Της Βενετίας Αποστολίδου.
Όλοι όσοι διαβάζουμε τον Αναγνώστη είμαστε φίλοι της ανάγνωσης. Όλοι έχουμε τις αναγνωστικές μας προτιμήσεις και τις αναγνωστικές μας συνήθειες, διαφορετικές και παρόμοιες. Άλλος μπορεί να διαβάζει γιατί το επιβάλει η δουλειά του, άλλος μόνο στον ελεύθερο χρόνο του, όλοι ωστόσο θα συμφωνούσαμε ότι η ανάγνωση είναι μια σπουδαία δραστηριότητα και θα συντασσόμασταν με τον ευγενή στόχο της προώθησής της. Θέλουμε ειλικρινά να διευρυνθεί το αναγνωστικό κοινό, να διαβάζουν περισσότεροι άνθρωποι, να ωφελούνται και να απολαμβάνουν μέσα από την ανάγνωση. Αν ετίθετο το ερώτημα «η ανάγνωση είναι δηλαδή μια αξία;» δύσκολα κάποιος θα απαντούσε αρνητικά, θα το θεωρούσε σχεδόν αυτονόητο, ως μορφωμένος άνθρωπος και αναγνώστης, να υπερασπιστεί την αξία της ανάγνωσης. Ωστόσο, έχουμε αναρωτηθεί άραγε αν αυτό που υπερασπιζόμαστε όταν επαινούμε την ανάγνωση, όταν επιδιώκουμε τη διάδοσή της, είναι η ίδια η ανάγνωση ή μήπως είναι οι αξίες, οι πεποιθήσεις, οι ιδέες που ελπίζουμε ότι θα προωθηθούν μέσω αυτής;
Η διάκριση που επιχειρώ εδώ φαίνεται καλύτερα στη σχέση με τα παιδιά μας ή με τους μαθητές μας αν τυχαίνει να είμαστε εκπαιδευτικοί. Λέμε ότι θέλουμε να γίνουν τα παιδιά αναγνώστες, να αγαπήσουν την ανάγνωση, αλλά πόσο έτοιμοι είμαστε να παραχωρήσουμε πλήρη ελευθερία στην επιλογή των αναγνωσμάτων; Με χίλιους δυο τρόπους, από τους πιο φιλικούς και έμμεσους, μέχρι τους πιο καταπιεστικούς και άμεσους (ιδίως στο επίπεδο του επίσημου εκπαιδευτικού συστήματος) εννοούμε τα παιδιά να αγαπήσουν όχι την ανάγνωση γενικά, αλλά εκείνα τα αναγνώσματα που εμείς θεωρούμε αξιόλογα, ωφέλιμα, γεμάτα από τις σωστές αξίες και, επομένως, αξιαγάπητα. Τα παιδιά με τη διαίσθησή τους καταλαβαίνουν την υποκρισία αυτή των ενηλίκων. Όταν ακούν να επαινούμε την ανάγνωση και να τα προτρέπουμε να διαβάζουν, αισθάνονται ότι στην πραγματικότητα κάτι πάει να τους επιβληθεί, ότι το επόμενο βήμα είναι η συζήτηση (ή μήπως ο έλεγχος;) για το τι διαβάζουν. Ο έπαινος της ανάγνωσης στο λόγο των ενηλίκων υποκρύπτει συχνά τη διάθεση επιβολής ενός συγκεκριμένου συστήματος αξιών και μάλιστα, τόσο περισσότερο, όσο πιο παθιασμένος με την ανάγνωση είναι ο ομιλών ενήλικος. Ας μην παραξενευόμαστε λοιπόν όταν τα παιδιά αντιδρούν στις προτροπές μας να διαβάζουν κι ας μη βιαζόμαστε να αποδώσουμε την αντίδραση αυτή σε άλλους λόγους (την τηλεόραση ή το διαδίκτυο) που ασφαλώς συλλειτουργούν.
