Χρήστος Τσιάμης (ανταπόκριση από το Μανχάταν).
Κάτι το απολαυστικά περίεργο συμβαίνει στον κόσμο κάθε φθινόπωρο. Είναι το φαινόμενο του Βραβείου Νόμπελ της λογοτεχνίας. Επάνω που αρχίζει να καταλαγιάζει η φασαρία που σηκώνει κάθε φορά ο βόρειος άνεμος της φωνής μιας ιδιόμορφης επιτροπής από τη Σουηδία, νάμαστε πάλι όλοι μας, κι αυτοί που είχαν καταξιώσει κι εκείνοι που είχαν απαξιώσει της περασμένης εποχής την απόφαση, με το αυτί μας στημένο για να ακούσουμε τι μας επιφυλάσσουν φέτος αυτοί οι βόρειοι! Για μια ακόμη φορά τα νέα δημιούργησαν μεγάλο σαματά! Το βραβείο Νόμπελ της λογοτεχνίας του 2016 απενεμήθη στον Αμερικανό βάρδο Μπόμπ Ντύλαν (Bob Dylan) για την ποίηση στους στίχους των τραγουδιών του που εμπνέουν γενεές (και ποιητές) για πάνω από μισόν αιώνα.
Κι ευθύς άρχισαν οι διχογνωμίες ανά τον κόσμο, και ειδικά στις αγγλόφωνες χώρες. Όχι για το αν ο βραβευθείς ήταν ο πιο καλός ποιητής τις μέρες μας σε σχέση με κάποιον άλλον, όπως συνήθως γίνονται αυτές οι συγκρίσεις για ποιητές και άλλους λογοτέχνες που έχουν βραβευθεί στο παρελθόν, μα για το αν ο Μπόμπ Ντύλαν είναι καν ποιητής! Εδώ, στη χώρα του, συνέβησαν διάφορα αξιοσημείωτα. Οι αρνητικές δηλώσεις έγιναν από μεσήλικες κυρίως μυθιστοριογράφους με μεγάλη δημοσιότητα αλλά ελαφριάς, κατά τη γνώμη μας, ποιότητας έργου. Ομως, βαθειά του τάφου σιωπή από το «βαρύ πυροβολικό» της λογοτεχνίας των ΗΠΑ. Γιατί; Ισως να βρούμε την απάντηση στους ακόλουθους στίχους του Ντύλαν: Because something is happening here/ But you don’t know what it is/ Do you, Mister Jones? (Γιατί ξέρεις πώς κάτι συμβαίνει εδώ/ Μα δεν ξέρεις τι είναι αυτό/ Ξέρεις, Κύριε Τζόουνς;) Μόνο ο ποιητής Μπίλλυ Κόλλινς (Billy Collins), που η τελευταία του ποιητική συλλογή «Η βροχή στην Πορτογαλία» βρέθηκε αναπάντεχα στη λίστα των «μπέστ σέλλερ», φάνηκε ενθουσιώδης. Ήταν ενδεικτικό ότι τα λιγοστά άρθρα που γράφτηκαν στην εφημερίδα Τάιμς της Νέας Υόρκης ήταν από τους κριτικούς της μουσικής και της πόπ κουλτούρας και ένα μόνο άρθρο από κριτικό της λογοτεχνίας. Όπως επίσης αξιοσημείωτο ήταν (αυτό από θετικής πλευράς) ότι η ίδια εφημερίδα αφιέρωσε κύριο άρθρο της για να γιορτάσει το βραβείο του Ντύλαν!
