Η γραβάτα του κυρίου Α.

2
621

Σωτήρης Καραχάλιος Παπαζαχαρίου (*).

 

Τα άκρα του έχουν πρηστεί. Τα χείλη του έχουν μελανιάσει. Δάκρυα και σάλιο στάζουν σιγά σιγά στην γραβάτα του. Αυτή η γραβάτα. Αυτή η καταραμένη γραβάτα έφταιγε για όλα! Αυτή η γραβάτα τον είχε οδηγήσει στην εξορία, αυτή η γραβάτα ήταν υπεύθυνη για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο κύριος Α. αυτή την στιγμή, αγαπητοί αναγνώστες … Τα μάτια του έχουν γουρλώσει. Θραύσματα σοβά έχουν κολλήσει στο καλοραμμένο κουστούμι του. Παρ’ όλα αυτά η γραβάτα είναι ακόμα δεμένη εκεί, σαν παράσημο ντροπής και κοινωνικής αποξένωσης. Αυτή η γραβάτα που μόνον μπελάδες του έφερε. Το μόνο που εύχεται αυτά τα λίγα λεπτά σκέψης που του απομένουν είναι απλώς να μην την είχε ποτέ φορέσει. Ταυτόχρονα, όμως, δεν μετανιώνει για τίποτα από αυτά που τον οδήγησε αυτή η γραβάτα να πράξει. Αντιθέτως, ήταν οι πιο περήφανες στιγμές της ζωής του…

Σχετικά με τον κύριο Α.

Ο κύριος Α. από τότε που θυμάται τον εαυτό του, ήταν μέσα στις νόρμες. Μεγάλωσε σε μια αστική οικογένεια, μέτριου εισοδήματος σε μια επταώροφη πολυκατοικία. Σε ποιον όροφο δεν θυμάται, μάλλον μεταξύ του πρώτου και του πέμπτου, κληρονομώντας έτσι την υψοφοβία … της μητέρας του ή του πατέρα του, δεν ήταν σίγουρος. Στην ηλικία των τέσσερα του αγόρασαν ένα ποδήλατο. Χρώματος ακατανόητου, κάτω από την σκουριά που το σκεπάζει τις τελευταίες δεκαετίες. Ένιωθε ελεύθερος! Ξεχωριστός! Το αίσθημα κράτησε για λίγο. Κλήθηκε να πάει στο δημοτικό. Γέμισε το κεφάλι του με αριθμητική, γεωγραφία και σύμβολα τα οποία ονομάζουμε γράμματα. Ψυχρές αραδιασμένες γραμμές που το νόημά τους τον στοιχειώνει μέχρι το τέλος. Να μην μας παίρνει όμως από κάτω. Στο θέμα μας. Οι βαθμοί του ήταν μέτριοι. Δεν είχε και πολλές ασχολίες, εκτός από τις ατελείωτες ώρες μπροστά στην τηλεόραση. Μέχρι που ακόμα και αυτή του η ελευθερία διακόπηκε από τους ‘‘ναζί’’ των Μαθηματικών και των Αρχαίων. Φυσικά, κατέβαλε πολλές προσπάθειες να δεσμευτεί με τα άχρωμα κείμενα και τα ξύλινα μαθηματικά προβλήματα που είχε ορίσει το υπουργείο, τις περισσότερες φόρες με μηδαμινή επιτυχία. Τα χρόνια πέρασαν. Πλέον ήταν ένας νεαρός φοιτητής που εργαζόταν σε ένα υποκατάστημα φαστ φουντ στο κέντρο. Γενικά, ήταν ευχαριστημένος από την ζωή του. Ζούσε σε ένα μετρίου μεγέθους διαμέρισμα, σε μια πυκνοκατοικημένη περιοχή. Ο μισθός του δεν ήταν χορταστικός, αλλά ούτε τον έφτανε στα όρια της πείνας. Τα ρούχα του ακολουθούσαν το κανονικό και σιγά αλλά σταθερά μάζευε χρήματα για ένα διθέσιο σπορ αμάξι που ποτέ δεν επρόκειτο να αποκτήσει. Τα βιβλία από το λύκειο τα είχε από καιρό κάψει στο μπαλκόνι μέσα σε μια κατσαρόλα. Δεν είχε μιλήσει ποτέ σε κανέναν για αυτό φυσικά… θα τον περνούσαν για πυρομανή και πριν καλά – καλά το καταλάβει θα αγκάλιαζε τον εαυτό μέσα σε ένα από αυτά τα λευκά σακάκια. Τελικά τα ωραία χρόνια της ζωής του πέρασαν και χρειάστηκε να πιάσει δουλεία. Πριν βρούμε τον κύριο Α. στην κατάσταση που τον βρήκαμε, δούλευε σε μια από αυτές τις εταιρίες με τα πολλά γραφεία και τους ανωνύμους εργαζόμενους. Εκεί είναι, φυσικά, που άρχισαν και τέλειωσαν όλα.

