Η γλυκόπικρη αίσθηση της ματαίωσης

0
569

Της Σωτηρίας Καλασαρίδου (*)

Ο γιατρός Γιόζεφ Κάπλαν, Τσέχος εβραϊκής καταγωγής, διατρέχει έναν αιώνα ζωής με σκηνικό το Παρίσι, το Αλγέρι και την Πράγα και ιστορικούς σταθμούς τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, τη λαίλαπα του ναζισμού του Τρίτου Ράιχ και του επακόλουθου Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου, την επικράτηση του κομμουνισμού στην Τσεχοσλοβακία, την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την επελθούσα κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος των χωρών του Ανατολικού Μπλοκ. Πρόκειται βέβαια για τον ήρωα που πρωταγωνιστεί στο πρόσφατο μυθιστόρημα του Ζαν― Μισέλ Γκενασιά Η ζωή που ονειρεύτηκε ο Ερνέστο Γκ. που εκδόθηκε πριν από λίγους μήνες (2013) από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση Ανδρέα Παππά και Βάνας Χατζάκη.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ζαν ― Μισέλ Γκενασιά είναι ένας δεινός αφηγητής, καθώς στήνει και συνθέτει μια ιστορία στην οποία η γραμμική αναπαράσταση της αφήγησης αμβλύνει την περιπλοκότητα των δεδομένων. Πρόκειται για πολυπρόσωπο έργο, με αρκετούς πρωταγωνιστές, δευτεραγωνιστές και κομπάρσους ― κάποιοι εκ των οποίων συμμετείχαν ενεργά και στο προηγούμενο μυθιστόρημά του Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων (Πόλις, 2011) ―με ιστορικά συνταρακτικά γεγονότα, με μια παρέλαση τίτλων ταινιών και μουσικών κομματιών, αλλά και διάσημων προσωπικοτήτων που άλλοτε διανθίζουν το κείμενο και σπανιότερα διαδραματίζουν νευραλγικό ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής.

Μία τέτοια περίπτωση διάσημου πρωταγωνιστή είναι και ο Ραμόν Μπενίτες ή καλύτερα ο Ερνέστο Γκεβάρα, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, ο οποίος ξεκλειδώνει την εξέλιξη του μύθου στο τρίτο μέρος του πρόσφατου μυθιστορήματος του Γκενασιά. Δεν είναι βεβαίως παράξενο που ο αναγνώστης εγκύπτει στη λογοτεχνική φιλοτέχνηση του πορτρέτου του «αιώνιου επαναστάτη» από τον Γκενασιά, καθώς η παρουσία του δημιουργεί εξαρχής έναν ορίζοντα προσδοκιών διεγερτικό. Το ιστορικό, αναμφίβολα, ωστόσο κενό που διαπιστωμένα υπάρχει στον βίο και την πολιτεία του Αργεντινού επαναστάτη κατά την περίοδο της παραμονής του στην Πράγα, προσεγγίστηκε λογοτεχνικά για πρώτη φορά από τον Αργεντινό διπλωμάτη Abel Posse στη νουβέλα του Τα τετράδια της Πράγας[1] που εκδόθηκε το 1998 στα ισπανικά και αφού ο Posse αξιοποίησε την τοπική προφορική ιστορία αλλά και τη μυθολογία γύρω από την επίσκεψη του «Τσε» στην Πράγα το 1966 κατά τη θητεία του ως πρέσβη στην τσεχική πρωτεύουσα από το 1990 έως και το 1996.

