοροποίητη χαρμολύπη του γάμου. Οι εντάσεις υπάρχουν, αλλά απορροφώνται από την αναγκαστική ρουτίνα της συζυγικής συμβίωσης. Δεν γίνονται χάσματα.

Αλλά το δάκρυ πάντα θα λαμπυρίζει στα μάτια της Άννας Λίβια Δακρυοπολυόμορφης. Έζησε, όπως η χώρα της, η Ιρλανδία, μέσα στην:

«λιγοστή βρυοτύρφη. Πάντα ο θλιβεροουρανός στη δική μας ξερή μεριά και ο άγριος δυτικοάνεμος εναντίον μας, στρυχνίνη εδώ, καριεροφροντίδα εκεί» (ΤΑ: 624/209)

Η ιστορία της Άννας Λίβια έχει τελειώσει. Το βράδυ πέφτει. Ο δυο πλύστρες αρχίζουν να μεταμορφώνονται η μία σε δέντρο, η άλλη σε πέτρα. Στραγγίζουν τα παλιόρουχα που έχουν γίνει καινούργια μετά το πλύσιμο. Το κουδούνι της λήξης του παλιού χτυπάει, κουδουνίζοντας, ταυτόχρονα, τον ερχομό του νέου. Είναι παγωνιά, πια, τριγύρω στον ποταμό, και ο αέρας δυναμώνει. Βιάζονται να φύγουν. Μερικά ακόμη σχόλια για τα βρώμικα σεντόνια:

«—  Κάποιος άντρας και η νύφη του σφιχταγκαλιάστηκαν αναμεσά τους. Αλλιώς θα τα ράντιζα και θα τα δίπλωνα μόνο.» (ΤΑ: 633/213)

— Αχ, μα αυτή ήταν η παράξενη παλιά φίλη τελοσπάντων, η Άννα Λίβια, η δαχτυλοστολισμένη!

— Και σίγουρα αυτός ήταν πιο παράξενη παλιό ψαροσακούλα, πατριός των ξενομπάτηδων και των διαβολοκόριτσων.

— Δεν παντρεύτηκε αυτός πέντε κυρίες;

— Παντρεύτηκε τις κελεπουρομαργαρίτες του.

— Φτηνιάρης δίπλα στη βρωμιά. Άννα ήταν. Λίβια είναι, Πολυόμορφη θα γίνει» (ΤΑ: 637/215)

 

H Νύχτα ήρθε, και μαζί της το τέλος του μονολόγου της ΑΛΠ.

«Έκανα το καλύτερό μου όταν με άφηναν. Σκεφτόμενη πάντα πως αν φύγω όλα φεύγουν. Εκατό φροντίδες, δεκάτη από μπελάδες και υπάρχει κανείς να με καταλαβαίνει; Ένας στα χίλια χρόνια των νυκτών; Όλη μου τη ζωή έζησα ανάμεσά τους μα τώρα μου γίνονται αντιπαθητικοί. Και σιχαίνομαι τα μικρά θαλπερά τους κόλπα. … Πόσο μικρά είναι όλα! Κι εγώ να μιλάω στον εαυτό μου πάντα. Και τραγουδώντας πάντα. Νόμιζα πως άστραφτες ολόκληρος με την αριστοκρατικότερη άμαξα. Είσαι μονάχα μια κολοκύθα. Σε νόμιζα τον μεγάλο σε όλα τα πράγματα, στη δόξα και στην ενοχή. Δεν είσαι παρά ένας ασήμαντος.» (ΤΒ: 843/628).

Ποιος; Ο NOK. Κάθε αρσενικό «σωβινιστικό γουρούνι» Ο ασήμαντος, αλαζών φαλλοκράτης, με το «κούφιο νταηλίκι»

Η απελευθερωμένη, και σεξουαλικά, πια, γυναίκα, συζυγομάνα κι ερωμένη, έχει τη δική της προσωπικότητα, τώρα, που δεν είναι, πλέον, αντανάκλαση της εικόνας, που έχει γι’ αυτήν το αρσενικό. Το τέλος πλησιάζει. Όλα τα υπέμενε στη ζωή της, η ΑΛΠ.