Καθημερινότητα.

Η καθημερινότητα του κυρίου Α. ήταν μάλλον βαρετή. Ξύπναγε κάθε μέρα στις έξι, ετοίμαζε μόνος του το πρωινό του και έφευγε για την δουλεία. Κάθε μέρα φόραγε ένα μουντό κουστούμι πάνω από ένα βαμβακερό πουκάμισο, και όλη την εικόνα πλαισίωνε η ‘υποχρεωτική’ εβένινη γραβάτα. Όχι κάτι ιδιαίτερο. Φυσικά για να φτάσει εγκαίρως στον εργασιακό του χώρο έδενε την γραβάτα ενώ οδηγούσε, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να αγνοήσει τις αγενείς χειρονομίες και προσφωνήσεις που του χάριζαν απλόχερα οι υπόλοιποι οδηγοί. Ο χώρος εργασίας του ήταν μάλλον κοινότυπος. Τα γραφεία κυβικού σχήματος, σαν κλουβιά, απομόνωναν τον κάθε εργαζόμενο από τους συναδέλφους του. Για χάρη της αποδοτικότητας. Η κοινωνικότητα θα μπορούσε να περιμένει στο κατώφλι. Βέβαια την θάλασσα από μαύρο και λευκό ύφασμα επιτηρούσε ένας άνθρωπος με εξουσία. Το ‘Αφεντικό’. Όπως και στην τροφική αλυσίδα, αυτός ξεσπούσε επάνω στους εργαζόμενους αφού το δικό του αφεντικό είχε ξεσπάσει επάνω του. Έτσι, ο κύριος Α. όταν σταμάταγε για να αγοράσει καφέ από την δημοφιλή καφετέρια της γειτονιάς, θα ξεσπούσε στον σερβιτόρο. Και πάει λέγοντας. Στις έξι περίπου το απόγευμα το μαρτύριο τέλειωνε. Άλλη μια φορά είχε επιζήσει τις ατέλειωτες ώρες δαχτυλογράφησης και υπογραφής χαρτούρας που δεν διάβαζε καν. Μπορούσε επιτέλους να γυρίσει σπίτι του και να απολαύσει μερικές ώρες ξεκούρασης και πότε πότε να κουβεντιάζει με τον περίεργο γείτονα του περί ελευθερίας. Ο γείτονας μετά αποδείχθηκε ότι ήταν ψυχασθενής. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία. Το τέλος της ημέρας σηματοδοτούσε η προετοιμασία του βραδινού φαγητού. Ένα πλούσιο προπαρασκευασμένο γεύμα που ζέσταινε στον φούρνο μικροκυμάτων. Ύστερα έπλενε το πιάτο του, έπλενε τα δόντια του και έπεφτε στο κρεβάτι. Αφού σκεφτόταν λίγο για την μέρα του και καταλάβαινε ότι ήταν ίδια με την προηγούμενη, άλλαζε πλευρό και σε λίγα λεπτά βυθιζόταν σε μια δίχως όνειρα νάρκη.

Ένα ατυχές περιστατικό

Ήταν μια νύχτα σαν όλες τις άλλες και ο κύριος Α. γύριζε εξουθενωμένος από οκτώ ώρες δικτατορίας. Σύντομα θα άνοιγε μια από τις κλασσικές επαναστατικές συζητήσεις με τον γείτονα του. Εκείνο το βράδυ όμως ήταν διαφορετικό. Ο αγαπητός γείτονας του κυρίου Α. φερόταν περίεργα …δηλαδή πιο περίεργα από το συνηθισμένο. Μιλούσε με μεγάλες λέξεις για την ελευθερία και την μοναδικότητα και πως ‘Εκείνοι’ τις παρεμποδίζουν. Στο τέλος έδωσε στον κύριο Α. ένα μικρό πακέτο τυλιγμένο με εφημερίδα. Του είπε ότι θα το χρειαστεί δυο φορές. Την δεύτερη θα είναι και αυτός παρών για να τον βοηθήσει. Με αυτά και με αυτά οι δυο συνομιλητές χώρισαν και πήγε ο καθένας σπίτι του. Το βράδυ ο πρωταγωνιστής μας δεν κοιμήθηκε καλά. Τα λόγια του γείτονα του τον είχαν στοιχειώσει. Δεν καταλάβαινε πως ένας τόσο ήσυχος άνθρωπος είχε ξεσηκωθεί έτσι. Θα ήταν καλύτερο να ξέκοβε μήπως και τον έβλεπαν να μιλάει με τον τρελό. Αλλά από την άλλη είναι όντως τρελός; Είναι τρελός αυτός που λέει την αλήθεια ή εμείς  που δεν την αποδεχόμαστε; Το επόμενο πρωί ξύπνησε και ετοιμάστηκε για να πάει στην δουλειά του. Ξαφνικά όμως άκουσε τρία κοφτά χτυπήματα στην πόρτα. Άνοιξε και στο κατώφλι είδε τρεις αστυνομικούς. Τους κάλεσε μέσα και στη συνέχεια εκείνοι διεξήγαγαν μια ευγενική ανάκριση ως προς τα πάρε δώσε του με τον τύπο που έμενε στο διπλανό διαμέρισμα. Του είπαν με ύφος σοβαρό και γεμάτο επαγγελματικότητα ότι ο γείτονάς του κρίθηκε ψυχολογικά ασταθής. Είχε ξεφύγει από την αστυνομία και τώρα καταζητούνταν, νεκρός ή ζωντανός. Το σοκ ήρθε σε δόσεις. Πρώτα συνειδητοποίησε ότι ο άνθρωπος με τον οποίο μίλαγε τόσο καιρό ήταν σαλεμένος. Το δεύτερο σοκ ήταν ότι δεν πίστευε τους αστυνομικούς.

