του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου (*)
“Μήπως λοιπόν μια ιδιότυπη “αριστοκρατία του περιθωρίου” ή το “περιθώριο της αριστοκρατίας” του διαχρονικά εγκλωβισμένου ελληνισμού (στο διάστημα που εξετάζουμε) βρίσκεται στην ποικιλότροπη Αντίσταση, και μήπως εκεί πρέπει να αναζητήσουμε τη γενεαλογία των ιδεών και των ψυχισμών του Αλλόκοτου Ελληνισμού και ενδεχομένως την όποια συνέχεια και εξέλιξή τους, οικοδομώντας έτσι μια κρίσιμη διάσταση της ιδιοπροσωπίας του ελληνισμού;”
Ξεκινώ με κάτι προσωπικό. Παραφράζοντας τον Ρολάν Μπαρτ:
“Η γλώσσα που μιλώ μέσα μου δεν είναι του καιρού μου και ως εκ τούτου είναι εκτεθειμένη από τη φύση της στην ιδεολογική υποψία με την οποία πρέπει να παλέψω… Και ταυτόχρονα, αυτή η προτελευταία γλώσσα είναι η γλώσσα της απόλαυσής μου: διαβάζω βραδιές ολάκερες αυτόν κι’ εκείνον, διανοητές του παρελθόντος που με σχημάτισαν. Αυτή είναι η απόλαυσή μου, όχι όμως και η ηδονή μου: ετούτη δεν έχει πιθανότητα να ’ρθει παρά μόνο με το καινούριο απόλυτο, γιατί μονάχα το καινούριο τραντάζει (εξασθενίζει) τη συνείδηση (εύκολο; Καθόλου: εννιά φορές στις δέκα το καινούριο δεν είναι παρά το στερεότυπο του νεοτερισμού).”
Αυτή η ακραία αίσθηση κι αναστάτωση με διακατείχε κατά την ανάγνωση του βιβλίου “Αλλόκοτος Ελληνισμός” του Νικήτα Σινιόσογλου (Εκδόσεις Κίχλη, 2016). Ως δοκίμιο για την οριακή εμπειρία των ιδεών, το βιβλίο αναπτύσσεται γύρω από επτά σπάνιες προσωπικότητες του ελληνισμού που έζησαν και έδρασαν γύρω στο 1453 ή λίγο πριν, λίγο μετά την ακμή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και την Ελληνική Επανάσταση. Κινούμενοι στη μεθόριο των ιδεών, σε σχέση με τα κυρίαρχα ρεύματα, σ’ αυτές τις πρωτοφανείς από πλευράς εξελίξεων εποχές, οι άνθρωποι αυτοί κινούνται σε ένα κλίμα μυχιότητας και μοναχικότητας, νεοφάνειας και πρωτοπορίας, αμφισβήτησης της κοινής λογικής στο όνομα μιας προσωπικής εμπειρίας του ορθού λόγου, αλλά και σύγκρουσης του ατόμου με το κατεστημένο διά της αίρεσης, του φατριασμού, της βλασφημίας, του παράδοξου, της ψευδολογίας, αλλά και διά της περιπλάνησης ή της κατασκευής μιας Ουτοπίας… Τι είναι όμως αυτό που “τραντάζει τη συνείδηση” στις ιδέες, όπως αυτές συνυφαίνονται με τις ζωές του Κυριάκου Αγκωνίτη (1391-1452), του Γεμιστού Πλήθωνα (1355-1452), του Μάρουλλου Ταρχανιώτη (1453-1500), αλλά και του Χριστόδουλου Παμπλέκη (1733-1793), του Θεόφιλου Καίρη (1784-1853), του Παναγιώτη Σοφιανόπουλου (1786-1856) και του Κωνσταντίνου Σιμωνίδη (1820-1867);