«Έκανα το καλύτερό μου όταν με αφήναν». Όταν την άφηναν οι πάντα διαπληκτιζόμενοι δίδυμοι και ο αντιφατικός ΝΟΚ.

Μα τώρα, όλοι τους, τής είναι αντιπαθητικοί. Μια σιχασιά, για όλους και για όλα, πικρίζει το στόμα της. Το τέλος έρχεται και η μοναξιά τής μοναξιάς της, την πλημμυρίζει.

«Λοιπόν, Γειά σας, αντίο.»

Τα φύλλα της ζωής της Φυλλολίφυ σκόρπισαν όλα, εκτός από ένα. Θα γαντζωθεί, ακόμα, για λίγο στη ζωή. Παιδάκι μικρό γίνεται, για μια στιγμή, και ζητάει από τον «μπαμπάκα», να την κουβαλήσει πέρα, όπως έκανε παλιά, στο πανηγύρι των παιχνιδιών.

Όμως ο παγωμένος ωκεανός πατέρας έρχεται, «μ’ ασπραπλωμένα φτερά σαν να ερχόταν από τους Κιβωταρχάγγελους» Τ’ αφρισμένα κύματα του ωκεανού, αρχάγγελοι ψυχοπομποί, την περιμένουν.

«Έρχομαι Πατέρα! Τέλος εδώ. Τέλος, ξανά! Να με αγαπονεροθυμάσαι. (ΤΒ: 844/628)

«Έτσι τελειώνει ο κόσμος, όχι μ’ ένα βρόντο, μα μ’ έναν λυγμό» (Θωμάς Έλιοτ). Μα για την Αγρύπνια των Φίννεγκαν, είναι τέλος, και, ξανά, αρχή. Finn again. Finnegans. Ο ελκυστής του οριακού κύκλου, τραβά, έλκει την Αγρύπνια σε ένα νέο ξεκίνημα. Και προκαλεί, προσκαλεί, έλκει και ελκύει τον αναγνώστη, σε μια νέα ανάγνωση, με τα κλειδιά του μυστικού, που του παρέδωσε η Φυλλολίφυ στην προτελευταία αράδα, της τελευταίας, ατέλειωτης σελίδας.

«Τα κλειδιά. Δοσμένα!!» (ΤΒ:844/628).

Ο κόσμος τούτος, «ο μικρός ο μέγας», της Αγρύπνιας των Φίννεγκαν δεν τελειώνει. Κάθε φορά ξανοίγεται ολοκαίνουργιος, σε κάθε νέα ανάγνωση.

Η ΑΛΠ είναι, εν τέλει, η συγγραφέας του γράμματος, το οποίο είναι η Αγρύπνια. Το γράφει και το ρίχνει, μπουκάλι στη θάλασσα, με παραλήπτη: Πάντα ενδιαφερόμενο και πάσα και ενδιαφερόμενη.

«Υπάρχει κανείς να με καταλαβαίνει; Ένας στα χίλια και ένα χρόνια των νυκτών;» Υπάρχει κάποιος!; Ίσως, ναι.

Κι αυτός, ίσως, να είναι ο μοναδικός ιδανικός αναγνώστης, που υποφέρει από ιδανική αϋπνία. Αυτός  θα ξαναγράφει την Αγρύπνια, διαβαζογράφοντάς την.

Ο άγρυπνος «χίλιες και μία νύχτες» …  Αγρυπνοαναγνωστοσυγγραφέας !

 

 

 

[1]. James Joyce. Ulysses. The corrected text, edited by Hans Walter Gabler, with Wolfhard Steppe and Claus Melchior. With a New Preface by Richard Ellmann, Penguin Books, 1986.

Τζέημς Τζόυς. Οδυσσέας. Εισαγωγή – Μετάφραση – Σχόλια: Ελευθέριος Ανευλαβής. Πρόλογος: Πάρις Τακόπουλος. ΚΑΚΤΟΣ 2014

[2] Finnegans Wake. Penguin Books. 1992. Τζαίημς Τζόυς. Η Αγρύπνια των Φίννεγκαν. Εισαγωγή – Μετάφραση – Σχόλια: Ελευθέριος Ανευλαβής. ΚΑΚΤΟΣ 2013 (Τόμος Α΄, Τόμος Β΄)

[3] Ζώρζ Ντεβερέ Βαυβώ το Μυθικό Αιδοίο Μετάφραση: Γιώργος Τόλιας ΟΛΚΟΣ 1989.