Βεβαίως, για όσους είναι γνώστες των πραγμάτων στις ΗΠΑ, το βραβείο του Μπόμπ Ντύλαν ήταν φυσικό επακόλουθο μιας σταδιακής αναγνώρισης της ποιητικής αξίας του έργου του. Συγκεκριμένα, το 2008 η επιτροπή των βραβείων Πούλιτζερ (Pulitzer Prize) απένειμε στον Ντύλαν ειδικό βραβείο αναφέροντας τις «λυρικές συνθέσεις [του] εξαιρετικής ποιητικής δύναμης». Και το 2013, για τους ίδιους λόγους, τον είχε τιμήσει και η Αμερικανική Ακαδημία Γραμμάτων και Τεχνών (American Academy of Arts and Letters). Και προηγουμένως, προς το τέλος της ζωής του, το 1997, ακούμε τον Αλλεν Γκίνσμπεργκ (Allen Ginsberg) να λέει (στο ντοκυμανταίρ του Σκορτσέζε No Direction Home) πως όταν πρωτάκουσε το τραγούδι του Μπόμπ Ντύλαν A Hard Rain’s A-Gonna Fall (Θα πέσει μια σκληρή βροχή)1 – περίπου πέντε χρόνια μετά την έκδοση του δικού του θρυλικού βιβλίου ‘Ουρλιαχτό’ (Howl) – ότι ακούγοντας το τραγούδι αυτό έκλαψε. Γιατί ένοιωσε πως «η σκυτάλη είχε περάσει στην επόμενη γενιά». Και συνέχισε να λέει πόσο εμβρόντητος έμεινε (‘I was knocked out’) από την ‘ευγλωττία’ των στίχων αυτού του τραγουδιού, καταλήγοντας ότι ‘Ποίηση σημαίνει λέξεις που έχουν τη δύναμη να σε κάνουν να ανατριχιάζεις’ (‘Poetry is words that are empowered to make your hair stand on end.’). Και φυσικά το όλο πράγμα ξεκινά απ’ την αυτογνωσία και τον δημιουργικό προσανατολισμό του ίδιου του καλλιτέχνη. Ακούμε λοιπόν τον Μπόμπ Ντύλαν νωρίς – νωρίς να λέει στο τραγούδι του 1964 I Shall Be Free No 10 (Θα απελευθερωθώ, Νούμερο 10): ‘…I’m a poet, and I know it. / Hope I don’t blow it.’ (…Είμαι ποιητής και το ξέρω/ Ελπίζω να μη το καταστρέψω.) Και στο ιδιόμορφο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Χρονικά, Τόμος Πρώτος (Chronicles, Volume One) αναφερόμενος σε μια συνάντηση του, στα τέλη της δεκαετίας του 60, με τον ποιητή Αρτσιμπαλντ ΜακΛήις (Archibald MacLeish) ο Ντύλαν γράφει με έναν τόνο μιας ζεστής, ευχάριστης ανάμνησης: «Ο ΜακΛήις μου λέει ότι με θεωρεί σοβαρό ποιητή και ότι η δουλειά μου θα είναι γνώμονας για τις γενεές μετά από μένα, ότι…όπως φαίνεται είχα κληρονομήσει κάτι το μεταφυσικό από μια παρωχημένη εποχή. Εκτιμούσε τα τραγούδια μου επειδή καταπιάνονταν με την κοινωνία...».
Είναι, λοιπόν, τα τραγούδια του Μπομπ Ντύλαν ποίηση; Ανεπιφυλάκτως θα πω ότι πολλά από αυτά είναι όντως ποίηση υψίστης ποιότητας. Όπως δήλωσε ο ίδιος πρόσφατα: ‘Ο,τιδήποτε το αξιόλογο παίρνει χρόνο. Χρειάζεται να γράψεις εκατό κακά τραγούδια πριν να γράψεις ένα καλό.’ Αυτό ισχύει για όλους τους ποιητές και ο Ντύλαν έχει στο ενεργητικό του δεκάδες συγκλονιστικά ποιήματα. Θα μου πείτε, τι κάνει ένα ποίημα συγκλονιστικό; Να, όταν μια γλώσσα ιδιόμορφα ζωντανή, με ευρηματικότητα στη σύνταξη, στη χρήση κάθε λέξης, στις εικόνες που ανακαλύπτει και ξετυλίγει με μια επιδεξιότητα μαγική, μας κάνει να δούμε έναν κόσμο που πάντα υπήρχε μπροστά μας σαν να μην τον είχαμε ξαναδεί! Δεν πάει καιρός που σε μια κριτική για τον ποιητή Τζόν Ασμπερυ (John Ashbery) διάβασα ότι ο Άσμπερυ θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ‘ποιητής του στίχου’ (‘poet of the line’). Που σημαίνει ότι ενώ υπάρχουν τόσοι και τόσοι αξιομνημόνευτοι στίχοι στα ποιήματα του Άσμπερυ, τα ποιήματα του, το καθένα ξεχωριστά, δεν δένουν σε ένα σώμα που μας είναι καταληπτό, έστω και με τρόπο υπερβατικό στη φαντασία μας. (Θα πρέπει να πω ότι αυτή η διαπίστωση ικανοποίησε μία από καιρού προσωπική μου διαπίστωση, και όταν το ανέφερα σε μια γνωστή μου ποιήτρια υψηλά στης ΠΕΝ την ιεραρχία μου απάντησε ‘μα κανείς δεν καταλαβαίνει τον Άσμπερυ αλλά δεν το παραδέχονται, ειδικά ανάμεσα στους άνδρες διανοούμενους ποιητές.’) Σαν τον Άσμπερυ λοιπόν, ο Μπόμπ Ντύλαν θα μπορούσε άνετα να χαρακτηρισθεί ως ποιητής του στίχου. Υπάρχουν αναρίθμητοι στίχοι λυρικής ποιητικής ομορφιάς στα τραγούδια του. Τα τραγούδια του Ντύλαν, όμως,έχουν και κάτι παραπάνω. Έχουν και μια ποιητική αφήγηση διαρκείας με ζωντανές εικόνες σε γρήγορη εναλλαγή. Κι εδώ ίσως να έγκειται η σύγκριση, στην ανακοίνωση της επιτροπής του Νόμπελ, με τον Όμηρο. Τα τραγούδια μάς λένε ιστορίες τις οποίες αναγνωρίζουμε και μπορούμε να ταυτιστούμε μαζί τους (ακόμα και στην πιό παράδοξη έκφανση τους). Κι αν κάμποσες από αυτές τις ιστορίες-ποιήση-τραγούδια, γραμμένες σ’ ένα διάστημα δεκαετιών, μπορούσε κάποιος με ιδανικό τρόπο να τις συνδέσει θα είχαμε μια επική αφήγηση για το τί συμβαίνει τον τελευταίο μισό αιώνα στην Αμερική. Τραγούδια όπως τα εξής: The Death of Emmet Till, Blowin’ in the Wind, Masters of War, The Times They Are A-Changin’, Only a Pawn in Their Game, The Lonesome Death of Hattie Carroll, Subterranean Homesick Blues, It’s Alright, Ma (I’m Only Bleeding), Highway 61 Revisited, I Pity the Poor Immigrant, Hurricane, Joey, Lenny Bruce, Man of Peace.
Με αφορμή το βραβείο, ο κριτικός σύγχρονης μουσικής των Νιού Γιόρκ Τάιμς Τζόν Παρέλις έγραψε ότι ‘σαν τόσους άλλους ποιητές αγαπητούς σε πανεπιστημιακούς – ας πούμε, σαν τον Εζρα Πάουντ ή τον Τ.Σ. Έλιοτ – ο κ. Ντύλαν έχει ανέκαθεν τοποθετήσει τον εαυτό του σε μια λογοτεχνική συνέχεια (continuum) όπου οι νύξεις διευκρινίζουν και ενισχύουν την έννοια [του ποιήματος].’ Και ο βιβλιοκριτικός της ίδιας εφημερίδας Ντουάϊτ Γκάρνερ έγραψε ότι ‘το έργο του κ. Ντύλαν….έχει τον δικό του χαρακτήρα μιας εμβληματικής προφορικής ιδιοφυΐας.’ Ο ίδιος ο Ντύλαν, στο βιβλίο του Χρονικά, μας μεταδίδει το έντονο αίσθημα θαυμασμού που τον συνεπαίρνει όταν για πρώτη φορά μπαίνει σ’ ένα δωμάτιο (προφανώς στο σπίτι γνωστών του που τον φιλοξενούσαν όταν πρωτοέφτασε στη Νέα Υόρκη), και αντικρίζει μια ‘…βιβλιοθήκη από το πάτωμα ως το ταβάνι’. Μας μιλάει για τόμους και τόμους που τον εντυπωσιάζουν, από τον Θουκυδίδη, τον Σοφοκλή και τον Οβίδιο (τις Μεταμορφώσεις του) μέχρι τον Πρίγκηπα του Μακιαβέλι και μυθιστορήματα των Μπαλζάκ, Ουγκώ, Γκόγκολ και Ντίκενς. Μας λέει πως ‘τα βιβλία ήταν κάτι το ξεχωριστό.’ Και συνεχίζει: ‘Διάβαζα πολλές απ’ τις σελίδες δυνατά και μου άρεσε ο ήχος των λέξεων, η γλώσσα.’ Και κάπου εκεί αρχίζει η ανάμιξη του Ντύλαν με τη συνέχεια της λογοτεχνικής παράδοσης στην Αμερική που είναι το προϊόν πολλών πολιτιστικών επιρροών. Όπως το τοποθέτησε πολύ σωστά ένας καθηγητής του πανεπιστημίου Χάρβαρντ, ως απάντηση στο ερώτημα ποια είναι η γνώμη σας για τον Ντύλαν ως συγγραφέα, ‘…είναι σαν τον Βιργίλιο ή τον Οβίδιο. Κάποιος που φτάνει αρκετά αργά μέσα σε μια παράδοση και έχει αρκετή παράδοση πίσω του…έτσι ώστε να μπορεί να ασκεί έλεγχο επάνω της και ταυτοχρόνως να γίνεται μέρος της, αναδημιουργόντας την και ανανεώνοντάς την.’ Κι αν προσπαθήσουμε να τον τοποθετήσουμε ποιητικά στηνΑμερικανική παράδοση, ο ίδιος μας μιλάει για τις αναζητήσεις του μέσα στην ποίηση των ποιητών Μπήτ (Γκίνσμπεργκ, Φερλινγκέττι, Κόρσο) και πώς είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε να ταυτιστεί με εκείνων των ποιητών το όραμα. Λέει, ‘είχα ήδη προσγειωθεί σ’ ένα παράλληλο σύμπαν…’ Η ποίηση του, λέει, βασιζόταν σε μυθικά αρχέτυπα από τη λαϊκή παράδοση της Αμερικής και πιό βαθιά.
Μερικοί υποστήριξαν ότι ακόμα κι αν ακούγονται σαν ποίηση κάποια τραγούδια του Ντύλαν, λόγω του χρωματισμού της φωνής και άλλων τεχνικών της μουσικής απόδοσης (παύσεις, συγκοπές και άλλα μετρικά τεχνάσματα), όταν τα βλέπεις στη σελίδα χάνουν την ποιητική τους αίγλη. Κι έτσι διαβάσαμε κατ’ επανάληψη έναν παλιό χαρακτηρισμό του Βρετανού ποιητή Φίλιπ Λάρκιν για το τραγούδι του Ντύλαν Desolation Row (Έρημο στενό), ότι δηλαδή οι στίχοι του Ντύλαν όταν τους διαβάζεις στη λευκή σελίδα φαίνονται «μισοψημένοι» (‘half-baked’), δηλαδή ημιτελείς. Η ειρωνεία είναι ότι δεκαετίες μετά από αυτόν τον χαρακτηρισμό του Λάρκιν το ίδιο ακριβώς τραγούδι συμπεριελήφθη στην αγγλική Ανθολογία Αμερικανικής Ποίησης της Οξφόρδης (The Oxford Book of American Poetry, 2006).
Για πάνω από δυο δεκαετίες, προσωπικά απολαμβάνω πολλά από τα τραγούδια του Μπομπ Ντύλαν «στη σελίδα» σε μια όμορφη έκδοση, που συμπεριλαμβάνει επίσης και σκίτσα του, με όλα τα τραγούδια του από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 μέχρι το 1985. (Αυτή τη χρονιά είχε προαναγγελθεί από καιρό και μόλις κυκλοφόρησε μια νέα συλλογή με όλα τα τραγούδια του μέχρι σήμερα.) Και διαβάζοντας πολλά από αυτά μου μετέδιδαν το ίδιο έντονα μια ποίηση ποιότητας όπως όταν επανειλημμένως τα συναντούσα με την μουσική τους ενδυμασία. Παραθέτω μερικά αποσπάσματα (προς οικονομία του κειμένου) τραγουδιών «στη σελίδα» και σημειώνω τις, κατά τη γνώμη μου, ενδεικτικές ποιητικές αρετές τους:
Από το «Μάνα, μην ανησυχείς (απλά η πληγή μου αιμορραγεί)»
It’s Alright, Ma (I’m Only Bleeding)
“Darkness at the break of noon
Shadows even the silver spoon
………………………………
……………………………….