Πρώτα απ’ όλα, πρόκειται για προσωπικότητες εξαιρετικές, που λειτουργούν δηλαδή “κατ’ εξαίρεσιν”, μακριά τόσο από στρατηγικές στενού ατομικού συμφέροντος (όπως ενδεχομένως έπραττε ο Λουκάς Νοταράς ή ο Γεώργιος Αμιρούτζης τον καιρό της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης), όσο και από το κλίμα της ιουδαιοχριστιανικής σωτηριολογίας. Παρά το ότι λάμπουν στη μοναξιά τους, τους ενδιαφέρει το ατομικό σε σχέση με το κοινωνικό: απομακρύνονται από την κοινότητα, τη συλλογικότητα και την καταπτωτική κατεύθυνσή της, ακριβώς επειδή ενδιαφέρονται για μία άλλη, εμπνευσμένη σχέση μαζί της. Κατά τον Σινιόσογλου: “Η σύγκρουση είναι ουσιαστικότερο άνοιγμα προς τον άλλο, απ’ ό,τι είναι η αργία και η στάση.” Ζούνε σε μία α-τοπία (αυτή είναι η ουσία του αλλόκοτου), η οποία είναι συναφής με τη σωκρατική ατοπία, όχι επειδή δεν θέλουν τον τόπο, αλλά επειδή δεν τον έχουν…
Δεν πρόκειται για περιθωριακούς, για ταπεινά απόβλητα των εξελίξεων, αλλά για στιβαρούς μαχητές μιας πραγματικής μεθορίου που αρνούνται να παραδώσουν τα όπλα τους, αντιθέτως συνεχίζουν με πείσμα να ασκούνται προκειμένου να αντιμετωπίσουν τα χειρότερα. Η πηγή της δύναμής τους είναι ότι δεν εγκλωβίζονται στενά στη συγκυρία. Κατά τον Σινιόσογλου: “αποκτούν συνείδηση του εαυτού μόνον ενόσω εξέρχονται κατά τόπους από την ιστορική συγκυρία, προκειμένου να αναγγείλουν την επόμενη και συνάμα να συνδιαλλαγούν με τις προηγούμενες.”
Επομένως: η υψηλοφροσύνη των ιδεών, να ένας σοβαρός λόγος “να τραντάζεται η συνείδηση”, και μάλιστα όταν δεν πρόκειται για έναν αφηρημένο κόσμο των ιδεών, αλλά για ιδέες τις οποίες οι φορείς τους είναι αποφασισμένοι να τις βιώσουν πληρώνοντας συνήθως ένα βαρύ τίμημα. “Φιλοσοφία δεν είναι μόνον η διατύπωση θεωρητικών στοχασμών, αλλά και ο τρόπος που βιώνω τις ιδέες μου…”
Ανάδειξη της ιδιοπροσωπίας του ελληνισμού
Τα “τραντάγματα” που μπορεί να προκαλέσει ο “Αλλόκοτος Ελληνισμός” δεν εξαντλούνται στα παραπάνω.
Το βιβλίο έχει σχέση με ακμές του νεώτερου Ελληνισμού. “Εδώ”, κατά τον Σινιόσογλου, ” η ακμή έχει την αρχαία σημασία: της κορύφωσης που είναι μαζί και εξάντληση, πλησμονή που συνάμα επιφέρει μία διαδικασία εκφυλιστική είτε αναγεννητική, πάντως μιαν αλλοίωση”. Οπότε: “Μοιραία ο πρωτοπόρος είναι φύσει και κατ’ εξοχήν ανοίκειος. Είναι ο άνθρωπος που ενστικτωδώς ακροάται το ανοίκειο στην εξαντλημένη οικειότητα”.