[4] Ελαιογραφία του Γκυστάβ Κουρμπέ, 1866, Μουσείο Orsay, Παρίσι, Γαλλία».

Γκυστάβ Κουρμπέ (Jean Désiré Gustave Courbet, 1819 – 1877),  Γάλλος ζωγράφος, από τις επιβλητικότερες μορφές της Γαλλικής τέχνης του 19ου αιώνα, από τους πρωτεργάτες του Ρεαλισμού. Πήρε μέρος στη Γαλλική Κομμούνα του 1871, και με το τέλος της, συνελήφθη, δημεύτηκαν οι πίνακές του κι εξορίστηκε. Πέθανε στην Ελβετία.

Ο  ρεαλισμός (realismo) είναι «αλητισμός», για τους «νεκροκρύους» Φαρισαίους  της ηθικοφροσύνης, που τη μπερδεύουν με την ηθική.

[5] Katherine Mullin. James Joyce, Sexuality and Social Purity. Cambridge University Press, 2003 (σελ.2)

[6] Sporting Times 1st April 1922. (Εβδομαδιαία βρετανική εφημερίδα) «of the literature of the latrine…  this stupid glorification of mere filth»

[7]Katherine Mullin, ibid, σελ. 2, υποσημ. 4

[8] Suzette A. Henke, James Joyce and the Politics of Desire. Routtledge, New York and London, 1990 (σελ. 1)

[9] Εγώφθαλμος: Εγώ + οφθαλμός, ελευθερία απόδοση του τίτλου του έργου των Douflas R Hofstadter και Daniel C. Dennett «The Mind’s I», όπου το «I»: (προφορά άι) αγγλ. Εγώ, ομοηχεί με το «Eye» (άι), αγγλ. Μάτι.

[10] Katherin Mullin, James Joyce, Sexuality and Social Purity, Cambridge University Press, 2003 (σελ. 3)

 

[11] Τα αποσπάσματα είναι από την ελληνική μετάφραση Οδυσσέας, Κεφάλαιο 13. Ναυσικά. Σελ. 545-594, του έργου Ulysses, του Τζόυς, σελ. 284-313. Οι εντός παρενθέσεως αριθμοί παραπέμπουν αντιστοίχως στις σελίδες της μετάφρασης και του πρωτοτύπου: (σελ. μετάφρασης/σελ. πρωτοτύπου).

[12]  Οι αριθμοί σε παρένθεση,  παραπέμουν στις αντίστοιχες σελίδες της ελληνικής μετάφρασης Οδυσέας, ο πρώτος, και στο Ulysses, του Τζόυς, o δευτερος. π.χ. (625/626)  Τα αποσπάσματα είναι από το Κεφάλαιο 18: Ο μονόλογος της Μόλλυ Μπλουμ, όπου σε έκταση 36 σελίδων στο πρωτότυπο, δεν υπάρχει σημείο στίξεως. Το αυτό ισχύει και για τις 60 σελίδες της μετάφρασης.

[13] Τα γράμματα και οι αριθμοί παραπέμπουν στις αντίστοιχες σελίδες στους δύο τόμους (Α και Β) της ελληνικής μετάφρασης Η Αγρύπνια των Φίννεγκαν, και του (/)Finnegans Wake, του Τζόυς. ( ΤΒ: 822/619)

[1] Ισπανικά εγκυος

[2] Ο χοντρος σβέρκος θεωρείται απ το λαό ως σημάδι σεξουαλικής ζωτικότητα ενώ λαιμαριά αποκαλείται το πισωγυρισμένο κολλάρο ενός παπά.

Προηγούμενο άρθροΗ οικογένεια σε βραχυκύκλωμα (του Θεοδόση Γκελτή)
Επόμενο άρθροΤο Κουρδιστό Πορτοκάλι και το Ερώτημα του Κακού (γράφει ο Κίμων Θεοδώρου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