Proves to warn
That he not busy being born
Is busy dying.”
Σκοτεινιά ευθύς με το μπάσιμο του μεσημεριού
Ίσκιοι αμβλύνουν την όψη του ασημένιου κουταλιού
…………………………………………………
Αυτό αποδεικνύεται να προειδοποιεί
Πως όποιος δεν κόβεται να γεννιέται
Κόβεται να πεθαίνει.
Οι πρώτοι δύο στίχοι δίνουν την εξαιρετικά πρωτότυπη εικόνα μιας φυσικής και ψυχολογικής συνάμα κατάστασης. Όσο για τους δύο τελευταίους στίχους του αποσπάσματος, μια ολόκληρη φιλοσοφία ζωής συμπυκνώνεται (στα αγγλικά) μέσα σε εννέα λέξεις.
Από το «Οι Πίσω μου οι Σελίδες»
My Back Pages
“Yes, my guard stood hard when abstract threats
Too noble to neglect
Deceived me into thinking
I had something to protect
Good and Bad, I define these terms
Quite clear, no doubt, somehow.
Ah but I was so much older then,
I am younger than that now.”
Ναι, ταμπουρώθηκα καλά σαν φοβέρες τύπου αορίστου
Ομως πολύ ευγενείς για να τις αγνοήσω
Με πονηριά με οδήγησαν στο να σκεφτώ
Ότι είχα κάτι πολύ άξιο να υπερασπισθώ
Το Καλό και το Κακό, όροι που τους δίνω ορισμό
Ξεκάθαρα, κατά κάποιο τρόπο, χωρίς αμφιβολία.
Α μα ήμουν τόσο πιό μεγάλος τότε σε ηλικία
Τώρα είμαι απ’ το άτομο εκείνο πιό νεαρός.
Με δεξιοτεχνία στη σύνταξη και με αυστηρό έλεγχο στην επιλογή των λέξεων, ο Ντύλαν μας περιγράφει σε λίγους στίχους τους πνευματικούς προβληματισμούς ενός νέου ανθρώπου κατά τον δρόμο προς την ωρίμανση.
Από το «Πήγα να δω τον Τσιγγάνο»
Went to See the Gypsy
“‘How are you?’ he said to me.
I said it back to him.”
‘Τι κάνεις;’ μου είπε αυτός.
Του το ανταπόδωσα εγώ.
Άκρα οικονομία της γλώσσας με τολμηρή ευρηματικότητα στον δεύτερο στίχο!
Από το «Οι ‘μάστορες’ του Πολέμου»
Masters of War
And I hope that you die
And your death’ll come soon
I will follow your casket
In the pale afternoon
And I will watch while you’re lowered
Down to your deathbed
And I’ll stand o’er your grave
’Til I’m sure that you’re dead
Κι ελπίζω να πεθάνεις
Κι ο θάνατός σου νάρθει ταχειά
Θ’ ακολουθήσω το φέρετρό σου
Ένα χλωμό απόγευμα
Και θα κοιτάω σαν σε κατεβάζουν
Στο νεκροκρέβατό σου βαθιά
Και θα σταθώ πάνω απ’ τον τάφο
Να σιγουρευτώ ότι είσαι νεκρός πια.
Μια εκφώνηση-κατάρα σαν κι αυτή είναι ανήκουστη στη σύγχρονη ποίηση χωρίς να την χαρακτηρίζει ο τόνος από την απεχθή ηθικά πράξη της εκδίκησης. Την συναντάμε μόνο στην αρχαία Ελληνική τραγωδία (όπως στην Ορέστεια) όπου λειτουργεί μέσα από τους τελειοποιημένους ηθικούς κι αισθητικούς μηχανισμούς της κάθαρσης. Στο τραγούδι του Ντύλαν, η εκτενής ποιητική αφήγηση για τον ρόλο των δεξιοτεχνών του πολέμου σε τόσες και τόσες καταστροφές εις βάρος της ανθρωπότητας προσφέρει το ηθικό και ποιητικό υπόβαθρο για αυτό το τόσο δραματικό φινάλε του τραγουδιού που είναι πιστευτό και αποδεκτό.
Από το «Υποχθόνια μπλουζ νοσταλγίας του τόπου σου»
Subterranean Homesick Blues
Johny’s in the basement
Mixing up the medicine
I’m on the pavement
Thinking about the government
………………………..