Η έννοια της ακμής είναι κρίσιμη και παρούσα σε όλες τις μικρές ή μεγάλες τομές της ιστορίας των ανθρώπινων κοινωνιών. Όμως, τι είναι αυτό που καθιστά μια τέτοια διαδικασία εκφυλιστική ή αναγεννητική; Οι στάσεις και οι ενέργειες των πρωταγωνιστών του βιβλίου καταλήγουν να φαντάζουν περίπου ως διαστροφικές, ενώ την ίδια εποχή στον πυρήνα της Ευρώπης ανάλογες διανοητικές εξαιρέσεις συχνά εξελίσσονται σε θεμέλια νέων κανόνων και ωθήσεων προς τα μπρος, αντί σε βάλτωμα. Τα σχετικά ιστορικά παραδείγματα είναι πάρα πολλά.
Το πρώτο που μπορούμε να επισημάνουμε είναι πως οι ιδέες δεν μπορούν να λειτουργήσουν επιδραστικά εν κενώ, ανεξαρτήτως των συνθηκών, δηλαδή της τρέχουσας διάρθρωσης της κοινωνίας, του τρόπου παραγωγής, των γεωπολιτικών παραμέτρων… Οι ιδέες δεν είναι ρούχα που αν τα φορέσει κανείς μεταμορφώνονται αναλόγως… Επί πλέον, καμία ιδέα δεν μπορεί να εφαρμοστεί αν δεν συσχετιστεί με κάποια κοινωνική δύναμη (από αυτές που δρουν και αντιμάχονται στο πεδίο της πραγματικότητας) που θα την εναγκαλιστεί και θα την υποστηρίξει νικηφόρα.
Με αυτή την έννοια, οι Αλλόκοτοι του Σινιόσογλου δεν έχουν “σωστές ιδέες” που δεν βρίσκουν εφαρμογή: αποκλείεται να βρουν, αντιλαμβανόμαστε διαβάζοντας το βιβλίο, καθώς επί της ουσίας είναι αποκλεισμένοι –και με τη δική τους στάση– από τη δυναμική των σύγχρονών τους εξελίξεων. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι τα διανοητικά παράγωγά τους δεν είναι τόσο ιδέες, όσο θεωρητικές κατασκευές (ενίοτε μεγαλοφυείς) ανθρώπων εγκλωβισμένων. Ακόμα και η σχολή του Πλήθωνα φαίνεται να λειτουργεί περισσότερο ως υψηλής τάξης “γυμναστήριο του μυαλού” παρά ως επιδραστική στα πολιτικά πράγματα “δεξαμενή σκέψης” (think tank). Οι “καλά προπονημένοι” μαθητές του έκαναν ποικίλες, αποκλίνουσες σταδιοδρομίες. Αν είναι έτσι, το βιβλίο δεν αφορά τόσο την ανάδειξη ιδεών καθ’ εαυτών (άλλωστε, οι ιδέες των πρωταγωνιστών δεν συνδέονται), όσο την ανάδειξη ψυχισμών. Αυτό που ενδιαφέρει είναι ένα σπάνιο είδος: ο υψιπετής ψυχισμός της μεθορίου. Αυτός είναι ο συνδετικός κρίκος των προσωπικοτήτων του “Αλλόκοτου Ελληνισμού”.
Είναι γι’ αυτό που ο συγγραφέας του βιβλίου καταφεύγει στο δοκίμιο –δηλαδή στη λογοτεχνία και όχι στην επιστήμη– για να διαπραγματευτεί το θέμα του. Πρόκειται για επιλογή, καθώς ο Νικήτας Σινιόσογλου είναι ένας κατ’ εξοχήν επιστήμονας στο πεδίο της Φιλοσοφίας: σπούδασε στα Πανεπιστήμια Αθηνών, Μονάχου και Cambridge (PhD) και βιβλία του για τον Πλατωνισμό έχουν εκδοθεί στα αγγλικά από το Cambridge University Press.