Αμφιβάλλω λοιπόν αν η ανάγνωση είναι, τουλάχιστον στην ελληνική κοινωνία, αξία καθεαυτή. Η αξία της ανεβοκατεβαίνει ανάλογα με το είδος του αναγνώσματος: η ανάγνωση λογοτεχνίας θεωρείται ανώτερη και ευγενέστερη από την ανάγνωση πληροφοριακών βιβλίων· κι όμως υπάρχουν συστηματικοί αναγνώστες που δεν διαβάζουν καθόλου λογοτεχνία. Όσο για τις διακρίσεις στο εσωτερικό της λογοτεχνίας, εκεί θα συναντήσουμε ένα πεδίο ατελείωτου ανταγωνισμού αισθητικών, κοινωνικών, ηθικών αξιών. Η αναγνώριση της αξίας της ανάγνωσης, ωστόσο, προϋποθέτει προπαντός το σεβασμό της ανάγνωσης του άλλου. Προϋποθέτει, ακόμη, τη μετατόπιση της έμφασης από το τι διαβάζουμε στο πώς διαβάζουμε. Μέχρις στιγμής σε μας το τι διαβάζουμε προκαλεί παθιασμένες συζητήσεις διότι όλοι θέλουν να επιβεβαιώσουν τις αξίες και το γούστο τους. Το πώς και το γιατί διαβάζουμε είναι αυτό όμως που ανοίγει δρόμους και δημιουργεί αναγνώστες
Συμφωνώ με τον προβληματισμό που εκτέθηκε στο παραπάνω άρθρο. Η αυταξία της ανάγνωσης στη σύγχρονη εποχή δεν πείθει το ευρύ κοινό, παρά μόνο τους ορκισμένους φιλαγνώστες, οι οποίοι περα από τις αξίες της ανάγνωσης έχουν προχωρήσει στην αποτίμηση της αισθητικής, αν θέλετε, απόλαυσης που προκύπτει από την ανάγνωση.Το ζητούμενο, κατά τη γνώμη μου, είναι σαφώς να αναρωτηθούμε κι εμείς οι ίδιοι για το ποιές είναι οι αξίες της ανάγνωσης, ερώτημα που προφανώς συνδέεται (αν ομιλούμε περί λογοτεχνίας)με τον ρόλο της Τέχνης ευρύτερα στη ζωή μας. Νομίζω ότι η ανάγνωση ταυτίζεται στη συνείδηση πολλών με κάτι το επιβεβλημένο, που ανακαλεί στο μυαλό οδυνηρές σχολικές μνήμες όπου το βιβλίο ισοδυναμεί με εξετάσεις, βαθμολογία και εισαγωγή σε πανεπιστήμια. Πρόκειται για μία καθαρά ωφελιμιστή οπτική στην οποία εγκλωβίστηκε το βιβλίο, ειδικά την τελευταία δεκαετία, και η οποία αποπνευματοποίησε τη διαδικασία ανάγνωσης. Συνυπεύθυνοι… όλοι μας: η ελλιπής κρατική μέριμνα, οι εκπαιδευτικοί, οι γονείς και θα προσέθετα, ας μου επιτραπεί, η εισβολή των νέων τεχνολογιών. Οι τελευταίες, αν και δαιμονοποιούνται σχεδόν για κάθε πρόβλημα, θα μπορούσαν να λειτουργήσουν θετικά στην καλλιέργεια αναγνωστικής συμπεριφοράς γενικότερα, αφού ανοίγουν τόσους δρόμους για την επαφή με κείμενα. Παρ’ όλα αυτά στεκόμαστε στα αρνητικά, ίσως επειδή κι εμείς οι ίδιοι αγνοούμε τις θετικές διαστάσεις που μπορεί να έχει λόγου χάρη το Διαδίκτυο στον τομέα αυτό.
Ίσως, οφείλουμε όλοι μας από κοινού να αναστοχαστούμε αντιαυταρχικά πάνω στην προώθηση της ανάγνωσης, κάτι που μπορεί να επιτευχθεί και με άλλους ανεξερεύνητους τρόπους. Η δογματική επιβολή του βιβλίου ή της ανάγνωσης στο σχολείο και αλλού, ας μην αυταπατώμαστε, δεν πιάνει… Μια φιαλαγνωστική κουλτούρα αναπνέει μόνο στο έδαφος της ελευθερίας και της δημιουργικής αξιοποίησης όλων των δυνατών μέσων.