………………………..
Keep clean nose
Watch the plain clothes
You don’t need a weatherman
To know which way the wind blows
Ο Τζόνυ είναι στο υπόγειο
Κι ανακατώνει το φάρμακο
Έξω στο οδόστρωμα εγώ
Την κυβέρνηση έχω στο μυαλό.
………………………………………..
……………………………………….
Να κρατάς τα ρουθούνια σου καθαρά
Να προσέχεις τα ρούχα τα πολιτικά
Και δεν χρειάζεσαι μετεωρολόγο
Να μάθεις κατά πού φυσάει ο άνεμος.
Αυτά είχαν γραφτεί για τη δεκαετία του ’60 στις ΗΠΑ. Με πολύ οικονομία στην εναλλαγή των εικόνων ο Ντύλαν μας δίνει τον σφυγμό μια ολόκληρης κοινωνίας. Και είναι η μαγεία της ποίησης που κάνει το τραγούδι-ποίημα αυτό ανεξαρτήτως χρονολογίας και γεωγραφίας.
Σχολιάζοντας το βραβείο του Ντύλαν ο Μπίλλυ Κόλλινς, που αναφέραμε παραπάνω, είχε πει: ‘Οι περισσότεροι στίχοι τραγουδιών δεν μετράνε χωρίς τη μουσική…Ο Μπόμπ Ντύλαν ανήκει στη λέσχη του δυο τοις εκατό των τραγουδοποιών που οι στίχοι τους έχουν ενδιαφέρον επάνω στη σελίδα ακόμη και χωρίς τη φυσαρμόνικα και την κιθάρα και την πολύ χαρακτηριστική του φωνή. Νομίζω ότι όντως [η δουλειά του] μπορεί να χαρακτηρισθεί ποίηση.’ Εμείς θα θυμίσουμε εδώ ότι υπάρχει μια συνεχής παράδοση της σχέσης ανάμεσα στο τραγούδι και την ποίηση. Αρχίζοντας από την αρχαία λυρική ποίηση που, προφανώς, ήταν κάποιο είδος τραγουδιού υπό την ακολουθία μουσικού οργάνου, κάνουμε ένα άλμα ιστορικό και φτάνουμε στα τραγούδια των τροβαδούρων που συμπεριέλαβε στην ποιητική του ανθολογία παγκόσμιας ποίησης «Από τον Κονφούκιο μέχρι τον Κάμμινγκς» ο Εζρα Πάουντ, κατόπιν αιώνες αργότερα ο Γουίλλιαμ Μπλέϊκ γράφει τα «Τραγούδια της Αθωότητας και της Εμπειρίας» έχοντας χρησιμοποιήσει λαϊκές μπαλάντες της εποχής του σαν πρότυπα, και φτάνουμε στον Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα και τις δικές του τσιγγάνικες μπαλάντες στο έργο του «Romancero Gitano». (Στην εισαγωγή των Απάντων των ποιημάτων του Λόρκα στα αγγλικά, ο επιμελητής της έκδοσης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, Κρίστοφερ Μάουρερ γράφει: ‘ Ο Λόρκα ζητάει να διαβαστούν τα ποιήματα του σαν τραγούδια…’) Τέλος, να αναφέρουμε την ποίηση των δικών μας δημοτικών τραγουδιών (υπάρχει κάποιος που θα πει πως δεν μετράνε πάνω στη σελίδα;) καθώς και την εξαίρετη στιχουργική δουλειά σύγχρονων Ελλήνων ποιητών από τον Νίκο Γκάτσο μέχρι τον Μιχάλη Γκανά. Με άλλα λόγια, εν κατακλείδι, δεν παύει ο Γκανάς να είναι σπουδαίος ποιητής όταν αποφασίσει να γράψει στίχους για τραγούδια. Απλώς μας προσφέρει το πολύτιμο δώρο της ποίησης του σε ένα διαφορετικό πακετάρισμα.