Αν οι προσωπικότητες του “Αλλόκοτου Ελληνισμού” ήταν ένα σπάνιο, σχεδόν εξωτικό είδος, θα περιοριζόμαστε στην ψυχοδιανοητική απόλαυση που μας χάρισε ο συγγραφέας αποκαλύπτοντάς τους και αναδεικνύοντάς τους με έναν γλαφυρό τρόπο γραφής. Όμως, η προσφορά του Σινιόσογλου είναι πολύ μεγαλύτερη καθώς εφιστά την προσοχή μας στην ύπαρξη ενός πλούσιου συναφούς κοιτάσματος στην πρόσφατη ιστορία του ελληνισμού, ειδικά αν ο γνώμονας του ενδιαφέροντός μας δεν είναι στενά οι ιδέες, αλλά ο υψιπετής ψυχισμός της μεθορίου, απότοκος του οποίου συχνά είναι αυτές οι ιδέες.
Αλλά τι είναι αυτό στη διαχρονική ιστορία του πρόσφατου ελληνισμού που γεννάει και ξαναγεννάει τέτοια αλλόκοτα πλάσματα; Αυτό το ζήτημα συνιστά μία ανεξερεύνητη ήπειρο, η χαρτογράφηση της οποίας θα μας πρόσφερε πολλά. Μέχρι τότε όμως το ζήτημα παραμένει ανοιχτό. Παρ’ όλα αυτά θα μπορούσαμε να διακινδυνεύσουμε κάποιες εκτιμήσεις. Κάπου ο Σινιόσογλου σημειώνει πως ο Πλήθων λειτουργούσε σε ένα “ξέφωτο” ή αλλιώς σε μία ετεροτοπία που επέτρεπε ο Αυτοκράτορας. Σε άλλο σημείο, όμως, μας δείχνει τα όρια μιας τέτοιας κατάστασης, καθώς ο Πλήθων στην Κωνσταντινούπολη ζει με τον τρόπο του “λαγού”, δηλαδή μεταμφιεσμένος. Επομένως, πόσο ήταν δυνατόν το ολοκληρωτικό Βυζάντιο να επέτρεπε ετεροτοπίες, δηλαδή διαλείμματα μεν από την κανονική ζωή, αλλά πάντως σε συνάφεια με αυτή; Η α-τοπία μοιάζει ως το μόνο ασφαλές λιμάνι. Το ότι η Αυτοκρατορία στο ξεψύχισμά της και με την εκ των αναγκών μερική αλλαγή του τροπισμού της, ώστε να προσομοιάζει κάπως με τις ιταλικές πόλεις-κράτη (βλέπε το βιβλίο Βασιλεύς ή Οικονόμος; – πολιτική εξουσία και ιδεολογία πριν την Άλωση της Τόνιας Κιουσοπούλου, εκδόσεις Πόλις, 2007) “χαλάρωσε τα λουριά”, ή το ότι με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους κατακερματίστηκε το Κέντρο, οπότε πρόεκυψαν πολλές διαφορετικές εκδοχές ακόμα και στην αρχιτεκτονική των εκκλησιών, δεν αλλάζει το γεγονός πως η φύση του καθεστώτος ήταν ολοκληρωτική.
Οι “Αλλόκοτοι Έλληνες” δεν ήταν ασφαλώς παντός καιρού: παρουσιάζονταν κατά τη διάρκεια ριζικών τομών στις συνθήκες λειτουργίας της κοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση όμως είχαν μπροστά τους ένα άκαμπτο καθεστώς, μια μηχανή εξουσίας που αποκλειόταν να τους θέλει στα πόδια της, είτε πρόκειται για το ολοκληρωτικό Βυζάντιο, είτε για την υποτελή στους Οθωμανούς Εκκλησία, ή για το νέο ελληνικό κράτος που προέκυψε από μία Επανάσταση που κέρδισε μεν την ελευθερία του, αλλά σαφώς όχι την ανεξαρτησία, άρα ένα κράτος εξαρτημένο που δεν προσομοίαζε από αυτή την άποψη στα ανεξάρτητα κράτη του πυρήνα της Ευρώπης.
