Του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
Τον Φρεντερίκ Βορμς (Frédéric Worms) τον γνώρισα στο περίπτερο των εκδόσεων Πόλις κατά τη διάρκεια της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου της Θεσσαλονίκης. Είχαμε μια σύντομη συζήτηση (στο πλαίσιο της έκθεσης δεν υπάρχουν περιθώρια για άλλου τύπου συζητήσεις) σχετικά με τις πολλαπλές εξωλογοτεχνικές παραμέτρους της λογοτεχνικής κριτικής (από την πολιτική και την Ιστορία μέχρι τις κοινωνικές επιστήμες και τη φιλοσοφία). Στο βιβλίο του Οι χρόνιες παθήσεις της δημοκρατίας (μετάφραση Γιώργος Φαράκλας, εκδόσεις Πόλις), ο Βορμς, ο οποίος είναι φιλόσοφος και πανεπιστημιακός καθηγητής με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Ανρί Μπερξόν (Henri Bergson), δεν μιλάει για τη λογοτεχνική κριτική, αλλά, χωρίς να απομακρύνεται από το κριτικό πεδίο, για τον κριτικό λόγο που αναπτύσσουμε περί δημοκρατίας.
Δεν είμαι πολιτικός φιλόσοφος για να προσεγγίσω το βιβλίο του Βορμς με τον ενδεδειγμένο οπλισμό. Θέλω, όμως, να σημειώσω δυο τρία πράγματα γι’ αυτό, ακριβώς επειδή είναι γραμμένο από μια σκοπιά που απευθύνεται, πέρα από τη συντεχνία των επαγγελματιών, σε ένα ευρύτερο ακροατήριο, το οποίο παρακολουθεί όσα συμβαίνουν καθημερινά επί της πολιτικής σκηνής (σε τοπικό και σε διεθνές επίπεδο), ανησυχώντας για το παρόν και το μέλλον της δημοκρατίας. Θα πρέπει καταρχάς να επισημανθεί ότι ο Βορμς στέκει εκ των προτέρων μακριά από οποιαδήποτε ολιστική λογική. Η Ιστορία και η δημοκρατία δεν καθοδηγούνται από τελικούς σκοπούς και δεν υπάγονται σε κάποιο εγελιανό σχέδιο που αποβλέπει σε μιαν οριστική σύνθεση. Η δημοκρατία ειδικότερα παραμένει ως εκ της φύσεώς της ατελής και ανολοκλήρωτη ενώ την ίδια ώρα εκπροσωπεί μιαν ηθική και ταυτοχρόνως κοινωνική επιδίωξη – κάτι που έχουμε την τάση όλο και συχνότερα να ξεχνάμε ή να παραλείπουμε. Το κυριότερο, όμως, ζήτημα με τη δημοκρατία είναι, όπως ρητά το αναφέρει ο υπότιτλος του βιβλίου του Βορμς, οι χρόνιες παθήσεις της.
Αντλώντας τη ορολογία του από τη σφαίρα της ιατρικής, που του προσφέρει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει κάποιες εύλογες και ευκολότερα κατανοητές αναλογίες (βλ. ως προς αυτό και τον πρόλογο του Γ. Φαράκλα), ο Βορμς εξηγεί ότι οι χρόνιες παθήσεις δεν ταυτίζονται ούτε με την παρακμή ούτε με την κατάρρευση του πολιτικού οργανισμού της δημοκρατίας – συνιστούν, αντιθέτως, προβλήματα με τα οποία το δημοκρατικό σύστημα βρίσκεται σε συνεχή αναμέτρηση, προσπαθώντας να μειώσει την αρνητική τους επίδραση και να θεραπεύσει τα πιο ενοχλητικά τους συμπτώματα. Το σημαντικότερο νόσημα εν προκειμένω είναι η βία που μπορεί να προέλθει από τα σπλάχνα του δημοκρατικού καθεστώτος όχι κατά τυχαίο ή περιστασιακό τρόπο, αλλά με τη μορφή ενός ενδημικού και απαραγνώριστου κινδύνου.
Οι σύγχρονες εκφράσεις της εγγενούς βίας η οποία πλήττει τη δημοκρατία είναι ο κυνισμός, ο ρατσισμός και ο υπερφιλευθερισμός. Ο κυνισμός εκκινεί από την έλλειψη πίστης στους θεσμούς, που είναι το συστατικό θεμέλιο της δημοκρατίας, και καταλήγει στην άρνηση κάθε συζήτησης και διαλόγου. Ο ρατσισμός αποκαλύπτει μια σοβαρή ταυτοτική και υπαρξιακή κρίση (εδώ συναντά την τρομοκρατία), ανακηρύσσοντας τον Άλλο σε ορκισμένο εχθρό. Όσο για τον υπερφιλελευθερισμό, καταδικάζει ευθύς εξαρχής, με την υποστήριξη της κοινωνίας της απόλυτης κυριαρχίας της αγοράς (μια αγορά αποκομμένη από τους κοινωνικούς της δεσμούς, για να θυμηθούμε τον Πολάνυι), την οιαδήποτε έννοια αλληλεγγύης και αλληλοϋποστήριξης.
Τα νοσήματα μοιάζουν εκτεταμένα και σοβαρά, με τη διαφορά πως αποκλειστικός θεράπων είναι ο ίδιος ο πάσχων. Μόνο η δημοκρατία μπορεί να καταλάβει και να ερμηνεύσει τις παθήσεις της, μόνο η δημοκρατία είναι αρμόδια να αναλάβει δράση για την αντιμετώπισή τους. Δεν έχουμε άλλο δρόμο, ιδίως στη σκοτεινιά του 21ου αιώνα, από το να την εμπιστευτούμε – μαζί με όλες τις δυσκολίες και τις ατέλειές της.