Η αρχή του τέλους

Μετά το περιστατικό με τον γείτονα ο κύριος Α. πήρε άδεια για μια μέρα. Του είπαν ότι πέρασε μεγάλο σοκ και έπρεπε να αναρρώσει. Προσπάθησε να κοιμηθεί αλλά δεν μπορούσε. Όλη η μέρα ήταν ένα βασανιστήριο. Ο κύριος Α. συνεχώς σκεφτόταν τα λόγια του γείτονα του. Όλες αυτές οι απελευθερωτικές ιδέες  γεμάτες πάθος άρχιζαν να του αρέσουν. Ξύπνησε. Χαρούμενος που θα ξαναμπεί στο κλουβί… εννοώ στην δουλειά του άρχισε να ετοιμάζεται. Κοιτάει την ντουλάπα του. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Σαν τις ταινίες τρόμου που πετάγονται θηρία μέσα από τις ντουλάπες  μόνο που αντί για θηρία από μέσα πετάγονται η ρουτίνα και η απογοήτευση. Σαν ένα μοντέρνο κουτί της Πανδώρας. Ανοίγει την πόρτα της ντουλάπας. Όλες οι γραβάτες του ήταν κουρελιασμένες. Σκέφτηκε μήπως μπήκε κάποιος το βράδυ στο σπίτι του ενώ κοιμόταν, αλλά όλες οι σκέψεις τον άφησαν όταν είδε ένα πακέτο τυλιγμένο με εφημερίδα στον πάτο της ντουλάπας. Το πήρε στα χέρια του και το άνοιξε. Μέσα υπήρχε μια γραβάτα φτιαγμένη από δυνατό ύφασμα και με ένα φανταχτερό χρωματιστό σχέδιο. Τότε ο κύριος Α. χρειάστηκε την γραβάτα για πρώτη φορά…

Καινούργιος υπάλληλος

Αναγκαστικά λοιπόν ο κύριος Α. φόρεσε την φανταχτερή γραβάτα και πήγε στην δουλειά. Καλύτερα να φορούσε μια φανταχτερή γραβάτα πάρα να μην φορούσε καθόλου. Όπως, όμως συνέχιζε με την ρουτίνα του κατάλαβε δυο πράγματα. Πρώτον, οι γύρω του τού φερόντουσαν διαφορετικά. Σαν να μην τον είχαν ξαναδεί. Δεύτερον, άρχισε να του αρέσει πολύ αυτή η αναθεματισμένη γραβάτα. Ήταν στο κουβούκλιο του και έγραφε μια αναφορά για το αφεντικό του. Κάποια στιγμή ο τελευταίος έρχεται και κάθεται από πάνω του-σαν τον χάρο- ενώ έγραφε. Άρχισε να του μιλάει και να του μιλάει… μετά η ένταση της φωνής του ανέβηκε σε επίπεδα που δεν άρεσαν στον κύριο Α.. Το αφεντικό άρχισε να κατακρίνει τον τρόπο ένδυσης του και απείλησε ότι θα τον απολύσει. Του κυρίου Α. δεν του άρεσε καθόλου αυτό. Κοίταζε τον χοντρό με άδειο βλέμμα ενώ αυτός τον απειλούσε με το προγούλι του να φουσκώνει και να ξεφουσκώνει. Ο κύριος Α. ήταν εξαγριωμένος. Πως μπορούσε ο χοντρός να προσβάλει την γραβάτα του; Επειδή ήταν διαφορετική από τις άλλες; Σηκώθηκε όρθιος. Άρπαξε ένα μολύβι με μαλακή μύτη και του το έμπηξε βαθιά στο μάτι. Ενώ εκείνος σφάδαζε στα γόνατά του από τον πόνο ο κύριος Α. γράπωσε την γραβάτα του χοντρού και τον έσυρε μέχρι το παράθυρο. Με αργές και μεθοδικές κινήσεις το άνοιξε. Τον έβαλε στο περβάζι και με μια ελαφρά ώθηση τον ξεφορτώθηκε. Για μια στιγμή τον φαντάστηκε αντί να πέφτει, να αιωρείται σαν μπαλόνι, έτσι φουσκωτός που ήταν. Η φαντασίωση του όμως διακόπηκε από τον ήχο του χοντρού να φιλάει το πεζοδρόμιο.