Κατά τη γνώμη μου, ο τοίχος που έβλεπαν μπροστά τους οι εν τέλει Αλλόκοτοι σε μία μεταιχμιακή εποχή που η ρευστότητά της άφηνε κατά τα άλλα κάποιο χώρο για οραματισμούς ήταν συνάμα η γενεσιουργός τους αιτία. Με αυτή την έννοια, η κύρια διάστασή τους δεν ήταν η αντικοινωνική αλλά η αντικαθεστωτική, λειτουργώντας ως ποικιλότροπη Αντίσταση. Μήπως λοιπόν μια ιδιότυπη “αριστοκρατία του περιθωρίου” ή το “περιθώριο της αριστοκρατίας” του διαχρονικά εγκλωβισμένου ελληνισμού (στο διάστημα που εξετάζουμε) βρίσκεται στην ποικιλότροπη Αντίσταση, και μήπως εκεί πρέπει να αναζητήσουμε τη γενεαλογία των ιδεών και των ψυχισμών του Αλλόκοτου Ελληνισμού και ενδεχομένως την όποια συνέχεια και εξέλιξή τους, οικοδομώντας έτσι μια κρίσιμη διάσταση της ιδιοπροσωπίας του ελληνισμού;
Η υψιπετής κι όμως εγκλωβισμένη προσωπικότητα προφανώς δεν είναι ίδιον μόνο του ελληνισμού, είναι μάλλον μία ανθρώπινη κατάσταση που μπορεί να εκδηλωθεί σε κάθε τόπο και σε κάθε χρόνο. Οι Γερμανοί ποιητές του Ρομαντισμού του 18ου αιώνα ανήκουν κατ’ εξοχήν σ’ αυτή την κατηγορία. Είναι η επιμονή και η ποικιλομορφία με την οποία παρουσιάζεται διαχρονικά στους τόπους του ελληνισμού που την καθιστούν ενδεχομένως στοιχείο της ιδιοπροσωπίας του.
Μόνοι, αλλά μέσα στον κόσμο
Θα ήταν μία ουσιαστική παράλειψη στην πραγμάτευση του θέματος αν δεν δίναμε την πρέπουσα έμφαση στο ότι αυτοί οι Αλλόκοτοι του ελληνισμού ήθελαν με τον τρόπο τους να επέμβουν στα πράγματα, θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως μέλη της κοινωνίας και μάλιστα πάσχιζαν να την αλλάξουν, ή έστω να την επηρεάσουν. Οι ενέργειές τους δεν είχαν συνάφεια με αυτές του ναυαγού που στέλνει στο πέλαγος μπουκάλια με μηνύματα. Ήταν σαφώς κινδυνώδεις για το κυρίαρχο μοτέρ των εξελίξεων, γι’ αυτό και το τίμημα που πλήρωναν ήταν βαρύ.
Εφόσον ήταν σε θέση να το κάνουν αυτό, επί της ουσίας δεν ήταν ακριβώς μόνοι. Ο Πλήθων, για παράδειγμα, είχε τη σχολή και τους μαθητές του αλλά και την εύνοια, έστω και άτυπα, μιας από τις δυνάμεις που δρούσαν στο πεδίο, εν προκειμένω των Παλαιολόγων που διοικούσαν τον Μυστρά. Το ότι η δύναμη αυτή ήταν ελάσσων σε εκείνη τη συγκυρία σε σχέση με την Εκκλησία και τη μακροπρόθεσμη στρατηγική επιβίωσης που αυτή ακολουθούσε, καταδεικνύει και τον περιορισμένο χώρο του εγχειρήματος, πάντως ο Πλήθων δεν ήταν μόνος. Ανάλογα θα μπορούσε να σχολιάσει κανείς την περίπτωση του Θεόφιλου Καίρη (η αίρεση ή μία νέα θρησκεία δεν νοείται χωρίς ακολούθους) αλλά και άλλους. Η υψηλότατης κλάσης –λόγω κατάρτισης και καλλιέργειας– παραχαρακτική σταδιοδρομία του Σιμωνίδη, σε συνδυασμό με τις εκδόσεις που ο ίδιος χρηματοδοτούσε, είχε σκοπό – συνειδητά ή ασυνείδητα– να καταδείξει ότι “κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας”, εν προκειμένω τόσο στο ευρωπαϊκό διανοητικό κατεστημένο, όσο και στο νεότευκτο καθεστώς της Ελλάδας, και αυτό το εγχείρημα δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει αν κάποια κοινωνικά ρεύματα δεν το παρακολουθούσαν ούτως ή άλλως.
