του Σπύρου Κακουριώτη
Ο Πόλεμος της Αλγερίας (1954-1962), η αναγνώριση της ανεξαρτησίας της και η απόσυρση των γαλλικών δυνάμεων από την πρώην αποικία προίκισαν τη γαλλική γλώσσα με δύο, τουλάχιστον, νεολογισμούς: τον όρο pieds-noirs («μαυροπόδαροι»), που χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει τους εγκατεστημένους στην Αλγερία γάλλους και γενικότερα ευρωπαίους που μετά την ανεξαρτησία επαναπατρίστηκαν στη μητρόπολη και τη λέξη harkis, με την οποία χαρακτηρίζονται οι αλγερινοί που συνεργάστηκαν με τις γαλλικές αποικιακές δυνάμεις και, μετά τη νίκη του FLN, αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στη Γαλλία (να «επαναπατριστούν», σύμφωνα με την επίσημη ορολογία) εξαιτίας του φόβου των αντιποίνων.
Να «επαναπατριστούν», όμως, πού; Σε μια χώρα άγνωστη, που τους αναγνώριζε, εκούσα άκουσα, ως πολίτες της, αλλά δεύτερης κατηγορίας. Οι περισσότεροι από τους 60.000 «επαναπατρισθέντες» κλείστηκαν στα στρατόπεδα όπου, 25 χρόνια νωρίτερα, είχαν «φιλοξενηθεί», κάτω από εξίσου απάνθρωπες συνθήκες, οι ισπανοί Δημοκρατικοί που περνούσαν μαζικά τα σύνορα προκειμένου να γλυτώσουν τα εκτελεστικά αποσπάσματα των φρανκιστών.
Τα τελευταία από αυτά τα στρατόπεδα έκλεισαν τη δεκαετία του ’70. Μέσα σε αυτό το διάστημα, οι περισσότεροι από τους πρώην τροφίμους τους «εξαφανίστηκαν» μέσα στη σιωπή· ζωντανό τεκμήριο ενός τραύματος που δεν λέει να κλείσει, ενός «πολέμου χωρίς όνομα», απωθήθηκαν από τη μνήμη της γαλλικής κοινωνίας. Τα «γεγονότα της Αλγερίας» και οι βαρβαρότητες που τα συνόδευσαν αναγνωρίστηκαν επίσημα ως «πόλεμος» μόλις το 1999. Αλλά και η συλλογική μνήμη των harkis, η δική τους ταυτότητα, συγκροτήθηκε μέσα από επώδυνες απωθήσεις και αποσιωπήσεις, μέχρι τουλάχιστον τη δεκαετία του ’90, όταν η εμπειρία της Αλγερίας θα βρεθεί στο επίκεντρο ενός πολέμου μνήμης στο εσωτερικό της γαλλικής κοινωνίας.
Αυτή η απωθημένη μνήμη τής πολλαπλά τραυματικής εμπειρίας, αλλά και οι δυσκολίες συγκρότησης μιας ιδιαίτερης ταυτότητας (γαλλικής; αλγερινής; γαλλοαλγερινής;) βρίσκονται στο επίκεντρο του μυθιστορήματος Η τέχνη της απώλειας, της γαλλίδας –αλγερινής καταγωγής από τη μεριά του πατέρα της– Alice Zeniter.
Το μυθιστόρημα της Zeniter έχει τιμηθεί με σειρά βραβείων, με σημαντικότερο, ίσως, το Goncourt des lycéens, την κριτική επιτροπή του οποίου αποτελούν 2.000 μαθητές λυκείου, αλλά και εκείνο της εφημερίδας Le Monde. Έρχεται να προστεθεί σε μια πλούσια ακαδημαϊκή βιβλιογραφία σχετικά με το θέμα, αλλά και μια ευάριθμη συγκομιδή λογοτεχνικών προσεγγίσεων της εμπειρίας και της μνήμης των harkis και των απογόνων τους.
Η αφήγηση της Zeniter δομείται σε τρία μέρη, σε κάθε ένα από τα οποία πρωταγωνιστεί μια διαφορετική γενιά της οικογένειας της Ναϊμά, της βασικής ηρωίδας της: Ο Άλι, ο παππούς της, που μετατρέπεται σε συνεργάτη του γαλλικού στρατού κατά τη διάρκεια του πολέμου, και στο τέλος του αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Αλγερία, μαζί με την οικογένειά του. Ο Χαμίντ, ο πατέρας της, που θα ενηλικιωθεί στη Γαλλία, απωθώντας τη μνήμη της Αλγερίας, τη θρησκεία, ακόμα και την ίδια τη γλώσσα, προκειμένου να επιβιώσει χωρίς να είναι καταδικασμένος σε μια ζωή που θα κυλά ανάμεσα στο εργοστάσιο και το γκέτο των προαστίων της μικρής νορμανδικής πόλης όπου εγκαταστάθηκε η οικογένειά του. Τέλος, η ίδια η Ναϊμά, που προκειμένου να διαχειριστεί τη δυσφορία για τη ζωή της θα επιχειρήσει να επιστρέψει στη χώρα απ’ όπου «κατάγεται», στο χωριό του παππού της, ζητώντας να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητά της και τη σχέση της με την Αλγερία.