Απ’ τα φοιτητικά μου χρόνια απολαμβάνω την ποίηση στα τραγούδια δύο βάρδων. Ο ένας ξεκίνησε ποιητής κι αργότερα στράφηκε προς το τραγούδι (προφανώς γιατί ‘η ποίηση δεν είχε ψωμί’). Ο άλλος ξεκίνησε τραγουδοποιός και γράφοντας στίχους χτύπησε φλέβα ποιητική (‘I’m a poet, and I know it’). Ο ένας, ο Καναδός Λέοναρντ Κόεν (Leonard Cohen) είχε εκδώσει τέσσερες ποιητικές συλλογές πριν ηχογραφήσει τον πρώτο του δίσκο τραγουδιών, και οι κριτικοί της λογοτεχνίας τον είχαν αναγνωρίσει σαν μια από τις πιό αξιόλογες, τότε, φωνές της Καναδέζικης ποίησης. Πρίν πέντε χρόνια του απενεμήθη το σημαντικό βραβείο Premio Princesa de Asturias για τη Λογοτεχνία (βραβείο που έχουν κερδίσει επίσης οι Βάργκας Γιόσα, Γκύντερ Γκράς, Αρθουρ Μίλλερ και Πώλ Ωστερ) και το 1993 τον είχε τιμήσει η Ακαδημία Αμερικανών Ποιητών (The Academy of American Poets). Στον άλλο βάρδο απενεμήθη φέτος το βραβείο Νόμπελ της λογοτεχνίας. Ας γιορτάσουμε όλα αυτά τα γεγονότα μαζί. Πρόκειται για μια γιορτή μεγάλη της ποίησης! Και ας γεμίσουμε ένα ποτήρι με της τέρψης μας το πιό καλό ποτό, ας χαμηλώσουμε λίγο τον φωτισμό, ας δυναμώσουμε τον ήχο στο στερεοφωνικό, και ας απολαύσουμε την ποίηση στα τραγούδια αυτών των δυο μεγάλων βάρδων της εποχής μας!
- Η έκφραση “hard rain” σημαίνει ραγδαία, δυνατή βροχή. Στη μετάφραση εδώ διατηρούμε την έννοια της πρώτης λέξης, σκληρή, κατά κυριολεξία για να αποδώσουμε πώς το κοινό είχε εκλάβει τον τίτλο όταν πρωτοκυκλοφόρησε το τραγούδι, εποχή της κρίσης της Κούβας και της απειλής ενός πυρηνικού ολοκαυτώματος. (Παρόλο που όταν ρώτησαν τον Ντύλαν επ’ αυτού εκείνος είχε πεί ότι απλώς εννούσε μια δυνατή βροχή, τίποτα παραπάνω). Επί τη ευκαιρία, να πούμε ότι όλες οι μεταφράσεις στο παρόν κείμενο έγιναν για τους σκοπούς του κειμένου κατά τη συγγραφή του.
Αγαπητέ Χρήστο, πολύ καλό το κείμενό σου για την ποίηση του ήρωά μας Bob Dylan. Και πολύ χρήσιμες οι ιστορικές και λογοτεχνικές αναφορές που κάνεις για την σχέση της ποίησης και της στιχουργικής. Κρίμα που ο Leonard Cohen έφυγε πριν προλάβουν οι Σουηδοί να του απονείμουν το βραβείο τους.
Θυμηθήκαμε με την βράβευση του Dylan τα φοιτητικά μας χρόνια όταν η μουσική του μας ενέπνεε καθώς ζούσαμε στην Αμερική εκείνα τα sixties και seventies με όλα τα συνταρακτικά που τότε συνέβησαν. Με την βράβευση του Dylan περνάει πια η γενιά μας με την ποίηση και τη μουσική της στην ιστορία.
Άντε και στα δικά σου.
Γιώργος Στρογγύλης
Βρυξέλλες
Αγαπητέ Γιώργο,
μεγάλη μου χαρά που ξαναβρισκόμαστε (εσύ στις Βρυξέλλες, εγώ στη Νέα Υόρκη) μέσω του Αναγνώστη!
Και σ’ ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια και τις φοιτητικές μνήμες. Ελπίζω μια των ημέρων να τα πούμε από κοντά (πολύ πιό πιθανόν στο Μανχάτταν παρά στη Θεσσαλονίκη ή στην Πάτρα).
Με τους θερμούς μου χαιρετισμούς,
Χρήστος
Eyes Wide shut! Not any More!!!
Excellent written, informative! Ευχαριστώ!