Αλλά δεν ήταν μόνοι και με άλλη έννοια. Είναι μεγάλη η προσφορά του Σινιόσογλου όταν αναδεικνύει στο βιβλίο του την έννοια του υφέρποντος ή “χαμηλού” Διαφωτισμού στην ελληνική κοινωνία, όπου με τον όρο Διαφωτισμός ο συγγραφέας δεν εννοεί “ένα ενιαίο ευρωπαϊκό κίνημα του δεκάτου ογδόου και δεκάτου ενάτου αιώνα, αλλά μιαν ανθρωποκεντρική στάση ζωής και ένα κοσμοθεωρητικό πρόταγμα που υπερβαίνει την καθιερωμένη περιοδολόγηση”. Με αυτή την έννοια, “ο διαφωτισμός είναι μία διανοητική διαδικασία που στοχεύει στη διαμόρφωση μιας οικουμενικής ανθρώπινης ταυτότητας μέσα από το αίτημα για αυτονομία, αλήθεια, ορθό λόγο, εκκοσμίκευση και της εκ νέου απροκατάληπτης πρόσληψης της ιστορίας του ανθρώπινου πνεύματος”. Αν λοιπόν ο υφέρπων ή “χαμηλός διαφωτισμός” είναι αυτός ο Διαφωτισμός βιωμένος στην καθημερινή ζωή, τότε ασφαλώς υπάρχει μία βάση, ένα άτυπο κέντρο από το οποίο εκπορεύονται οι –σε σχέση με το καθεστώς– έκκεντροι. Τέτοια θεώρηση στέκεται ακριβώς απέναντι από το ad nauseum επαναλαμβανόμενο μοτίβο των ελεεινολόγων που αποφαίνονται καταπτωτικά: “τέτοιοι άνθρωποι είμαστε (στην Ελλάδα), τέτοιο καθεστώς μας αξίζει…” Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που ολοφύρονταν παλιότερα πως “η Ελλάδα δεν γνώρισε ποτέ τον διαφωτισμό” προσπαθώντας να εμπεδώσουν μια αίσθηση μόνιμης καχεξίας και μειονεξίας απέναντι στην Εσπερία, και, αλίμονο!, οι ίδιοι σήμερα που – σύμφωνα με τις διεθνείς μόδες ή σκοπιμότητες της Νέας Εποχής– αποφαίνονται πως ο Διαφωτισμός ευθύνεται για όλα τα δεινά του Πλανήτη…
Έχουμε ανάγκη να επεξεργαστούμε περισσότερο αυτά τα ζητήματα, που είναι επί της ουσίας πολιτικά. Είναι διαφωτιστική η σχετική τοποθέτηση του Κ.Θ. Δημαρά: Η εξαίρεση ως ελεγκτική στάση έναντι του κατεστημένου βοηθάει να το κατανοήσουμε.