Κορύφωση

Κάποιος είχε φωνάξει την αστυνομία. Ο κύριος Α. μόλις που πρόλαβε να μπει στο αμάξι του και να φύγει. Όταν θυμόταν τι είχε κάνει τον έπιασαν ρίγη. Τι σκεφτόταν εκείνη την ώρα; Πως μπόρεσε να σκοτώσει το αφεντικό του. Τον χοντρό. Που του είχε κάνει την ζωή κουρέλι. Που ήθελε να είναι και αυτός μια από τις φωτοτυπίες που αποκαλούσε υπαλλήλους. Τελικά ο κύριος Α. κατέληξε ότι καλά του έκανε. Και όλα αυτά για την γραβάτα… τώρα όμως τι θα έκανε; Θα τον έβρισκαν. Θα τον έβγαζαν τρελό και μετά θα κατέστρεφαν την ζωή του. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Να πήδαγε από καμιά γέφυρα; Ούτε αυτό μπορούσε να κάνει. Φοβόταν τα ύψη. Ούτε σε καρέκλα δεν μπορούσε να ανέβει… Θα πήγαινε σπίτι του και μετά θα έβλεπε τι θα κάνει. Ξεκλείδωσε την πόρτα. Μπήκε μέσα. Δεν κλείδωσε. Όπως πήγαινε στην κρεβατοκάμαρα άκουσε έναν θόρυβο. Άνοιξε γρήγορα την πόρτα και τον είδε. Ήταν ο παλιός του γείτονας και όλως περιέργως ο κύριος Α. χαιρόταν που τον έβλεπε. Εκείνος του μίλησε << Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις. Δεν έχεις άλλη επιλογή. Θα σε πιάσουν και θα σου κάνουν την ζωή κόλαση…>>. Ο γείτονας είχε δίκιο. Με κλειστά μάτια ο κύριος Α. ανέβηκε σε μια καρέκλα κάτω από τον πολυέλαιο, με την βοήθεια του γείτονα του. Ο τελευταίος έδεσε κόμπο την γραβάτα γύρω από τον πολυέλαιο. Ο κύριος Α. έσπρωξε με τα πόδια. Τότε χρειάστηκε την γραβάτα για δεύτερη φορά…     Τα άκρα του έχουν πρηστεί. Τα χείλη του έχουν μελανιάσει. Δάκρυα και σάλιο στάζουν σιγά σιγά στην γραβάτα του. Αυτή η γραβάτα. Αυτή η καταραμένη γραβάτα έφταιγε για όλα! Αυτή η γραβάτα τον είχε οδηγήσει στην εξορία, αυτή η γραβάτα ήταν υπεύθυνη για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο κύριος Α. αυτή την στιγμή, αγαπητοί αναγνώστες … Τα μάτια του έχουν γουρλώσει. Θραύσματα σοβά έχουν κολλήσει στο καλοραμμένο κουστούμι του. Παρ’ όλα αυτά η γραβάτα είναι ακόμα δεμένη εκεί, σαν παράσημο ντροπής και κοινωνικής αποξένωσης. Αυτή η γραβάτα που μόνον μπελάδες του έφερε. Το μόνο που εύχεται αυτά τα λίγα λεπτά σκέψης που του απομένουν είναι απλώς να μην την είχε ποτέ φορέσει. Ταυτόχρονα, όμως, δεν μετανιώνει για τίποτα από αυτά που τον οδήγησε αυτή η γραβάτα να πράξει. Ακόμα και αν τον οδήγησε στον θάνατο.

 

(*)  Ο Σωτήρης Καραχάλιος Παπαζαχαρίου  είναι 18 ετών και το κείμενο αυτό το έγραψε σε ηλικία 17 ετών.

Προηγούμενο άρθροMORE VENETO*
Επόμενο άρθροΟ Τομ κι ο Μανωλάκης

2 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Καλή αρχή Σωτήρη. Η γραφή είναι δημιουργική ενασχόληση. Μην την εγκαταλείψεις ποτέ!

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