Η ανάγνωση στον κινηματογράφο (της Βενετίας Αποστολίδου)

0
1614

της Βενετίας Αποστολίδου

Φέτος το καλοκαίρι με ευχαρίστηση είδα δύο ταινίες στις οποίες η ανάγνωση είχε την τιμητική της: Η πρώτη ήταν «Το βιβλιοπωλείο της κυρίας Γκριν» (The Bookshop) της ισπανίδας Ιζαμπέλ Κοϊξέτ και το δεύτερο «Με αγάπη Τζουλιέτ» (The Guernsey Literary and Potato Peel Pie Society) του βρετανού Μάικ Νιούελ (γνωστού από το διάσημο «Τέσσερις γάμοι και μια κηδεία»). Δεν είναι ο σκοπός μου εδώ βέβαια να κρίνω τις ταινίες για τις οποίες, όπως είδα, οι κριτικοί έχουν εκφράσει και πολλές επιφυλάξεις. Για μένα ήταν μια απόλαυση και οι δύο (περισσότερο η δεύτερη την οποία βρήκα πιο σύνθετη και με περισσότερες αποχρώσεις σχετικά με την ανάγνωση). Στο παρελθόν είχαμε βέβαια κι άλλες σχετικές ταινίες∙ ανακαλώ πρόχειρα τα «Σφραγισμένα χείλη» (The Reader) του Στίβεν Ντάλτρι  καθώς και την «Κλέφτρα των βιβλίων» (The Book Thief) του Μπράιαν Πέρσιβαλ. Κοινό χαρακτηριστικό όλων ότι βασίζονται σε μυθιστορήματα αλλά και ότι όλες έχουν  στενή σχέση με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Κι ενώ το πρώτο κοινό χαρακτηριστικό μοιάζει ευεξήγητο (πιθανότερο είναι ένας μυθιστοριογράφος να γράψει μια ιστορία με κεντρικό κλειδί την ανάγνωση παρά ένας σεναριογράφος) το δεύτερο είναι πιο δύσκολο να εξηγηθεί. Γιατί οι οδυνηρές εμπειρίες του πολέμου (η καταδίωξη, η γερμανική κατοχή, ο θάνατος, οι ενοχές, το πένθος, η απόκρυψη είναι μερικά από τα μοτίβα των παραπάνω ταινιών) συνδέονται στο μυαλό των συγγραφέων και, κατά συνέπεια, στην πλοκή με την ανάγνωση; Τα ίδια τα έργα που αποτελούν τη βάση της συζήτησής μας ίσως δίνουν κάποια απάντηση στο ερώτημα. Τα τραύματα που προκάλεσε ο πόλεμος, έτσι όπως εσωτερικοποιούνται και απωθούνται, χρειάζονται μια εξίσου εσωτερική, μοναχική (αλλά αναπόφευκτα και κοινωνική) διέξοδο για να γίνουν αντικείμενο επεξεργασίας και να βγουν προς τα έξω. Η ανάγνωση μπορεί να λειτουργήσει ως μια τέτοια διέξοδος.

Θα μείνω στις δύο πρόσφατες ταινίες που αποτελούν και την αφορμή αυτού του κειμένου. Στο έργο «Το βιβλιοπωλείο της κυρίας Γκριν» ο πόλεμος είναι κάπως πιο μακρινό παρελθόν αφού τοποθετείται στα 1959 σε μια παραθαλάσσια κωμόπολη της ανατολικής Αγγλίας. Η πρωταγωνίστρια, χήρα αεροπόρου που σκοτώθηκε στη μάχη ακόμη βιώνει το πένθος και ζει μια μοναχική ζωή αλλά με σταθερό σύντροφο την ανάγνωση. Όντας η ίδια φανατική αναγνώστρια αποφασίζει να ανοίξει το πρώτο βιβλιοπωλείο της κωμόπολης. Το βιβλιοπωλείο γίνεται κέντρο ενός δικτύου σχέσεων, τόσο φιλικών στις οποίες η ανάγνωση λειτουργεί ως μέσον επικοινωνίας ανάμεσα σε εντελώς άγνωστους ανθρώπους, όσο και εχθρικών καθώς το βιβλιοπωλείο ενοχλεί κάποια τοπικά συμφέροντα. Το εντυπωσιακό στοιχείο σε σχέση με την ανάγνωση  στην ταινία είναι η ίδια η προσωπικότητα της πρωταγωνίστριας, η οποία είναι μια συνηθισμένη γυναίκα χωρίς τίποτε το ιδιαίτερο και πιθανόν, εάν δεν έχανε τον άνδρα της, να μεγάλωνε την οικογένειά της χωρίς ποτέ να έμπλεκε στην περιπέτεια ενός βιβλιοπωλείου. Όμως το πένθος, η μοναξιά την τρέπουν στην ανάγνωση και η ανάγνωση την κάνει δυνατή, της δίνει θάρρος να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες και να δώσει τις μάχες της. Το αισιόδοξο μήνυμα της ταινίας είναι η μεταβίβαση της αγάπης για την ανάγνωση και τα βιβλία στη μικρή βοηθό της, ένα δεκάχρονο κοριτσάκι εργατικής οικογένειας το οποίο είναι και η αφηγήτρια της ιστορίας, όντας πια μεγάλη και έχοντας το δικό της βιβλιοπωλείο.