Θα ήταν διανοητικά ερεθιστικό να επιχειρήσουμε τη διεύρυνση του πλαισίου του Σινιόσογλου, συμπεριλαμβάνοντας σ’ αυτό όχι μόνο αυτούς που “πλήρωσαν βαρύ τίμημα” αλλά και ανθρώπους που ξεχώρισαν απομακρυνόμενοι κυριολεκτικά από την κοινότητα είτε του χωριού τους, είτε ευρύτερα από τις εστίες του ελληνισμού προκειμένου να σταδιοδρομήσουν εξεχόντως στην ξενιτειά. Στις αιχμές αυτής της κατηγορίας βρίσκεται η μεγάλη πλειοψηφία των εθνικών ευεργετών, ποιητές, γιατροί, ακόμα και της σημερινής εποχής. Πάλι η εξαίρεση ως ελεγκτική στάση απέναντι του κατεστημένου;
Προκειμένου να φθάσουμε αυτή την προσέγγιση στα ακραία όριά της, είμαστε υποχρεωμένοι τέλος να αναφερθούμε και σε μια σκοτεινή ή λιγδερή πλευρά του θέματος. Πρόκειται για το “χυδαίο Αλλόκοτο” που είναι ενδημικό σε όλα τα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Προσομοιάζει ορισμένως στις πλαστογραφίες του Σιμωνίδη, χωρίς όμως να διαθέτει το στιβαρό υπόβαθρο κατάρτισης και καλλιέργειας, ούτε βεβαίως την υψιπέτεια του δημιουργού του. Οι θαμώνες του “χυδαίου Αλλόκοτου” επιχειρούν να ξεχωρίσουν από την κοινωνία είτε βαριά φορτωμένοι με πανάκριβα αξεσουάρ, είτε μιλώντας στις συναναστροφές τους επί παντός επιστητού, με ύφος επιστήμονα για θέματα που αγνοούν. Η πλαστογραφία ως τερατολογία. Αυτή η διάσταση αναδεικνύεται εκπληκτικά σε όλα τα θεατρικά έργα του σύγχρονου νεοέλληνα δημιουργού Δημήτρη Κεχαΐδη και ιδιαιτέρως στο “Τάβλι”. Θα είχε ενδιαφέρον να προσδιορίσουμε την χρονική περίοδο κατά την οποία διαδόθηκε στη χώρα μας αυτό το ιδιότυπο χαμαιτυπείο του προφορικού λόγου.
Η ώρα της επιστήμης
Αν η λογοτεχνία μας επιτρέπει να διεισδύσουμε σε περιοχές που αλλιώς θα μας ήταν άγνωστες, είναι η επιστήμη που μπορεί μετά να μας εγκαταστήσει σ’ αυτές. Χρειαζόμαστε κατ’ αρχήν έναν ενδελεχή συσχετισμό αυτών των θεωρήσεων με την Ιστορία. Των γεγονότων στο πεδίο της πραγματικότητας και των ιδεών – τόσο στους τόπους του ελληνισμού καθ’ εαυτούς, όσο και του επιδραστικού περιβάλλοντός τους. Δεν είναι τυχαίο που ο Πλήθων δεν εμφανίστηκε επί Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου. Έπειτα, σε ποιές συγκεκριμένες συνθήκες οφείλεται η υψηλή κατάρτιση και καλλιέργεια των Αλλόκοτων του Σινιόσογλου;
Επί πλέον, πέραν του Απέναντι και της σύγκρουσης θα είχε μεγάλη αξία να διερευνήσουμε και τον άξονα της Ώσμωσης. Ένα πρόχειρο παράδειγμα είναι η περίπτωση του Θεόφιλου Κορυδαλλέως – προστατευόμενου του Πατριάρχη Κύριλλου Λουκάρεως, υπήρξαν κι οι δυό μαθητές του περίφημου Cremonini της Πάντοβας. Ο Κορυδαλλεύς σαφώς ταλαιπωρήθηκε στον χώρο του ελληνισμού (όπως και ο Λούκαρις) λόγω των έκκεντρων ιδεών του, φαίνεται όμως πως βρήκε το τέχνασμα να επηρεάσει σοβαρά την ελληνική εκπαίδευση διαχωρίζοντας τη φιλοσοφία από τη θεολογία. Οπότε, ποιά είναι διαχρονικά η λειτουργία μιας “εμπνευσμένης Ώσμωσης” (σε αντίθεση με τον πιθηκισμό των τρεχουσών ιδεών του περίγυρου) και ποιές ήταν οι δυνατότητές της;
Πολύτιμη θα ήταν και μια συστηματική μελέτη του Οικουμενικού Πατριαρχείου όχι μόνο στο επίπεδο της ιδεολογίας αλλά κυρίως ως θεσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και επομένως ως πολύ ισχυρού κέντρου εξουσίας για όλη την Επικράτεια –αλλά με τα δίκτυά του να επεκτείνονται και έξω από αυτή– με δικαστικές δικαιοδοσίες όχι μόνο σε ζητήματα κανονικού μα και ιδιωτικού δικαίου, όπως τα ζητήματα περιουσιακών σχέσεων και συναλλαγών. Δεν είναι συμπτωματικό πως για μια πολύ μεγάλη περίοδο η διαπάλη των ιδεών, ακόμα και των ριζοσπαστικών, γινόταν εντός των κόλπων της Μεγάλης Εκκλησίας.