Δεν μπορώ να είμαι βέβαιη για το είδος της διακειμενικής επιρροής, σε ποιο βαθμό δηλαδή ο Γκενασιά γνώριζε το έργο του Posse, και εάν ενσωμάτωσε γόνιμα πληροφορίες και στοιχεία στο μυθιστόρημά του. Είμαι ωστόσο απολύτως πεπεισμένη αναφορικά με το εγχείρημα του Γκενασιά, το οποίο δεν συμψηφίζεται σε μια προσπάθεια λογοτεχνικής αναπαράστασης μιας λανθάνουσας περιόδου της ζωής και της δράσης του Γκεβάρα. Άλλωστε, το οποιοδήποτε ιστορικό μυθιστόρημα ή το οποιοδήποτε έργο μυθοπλασίας που μπολιάζει την αφήγηση με ιστορικά στοιχεία― εάν βέβαια θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως τέτοιο το βιβλίο του Γκενασιά ― δεν υποχρεούται να διδάξει ιστορία. Πρωταρχικό μέλημα του συγγραφέα είναι να εγγράψει το προσωπικό μέσα στο κοινωνικό και να συνυφάνει την προσωπική μοίρα με το ιστορικό πεπρωμένο. Και από αυτήν την άποψη το τρίτο κυρίως μέρος του έργου του Γκενασιά στήνει γέφυρες συνομιλίας με την ταινία Οι έρωτες μιας ξανθιάς (1965) ― του λιγότερου τότε γνωστού και μετέπειτα διάσημου, πολυβραβευμένου Τσέχου σκηνοθέτη του Χόλλυγουντ, Μίλος Φόρμαν ― στην οποία αναπαρίσταται κινηματογραφικά μια προσωπική ιστορία ματαίωσης με ιστορικό φόντο το ξεφτισμένο κομμουνιστικό καθεστώς και τον κοινωνικό αναβρασμό, ο οποίος οδήγησε στην «Άνοιξη της Πράγας». Άλλωστε και ο ίδιος ο συγγραφέας δεν παραλείπει να μας το υποδείξει διακριτικά στο μυθιστόρημά του.

Τι είναι όμως αυτό που εντέλει κάνει τον Γκενασιά μεγάλο συγγραφέα; Είναι μόνο οι πωλήσεις που σημειώνουν τα βιβλία του τόσο στη Γαλλία όσο και στις χώρες που μεταφράζονται και εκδίδονται; Η επιτυχία του συγκριμένου μυθιστορήματος εδράζεται στον τρόπο που ο συγγραφέας διαχειρίζεται την έννοια της ματαίωσης του έρωτα και των χαμένων κοινωνικοπολιτικών, σοσιαλιστικών ονείρων των ηρώων, που διατρέχει και τα τρία μέρη του βιβλίου, αλλά αποκρυσταλλώνεται με μοχλό κυρίως ένα κρεσέντο παροξυσμού ενάντια στο σταλινικό καθεστώς που εφαρμόσθηκε βίαια στις χώρες του «σιδηρούντος παραπετάσματος» στο τρίτο μέρος του έργου. Στο ίδιο μέρος η διαχείριση της έννοιας της ματαίωσης γίνεται ακόμη εντονότερη στον βαθμό που αποπειράται να τη διαχειριστεί μέσα από την προσπάθεια απομυθοποίησης μιας θρυλικής, θα αποτολμούσε να ισχυριστεί κανείς, προσωπικότητας. Ο Τσε, έστω και λίγο, απεκδύεται την «ημιθεϊκή» υπόστασή του, και τη μυθολογία που τον περιέβαλλε και αποκτά γήινα χαρακτηριστικά, καθώς εμφανίζεται τρωτός και άρρωστος, ερωτευμένος και παγιδευμένος από την ιστορική συγκυρία. Ο Γκενασιά όμως επιτυγχάνει και το αντίστροφό του: επενδύει στην αναμφίβολα και απόλυτα θετικά φιλοτεχνημένη φιγούρα του γιατρού Κάπλαν για να μας δώσει καταληκτικά ένα διττό, γλυκόπικρο μήνυμα που μας αφορά όλους: η Ιστορία αποτελεί μια αναπόδραστη συνθήκη από την μέγγενη της οποίας δεν ξέφυγε ποτέ κανείς· αλλά έστω και έτσι, η ζωή είναι τελικά ωραία σαν τις νότες και τους ήχους των αργεντίνικων ταγκό του Κάρλος Γκαρντέλ, που τόσο πολύ τόσο ο Γιόζεφ Κάπλαν, όσο και ο Ερνέστο Γκεβάρα, αγάπησαν με πάθος.

 

(*)Δρ. Διδακτικής της Λογοτεχνίας

 

 



[1] Μετάφραση δική μου από τον πρωτότυπο τίτλο του βιβλίου Los cuadernos de Praga.

Προηγούμενο άρθροΗ κοινή μας ερημία
Επόμενο άρθροΜανιφέστο για την πολιτιστική ανάπτυξη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