Τρία μέρη που αντιστοιχούν στα στάδια της απώλειας, του πένθους και της αποδοχής, δηλαδή της συμφιλίωσης με την ιδέα της χαμένης Αλγερίας που η κεντρική ηρωίδα δεν γνώρισε ποτέ, είναι όμως εγγεγραμμένη στην επιδερμίδα της, στα μαύρα μαλλιά της, στη ματιά των άλλων.
Ο Άλι, προύχοντας στο ορεινό χωριό της Καβυλίας, αποτελεί χαρακτηριστικό εκπρόσωπο όσων, σε συνθήκες κατάκτησης και εμφύλιων συγκρούσεων βρίσκονται στη «γκρίζα ζώνη» μεταξύ αντίστασης και συνεργασίας: Έχοντας πολεμήσει στον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο στις γραμμές των γαλλικών στρατευμάτων, παραμένει δύσπιστος απέναντι στις δυνάμεις που μάχονται για την ανεξαρτησία της Αλγερίας· εκείνοι είναι Άραβες, ο ίδιος βερβερικής καταγωγής. Η ταύτιση της αντίπαλης οικογένειας προυχόντων του χωριού με το FLN θα τον οδηγήσει σταδιακά στη συνεργασία με τους Γάλλους, η οποία, μολονότι παραμένει σε επίπεδο προσφοράς πληροφοριών, ασήμαντων, όπως θεωρεί ο ίδιος, θα τον οδηγήσει, καθώς το σπιράλ της βίας κορυφώνεται, στην απόφαση να εγκαταλείψει την Αλγερία, προκειμένου να σώσει τον εαυτό του και την οικογένειά του.
Η πορεία του από τη βόρεια ακτή της Μεσογείου μέχρι το εργοστάσιο στη Νορμανδία, όπου θα βρεθεί να δουλεύει, πλάι σε μετανάστες από την ανεξάρτητη πια Αλγερία, είναι μια σταδιακή καταβύθιση στη σιωπή και την απομόνωση, τόσο από τους Γάλλους που τον αντιμετωπίζουν σαν ξένο όσο και από τους Αλγερινούς που τον αντιμετωπίζουν σαν προδότη, αλλά και από τα ίδια του τα παιδιά, που χαράζουν το δικό τους δρόμο για τη δύσκολη προσαρμογή στην καινούργια κοινωνία.
Ο Μάης του ’68 και ο ριζοσπαστισμός του, η υιοθέτηση της σοσιαλιστικής πολιτικής της ανεξάρτητης Αλγερίας, η εγκατάσταση στο Παρίσι, θα είναι ο δρόμος που θα επιλέξει ο Χαμίντ, θέλοντας να απαλλαγεί από το στίγμα της «προδοσίας» του πατέρα του. Μέσα από αυτήν την πορεία, που θα καταλήξει στο γάμο με μια Γαλλίδα και σε μια υπαλληλική καριέρα, επιχειρεί να συγκροτήσει μια καινούργια ταυτότητα, στο πλαίσιο της οποίας η Αλγερία και κάθε τι αλγερινό θα περιπέσει στην εξαναγκασμένη λήθη.
Αυτή η επιβεβλημένη αποσιώπηση του παρελθόντος βρίσκεται στη ρίζα της δυσφορίας της κόρης του, της Ναϊμά, για την καθημερινότητά της. Δεύτερης γενιάς μετανάστριες, η Ναϊμά, οι αδελφές και οι ξαδέλφες της, «έχουν ξεχάσει από πού κατάγονται», όπως τις κατηγορεί ο θείος της, που όψιμα ανακαλύπτει στην ισλαμική θρησκεία τη μετωνυμία για μια ταυτότητα που δεν έχει μπορέσει να συγκροτήσει.
Η συμφιλίωση με αυτό το παρελθόν, από το οποίο μονάχα ψήγματα γνωρίζει και αυτά έχει μάθει από τον πατέρα της να τα αποσιωπά, θα έρθει όταν θα δεχθεί να ταξιδέψει στην Αλγερία προκειμένου να συγκεντρώσει τα έργα ενός καλλιτέχνη που θα εκτεθούν στην γκαλερί στην οποία δουλεύει. Αυτή η καταβύθιση στην απωθημένη μνήμη παίρνει τη μορφή της ανόδου στο βουνό, στο χωριό του παππού της, προπύργιο των ισλαμιστών κατά τη «μαύρη δεκαετία» του εμφυλίου πολέμου (1991-2001). Με μοναδικό της εφόδιο τη γλώσσα του σώματος και των συναισθημάτων, θα συναντήσει εκείνους που έμειναν «πίσω», θείους και ξαδέλφια: είναι η δική της νέκυια, που θα της επιτρέψει να τοποθετήσει τον εαυτό της σε σχέση με το παρελθόν που ο παππούς κι ο πατέρας της θέλησαν να αρνηθούν. «Μπορείς να κατάγεσαι από μια χώρα χωρίς να της ανήκεις», συνοψίζει ο αλγερινός συνοδός της. «Υπάρχουν πράγματα που χάνονται…» Για να μπορέσεις να συνεχίσεις, πρέπει να συμφιλιωθείς με την απώλεια.
info: Alice Zeniter,Η τέχνη της απώλειας,Μετάφραση: Έφη Κορομηλά,Πόλις, 2019