Μία έρευνα του “χαμηλού διαφωτισμού” με όχημα ενδεχομένως τα δημοτικά τραγούδια και όχι μόνο θα φώτιζε επίσης πολλές μισοκρυμμένες αλλά εν τέλει κρίσιμες διαστάσεις.
Το κοίτασμα που μας υπέδειξε υψιπετώς με το βιβλίο του ο Σινιόσογλου είναι πλουσιότατο. Η παραπάνω θεματολογία δεν μπορεί παρά να είναι ενδεικτική και μία συνολική μελέτη κανονικά θα εμπλέξει το σύνολο των Επιστημών του Ανθρώπου. Μια τέτοια μελέτη θα ήταν πολλαπλά ευεργετική, όχι μόνο από γνωστική άποψη αλλά θα βοηθούσε με τον τρόπο της να αποκτήσουμε μία πυξίδα για τα μελλούμενα.
Καταλήγοντας
Ο “Αλλόκοτος Ελληνισμός” είναι ένα υψηλής έντασης βιβλίο και μαζί μ’ αυτό ένα γοητευτικό ανάγνωσμα. Ακόμα και η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας είναι ιδιαζόντως πλούσια. Επί της ουσίας πάντως είναι ένα βαθειά πολιτικό βιβλίο αποκαθιστώντας την Αντίσταση (“Αλλόκοτο είναι ό,τι αντιστέκεται”) στο κέντρο του συλλογικού οικογενειακού μας χώρου. Οπότε προκύπτει φυσικά ένα ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί: Ποιά είναι η φύση του καθεστώτος που κάνει τους ανθρώπους “λοξίες”; Πώς εξελίσσεται διαχρονικά μέχρι σήμερα; Ποιά είναι τα περιθώρια αντίστασης; Πού μπορούμε να αναζητήσουμε τις χαραμάδες απ’ όπου μπορεί να μπει το φως;
Για την ώρα, πέρα από τη γοητεία του βιβλίου καθ’ εαυτού, μια αίσθηση το διατρέχει: “Δεν είμαστε μόνοι και δεν ερχόμαστε από το πουθενά”, μια αίσθηση που σε βοηθάει να σταθείς απέναντι στα μεγάφωνα που προσπαθούν να εμπεδώσουν τον φόβο και τη μειονεξία σχεδόν ως γενετικό μας χαρακτηριστικό.
Δεν τελειώσαμε μ’ αυτό το βιβλίο. Ανοίγει καινούριους δρόμους που έχουμε συμφέρον να τους περπατήσουμε.
info: Νικήτας Σινιόσογλου, “Αλλόκοτος Ελληνισμός”, Εκδόσεις Κίχλη.
(*) O Γιώργος Μ. Χατζηστεργίου είναι δοκιμιογράφος