«Η λογοτεχνική λέσχη πατατόπιτας του Γκέρνσεϋ»(«Με αγάπη Τζουλιέτ»), όπως θα ήταν ο ακριβής τίτλος της ταινίας στα ελληνικά, βρίσκεται στο βρετανικό νησί Γκέρνσεϋ στη Μάγχη το οποίο στον πόλεμο ήταν υπό γερμανική κατοχή. Η λέσχη ιδρύθηκε ακριβώς μέσα στην κατοχή υπό κωμικοτραγικές συνθήκες και σχεδόν αναγκαστικά, καθώς τα μέλη της δεν ήταν φανατικοί αναγνώστες. Έγιναν όμως στην πορεία, μιας και η λέσχη, από τη στιγμή που  ιδρύθηκε και δηλώθηκε στις γερμανικές αρχές, έπρεπε να συνεδριάζει. Τα μέλη της λέσχης, απλοί άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες των οποίων οι ζωές διαλύθηκαν από τον πόλεμο, δένονται μεταξύ τους μέσα από τα βιβλία που διαβάζουν και τις συζητήσεις τους και υποστηρίζουν ο ένας τον άλλον στη δύσκολη μεταπολεμική εποχή. Το έργο ξεκινά το 1946 και βέβαια όλα τα τραύματα του πολέμου είναι ακόμη νωπά. Αγαπημένοι άνθρωποι έχουν πεθάνει ή αγνοείται η τύχη τους, παιδιά έχουν μείνει ορφανά και μεγαλώνουν κοντά σε φίλους, αμέτρητες απώλειες που εμποδίζουν τη ζωή να προχωρήσει. Η πρωταγωνίστρια, νεαρή συγγραφέας από το Λονδίνο, με πεθαμένους τους γονείς της στον πόλεμο, γνωρίζεται με τα μέλη της λέσχης, διερευνά βήμα βήμα τις επώδυνες ιστορίες τους αλλά προπαντός δημιουργεί μαζί τους σχέσεις αγάπης. Στη συγκεκριμένη ταινία η ανάγνωση αναδεικνύεται στην κοινωνική κυρίως λειτουργία της καθώς η έμφαση δίνεται στους δεσμούς των μελών της λέσχης. Ίσως είναι η μοναδική ταινία η οποία αναπαριστά σκηνές από τις συνεδριάσεις μιας λέσχης ανάγνωσης, σκηνές που κατορθώνουν να δείξουν την ανταλλαγή που συμβαίνει, τις καινούριες γνώσεις που αποκτούν και την ικανοποίησή τους στο τέλος της συνεδρίασης.

Προφανώς δεν είναι η ανάγνωση το θέμα αυτών των ταινιών. Η ανάγνωση είναι μια μεταφορά, ένα εργαλείο για να ξεδιπλωθεί η ανθρώπινη κατάσταση. Το ζήτημα είναι ότι πληθαίνουν οι συγγραφείς και οι σκηνοθέτες που επιλέγουν αυτή τη μεταφορά και τούτο ίσως κάτι να δείχνει για τη συνειδητοποίηση της δύναμης της ανάγνωσης. Καθώς οι θερινοί κινηματογράφοι στους οποίους είδα τις δύο ταινίες ήταν κατάμεστοι, φεύγοντας αναρωτιόμουν πόσοι άραγε από τους θεατές είναι και αναγνώστες.

 

Προηγούμενο άρθροΜαχμούντ Νταρουίς, ένας μεγάλος εθνικός ποιητής (του Χρήστου Τσιάμη)
Επόμενο άρθροΟ θρύλος του Ασλάν Καπλάν, ο θρύλος της Θεσσαλονίκης (του Χρήστου Δανιήλ)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